Αλίκη Οικονόμου-Γιωτάκου
Ο Μάνος μετά το θάνατο της μητέρας του κλεισμένος στο σπίτι της αδερφής του νόμιζε πως είχε χάσει όλο τον κόσμο από μπροστά του.
Οι ώρες του μέρα και νύχτα είχαν γίνει τραγικά μαρτυρικές.
«Ώρες χαμηλές, σφιχτοδεμένες
Χέρι με χέρι, μια την άλλη…
άσκοπα τριγυρνούνε κι’ επιστρέφουν
μπρος πίσω κάτι αναζητώντας,
κάτι που πάντα δε θα φτάνει..» (Μ. Ράλλη)
Τον είχε κυριεύσει μια κατάθλιψη που δεν έλεγε να φύγει με τίποτε. Οι
ώρες που είχε περάσει μέσα στις σκοτεινές γωνιές του στενού του κελιού
ξεπετάγονταν μπροστά του άϋλες και παντοδύναμες και του τάραζαν τα
σωθικά του… Ύστερα ήταν και η σκέψη της ξανθής αράχνης που δεν τον άφηνε
να ησυχάσει. Εκείνο το βλέμμα την τελευταία φορά που τον χαιρετούσε,
πριν φύγει, είχε μείνει μέσα του καρφωμένο και τον τρέλαινε, τον
πονούσε, σαν το χαλασμένο δόντι που σε τρυπά τόσο πολύ που σου ‘ρχεται
να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο..
Μάταια η Έλενα αγωνιζόταν να τον κάνει να σκεφτεί πιο λογικά.
Εκείνος εκεί! Βουτηγμένος στον πόνο. Ίσως ή μάλλον.. ναι, θεωρούσε τον
εαυτό υπεύθυνο για το θάνατο της μητέρας του. Όμως και πάλι τι έφταιγε
εκείνος;
Καμία σχέση δεν είχε με το έγκλημα… Γιατί να αισθάνεται αυτές τις αιχμηρές τύψεις να του τρυπούν τα σωθικά; Γιατί, γιατί;
Αναπάντητα τα σκληρά ερωτηματικά..
Ένα παλιό κομπολόι, αγορασμένο από την Αίγυπτο κάποτε, είχε γίνει τώρα
στα χέρια του το μόνιμο κράτημά του. Χτύπαγε τις χάντρες και ξαναχτύπαγε
και μέτραγε με την κάθε μια την κάθε στιγμή, την κάθε ώρα που περνούσε.
Κι’ όλα στο μυαλό του να γυρίζουν και αναπαμό να μη βρίσκει.
Να είχε πεθάνει, τουλάχιστον, με το έμφραγμα;
«Θα ήταν και αυτό μια κάποια λύση» θυμήθηκε και τον Καβάφη.
Τον έπιασε απελπισία. Σηκώθηκε και περπάτησε νευρικά μέσα στο δωμάτιό
του. Ένιωθε όμως ακόμη την καρδιά του αδύναμη και να πονά.
«Καλύτερα! Έτσι ίσως να έρθει και το τέλος μου».
Το σκεφτόταν έντονα το τέλος αυτό και σταματημό δεν είχε.
Τριγυρνούσε και… απουσίαζε, έφευγε και ερχόταν στη σκέψη του και πάντα κατέληγε στους ίσκιους της αδυναμίας για να παλέψει.
Και όμως ήταν ελεύθερος. Ελεύθερος! Αλλά τι είναι η ελευθερία όταν δεν
ξέρεις να τη χρησιμοποιήσεις με νοημοσύνη και θέληση; Είναι μια
δυναμίτιδα εξ ίσου αποτελεσματική, όσο και επικίνδυνη… Υπάρχει το
επιτρεπτό και το απαγορευμένο… Το σύνορο μεταξύ των δύο αυτών είναι
δύσκολα θεατό και εδώ χρειάζεται η προσοχή να μάθει κανείς να τη
χρησιμοποιεί με σύνεση και λογική… Τότε μόνο πετυχαίνει. Και ο Μάνος δε
νοιαζότανε γι’ αυτό τώρα πλέον.
Τώρα μισούσε το κάθε τι από τα πρωτινά, τα αγαπημένα. Τι του έμεινε πλέον;
Οι τύψεις, οι τύψεις, η μοναξιά που την επιζητεί και η κατάχρηση στις
κρίσεις των άλλων. Σχολίαζε ο κύκλος του! Ευκαιρία βρήκαν και ρίχνουν
το λίθο του αναθέματος, σ’ αυτόν που δεν έχει καμία σχέση με όλη την
κατάσταση.
Τους ήξερε όλους. Ήξερε πως οι σκέψεις τους γυρίζουν σαν
τη ρόδα. Πότε καλές, πότε κακές. Όπως τους βολεύει κάθε φορά. Και ήξερε
ακόμη πόσο πολύ ικανοποιούνταν να του πετούν ασύστολα τις λάσπες για το
έγκλημα που έκανε.. Ποιο έγκλημα;
Αυτός ήταν τελείως αθώος και το
ότι βρέθηκε στη φυλακή δεν σημαίνει ότι είναι και ο εγκληματίας!
Σκέφτηκε τη λέξη και ανατρίχιασε… θυμήθηκε το σκοτωμένο παιδί με το
κατασπαραγμένο πρόσωπό και έβγαλε δυνατές κραυγές.
Ξεσηκώθηκε το
σπίτι ολόκληρο. Μπήκε έντρομη η Έλενα μέσα. Τον είδε σε έξαλλη κατάσταση
να τρέχει από δω και από κει και να φωνάζει…
«Όχι! Όχι.. Εγώ δεν έκανα τίποτε. Είμαι αθώος, αθώος! Δεν το καταλαβαίνετε;»
Τον είχε πιάσει αμόκ. Αγωνίστηκε η Έλενα και ήταν και μόνη. Πρόφτασε
και πήρε μία ένεση. Την έκανε στα γρήγορα. Σε λίγη ώρα ο Μάνος είχε
κοιμηθεί..
Τον κοίταξε με πόνο και δεν μπόρεσε να κρατήσει τα άφθονα δάκρυα που ξεχύθηκαν από τα πρησμένα της μάτια.
Βγήκε από το δωμάτιο και κάτι ψιθύρισε μέσα της.
«Όσο να προσπαθώ για την ελπίδα, θαλασσοδρόμος μένει ο λογισμός, κι’
εγώ αλυσοδεμένη, δεσμά τυραννικά χρωστώ να σπάσω». Πού το είχε διαβάσει;
Δε θυμόταν.
(Απόσπασμα από το ""Καληνύχτα τώρα, Μάνο!""