Αγαπημένοι φίλοι ,,
έχουμε να σας προτείνουμε μια συλλογή ποίησης , ενός εξαίρετου λογοτέχνη ,
του αξιότιμου κύριου Αχιλλέα Κατσαρού , που διαβάσαμε και αγαπήσαμε !
Ότι αγαπούμε ξέρετε πως στο τέλος το δίκιο είναι με το μέρος μας !!!
(Ένα ποίημα από τη συλλογή του συγγραφέα μας )
Αχιλλέας Κατσαρός
ΑΝΕΜΕΛΑ ΠΤΩΜΑΤΑ
Τα σωθικά μου γλύστρησαν έξω από μένα.Έξω από τον κόσμο.Κι άρχισα να μιλάω μια γλώσσα ακατανόητη.Σπαραγμός έγχορδος για ψυχές που ξεμακραίνουν.Βρέθηκα σε τόπο ειδυλλιακό,γιατί δε με έβλεπα.Ούτε με άκουγα.Μου μιλούσαν όμως οι σιωπές των Ανέμελων Πτωμάτων Όπου Γης Επί Γης.Στον ειδυλλιακό τόπο χορταίνεις με λίγα κλωνάρια κριθάρι ευτυχίας.Αλλά,ξέρεις,και το κριθάρι και η ευτυχία αλέθονται γρήγορα.Το νερό.Το νερό πάντοτε έβραζε στους ίδιους βαθμούς.Εδώ κόχλαζε.Και οι ατμοί του γίνονταν σύννεφα.Νέφη πάνω από μια σκονισμένη έρμη Πολιτεία.Δεν έβλεπα ούτε τα δικαιώματα,ούτε τις δικαιοσύνες,ούτε τις ελευθερίες,ούτε τα συντριβάνια,ούτε τα ερείπια,ούτε το χώμα που στεκόμουνα,ούτε τους ουρανούς.Τα σκέπαζε όλα ένας βυθός άγριος,ταραγμένος,γεμάτος φουρτούνα και λάσπη.Βρήκα το θάρρος να σχηματίσω αψίδα τα χέρια μου και να παρακαλέσω δίχως σταυρούς (οι σταυροί εδώ είναι προνόμιο).Και ιδού.Εφάνης.Διέσχισες κάθετα τη φουρτούνα εσύ μια γυναίκα κοινή της Αλεξάνδρειας.Με ρούχα που κόλλαγαν στις σάρκες σου σαν αίμα λιθαριού τον Αύγουστο,όπου τα φεγγάρια πεθαίνουν στις σπίθες σου Ζωή.Και με φωνή,που σταύρωσε τις σιωπές,ξεκίνησες το δύσκολο έργο,να νικήσεις τη φουρτούνα στη Φύση.Πόλεμος.Όλα πόλεμος.
Και άρχισες :
"Μάζεψα στις χούφτες μου
χαράματα,βράδια και πρωινά
ξανά και ξανά
να περπατήσω ευθύγραμμα τον χρόνο.
Δε μέτρησα ακόμη
και δεν ξέρω αν θα το κάνω
τους Ήλιους που πάλεψαν
να ενωθούν με τα σκοτάδια μου.
Δε μέτρησα τους Ορφέες
τους δίκαιους που σταύρωσα εγώ η ίδια.
Μια γυναίκα κοινή να πουλάω κάθε μέρα το κορμί μου
κάπου στην Αλεξάνδρεια.
Δε μέτρησα τις μουσικές
που βγήκαν στον κόσμο απ' τους Ορφέες μου.
Πόσες μου έκαναν παρέα στα πρωινά
και πόσες στους βυθούς μου ;
Τώρα άνοιξα τα μάτια.
Τα μάτια μου δεν είδαν ακόμη κάτι ενδοξότερο
από την Αγάπη της Σιωπής.
Χωριό ορεινό η Σιωπή.
Σε περονιάζει το κρύο τους χειμώνες.
Μέσα οι βράχοι μόνιμοι κάτοικοι σα δόντια
στο στόμα που δεν έχεις.
Αυτή είναι η Αγάπη".
έχουμε να σας προτείνουμε μια συλλογή ποίησης , ενός εξαίρετου λογοτέχνη ,
του αξιότιμου κύριου Αχιλλέα Κατσαρού , που διαβάσαμε και αγαπήσαμε !
Ότι αγαπούμε ξέρετε πως στο τέλος το δίκιο είναι με το μέρος μας !!!
(Ένα ποίημα από τη συλλογή του συγγραφέα μας )
Αχιλλέας Κατσαρός
ΑΝΕΜΕΛΑ ΠΤΩΜΑΤΑ
Τα σωθικά μου γλύστρησαν έξω από μένα.Έξω από τον κόσμο.Κι άρχισα να μιλάω μια γλώσσα ακατανόητη.Σπαραγμός έγχορδος για ψυχές που ξεμακραίνουν.Βρέθηκα σε τόπο ειδυλλιακό,γιατί δε με έβλεπα.Ούτε με άκουγα.Μου μιλούσαν όμως οι σιωπές των Ανέμελων Πτωμάτων Όπου Γης Επί Γης.Στον ειδυλλιακό τόπο χορταίνεις με λίγα κλωνάρια κριθάρι ευτυχίας.Αλλά,ξέρεις,και το κριθάρι και η ευτυχία αλέθονται γρήγορα.Το νερό.Το νερό πάντοτε έβραζε στους ίδιους βαθμούς.Εδώ κόχλαζε.Και οι ατμοί του γίνονταν σύννεφα.Νέφη πάνω από μια σκονισμένη έρμη Πολιτεία.Δεν έβλεπα ούτε τα δικαιώματα,ούτε τις δικαιοσύνες,ούτε τις ελευθερίες,ούτε τα συντριβάνια,ούτε τα ερείπια,ούτε το χώμα που στεκόμουνα,ούτε τους ουρανούς.Τα σκέπαζε όλα ένας βυθός άγριος,ταραγμένος,γεμάτος φουρτούνα και λάσπη.Βρήκα το θάρρος να σχηματίσω αψίδα τα χέρια μου και να παρακαλέσω δίχως σταυρούς (οι σταυροί εδώ είναι προνόμιο).Και ιδού.Εφάνης.Διέσχισες κάθετα τη φουρτούνα εσύ μια γυναίκα κοινή της Αλεξάνδρειας.Με ρούχα που κόλλαγαν στις σάρκες σου σαν αίμα λιθαριού τον Αύγουστο,όπου τα φεγγάρια πεθαίνουν στις σπίθες σου Ζωή.Και με φωνή,που σταύρωσε τις σιωπές,ξεκίνησες το δύσκολο έργο,να νικήσεις τη φουρτούνα στη Φύση.Πόλεμος.Όλα πόλεμος.
Και άρχισες :
"Μάζεψα στις χούφτες μου
χαράματα,βράδια και πρωινά
ξανά και ξανά
να περπατήσω ευθύγραμμα τον χρόνο.
Δε μέτρησα ακόμη
και δεν ξέρω αν θα το κάνω
τους Ήλιους που πάλεψαν
να ενωθούν με τα σκοτάδια μου.
Δε μέτρησα τους Ορφέες
τους δίκαιους που σταύρωσα εγώ η ίδια.
Μια γυναίκα κοινή να πουλάω κάθε μέρα το κορμί μου
κάπου στην Αλεξάνδρεια.
Δε μέτρησα τις μουσικές
που βγήκαν στον κόσμο απ' τους Ορφέες μου.
Πόσες μου έκαναν παρέα στα πρωινά
και πόσες στους βυθούς μου ;
Τώρα άνοιξα τα μάτια.
Τα μάτια μου δεν είδαν ακόμη κάτι ενδοξότερο
από την Αγάπη της Σιωπής.
Χωριό ορεινό η Σιωπή.
Σε περονιάζει το κρύο τους χειμώνες.
Μέσα οι βράχοι μόνιμοι κάτοικοι σα δόντια
στο στόμα που δεν έχεις.
Αυτή είναι η Αγάπη".