ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΗ
Ο Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
1.Ο ΜΑΓΟΣ
Ο Άγιος Κυπριανός γεννήθηκε το 211μ.Χ. περίπου στην Καρχηδόνα. Η Καρχηδόνα ήτανε παράλια πόλη της Βόρειας Αφρικής.
Ο
Κυπριανός κατάγετο από μεγάλη και πλούσιαν οικογένεια Συγκλητικών.
Ήτανε και πολύ έξυπνος και επιμελής στα γράμματα. Πήρε γι’ αυτό το λόγο
σπουδαίαν μόρφωση και είχε κάνει λαμπρές σπουδές. Διακρίθηκε στη
φιλοσοφία και τη ρητορική. Εξάσκησε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα
και απόκτησε μεγάλη φήμη και πολλά χρήματα.
Δυστυχώς
όμως τα χρήματα τα πολλά τον έκαμαν να ζη ζωή άνετη, ελεύθερη,
αχαλίνωτη, απολαυστική και ηθικώς επιλήψιμη. Ήτανε ειδωλολάτρης και
μάλιστα πολύ αφοσιωμένος στη λατρεία των ειδώλων. Το ειδωλολατρικό
περιβάλλον τον έσπροχνε στην άτακτη εκείνη ζωή.
Το
χειρότερο όμως ήταν, οτι είχεν επιδοθή και στη μαγεία. Ασχολείτο πολύ
με την μαγική τέχνη, η οποία είχε πέραση την εποχή εκείνη, λόγο της
ειδωλολατρίας. Είχε καταστή διάσημος μάγος της εποχής του. Πήγε μάλιστα
και στη Αντιόχεια, που άκμαζε τότε στα γράμματα και με την ονομασία ”
Συριάδες Αθήναι”, έδειξε τις ικανότητες του.
Πως όμως από ειδωλολάτρης και μάγος, έφτασε να γίνη Χριστιανός και Άγιος; Σ’ αυτό συντέλεσε το παρακάτω γεγονός…
2.Η Παρθένος Ιουστίνα
Από
την Αντιόχεια κατήγετο η Αγία Ιουστίνα. Αυτή ήτανε κόρη ενός ιερέα των
ειδώλων που ονομαζότανε Αιδέσιος. Η Ιουστίνα είχε μεν καλή καρδιά και
προαίρεση, αλλά σαν ειδωλολάτρισσα, που ήτανε κι εκείνη στην αρχή, είχε
πολλά αγκάθια, διότι ακολουθούσε την ασέβεια των γονιών της. Όσο
μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο γινώτανε και πιό γνωστική. Επειδή δε ήτανε
καλοπροαίρετη, ο Θεός τη φώτισε, ώστε να βρή την πραγματική θεογνωσία,
να πιστέψη στον μόνο Αληθινό Θεό και να περιφρονή την ειδωλολατρική
θρησκεία.
Την
βοήθησε σ’ αυτό πολύ κι ένας διάκονος από την Αντιόχεια, που ονομαζόταν
Πραΰλιος. Από αυτόν άκουσε για την ενανθρώπιση του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού. Αυτός εξηγούσε το Μυστήριο της ένσαρκου οικονομίας, το πως
δηλαδή οικονόμησε ο Θεός τα πράγματα, για να σώση τον κόσμο απο τον
θάνατο της αμαρτίας, με το να γίνη άνθρωπος και να πάρη στον ώμο τους
τους μετανοημένους. Εξηγούσε ακόμη πως γεννήθηκε, πως έζησε ο Κύριος, τι
δίδαξε, ποιά ήταν τα θαύματα Του, πως σταυρώθηκε, πως ετάφη και τέλος
πως αναστήθηκε.
Τ’
άκουσε αυτά η Ιουστίνα και στερεώθηκε στην Πίστη του Χριστού.
Επιθυμούσε όμως να διδαχθή φανερά την χριστιανική θρησκεία, αλλά επειδή
έταν νέα και παρθένα, ντρεπότανε. Γι’ αυτό πήγαινε κρυφά στην Εκκλησία,
να ακούει θεία λόγια.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και είπε στην μητέρα της την Κληδονία:
- Δεν μου λες μητέρα, γιατί πιστεύουμε σ’ αυτούς τους θεούς, που είναι
αναίσθητοι και χειροποίητοι; Ξέρεις τους Γαλιλαίους (Χριστιανούς); Αυτοί
είναι σπουδαίοι και δυνατοί, διότι μόλις κανείς από αυτούς φανεί, οι
δικοί μας θεοί τρέμουν και φεύγουν, σαν κλέφτες. Και είναι πράγματι
κλέφτες, διότι κλέβουν την τιμή, που πρέπει να προσφέρουμε στον Θεό και
κολάζουν τις ψυχές μας.
Η
μητέρα της τ’ άκουσε αυτά, αλλά δεν σκόπευε ν’ αφήση τα είδωλα. Τα είπε
όμως στον άντρα της. Κι’ αυτό, γιατί φοβότανε μήπως εκείνος το μάθη
ξαφνικά και σκοτώση την κόρη του. Ο πατέρας της, ο Αιδέσιος, όταν τ’
άκουσε, άρχισε να αμφιβάλλη για τους θεούς του. Ήταν νύκτα και όταν
κοιμήθηκε, είδε τον Χριστό μέσα σ’ Αγγέλους. Του έκαμε νεύμα και του
είπε:
- Έλα σε Μένα και θα σου χαρίσω την Βασιλεία των Ουρανών.
Όταν
ξύπνησε, δεν ήθελε καμιά άλλη απόδειξη, για να πιστέψει στον Χριστό.
Πήρε, λοιπόν, την γυναίκα του και την κόρη του Ιουστίνα και πήγε στον
Επίσκοπο, που τον λέγανε Όκτατο. Ο Επίσκοπος σαν άκουσε την οπτασία του,
τον δέκτηκε και έπειτα από λίγο τους βάπτισε όλους.
Ο
Αιδέσιος, ο πατέρας της Ιουστίνας, χειροτονήθηκε. Και από ιερέας των
ειδώλων, έγινε Ιερέας του Θεού του Υψίστου και Ιερουργός των θείων
Μυστιρίων. Έζησε έπειτα καθαρή και θεάρεστη ζωή. Έζησε δε έτσι ενάμισυ
χρόνο και πήγε στον Κύριο, τον Οποίο αγάπησε ολόψυχα. Έπειτα από λίγο
καιρό κοιμήθηκε και η μητέρα της Ιουστίνας
3. Τα μάγια του Κυπριανού δεν πιάνουν στην Ιουστίνα
Η παρθένος Ιουστίνα, έμεινε, βεβαίως, ορφανή από πατέρα και μητέρα, αλλά επρόκοπτε κάθε ημέρα στις αρετές.
Αφοσιώθηκε
ολόψυχα στον Χριστό και το έργο Του. Έτρεχε στους αρρώστους, που
προσπαθούσε ν’ ανακουφίζη. Εργαζόταν μαζί με άλλες κοπέλλες για να τις
κατηχή και να τις φέρει κοντά στον Χριστό. Διέδιδε παντού τον λόγον Του
Θεού. Από όλες τις αρετές περισσότερο υπερείχε η σεμνότητα και η
αγνότητα της. Αγωνιζότανε να κρατηθή αμόλυντη και καθαρή από κάθε
σαρκικό ρύπο και ένοχο λογισμό.
Ο
φθονερός διάβολος δεν μπορούσε να την αφήση απολέμητη. Και να τι της
έκαμε: Υπήρχε την εποχή εκείνη κάποιος νέος γραμματισμένος. Ήταν από
ευγενή οικογένεια και αρκετά πλούσιος. Δυστυχώς όμως ήτανε ακόλαστος και
ακράτητος στις σαρκικές ηδονές. Αυτός είδε επανειλημμένως την παρθένα
Ιουστίνα, που πήγαινε Εκκλησία. Πληγώθηκε τότε η καρδιά του από το
κάλλος της, αν και η μακαρία εκείνη παρθένος, αγωνιζότανε να μαραίνη την
ομορφιά της.
Ο
νέος αυτός της έκανε νεύματα, της έλεγε επαίνους και γλυκόλογα, της
πρότεινε να την πάρη γυναίκα του. Αλλά η Ιουστίνα είχε δοθή στον Νυμφίο
Χριστό και απέκρουσε μ’ επιμονή τον νεαρό Αγλαΐδα.
Ο
Αγλαΐδας δεν σταμάτησε ως εκεί. Μαζί με μερικούς φίλους του, επεχείρησε
να την απαγάγη βιαίως. Έτρεξαν όμως οι συγγενείς της οπλισμένοι και
εκείνος, όταν τους είδε φοβήθηκε, κι έφυγε ντροπιασμένος.
Η
παρθένος, στην επιμονή του τον έφτυνε και τον απέκρουε. Αλλά ο Αγλαΐδας
και πάλι δεν απογοητεύτηκε. Από το πάθος του έρωτα έκανε κι άλλες
πανουργίες κρυφά. Τέλος κατέφυγε στον μεγάλο τότε μάγο Κυπριανό, ο
οποίος, όπως είπαμε, είχε σπουδάσει την φιλοσοφία και την μαγική τέχνη
στην εντέλεια, και ο οποίος βρισκόταν στην Αντιόχεια για να δείξη τις
ικανότητες του.
-
Σε παρακαλώ, του είπε ο Αγλαΐδας, θέλω να κάμης μάγια, για να πετύχω
τον σκοπό μου. Θέλω η Ιουστίνα να γίνη δική μου, και γω θα σου δώσω, όσα
χρήματα και χρυσάφι θέλεις. Αλλοιώτικα θ’ αυτοκτονίσω (Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε εγκώμιο στον Μέγα Κυπριανό. Εκεί αναφέρει
οτι εραστής της Ιουστίνης ήταν αυτός ο ίδιος ο Κυπριανός και όχι άλλος) .
Ο
Κυπριανός του το υποσχέθηκε. Πήρε τότε τα μαγικά του βιβλία και έκαμε
τα μάγια του, καλώντας μαγικά πνεύματα. Κατόπιν, με ένα δοχείο γεμάτο,
ραντίσανε απ’ έξω το σπίτι της παρθένου Ιουστίνης. Ήτανε δε βέβαιος, πως
τα μάγια θα πιάσουν. Άλλωστε πίστευε οτι δεν υπήρχε κανένα έργο που να
μην μπορεί να το κάνει. Το να κάμη λοιπόν μια κοπέλλα να αγαπήση ένα
νέο, το θεωρούσε ευκολώτατο. Κι όμως την Ιουστίνα δεν την πιάσανε τα
μάγια του.
Τα
μεσάνυχτα η Χριστιανή παρθένος, όπως είχε συνήθεια κάθε βράδυ, ξύπνησε,
για να προσευχηθή. Αισθανότανε όμως κάτι περίεργες επιθυμίες. Και οι
κακές αυτές επιθυμίες μέσα της άναβαν και φούντωναν. Τότε αυτή
αντιστάθηκε στις επιθυμίες και πολεμούσε με την προσευχή. Έκαμε και το
σημείο του Σταυρού, που είναι φοβερό όπλο εναντίον των δαιμόνων. Με
αυτόν λοιπόν τον τρόπον, απαλλάχτηκε και ηρέμησε η Χριστιανή κοπέλλα από
τους λογισμούς και τις πονηρές επιθυμίες.
Επειδή
όμως είδε ο Κυπριανός, οτι δεν πέτυχε τον σκοπό του, μεταχειρίσθηκε κι
άλλες μαγείες. Έκαμε δηλαδή και άλλα μάγια δυνατώτερα. Αλλά και πάλι δεν
μπόρεσε να κάμη τίποτε. Στο τέλος έβαλε όλες του τις μαγικές δυνάμεις.
Κάλεσε τα μεγαλύτερα πονηρά πνεύματα και ισχυρότερα, χωρίς πάλι να
επιτύχη τίποτε.
Τελευταίο
απ’ όλα ο σατανάς με τον οποίον είχεν συνεργασίαν και επικοινωνία ο
Κυπριανός, μεταχειρίσθηκε τον εξής πανούργον τρόπον: Παρουσιάσθηκε στην
Ιουστίνα σαν καλή και ευσεβής γυναίκα. Κατάφερε δε να πάρη την παρθένο
και να πάνε στο σπίτι της, για να αλληλοβοηθούνται στην πνευματική ζωή
και στην αρετή, σαν καλές πνευματικές αδελφές.
Σε μιά όμως συζήτηση περί παρθενίας της είπε με τρόπο η γυναίκα εκείνη:
- Για πες μου σε παρακαλώ, αν όλες οι γυναίκες έμεναν παρθένες, τότε κατ’ ανάγκη δεν θα χανόντανε οι ανθρώποι από τον κόσμο;
Μόλις
άκουσε αυτά η Ιουστίνα, κατάλαβε την πλεκτάνη του δαίμονα και με την
προσευχή και το σημείο του Σταυρού, τον έκαμε να εξαφανισθή!!
4. Ο Κυπριανός μετανοεί
Η
αποτυχία αυτή του Κυπριανού, τον έκανε να εξετάση τι ήτανε αυτή η
κοπέλλα η Ιουστίνα, που δεν την πιάνανε τα μάγια. Τότε έμαθε, οτι ήτανε
Χριστιανή και με τη δύναμη του Σταυρού συνέτριβε κάθε δαιμονική
ενέργεια. Τότε λοιπόν, εννόησε, οτι οι Χριστιανοί, έχουν μεγαλύτερη
δύναμη από την δική του. Και οτι τους πιστούς Χριστιανούς δεν τους
πιάνουν τα μάγια. Παρακολούθησε κατόπιν και αυτός την Ιουστίνα και
θαύμασε την αρετή της.
Τέλος
αποφάσισε κι αυτός να προσέλθη σ’ αυτή την θρησκεία, η οποία είχε
τέτοια δύναμη και η οποία αναδεικνύει τόσον ενάρετους ανθρώπους.
Ο
Κυπριανός, έβλεπε, οτι η Εκκλησία και πριν δια μέσου των οργάνων Της,
έρριχνε τα δίχτυα Της, για να τον τραβήξει στην Πίστη του Χριστού και
την αντέκρουε. Τώρα όμως που είδε οτι η δύναμη των πονηρών πνευμάτων, με
τα οποία συνεργαζόταν, ήταν ανίσχυρη μπροστά στους Χριστιανούς,
αποφάσισε να αρνηθή την ειδωλολατρία και την μαγική τέχνη και να
προχωρήση οριστικά στον Χριστιανισμό. Τον βοήθησε κι ένας Ιερέας ο
Καικίλιος, από τον οποίον και πήρε το ίδιο όνομα κατά την βάπτιση του
σαν Χριστιανός τώρα.
Μάζεψε
έπειτα όλα τα μαγικά του βιβλία και όλα τα είδωλα, τα αγάλματα των
ειδωλολατρικών θεών. Τα έφερε και τα έκαψε μπροστά στον Επίσκοπο. Πώλησε
έπειτα τα υπάρχοντα του και τα χρήματα τα έδωσε στην Εκκλησία για τους
φτωχούς και για τις ανάγκες Της. Αποτραβήχτηκε στη συνέχεια αμέσως στην
μοναξιά. Δόθηκε στην μελέτη των Αγίων Γραφών και των εκκλησιαστικών
συγγραφέων. Περισσότερο προτιμούσε τον Τερτυλλιανό.
Πέρασε
έτσι το στάδιο του κατηχούμενου. Αναστέναζε και έκλαιε για την
προηγούμενη του αμυαλωσύνη. Προσευχότανε ακατάπαυστα στο Θεό. Μούσκευε
το προσκέφαλο του από τα δάκρυα της μετανοίας. Δεν τολμούσε ν’ αναφέρη
τ’ όνομα του Θεού από ταπεινοφροσύνη, διότι σκεπτόταν τις αμαρτίες του,
που είχε κάνει μπροστά στα μάτια του Θεού.
Το
Μέγα Σάββατο του 246 μ.Χ. όλη τη νύχτα προσευχόταν και έκλαιε. Το πρωί
πήγε στην Εκκλησία. Στον όρθρο άκουσε το ψαλμικό ” Είδες Κύριε, μη
παρασιωπήσης Κύριε, μη φύγεις απ’ εμένα και να καταλαβαίνει το παιδί μου
το αγαπητό, το οποίο ευαρέστησα”. Επίσης άκουσε κι εκείνο που λέει ” Ο
Χριστός μας εξαγώρασε απο την κατάρα του νόμου, αφού έγινε ο ίδιος
κατάρα για χάρη μας”.
Αυτά
που άκουσε, του δώσανε θάρρος, οτι ο Θεός τον δέχεται. Τότε ειρήνευσε η
ψυχή του. Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου αξιώθηκε να βαπτισθή. Ήτανε 35
χρονών τότε, και η χαρά που αισθάνθηκε ήταν απερίγραπτη.
5. Χειροτονείται
Έπειτα
από ένα μήνα, χειροτονήθηκε με τη σειρά αναγνώστης, υποδιάκονος και
διάκονος. Δέχθηκε από τον Θεό θείαν έμπνευση και δύναμη εναντίον των
παθών. Του δόθηκε από τον Θεό και ειδική Χάρη εναντίων των δαιμόνων, να
λύνη δηλαδή τα μάγια και να διώχνη τους δαίμονες, τους οποίους είχε
υπηρετήσει προηγουμένος.
Οι
ειδωλολάτρες προσπαθήσανε με τους ιερείς τους και τους λόγιους τους να
τον αποσπάσουνε από την νέα Πίστη του, αλλά η Πίστη του στο Χριστό ήτανε
τόσο μεγάλη, που του είχε γεμίσει όλη του τη ζωή και όλη του την
ύπαρξη. Ήταν έτοιμος, για την Πίστη του Χριστού ν’ αγωνισθή και να
πεθάνη.
Εργαζότανε
εντατικά, για την εξάπλωση και πιό πέρα. Μέσα στην πόλη της Καρχηδόνας
δίδασκε τους νέους που ποθούσαν μιά ανώτερη επιστημονική μάθηση. Σε
συναθροίσεις, που γινόντανε μέσα στα σπίτια, ακουγότανε η φωνή του
Κυπριανού, που παρακινούσε τους πιστούς να δοθούν ολόψυχα στην Πίστη του
Χριστού.
Ένα
έτος μετά το άγιο Βάπτισμα δέχεται, έπειτα από επίμονη απαίτηση όλων,
να γίνει ιερέας. Τότε λοιπόν έγινε και ο καθημερινός διδάσκαλος του
ποιμνίου του. Ο άμβωνας αστράπτει και βροντά. Κατακτά και στερεώνει τις
ψυχές με τα λόγια του, αλλά και με την πύρινη πίστη του.
Έπειτα
από δύο χρόνια, το 248 μ.Χ., πέθανε ο Επίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος.
Όλοι ζητούσανε, για επίσκοπο τον Κυπριανό. Ο Κυπριανός αισθανότανε, οτι
υπήρξε αμαρτωλός προτήτερα και οτι πολύ του ήτανε που έγινε και Ιερέας.
Βεβαίως, το Βάπτισμα τον είχε καθαρίσει τελείως. Εκείνα τ’ αμαρτήματα,
που είχε κάμει τότε, ήτανε ασφαλώς κωλύματα για την Ιερωσύνη και για την
Αρχιερωσύνη. Αλλά επειδή γίνανε πριν από το Βάπτισμα ήτανε καθαρός από
αυτά.
Για
να αποφύγη, λοιπόν, κρύφτηκε σ’ ένα φιλικό του σπίτι. Μαθέφτηκε όμως το
σπίτι εκείνο και ο λαός ώρμησε και το περικύκλωσε. Απαιτούσε επίμονα
από τον Κυπριανό να δεχτή την Επισκοπική χρειροτονία.
-
Εγώ τους έλεγε, είμαι νεόφυτος. Μόλις πριν δύο χρόνια βαπτίστηκα.
Άλλωστε υπάρχουν άλλοι, που είναι αρχαιότεροι και καλύτεροι από μένα.
Αυτούς να κάνετε.
Ο
λαός όμως απειλούσε να τον αρπάξη δια της βίας. Αναγκάστηκε στο τέλος
να ενδώση. Και σε ηλικία 37 χρονών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Καρχηδόνας.
6. Η δράση του
Καταγίνεται
τώρα, σαν Επίσκοπος, και εκτελεί με πολύ ζήλον τα ποιμαντικά του
καθήκοντα. Με τη δύναμη των λόγων του, με τις επιστολές του, και με τον
θεοφιλή και ενάρετο βίον του οδήγησε αναρίθμητους άπιστους στον Χριστό.
Τότε και την ευγενή παρθένον Ιουστίνα, την έκαμε διάκονο της Εκκλησίας
του Χριστού. Αυτή προτήτερα λεγόταν Ιούστα, αλλά κατά την χειροτονία
της, της δόθηκε το όνομα Ιουστίνα και την συναρίθμησε με τους διακόνους
της Εκκλησίας. Την έκαμε μάλιστα και ηγουμένη των ασκητριών της
Καρχηδόνας, κι αυτή τους φερότανε σαν μητέρα τους.
Η
φήμη του Κυπριανού ξαπλώθηκε, όχι μόνο στην Καρχηδόνα, αλλά και σ’ όλη
τη Δύση και την Ανατολή. Έπειτα από δύο χρόνια, από τότε που έγινε
Αρχιερέας, το 250μ.Χ. ξέσπασε εναντίων των Χριστιανών της Καρχηδόνας ο
διωγμός από τον Δέκιο. Στα αμφιθέατρα της Καρχηδόνας έριχναν τους
Χριστιανούς οι ειδωλολάτρες στα άγρια θηρία για να τους εξαλείψουν μ’
αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο.
” Και ο Κυπριανός να ριχτή στα λιοντάρια”.
Οι
αρχές τον ζητούσανε παντού, αλλά δεν τον εύρισκαν. Ο Κυπριανός κατέφυγε
κάπου και από εκεί έδινε τις οδηγείες του. Κρύφτηκε όχι διότι φοβότανε
τον θάνατο που θα του έδινε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου, αλλά
διότι είχε υπόψιν του εκείνο που είπε ο Κύριος ” Όταν από μιά πόλη σας
καταδιώκουν να φεύγετε στην άλλη”.
Από
εκεί, όπως είπαμε, σαν καλός ποιμένας, φρόντιζε για το ποίμνιο του. Το
στήριζε συνεχώς με τις επιστολές του. Από εκεί επίσης αγωνιζόταν για να
εξαλείψη εξ ολοκλήρου το πνεύμα της ειδωλολατρίας.
Ο Κυπριανός μετά από περισσότερο από ένα χρόνο επέστρεψε στην Καρχηδόνα, το 251 μ.Χ. μετά το Πάσχα.
7. Στον καιρό της πανώλης
Το
252 μ.Χ. εξερράγη νέος διωγμός εναντίον των Χριστιανών, από τον
αυτοκράτορα Γάλλο. Οι Χριστιανοί φυλακίζονταν και βασανίζονταν σε σκληρά
μαρτύρια. Ο Κυπριανός νουθετούσε τους πιστούς και τους παρακινούσε να
σκέφτονται μόνο την ουράνια δόξα και να θέλουν τα μαρτύρια από τα ξίφη,
τις φωτιές και τα θηρία. Αυτά, έλεγε, μας φέρνουν την μακαριότητα. Με
μεγάλο, αλλά πρόσκαιρο πόνο, μας χαρίζουν την αιώνια Βασιλείαν των
Ουρανών.
Συγχρόνως με τον διωγμό, προέκυψε και η επιδημία της ανίατης τότε ασθένειας πανώλης. Συμφωρά μεγάλη! Πέθαιναν κατά χιλιάδες στην Καρχηδόνα. Οι
ανθρώποι φεύγανε από την πόλη για να σωθούνε. Άλλοι πέφτανε στους
δρόμους και στα σπίτια τους μισοπεθαμένοι. Κανένας δεν τους κοίταζε.
Κανένας δεν φρόντιζε τους ασθενείς. Κανένας δεν έθαβε τα πτώματα, τα
οποία σάπιζαν μέσα στην πόλη και την γεμίζανε με φρίκη και μολυσμό.
* * *
Τότε
ο Κυπριανός, μάζεψε τους Χριστιανούς και τους είπε να δείξουν την
χριστιανική τους Αγάπη. Να την δείξουν όχι μόνο στους άλλους Χριστιανούς
αλλά και στους διώκτες και εχθρούς τους, τους ειδωλολάτρες. Πράγματι οι
Χριστιανοί συγκέντρωσαν
χρήματα και προμήθειες και με αυτοθυσία ριχτήκανε στην περιποίηση των
αρρώστων και την ταφή των νεκρών, χωρίς να φοβούντε μην κολλήσουν κι
αυτοί την ανίατη αυτή αρρώστια. Και όπως τους είπε ο Κυπριανός,
περιποιούνταν όχι μόνο τους Χριστιανούς, αλλά και τους διώκτες τους,
τους ειδωλολάτρες. Κινούμενοι από την αγάπη του Χριστού δεν φοβούνταν
τον θάνατο. Βοηθούσανε όλους ανεξαιρέτος πιστούς και άπιστους. Τι ύψος
αγάπης! Αυτή την αγάπη μόνο στους οπαδούς του Χριστού τη βρίσκει κανείς.
Πουθενά αλλού! Αυτή η στάση των Χριστιανών έκαμε και αυτούς τους
εθνικούς να θαυμάσουν και να τους εκτιμήσουνε.
* * *
Κάποτε
πολλοί ληστές μπήκανε στην χώρα της Νομαδικής. Συλλάβανε πολλούς
Χριστιανούς και τους πήρανε αιχμαλώτους. Οι Επισκόποι ειδοποίησαν για
τούτο το συμβάν τον Κυπριανόν στην Καρχηδόνα. Εκείνος τότε παρακίνησε
τους Χριστιανούς και όλοι συνείσφεραν για την απελευθέρωση των
αιχμαλώτων. Συγκεντρώθηκε έτσι ένα μεγάλο ποσό. Με αυτό εξαγοράσανε τους
αιχμαλώτους.
8. Αντιμέτωπος με τον Πάπα
Ο
Κυπριανός αντιστάθηκε και στον Πάπα Στέφανο. Ο Πάπας υποσύριζε, οτι το
Βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο. Οι Επίσκοποι όμως της Ανατολής
υποστηρίζανε, οτι είναι άκυρο και οτι, όσοι είναι βαπτισμένοι από
αιρετικούς, να ξαναβαπτίζωνται. Ο Κυπριανός συμφωνούσε με την γνώμη των
Ανατολικών και όχι του Πάπα.
Ο
Πάπας ήθελε να αφορίση τον Κυπριανό. Τότε ο Κυπριανός συγκάλεσε τρείς
τοπικές Συνόδους στην Καρχηδόνα: Την πρώτη, το 255μ.Χ. την δεύτερη το
258μ.Χ. και την τρίτη πάλι το ίδιο έτος. Η κάθε μια με συμμετοχή 30, 79
και 87 Επισκόπων αντίστοιχα. Στην τρίτη Σύνοδο βγήκε κανόνας, που
ορίζει, οτι όλοι οι βαπτισμένοι από αιρετικούς πρέπει να
ξαναβαπτίζωνται. Διότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι άκυρο. Αυτό ήταν
αντίθετο από εκείνο που υπεστήριζε ο Πάπας, αλλά ο Κυπριανός κοίταζε την
Ορθοδοξία και όχι τι θα πη ο Πάπας. Δεν τον αναγνώριζε βλέπετε, από
τότε αλάθητο τον Πάπα ούτε σαν παγκόσμιο Επίσκοπο. Τον ελέγχει μάλιστα
για ” το σκληρόν πείσμα του αδελφού μας Στεφάνου”.