Προδημοσίευση από το έργο του Mikhail Bakhtin Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του - Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης (μτφρ. Γιώργος Πινακούλας) που θα κυκλοφορήσει την Τρίτη 7 Μαρτίου από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Ο Ραμπελαί γνώριζε άριστα την
πλατεΐστικη πανηγυριώτικη ζωή της εποχής του και, όπως θα δούμε
αργότερα, μπόρεσε να την καταλάβει και να την απεικονίσει στο
μυθιστόρημά του με εξαιρετικό βάθος και δύναμη.
Στο Φοντεναί-λε-Κοντ, όπου ο Ραμπελαί
πέρασε τη νεότητά του σε ένα μοναστήρι Κορδελιέρων[1] και έγινε μέτοχος
της ουμανιστικής κουλτούρας και της ελληνικής γλώσσας, έγινε ταυτόχρονα
μέτοχος της ιδιαίτερης κουλτούρας και γλώσσας της πανηγυριώτικης
πλατείας. Στο Φοντεναί-λε-Κοντ εκείνη την εποχή γινόταν ένα ονομαστό σε
όλη τη Γαλλία πανηγύρι, το οποίο γιορταζόταν τρεις φορές το χρόνο. Εδώ
κατέφτανε τεράστιος αριθμός εμπόρων και αγοραστών, όχι μόνο απ’ όλη τη
Γαλλία αλλά και από άλλες χώρες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γκιγιώμ
Μπουσέ, συγκεντρώνονταν πάρα πολλοί ξένοι, ειδικά Γερμανοί. Μαζεύονταν
πλανόδιοι μικροπωλητές, τσιγγάνοι και διάφοροι σκοτεινοί déclassés, που
ήταν τόσο πολυάριθμοι εκείνη την εποχή. Απ’ το τέλος του 16ου αιώνα
σώζεται επίσης η πληροφορία ότι εδώ, στο Φοντεναί-λε-Κοντ, γεννήθηκε μια
ιδιαίτερη αργκό. Εδώ ο Ραμπελαί μπόρεσε να παρακολουθήσει και να ακούσει όλη την ιδιαίτερη ζωή της πανηγυριώτικης πλατείας.
Την επόμενη περίοδο της ζωής του, ο
Ραμπελαί, που έκανε τακτικά ταξίδια στην επαρχία του Πουατού με τον
επίσκοπο Ζοφρουά ντ’Εστισσάκ, μπόρεσε να παρακολουθήσει το πανηγύρι στο
Σαιν-Μαιξάν και το διάσημο πανηγύρι στη Νιόρ.
Την επόμενη περίοδο της ζωής του, ο
Ραμπελαί, που έκανε τακτικά ταξίδια στην επαρχία του Πουατού με τον
επίσκοπο Ζοφρουά ντ’Εστισσάκ, μπόρεσε να παρακολουθήσει το πανηγύρι στο
Σαιν-Μαιξάν και το διάσημο πανηγύρι στη Νιόρ (τη φασαρία αυτού του
πανηγυριού μνημονεύει ο Ραμπελαί στο μυθιστόρημά του). Γενικά, η
πλατεΐστικη πανηγυριώτικη και παραστατική ζωή στο Πουατού εκείνη την
εποχή βρισκόταν σε ιδιαίτερα μεγάλη άνθηση.
Εδώ, στο Πουατού, ο Ραμπελαί μπόρεσε να
γνωρίσει και μια άλλη πολύ σημαντική όψη της πλατεΐστικης ζωής, τις
πλατεΐστικες παραστάσεις. Όπως φαίνεται, ακριβώς εδώ απέκτησε αυτή την
ιδιαίτερη γνώση της ζωής των θεατρικών σανιδιών (les échafauds) που
φανερώνει στο μυθιστόρημά του. Οι θεατρικές σκηνές στήνονταν ακριβώς
στην πλατεία, και μπροστά τους μαζευόταν ο κόσμος. Αναμεμειγμένος με
αυτό το πλήθος, ο Ραμπελαί μπόρεσε να παρευρεθεί σε παραστάσεις
μυστηρίων, ηθολογιών και φαρσών. Πόλεις όπως το Πουατού, το Μονμοριγιόν,
το Σαιν-Μαιξάν, το Πουατιέ κ.ά. ακριβώς αυτή την εποχή ήταν διάσημες
για τέτοιες θεατρικές παραστάσεις[2]. Δεν είναι τυχαίο που ως αρένα
δράσης του περιγελάσματος του Βιγιόν, το οποίο εξιστορείται στο τέταρτο
βιβλίο, ο Ραμπελαί επέλεξε ακριβώς το Σαιν-Μαιξάν και τη Νιόρ. Η
θεατρική κουλτούρα της Γαλλίας ήταν εκείνη την εποχή ακόμα απόλυτα
συνδεδεμένη με τη λαϊκή πλατεία.
Κατά την επόμενη περίοδο της ζωής του,
για την οποία δεν υπάρχουν ντοκουμέντα (1528-1530), ο Ραμπελαί ταξίδεψε,
όπως φαίνεται, στα πανεπιστήμια του Μπορντώ, της Τουλούζης, της Μπουρζ,
της Ορλεάνης και του Παρισιού. Εδώ έγινε μέτοχος της ζωής των μποέμ
φοιτητών. Αυτή η γνωριμία ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο κατά την
επόμενη περίοδο, όταν ο Ραμπελαί σπούδαζε ιατρική στο Μονπελιέ.
Δείξαμε ήδη την τεράστια σημασία των
φοιτητικών γιορτών και διασκεδάσεων για την ιστορία της μεσαιωνικής
κουλτούρας και λογοτεχνίας. Η εύθυμη ψυχαγωγική λογοτεχνία των φοιτητών
είχε ήδη υψωθεί, τον καιρό του Ραμπελαί, στο επίπεδο της μεγάλης
λογοτεχνίας και έπαιζε ουσιαστικό ρόλο σε αυτή. Η ψυχαγωγική λογοτεχνία
συνδεόταν επίσης με την πλατεία. Οι φοιτητικές παρωδίες, οι
διακωμωδήσεις, τα περιγελάσματα, τόσο στα λατινικά όσο και, ειδικά, στις
δημώδεις γλώσσες, φανερώνουν γενετική συγγένεια και εσωτερική ομοιότητα
με τις πλατεΐστικες μορφές. Ένας μεγάλος αριθμός φοιτητικών
διασκεδάσεων λάμβαναν χώρα κατευθείαν στην πλατεία. Έτσι, στο Μονπελιέ,
τον καιρό του Ραμπελαί, στη διάρκεια της γιορτής των Βασιλέων, οι
φοιτητές έκαναν καρναβαλικές λιτανείες, οργάνωναν χορούς στην πλατεία.
Συχνά το πανεπιστήμιο ανέβαζε ηθολογίες και φάρσες εκτός των τειχών
του[3].
Όπως φαίνεται, ο Ραμπελαί συμμετείχε
δραστήρια και ο ίδιος στις φοιτητικές διασκεδάσεις της εποχής του. Ο Ζ.
Πλαττάρ υποθέτει ότι στη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής (ειδικά στο
Μονπελιέ) έγραψε μια σειρά ανεκδότων, περιγελασμάτων, εύθυμων
αντιλογιών, κωμικών σκίτσων, και απέκτησε στις μορφές της εύθυμης
ψυχαγωγικής λογοτεχνίας εκείνη την επιδεξιότητα που μπορεί να μας
εξηγήσει την ασυνήθιστη ταχύτητα δημιουργίας του Πανταγκρυέλ.
Κατά την επόμενη, λυονέζικη, περίοδο της
ζωής του Ραμπελαί, ο δεσμός του με τη λαϊκή πανηγυριώτικη πλατεία έγινε
ακόμη στενότερος και βαθύτερος.
Κατά την επόμενη, λυονέζικη, περίοδο της
ζωής του Ραμπελαί, ο δεσμός του με τη λαϊκή πανηγυριώτικη πλατεία έγινε
ακόμη στενότερος και βαθύτερος. Αναφέραμε ήδη τα διάσημα λυονέζικα
πανηγύρια, που κρατούσαν συνολικά δύο μήνες το χρόνο. Η ζωή στις
πλατείες και στους δρόμους της Λυόν –αυτής της μεσημβρινής πόλης, όπου
υπήρχε τεράστια ιταλική παροικία– ήταν εξαιρετικά αναπτυγμένη. Ο ίδιος ο
Ραμπελαί μνημονεύει στο τέταρτο βιβλίο του το λυονέζικο καρναβάλι, στη διάρκεια του οποίου μεταφερόταν εν πομπή η τερατόμορφη απεικόνιση του λαίμαργου-καταβροχθιστή Μασακρούστα (Mâchecroute), αυτού του τυπικού εύθυμου φόβητρου [4]. Οι
σύγχρονοι άφησαν μαρτυρίες και για μια σειρά άλλων λυονέζικων μαζικών
γιορτών, όπως η μαγιάτικη γιορτή των τυπογράφων, η γιορτή εκλογής του
«πρίγκιπα των τεχνιτών» κ.ά.
Με το λυονέζικο πανηγύρι ο Ραμπελαί
συνδέθηκε ακόμη στενότερα. Στην έκδοση και στο εμπόριο βιβλίων το
λυονέζικο πανηγύρι καταλάμβανε μία απ’ τις πρώτες θέσεις στον κόσμο και
υστερούσε μόνο σε σχέση με το διάσημο πανηγύρι της Φραγκφούρτης. Και τα
δύο αυτά πανηγύρια ήταν σημαντικά όργανα διάδοσης του βιβλίου και
διαφήμισης της λογοτεχνίας. Τα βιβλία εκδίδονταν «για το πανηγύρι»
(εαρινό, φθινοπωρινό, χειμερινό). Το λυονέζικο πανηγύρι καθόριζε, σε
μεγάλο βαθμό, το χρόνο έκδοσης των βιβλίων στη Γαλλία. Η έκδοση των νέων
βιβλίων συντονιζόταν πάντα με τις ημερομηνίες των πανηγυριών[5]. Αυτές
οι ημερομηνίες καθόριζαν, συνεπώς, και την υποβολή των χειρογράφων από
τους συγγραφείς. Ο Α. Λεφράν εκμεταλλεύτηκε πολύ επιτυχημένα τις
ημερομηνίες των λυονέζικων πανηγυριών για τη χρονολόγηση των έργων του
Ραμπελαί. Οι ημερομηνίες του λυονέζικου πανηγυριού ρύθμιζαν την παραγωγή
όλων των βιβλίων (ακόμη και των επιστημονικών), αλλά ειδικά, βέβαια,
τις μαζικές εκδόσεις λαϊκών βιβλίων και ψυχαγωγικής λογοτεχνίας.
Ο Ραμπελαί, που αρχικά δημοσίευσε τρία
επιστημονικά έργα, έγινε έπειτα προμηθευτής ακριβώς αυτής της μαζικής
λογοτεχνίας και, συνεπώς, ξεκίνησε μια στενότερη σχέση με την
πανηγυριώτικη πλατεία. Ήταν πια αναγκασμένος να λαμβάνει υπόψη του όχι
μόνο τις ημερομηνίες του πανηγυριού αλλά και τις απαιτήσεις, τα γούστα
και τον τόνο του.
Ο Ραμπελαί εξέδωσε σχεδόν ταυτόχρονα όχι μόνο τον
Πανταγκρυέλ του, που βάδιζε στα ίχνη του λαϊκού βιβλίου
Τα μεγάλα χρονικά του Γαργαντούα, αλλά και το
Πανταγκρυελίνειον προγνωστικάριον (
Pantagrueline Prognostication) και το
Αλμανάκ (
Almanach) για το έτος 1533. Το
Πανταγκρυελίνειον προγνωστικάριον είναι μια εύθυμη κωμική διακωμώδηση των δημοφιλών εκείνη την εποχή
πρωτοχρονιάτικων προγνώσεων. Αυτό το έργο (μόνο λίγες μικρές σελίδες) ανατυπώθηκε και τα επόμενα χρόνια.
Το δεύτερο απ’ τα έργα που αναφέραμε, το Αλμανάκ,
ήταν ένα λαϊκό ημερολόγιο. Τέτοια ημερολόγια εξέδωσε στη συνέχεια ο
Ραμπελαί και για τα επόμενα χρόνια. Σώθηκαν πληροφορίες (και ακόμη λίγα
αποσπάσματα) για τα ημερολόγια που συνέταξε για το έτος 1535, για το
έτος 1541, για το έτος 1546 και, τέλος, για το έτος 1550. Μπορούμε να
υποθέσουμε, όπως κάνει ο Λ. Μολάν, ότι με αυτά δεν εξαντλείται η σειρά
των ημερολογίων που εξέδωσε ο Ραμπελαί, ότι τα εξέδιδε κάθε χρόνο,
ξεκινώντας απ’ το 1533, και ότι ήταν, ας πούμε, ο διαπιστευμένος εκδότης
των λαϊκών ημερολογίων, ο «Γάλλος Ματθαίος Λάνσμπεργκ»[6].
Και οι δύο τύποι έργων, και το Προγνωστικάριον και τα ημερολόγια, συνδέονται ουσιαστικά με το χρόνο, με το νέο έτος και, τέλος, με τη λαϊκή πανηγυριώτικη πλατεία[7].
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κατά τις
επόμενες περιόδους της ζωής του ο Ραμπελαί διατήρησε και έντονο
ενδιαφέρον και άμεση σχέση με τη λαϊκή πλατεία σε όλα τα στοιχεία της
ζωής της, αν και τα πενιχρά δεδομένα της βιογραφίας του δε μας δίνουν
σχετικά με αυτά κανένα συγκεκριμένο και ενδιαφέρον γεγονός[8]. Απ’ την
εποχή όμως του τελευταίου ταξιδιού του Ραμπελαί στην Ιταλία σώθηκε ένα
πολύ ενδιαφέρον ντοκουμέντο. Στις 14 Μαρτίου 1549, ο καρδινάλιος Ζαν ντυ
Μπελλαί οργάνωσε στη Ρώμη μια λαϊκή γιορτή με αφορμή τη γέννηση του
γιου του Ερρίκου Β΄. Ο Ραμπελαί παρευρέθηκε στη γιορτή και την
περιέγραψε λεπτομερώς, εκμεταλλευόμενος γι’ αυτό το σκοπό τις επιστολές
του προς τον καρδινάλιο του Γκυζ. Αυτή η περιγραφή εκδόθηκε στο Παρίσι
και στη Λυόν υπό τον τίτλο Η σκιαμαχία και το φαγοπότι που έλαβε χώρα στη Ρώμη στο παλάτι του κυρίου μου, του αιδεσιμότατου καρδιναλίου ντυ Μπελλαί (Schiomachie et festins faits à Rome au palais de mon seigneur reverendissime cardinal du Bellay).
Στην αρχή αυτής της γιορτής, παραστάθηκε
στην πλατεία μια μάχη με εντυπωσιακά εφέ, με πυροτεχνήματα, ακόμη και
με σκοτωμένους, που αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν αχυρένια σκιάχτρα. Η γιορτή είχε έκδηλο καρναβαλικό χαρακτήρα,
όπως και όλες οι γιορτές αυτού του είδους. Υπήρχε εδώ ο αναγκαίος
καρναβαλικός «άδης» με τη μορφή μιας σφαίρας που έβγαζε φωτιά. Αυτή η
σφαίρα ονομαζόταν «στόμα του άδη» και «κεφάλι του Εωσφόρου» (βλ. την
επίτομη έκδ. του L. Moland, ό.π., σελ. 599). Στο τέλος της γιορτής
διοργανώθηκε για το λαό μεγαλειώδες φαγοπότι, με απίστευτη, εντελώς
πανταγκρυελική, ποσότητα λουκάνικων και κρασιού.
Τέτοιες γιορτές είναι γενικά πολύ
χαρακτηριστικές για την εποχή της Αναγέννησης. Επίσης, ο Μπούρκχαρντ
έδειξε πόσο μεγάλη και σημαντική ήταν η επίδραση αυτών των γιορτών στην
καλλιτεχνική μορφή και στην κοσμοθεωρία της Αναγέννησης, στο ίδιο το
πνεύμα της εποχής. Δε μεγαλοποίησε αυτή την επίδραση. Ήταν, μάλιστα,
πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο πίστευε[9].
Στις γιορτές της εποχής του ο Ραμπελαί
ενδιαφερόταν περισσότερο όχι για την επίσημη-πομπώδη αλλά για τη
λαϊκο-πλατεΐστικη όψη τους. Ακριβώς αυτή η όψη άσκησε καθοριστική
επίδραση στο έργο του. […]
[1]
Κορδελιέροι (Cordeliers) ονομάζονταν στη Γαλλία οι Φραγκισκανοί απ’ το
σχοινί με κόμπους (cordelière) που είχαν διαρκώς τυλιγμένο γύρω απ’ τη
μέση τους. [Σ.τ.Μ.]
[2] Βλ. σχετικά Henri Clouzot, L’ancien théâtre en Poitou, Νιόρ 1901.
[3] Αυτή
η φοιτητική ψυχαγωγική λογοτεχνία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μέρος της
πλατεΐστικης κουλτούρας και, ως προς τον κοινωνικό της χαρακτήρα,
συγγένευε με τη λαϊκή κουλτούρα και, κάποιες φορές, συγχωνευόταν απόλυτα
με αυτή. Μεταξύ των ανώνυμων συγγραφέων των έργων γκροτέσκου ρεαλισμού
(ειδικά, βέβαια, των λατινικών) υπήρχαν πιθανόν αρκετοί φοιτητές ή πρώην
φοιτητές.
[4] O
Μασακρούστας (Mâchecroute) ήταν, σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες, οι οποίες
παρέμειναν ισχυρές ως τον 19ο αιώνα, ένας δράκοντας που κατοικούσε στα
νερά του Ροδανού. Κουνώντας την ουρά του έκανε το ποτάμι να ξεχειλίζει
και προκαλούσε πλημμύρες και καταστροφές, απ’ τις οποίες υπέφερε πολλές
φορές η Λυόν. Το όνομά του σημαίνει αυτόν που μασάει την κρούστα, την
κόρα του ψωμιού ή το φλοιό της γης. [Σ.τ.Μ.]
[5] Μέχρι και το έργο του Γκαίτε ρυθμιζόταν ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, απ’ τις ημερομηνίες του πανηγυριού της Φραγκφούρτης.
[6] Matthieu Lansberg: ψευδώνυμο Βέλγου αστρολόγου και αλχημιστή του 17ου αιώνα. Με το όνομά του εκδιδόταν το Αλμανάκ της Λιέγης απ’ το 1626 και εξής. [Σ.τ.Μ.]
[7]
Αυτός ο συνδυασμός σε ένα πρόσωπο του σοβαρού επιστήμονα-λόγιου και του
προμηθευτή πανηγυριώτικης, καρναβαλικής λογοτεχνίας είναι χαρακτηριστικό
φαινόμενο της εποχής.
[8] Απ’
την άλλη πλευρά, ο βιογραφικός θρύλος για τον Ραμπελαί μάς τον
παρουσιάζει ως μια λαϊκή-πλατεΐστικη καρναβαλική φιγούρα. Σύμφωνα με το
θρύλο, η ζωή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους εξαπάτες, μεταμφιέσεις,
γελωτοποιά τεχνάσματα. Ο Λ. Μολάν αποκαλεί προσφυώς τον Ραμπελαί του
θρύλου «un Rabelais de Carême-prenant», δηλαδή «αποκριάτικο Ραμπελαί» (ή
«καρναβαλικό Ραμπελαί»).
[9]
Βέβαια, ο Μπούρκχαρντ είχε υπόψη του όχι τόσο τις λαϊκο-πλατεΐστικες
γιορτές όσο τις αυλικές, επίσημες συνήθως γιορτές της Αναγέννησης.