Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
homouniversalisgr.blogspot.com
Νίκος Εγγονόπουλος ( 21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985 )
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν
Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και
ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του
'30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του
υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα
μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του καταγόταν από
την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της εκεί, η
οικογένεια Εγγονόπουλου αποκλείστηκε από το ξέσπασμα του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου το καλοκαίρι του 1914. Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα
μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην
Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο
1ο Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 και εργάστηκε ως το 1930 ως
μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα σε νυχτερινό Γυμνάσιο. Από το 1930 ως
το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του
Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Στο μεταξύ (1932) γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή
Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα φοίτησε
στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με το Γιάννη Τσαρούχη
και τον Δημήτρη Πικιώνη. Το 1934 μετατέθηκε στην Τοπογραφική υπηρεσία
του Υπουργείου και ένα χρόνο αργότερα μονιμοποιήθηκε. Το 1941 πολέμησε
στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς σε στρατόπεδο
εργασίας, από όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Το
1945 αποσπάστηκε ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου
του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, όπου το 1956 έγινε μόνιμος
επιμελητής και εγκατέλειψε τη θέση του στο Υπουργείο. Ένα χρόνο αργότερα
διορίστηκε επιμελητής της έδρας Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.
Το 1964 παραιτήθηκε από το Πολυτεχνείο, επέστρεψε όμως τρία χρόνια
αργότερα, καθώς εκλέχτηκε έκτακτος μόνιμος καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου
Σχεδίου και το 1969 τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και
εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του
σταδιοδρομία έληξε το 1973, όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας και
αποχώρησε από το Πολυτεχνείο, όπου το 1976 ανακηρύχτηκε ομότιμος
καθηγητής. Παντρεύτηκε δυο φορές, το 1950 τη Νέλλη Ανδρικοπούλου με την
οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο, και το 1960 την Ελένη Τσιόκου, με την
οποία απέκτησε μια κόρη, την Εριέττη. Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε
λογοτέχνης, μεταφραστής, ζωγράφος, αγιογράφος και σκηνογράφος. Η πρώτη
του εμφάνιση στον καλλιτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1938 με την
παρουσίαση ζωγραφικών έργων του στα πλαίσια της έκθεσης Τέχνη της
Νεοελληνικής Παραδόσεως. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στίχους του στο
περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού και εξέδωσε την πρώτη ποιητική
συλλογή του με τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, ενώ συνεργάστηκε ως
σκηνογράφος στην παράσταση του έργου του Πλαύτου Μένεχμοι στο θέατρο
Κοτοπούλη. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Κλειδοκύμβαλα της σιωπής
(1939), Επιστροφή των πουλιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι
Λόγω (1956) [για την οποία τιμήθηκε το 1958 με το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως
του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας], Η Κοιλάδα με τους ροδώνες (1978).
Δημοσίευσε ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (από ποιήματα των
Μαγιακόφσκι, Λωτρεαμόν, Λόρκα, Μπωντλαίρ, ντε Κίρικο, Πικάσσο, Τζαρά)
στα περιοδικά της εποχής (Νέα Γράμματα, Τετράδιο, Κύκλος, Υπερρεαλισμός,
Ο Ταχυδρόμος, Πάλι, Ευθύνη, Ζυγός, Σπείρα, Cahiers du sud, London
magazine, Manna κ.α.), πήρε μέρος σε εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και
το εξωτερικό (Ρώμη, Οττάβα, Μόντρεαλ, Βανκούβερ, Βρυξέλλες, Σαν Πάολο
κ.α.) και συνεργάστηκε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος
(του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του θεάτρου
Κοτοπούλη κ.α.). Το 1979 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Πρώτο Κρατικό
Βραβείο Ποιήσεως, ενώ για το ζωγραφικό του έργο είχε τιμηθεί με το
παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α’ (1966).
Τιμήθηκε επίσης με το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος. Έργα του
μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά ουγγρικά και
μελοποιήθηκαν από το Νίκο Μαμαγκάκη, τον Αργύρη Κουνάδη, το Μάνο
Χατζιδάκι. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του
σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς.
Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση που του στοίχισε το
ένα του πόδι. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Νίκου Εγγονόπουλου
τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού, στα πλαίσια
της οποίας έδρασε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Βασικά χαρακτηριστικά
του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι
συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια
ελληνοκεντρική υπερρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση της
ελληνικότητας.
Εγγονόπουλος (αριστ) με τονΚόντογλου (κάτω) ντυμένοι μοναχοί τη δεκαετία 1930-40 |
Σε νεαρή ηλικία |
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1
Ι.Ποίηση
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αθήνα, Κύκλος, 1938.
• Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ιππαλεκτρύων, 1939.
• Επτά ποιήματα. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1944.
• Μπολιβάρ. Αθήνα, Ίκαρος, 1944.
• Η επιστροφή των πουλιών. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Έλευσις. Αθήνα, Ίκαρος, 1948.
• Εν Ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1957.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
• Bolivar · un poeme grec. Παρίσι, Francois Maspero, 1976. (μετάφραση Franchita Gonzalez Battle)
• Bolivar · Un poemia Griego. Καράκας, Junentud Griega de Venezuela -
Editorial Arcadia, 1981. (μετάφραση Miguel Castillo Didier)
ΙΙ.Πεζογραφία- Δοκίμιο - Τέχνη
• Ελληνικά Σπίτια. Εικονογραφημένη έκδοση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, 1972.
• Ο Καραγκιόζης · Ένα ελληνικό θέατρο σκιών. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1980.
• Πεζά κείμενα· Με δύο έγχρωμους πίνακες. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1987.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1966.
• Ποιήματα Α΄ · Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Ποιήματα Β΄ · Η επιστροφή των πουλιών - Έλευσις - Ο Ατλαντικός - Εν
ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1977. 1. Για τις μεταφράσεις έργων
του Εγγονόπουλου στα αγγλικά και την ελληνική δισκογραφία Εγγονόπουλου
βλ Connoly D., «Παράρτημα · Έργα του Εγγονόπουλου σε αγγλική μετάφραση»
και Μπαγέρης Δημήτρης, «Ν.Εγγονόπουλος: Από Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής
στα κλειδοκύμβαλα των συνθετών», Διαβάζω381, 1/1998, σ.155-156 και 140
αντίστοιχα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ - ΠΙΝΑΚΕΣ
Μπολιβάρ
Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα
.................................
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
...................................................................
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
..................................................
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad
επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.
(Αποσπάσματα )