Στο Φαράγγι της Πατσού ή Αγίου Αντωνίου στο Ρέθυμνο
Το
φαράγγι της Πατσού είναι μια τέλεια διαδρομή, ικανή να ερεθίσει το νου,
την καρδιά και το σώμα λόγω των αρχαιολογικών έλξεων που εντάσσονται σε
ένα υπέροχο φυσικό φόντο, και λόγω της συνεχούς πρόκλησης που θέτει στον
πεζοπόρο που θέλει να το κατακτήσει.
Από το Ρέθυμνο παίρνουμε το δρόμο που οδηγεί στο Σπήλι
και ενώνει το βόρειο με το νότιο τμήμα του νησιού. Μετά από 26 χλμ. στα
Μιξόρουμα, ακολουθούμε την ένδειξη για τις Καρίνες, προσπερνάμε τη
Λαμπινή, που πριν από τον οικισμό σ’ ένα ύψωμα, επιδεικνύει το στρογγυλό
σχήμα της θαυμάσιας βυζαντινής εκκλησίας αφιερωμένης στην Παναγία.
Αμέσως μετά από αυτό το χωριουδάκι μια πινακίδα προαναγγέλλει το φαράγγι
του Αγίου Αντωνίου στα δώδεκα χιλιόμετρα, ενώ ο δρόμος σκαρφαλώνει,
προσφέροντας προς τα νότια μια απίθανη θέα της περιφέρειας του Αγίου
Βασιλείου.
Φτάνοντας στο διάσελο περνάμε τα σύνορα του δήμου Αμαρίου, το πρώτο
χωριό που συναντάμε είναι οι Καρίνες που προστατεύεται από το όρος Κέδρος.
Σε επτά χιλιόμετρα βρίσκεται η Πατσός, μικρό χωριό που χαρακτηρίζεται
από άσπρα σπιτάκια με τις αυλές τους ολοκληρωτικά κατειλημμένες από
στοιβαγμένους χοντρούς κορμούς δέντρων. Η πηγή, κάτω από την άκρη του
δρόμου, λειτουργεί ακόμη σαν τη βρύση του χωριού όπου οι γυναίκες
πλένουν τα ρούχα.
Με το που μπαίνουμε στην Πατσό μια ένδειξη στα αριστερά του δρόμου προαναγγέλλει σε ένα χιλιόμετρο το “Φαράγγι του Αγίου Αντωνίου” και τα “Ερείπια του Αγίου Αντωνίου”.
Παρκάρουμε σε ένα πλάτωμα κάτω από τη σκιά μιας βελανιδιάς. Μια ογκώδης
ξύλινη κατασκευή αναγγέλλει την είσοδο στο φαράγγι, μια απλή
καγκελόπορτα μας κατευθύνει σε ένα μονοπάτι που ανηφορίζει ελαφρά
προστατευμένο από μια ξύλινη περίφραξη.
Η υποβλητικότητα του χώρου ανακαλεί ορισμένες ρομαντικές γκραβούρες
γερμανών ζωγράφων του χίλια οκτακόσια: μια ανοικτή ευρύχωρη πλαγιά,
κατάφυτη από έξοχα φυλλώδη πλατάνια που καταλήγει στα
γαργαριστά νερά μιας ρεματιάς. Πρόσφατα δημιουργήθηκαν αναβαθμίδες με
παγκάκια για να απολαμβάνουν όλοι οι επισκέπτες το πανόραμα, ενώ στις
περιοχές για πικ-νικ, ξύλινα τραπέζια και ένα αυτοσχέδιο μπάρμπεκιου
βρίσκονται κοντά σε μια παλιά πηγή δίπλα στο ρεύμα του ποταμού. Πιο ψηλά
σκαμμένη κάτω από το γκρεμό, βρίσκεται μια τεράστια σπηλιά που
φιλοξενεί την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και δίπλα, σε μια βραχώδη
προεξοχή, υπήρχε ο βωμός του παγανιστικού ιερού.
Σε
αυτό το φυσικό βωμό χιλιάδες χρόνια πριν, λάμβαναν χώρα τελετές
συνδεδεμένες με τη μινωϊκή λατρεία της φύσης που είχαν ως επίκεντρο το
μυστήριο της αλλαγής των εποχών και την ανανέωση του κύκλου της
βλάστησης. Η ιερότητα του χώρου παρέμεινε ανέγγιχτη από την μινωϊκή
εποχή μέχρι τους πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης του νησιού.
Αναθηματικά αντικείμενα ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του βωμού, μικρές
αιχμές δοράτων, ιερά κέρατα από άργιλο, ενώ σε μια επιγραφή του 1ου αι.
π.Χ. γίνεται αναφορά στη λατρεία του Ερμή Κραναίου (δωρικός τύπος του
“Κρηναίου” κρήνη, πηγή). Η ξεχωριστή προτίμηση για τον Ερμή που
λατρευόταν σε όλο το νησί ως προστάτης των βοσκών και των δασών,
επιβεβαιώνεται από την εύρεση ενός μπρούτζινου αγαλματιδίου, του 1ου-3ου
αι. μ.Χ. που τον αναπαριστά με πτερωτά σανδάλια, μυτερό κράνος,
φαρέτρα, και ένα τρόπαιο κυνηγιού στο δεξί του χέρι. Κατά τη ρωμαϊκή
εποχή ήταν φυσικό στη λατρεία του Ερμή να προστεθεί εκείνη του Πάνα,
θεού των δασών, ένα άγαλμα του οποίου ανακαλύφθηκε στα περίχωρα.
Μετέπειτα, με τη διάδοση του χριστιανισμού, μέσα από μια διαδικασία
όσμωσης πολύ διαδεδομένης στην Κρήτη, ο παγανισμός μετενσαρκώθηκε στη
σεβαστή φιγούρα του Αγίου Αντωνίου του Ερημίτη.
Η εκκλησούλα είναι καρφωμένη κάτω από τον βράχο και πριν από
την είσοδο, στοιβαγμένες σε μια γωνιά βρίσκονται μερικές πατερίτσες και
άλλα τάματα, μεταλλικές πλάκες που αναπαριστούν μέλη του ανθρώπινου
σώματος, ένα μπράτσο, μια γάμπα, ένα κεφάλι. Στο εσωτερικό του,
ένας και μοναδικός χώρος μαυρισμένος από τον καπνό των κεριών, δίπλα
στις εικόνες του Αγίου, υπάρχουν απλά χαρτάκια, όπου όχι μόνο στα
ελληνικά, είναι γραμμένες παρακλήσεις για να παρασχεθεί ή χάρη ή
ευχαριστίες από εκείνους που την έλαβαν.
Αρχίζουμε πάλι να βαδίζουμε στα βόρεια του δάσους, μπροστά μας έχουμε
μια επιλογή: ένα ξύλινο βέλος στα αριστερά και ένα στα δεξιά, με την
ίδια φράση γραμμένη στα ελληνικά “Βόρεια έξοδος” μας δείχνει να
κατέβουμε στο φαράγγι. Συνεχίζουμε κατά μήκος της ανατολικής πλαγιάς
γιατί το “Σπήλαιο Φουρναρό” φαίνεται αρκετά ενδιαφέρον. Μια σπηλιά
σκαμμένη στο βραχώδες τοίχωμα, με κάθετες ανάγλυφες γραμμές, στο χρώμα
της άμμου και ροζ που σε ένα σημείο γίνονται λείες, συγχέονται και
μετατρέπονται σε κυματοειδείς σκούρες γκρίζες κηλίδες.
Καθώς το μονοπάτι κατηφορίζει, συναντάμε μεγάλα πεζούλια φτιαγμένα
από κορμούς δένδρων τα οποία διευκολύνουν την κάθοδο. Μια άλλη πινακίδα
με την επιγραφή “Σπηλιάρες” μας απομακρύνει, άλλες κοιλότητες ανοίγονται
κάτω από πλάγια αφήνοντας να αιωρούνται προς τα κάτω περίεργα
συγκρίμματα, ένα είδος σταλακτιτών, μακρείς πάνω από ένα μέτρο, με
οδοντωτή νεύρωση. Σε όλη την περιοχή, για όποιον θέλει να
απολαύσει τη φύση χωρίς ιδιαίτερη κούραση, έχουν δημιουργηθεί εύκολες
διαδρομές για περίπατο, ενώ για όσους τους αρέσει η έντονη
συγκίνηση μπορούν να ακολουθήσουν το δρομάκι που με κλειστές στροφές
κατεβαίνει χαμηλά απόκρημνο και ελικοειδές. Στο βάθος της κοιλάδας τώρα
φαίνονται συσσωρευμένοι γιγαντιαίοι ογκόλιθοι, ο ένας δίπλα στον άλλο ή
ακόμη σφηνωμένοι ο ένας στον άλλο. Σύντομα το μονοπάτι τελειώνει, δεν
μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο κατά μήκος της δεξιάς πλευράς και ένα
γεφυράκι, με ξύλινα παραπέτα μας βοηθά, μεταφέροντάς μας στην αριστερή
πλευρά και σηματοδοτεί την είσοδο στο καθεαυτό βάραθρο.
Από εδώ και πέρα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό, τα χέρια και τα
πόδια για να ξεπεράσουμε βραχώδεις όγκους, ανεβαίνοντας και
κατεβαίνοντας υποτυπώδεις ξύλινες σκάλες στερεωμένες με αλυσίδες στα
βράχια, περνώντας από το εσωτερικό οπών σκαμμένων στην πέτρα, με σκοπό
να κατακτήσουμε άλλους μετακινημένους και σφηνωμένους μεταξύ τους
βράχους, που μας οδηγούν πάντα πιο χαμηλά στη ρεματιά. Ένα πέρασμα
σκαμμένο κάτω από ένα πέτρινο τόξο, με τη βοήθεια μιας μικρής σιδερένιας
σκάλας, μας μεταφέρει στο κοίλωμα ενός φυσικού αμφιθεάτρου.
Περπατάμε πλέον στο χαλικόστρωτο της κοίτης του φαραγγιού,
δεν υπάρχει σηματοδότηση του μονοπατιού, παρά μόνο οι μεγάλοι βράχοι
που πρέπει να προσπεράσουμε. Οι ανεκτίμητες σκαλίτσες εξαφανίστηκαν,
έτσι σε ένα σημείο κάνουμε τσουλήθρα πάνω σε ένα κοντάρι, μοναδικό
σημείο στήριξης για να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο. Είμαστε αρκετά
χαμηλά, δε φαίνεται ο ουρανός πλέον.
Μετά από μία ώρα πεζοπορίας εμφανίζονται ξανά οι πλάτανοι και στο
υπόφορο τα βάτα. Μακριά διαφαίνεται η επιβλητική κατασκευή του φράγματος
στο Ποτάμι. Στη συνέχεια παίρνουμε τον ίδιο δρόμο με αντίθετη φορά. Οι
δυσκολίες που συναντήσαμε τώρα φαίνονται πολύ λιγότερες και αρκετά
γρήγορα ξαναγυρίζουμε στην ξύλινη γέφυρα. Ανεβαίνουμε κατά μήκος της
δυτικής βουνοπλαγιάς, που δεν έχουμε εξερευνήσει μέχρι τώρα, και αφού
περάσουμε ένα μεγάλο πλάτανο, ανηφορίζουμε ένα δρόμο καλά
σηματοδοτημένο, που πότε ανηφορίζει ομαλά και πότε εντελώς απότομα.
Σε ένα τέταρτο της ώρας φτάνουμε στην αρχική διακλάδωση και στην
εκκλησούλα του Αγίου Αντωνίου. Ο χώρος αναψυχής μας υποδέχεται εγκάρδια,
για να αφεθούμε σε ένα ολοκληρωτικό ρηλάξ, ικανοποιημένοι που φέραμε
εις πέρας το εγχείρημά μας.
– Σημείο αναχώρησης: Ερημητήριο του Αγίου Αντωνίου (Πατσός)
– Σημείο άφιξης: Ποτάμι
– Διάρκεια διαδρομής: 3 ώρες με επιστροφή
– Διαδρομή πολύ δύσκολη
– Διαδρομή ακατάλληλη για παιδιά
– Κατάβαση
– Προτεινόμενη περίοδος: Απρίλιος έως Νοέμβριος
– Μονοπάτι ικανοποιητικά σηματοδοτημένο
– Έχετε μαζί σας κανονική ποσότητα νερού