Το Δωδεκαήμερο, από τα Χριστούγεννα ως την παραμονή των Φώτων, σ'
ολόκληρη την Ελλάδα, πιστεύουν πως βγαίνουν οι Καλικάντζαροι. Όπως τους
φαντάζεται ο λαός, είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, με τρίχινα πόδια,
με χέρια σαν της μαϊμούς κι έχουν όλο το κορμί τους τριχωτό. Έρχονται
τα δωδεκαήμερα και μπαίνουν στα σπίτια. Τους αρέσουν οι τηγανίτες και τ’
αϊ-βασιλιάτικα γλυκά».
Όλο το Δωδεκαήμερο και ως την παραμονή των Θεοφανείων, σε πολλές
περιοχές ανάβουν φωτιές. Σ’ άλλους τόπους διατηρούν αναμμένο δαυλό στη
γωνιά, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι.
Ο Νικόλαος Πολίτης, στην περισπούδαστη πραγματεία του «Οι
Καλικάντζαροι», έχει τη γνώμη ότι η συνήθεια να μασκαρεύονται από τα
Χριστούγεννα ως τα Φώτα «παρέχε το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού
να πλάσει τους Καλικάντζαρους. Ο τρόπος ον ενέπνεον εις τα παιδιά μεν
πάντοτε, πολλάκις δε εις τους ενήλικας, προσέδιδε δαιμονιώδη φύσιν εις
τους οχληρούς και ταραχώδεις εκείνους πανηγυριστάς των Καλανδών, μέχρις
ότου παντελώς συνέχισε και αφομοίωσεν αυτούς προς τα παντοία δείγματα
των δεισιδαιμόνων παραστάσεων».
Ο Ν. Πολίτης μας πληροφορεί ακόμα, πως οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι
Καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων. Έτσι εξηγείται και η ονομασία
τους. Το πρώτο συνθετικό «Κάλι» είναι ονομασία Ατσιγγάνων. Το δεύτερο
συνθετικό είναι ονομασία των Ατσιγγάνων της Αιγύπτου, που ήρθαν στην
Ελλάδα τον 14ο αιώνα. Ονομάζονταν «Γαντζάροι». Οι Καλι-Γαντζάροι έγιναν
Καλι-Καντάροι με αφομοίωση, που άλλαξε το Καλίγι σε Καλίκι.
Στην
Κύπρο τους λένε και Καραμάνους. Αλλά Καρα-Μαύρους και Μάνους
ονομάζουν τους Ατσιγγάνους. «Καρά» σημαίνει μαύρος και «Μάνους»
άνθρωπος. Ο Πολίτης αναφέρει επίσης: «Οι Καλικάντζαροι πηγαίνουν εις την
εκκλησίαν σαν κι εμάς και μόνον όταν βγαίνουν τ’ άγια γίνουντ’
άφαντοι». Το άλλο όνομά τους «Κάηδες», που το συναντάμε στη Ρόδο και την
Κάρπαθο, χαρακτηρίζει Ατσιγγάνους που ήταν, όπως πίστευαν, απόγονοι του
Κάιν.
Την παραμονή των Φώτων οι Καλικάντζαροι γυρίζουν στο υποχθόνιο βασίλειό
τους, αφού αφήσουν τις στέγες των σπιτιών όπου έμειναν δώδεκα μέρες και,
σύμφωνα με την παλιά παράδοση, όταν ο παπάς με τη σειρά του αγιάσει τα
σπίτια.
Από μια άλλη άποψη, οι Καλικάντζαροι είναι επινόηση των πρώτων
χριστιανών, που είχαν σκοπό, με αυτό τον τρόπο, να προκαλέσουν τη φρίκη
και το δέος στους αβάφτιστους και στους αδιάλλακτους. Απόδειξη αυτού
είναι ότι οι Καλικάντζαροι εγκαταλείπουν τις στέγες των σπιτιών την
παραμονή των Φώτων, που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Με τον καιρό όμως οι
Καλικάντζαροι έγιναν στη συνείδηση του λαού «χαριτωμένα δαιμονάκια», που
δεν προκαλούν φρίκη. Δεν αφήνουν, όμως, ευκαιρία, που να μην πειράξουν
τους ανθρώπους τις δώδεκα μέρες που κρατά η δράση τους.
Στην
Αντισσα της Λέσβου λένε, πως οι Καλικάντζαροι έρχονται την
πρώτη μέρα του Δωδεκάμερου, που είναι τα Χριστούγεννα. Όποιος πεθάνει
και πάει στον άλλο κόσμο άψαλτος κι αλιβάνιστος, βρικολακιάζει και
γίνεται Καλικάντζαρος. Αυτός είναι δαίμονας με ανθρώπινη μορφή, μαύρος
και ασχημομούρης, με κόκκινα μάτια σαν τη φωτιά, στραβός και
ασχημομούρης, στραβοκάνης με πόδια σαν του τράγου, χέρια αρκουδίσια, κι
όλο του το κορμί μαλλιαρό. Άλλοι κουτσοί, στραβοκάνηδες, κι άλλοι
στραβοί, αλλήθωροι. Άλλοι μονόματοι, κι άλλοι μονοπόδαροι. Άλλοι ψηλοί,
κι άλλοι κοντοί. Είναι τα στοιχειά, που δώδεκα μήνες κρατά στην εξουσία
του ο Χριστός και μας φυλάει από το κακό, και δώδεκα μέρες αφύλαχτα,
γιατί τα νερά δεν είναι αγιασμένα. Είναι αβάφτιστα και τότες τα στοιχειά
αμολημένα, πειράζουνε τους ζωντανούς.
Μπαίνουν από τις καπνοδόχους στα σπίτια και βρωμάνε τα φαγητά και τα
γλυκά. Πειράζουν τις γυναίκες και τις ψαχουλεύουν στα γυμνά τους. Όλο το
Δωδεκαήμερο, ως τη μέρα των Φώτων που θ’ αγιαστούνε τα νερά με το
μεγάλο αγιασμό, γυρίζουν και κυνηγάνε τους ανθρώπους. Γι’ αυτό οι
γυναίκες τα Χριστούγεννα κάνουν αγιωτικά και θυμιάζουν για να μην μπουν
οι Καλικάντζαροι στο σπίτι τους και τις πειράξουνε. Τώρα που ξέρουν πώς
έγιναν οι Καλικάντζαροι και βγαίνουν κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, όταν
πεθάνει κάποιος και δεν έχουν παπά να τον ψάλουν και να τον θυμιάσουν,
του βάζουν και παίρνει μαζί του ένα εικόνισμα, κι έτσι δε βρικολακιάζει.
Τα παιδιά που γεννιούνται τη μεγάλη βδομάδα των Χριστουγέννων, και
γεννιέται κι ο Χριστός, αν δε βαφτιστούν ως τα Φώτα, γίνονται
Καλ’κατζαρέλια, μικροί Καλικάντζαροι. Γι’ αυτό τα βαφτίζουν ανήμερα τα
Φώτα, ακόμα και χωρίς παπά. Και δε φοβούνται πια μη γίνουν
Καλικάντζαροι, γιατί βαφτίζονται μέσα στ’ αγιασμένα νερά, που είναι
κείνη τη μέρα σαν τ’ άγιο μύρος.
Στην
Κάρπαθο, οι μανάδες δένουν τη μέση των παιδιών τους, που
είναι στις κούνιες, με «βάτους» τις χριστουγεννιάτικες μέρες, για να μην
τους κάνουν κακό οι «Κάγοι», οι Καλικάντζαροι, που θα φύγουν απ’ τα
σπίτια, όπως πιστεύουν, σαν περάσει η γιορτή τ’ Αϊ-Γιάννη.
Στη
Ρόδο, όποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα, το λένε
«Κάο», Καλικάντζαρο. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι «Κάηδες» σηκώνονται τη
νύχτα απ’ το κρεβάτι τους το πρώτο δεκαήμερο, κι ασυναίσθητα γυρίζουν
έξω. Για να μην αγριέψει όμως το παιδί, οι δικοί του φροντίζουν να του
κάνουν το «μονομερίτικο» ρούχο. Φωνάζουν, δηλαδή, στο σπίτι τους
γυναίκες που να λέγονται Μαρίες και τους δίνουν μία μπάλα μπαμπάκι.
Αυτές το κλώθουν, το κάνουν νήμα, το υφαίνουν και ράβουν ένα ρούχο, που
θα το φορέσει ο Κάος. Όλη αυτή η δουλιά πρέπει να γίνει μέσα σε μια
μέρα, γι’ αυτό και το ρούχο λέγεται «μονομερίτικο».
Στη
Θράκη πιστεύουν ότι οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να
κατεβαίνουν τη νύχτα από το τζάκι και ν’ αρπάζουν τα λουκάνικα, κι ότι
χορεύουν γύρω από τα πηγάδια, όπου, αν πάει κανείς, τον βάζουν με το
στανιό να χορέψει μαζί τους.
Στην
Κυνουρία χαράζουν με κάρβουνο σταυρούς στις πόρτες και στα παράθυρα, για να μην μπαίνουν μέσα οι «Λυκοκαντζάροι».
Στην
Κύπρο πιστεύουν πως ο Καλικάντζαρος μπορεί να
«αιχμαλωτιστεί», φτάνει ο άνθρωπος να τον δέσει από το πόδι με «μόλινο»
(λινή κλωστή). Την παραμονή των Φώτων τελειώνει η δράση των
Καλικαντζάρων πάνω στη Γη. Βιάζονται τότε να χωθούν γρήγορα πίσω στα
βάθη της Γης, προτού ο παπάς αρχίσει ν’ αγιάζει τα νερά. Και για να μην
ξεμείνει κανένας πάνω στη Γη, παρακινεί ο ένας τον άλλο να φύγουν. Λένε:
«Φορτώστε να φορτώσουμε, κι αϊντέστε να φύγουνε, τ’ έφτασε ο
τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του».
Την τελευταία μέρα που θα φύγουν οι «Πλανήταροι» ή «Καραμάνοι», στην
Κύπρο οι νοικοκυρές τους περιποιούνται, για να τους εξευμενίσουν. Τους
ψήνουν «ξεροτήανα» (λουκουμάδες) με μπόλικο λάδι για να φάνε οι
«Πλανήταροι που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιούνται που θα
φύγουν». Επειτα τα περιχύνουν με μέλι.
Όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται,
τώρα, γύρω από το τηγάνι με το ζεστό λάδι που αχνίζει. Πρώτο, όμως, οι
Καλικάντζαροι θ’ γευτούν τα ξεροτήανα, που η νοικοκυρά θα ρίξει στη
στέγη του σπιτιού και θα λέει: «Τσιτσί, τσιτσί λουκάνικο, κομμάτι
ξεροτήανο, ρίξε στους Καλικάντζαρους, να φάσιν και να φύουσιν».
Στην
Κύπρο τους φαντάζονται σαν κουβάρια. Καθώς σκύβουν οι άνθρωποι να τους
πάρουν εκείνα αρχίζουν να τρέχουν. Λίγο πιο πέρα αλλάζουν μορφή και
γίνονται γαϊδουράκια και γκαμήλες. Όταν ο άνθρωπος ξεγελιέται κι
ανεβαίνει στην πλάτη τους, τότε αυτά ψηλώνουν σα βουνό και τον ρίχνουν
κάτω.
Στη Λήμνο πιστεύουν πως ο Χριστός είπε στους ανθρώπους να φυλάγονται το Δωδεκαήμερο από τους Καλικάντζαρους.
Στην Κομοτηνή φοβούνται τόσο πολύ τους «Καρκατζέλ», ώστε τη νύχτα δε σφυρίζουν ποτέ, για να μη μαζευτούν πολλοί μαζί και τους κάνουν κακό.
Στη Χίο, την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού
φέρνει ένα μεγάλο ξύλο από τα χωράφια του και το βάζει μέσα στο σπίτι,
στη μέση της κάμαρας. Το «χριστόξυλο», όπως το λένε, το ραίνουν καρύδια
κι αμύγδαλα, που μαζεύουν τα παιδιά και τα τρώνε. Κατόπι η νοικοκυρά
παίρνει το κούτσουρο και το βάζει στο τζάκι, όπου θα καίγεται συνέχεια
όλο το Δωδεκαήμερο. Όταν περάσει το Δωδεκαήμερο θα μαζέψουν τη στάχτη
και θα τη ρίξουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να προστατεύεται
από τα «δαιμόνια», που αυτές τις μέρες ανεβαίνουν απ’ τα βάθη της Γης
και πειράζουν τους ανθρώπους.
Σε πολλά χωριά, στην Πελοπόννησο, από τη μέρα των Χριστουγέννων
ζωγραφίζουν σ’ όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού ένα σταυρό με
κάρβουνο, για να μην μπουν και να διώξουν τους Καλικάντζαρους.
Στα Εφτάνησα πιστεύουν ότι τα «Λυκοτσαρδά» ή «Παγανά» είναι
αόρατες δυνάμεις που μπορούν να κάνουν χιλιάδες κακά. Είναι τα κακοποιά
σύνεργα του σκότους και των ποταμίσιων νερών, που παρουσιάζονται με το
πρώτο άστρο των Χριστουγέννων, κι εξασφαλίζονται με το αγίασμα των
νερών, τα Φώτα.