«Μὰ ὁ Χατζησάββας κοίταζε πέρα ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ εἶχε τὸ νοῦ του
ἀλλοῦ· Εἶχε ξεσπάσει μπόρα τὶς μέρες ἐτοῦτες κι ὁ Χατζησάββας βρέθηκε σὲ
ἓνα πατρικὸ χωράφι, μιὰν ὣρα ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο, κοντὰ στὴν Ἁγίαν
Εἰρήνη… Θεοῦ φώτιση ἢ μπὰς καὶ τὸ ἀπείκασε ἀπὸ τὰ παλιὰ κιτάπια ποὺ
ἀνάγνωθε, τὰ χώματα ἐκεῖνα τοῦ μπῆκε στὸ μυαλὸ πὼς σκέπαζαν μιὰν
ξακουστὴ παλιὰν πολιτεία· κι ἐκεῖ ποὺ σκάλιζε μία νεροφαγίδα μὲ τὸ
σιδερομύτικο μπαστούνι του, ἓνα πράγμα γυαλιστερὸ κύλησε ἀπὸ τὸ βρεγμένο
χῶμα· σκύβει – καὶ τί νὰ δεῖ; ἓνα χρυσὸ δαχτυλίδι!
Τὸ ἂρπαξε, τὸ πάστρεψε γρήγορα ἀπὸ τὰ χώματα, καὶ τώρα τό ΄φερε καὶ τό ΄δειξε στὸν Μητροπολίτη: Μιὰ διπλοκάπουλη γυναίκα κάθουνταν ἀπάνω στὸ χρυςὸ δαχτυλίδι καὶ κρατοῦσε ἓνα διπλὸ τσεκούρι στὰ χέρια της· ἓνας ἂντρας γυμνός, λιγνομεσάτος, σὰν τοὺς σημερινοὺς Κρητικούς, ἀναλυγίζουνταν μπροστά της, σὰν νὰ χόρευε· κι ἀπὸ πάνω τους, στὴν κορυφὴ τοῦ δαχτυλιδιοῦ, ἀνέβαινε σὰ δρεπάνι τὸ μισοφέγγαρο.
Τὸ ἀπίθωσε στὴν παλάμη τοῦ Μητροπολίτη:
- Γιὰ ὂνομα τοῦ Θεοῦ, Δέσποτά μου, εἶπε, κρύψε το, κανένας μὴν τὸ μάθει! Τί θησαυροὶ θὰ βρίσκουνται ἐκεῖ κάτω, τί χρυσὰ νεκροπρεπίδια! Μὰ σκλάβοι εἲμαστε, ἂν ξεκλειδώσουμε τώρα τὴ γῆς καὶ τὰ βροῦμε, ἡ Τουρκιὰ θὰ τ΄ ἁρπάξει· ἂς κάνουμε ὑπομονή· κι ἓνας ἂλλος Ἓλληνας, σὰ λευτερωθεῖ ἡ Κρήτη, ἂς ξεθάψει τὴν παλιὰ πολιτεία νὰ πάρει τὴ δόξα!»
Ν. Καζαντζάκης, «Ὁ καπετὰν Μιχάλης», σελ. 265, ἒκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, Ἀθήνα 1974 .
Χρυσάφι γεννᾶ ἡ ἑλληνικὴ γῆ· χρυσάφι ποὺ τὸ φύλαξε στοργικὰ στὰ σπλάχνα της τόσους ἀνήμερους αἰῶνες…
Ἐχθροὶ πάτησαν πολλοὶ σὲ αὐτὰ τὰ ζηλευτὰ τὰ χώματα· κατέστρεψαν, ἒκαψαν, ὑποδούλωσαν, λεηλάτησαν, μὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἀθάνατο, τὸ ἀρχαῖο, τὸ Ἑλληνικό, ξεπηδᾶ, καὶ βλασταίνει, καὶ γιγαντώνεται, καὶ θεριεύει! Μιὰ λεύτερη ἀνάσα, ἒχει καιρὸ νὰ γευτῇ αὐτὴ ἡ χώρα, καὶ τὰ σημάδια ποὺ μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ γῆς εἶναι σημάδια λεύτερου ἀνθρώπου· ἐλεύθερου νὰ μεγαλουργήσῃ.
Δὲν εἲμαστε πλασμένοι νὰ ὑποκλινόμαστε στοὺς συνομῶτες τοῦ ἐκφυλισμένου κόσμου, καὶ δὲν ὑπάρχει οὓτε μία ἀξιοπρεπὴς αἰτία γιὰ τὴ λησμονιὰ τῆς ζωοδότρας δύναμης ποὺ οἱ πρόγονοι μᾶς κληροδότησαν...
Ψηλᾶ τὸ κεφάλι Ἓλληνες! Ἒχουμε Ἀγῶνα!
Χλόη
Τὸ ἂρπαξε, τὸ πάστρεψε γρήγορα ἀπὸ τὰ χώματα, καὶ τώρα τό ΄φερε καὶ τό ΄δειξε στὸν Μητροπολίτη: Μιὰ διπλοκάπουλη γυναίκα κάθουνταν ἀπάνω στὸ χρυςὸ δαχτυλίδι καὶ κρατοῦσε ἓνα διπλὸ τσεκούρι στὰ χέρια της· ἓνας ἂντρας γυμνός, λιγνομεσάτος, σὰν τοὺς σημερινοὺς Κρητικούς, ἀναλυγίζουνταν μπροστά της, σὰν νὰ χόρευε· κι ἀπὸ πάνω τους, στὴν κορυφὴ τοῦ δαχτυλιδιοῦ, ἀνέβαινε σὰ δρεπάνι τὸ μισοφέγγαρο.
Τὸ ἀπίθωσε στὴν παλάμη τοῦ Μητροπολίτη:
- Γιὰ ὂνομα τοῦ Θεοῦ, Δέσποτά μου, εἶπε, κρύψε το, κανένας μὴν τὸ μάθει! Τί θησαυροὶ θὰ βρίσκουνται ἐκεῖ κάτω, τί χρυσὰ νεκροπρεπίδια! Μὰ σκλάβοι εἲμαστε, ἂν ξεκλειδώσουμε τώρα τὴ γῆς καὶ τὰ βροῦμε, ἡ Τουρκιὰ θὰ τ΄ ἁρπάξει· ἂς κάνουμε ὑπομονή· κι ἓνας ἂλλος Ἓλληνας, σὰ λευτερωθεῖ ἡ Κρήτη, ἂς ξεθάψει τὴν παλιὰ πολιτεία νὰ πάρει τὴ δόξα!»
Ν. Καζαντζάκης, «Ὁ καπετὰν Μιχάλης», σελ. 265, ἒκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, Ἀθήνα 1974 .
Χρυσάφι γεννᾶ ἡ ἑλληνικὴ γῆ· χρυσάφι ποὺ τὸ φύλαξε στοργικὰ στὰ σπλάχνα της τόσους ἀνήμερους αἰῶνες…
Ἐχθροὶ πάτησαν πολλοὶ σὲ αὐτὰ τὰ ζηλευτὰ τὰ χώματα· κατέστρεψαν, ἒκαψαν, ὑποδούλωσαν, λεηλάτησαν, μὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἀθάνατο, τὸ ἀρχαῖο, τὸ Ἑλληνικό, ξεπηδᾶ, καὶ βλασταίνει, καὶ γιγαντώνεται, καὶ θεριεύει! Μιὰ λεύτερη ἀνάσα, ἒχει καιρὸ νὰ γευτῇ αὐτὴ ἡ χώρα, καὶ τὰ σημάδια ποὺ μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ γῆς εἶναι σημάδια λεύτερου ἀνθρώπου· ἐλεύθερου νὰ μεγαλουργήσῃ.
Δὲν εἲμαστε πλασμένοι νὰ ὑποκλινόμαστε στοὺς συνομῶτες τοῦ ἐκφυλισμένου κόσμου, καὶ δὲν ὑπάρχει οὓτε μία ἀξιοπρεπὴς αἰτία γιὰ τὴ λησμονιὰ τῆς ζωοδότρας δύναμης ποὺ οἱ πρόγονοι μᾶς κληροδότησαν...
Ψηλᾶ τὸ κεφάλι Ἓλληνες! Ἒχουμε Ἀγῶνα!
Χλόη