Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι
(Παροιμία)
Η
ελιά ή ελαιόδενδρο ή λιόδεντρο (επιστ. Ελαία, Olea) είναι γένος
καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των Ελαιοειδών (Oleaceae), το οποίο
συναντάται πολύ συχνά και στην Ελλάδα. Ο καρπός του ονομάζεται επίσης
ελιά και από αυτόν παράγεται το ελαιόλαδο. Η ελιά υπήρξε το σύμβολο της
θεάς Αθηνάς.
Η
ελιά είναι γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους, και πιθανότατα
κατάγεται από το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Σύμφωνα με την αρχαία
ελληνική παράδοση, πατρίδα της ελιάς είναι η Αθήνα και η πρώτη ελιά
φυτεύτηκε από την Αθηνά στην Ακρόπολη.
|
Ιπποκράτης |
Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός που καλλιέργησε την
ελιά
στον ευρωπαϊκό μεσογειακό χώρο. Την μετέφεραν είτε Έλληνες άποικοι είτε
Φοίνικες έμποροι. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, κατά το 580 π.Χ, ούτε το
Λάτιο ούτε η Ισπανία ούτε η Τύνιδα γνώριζαν την ελιά και την καλλιέργειά
της.
Είναι δέντρο αειθαλές, έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή,
δερματώδη, σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια και αργυρόχροα στην κάτω. Τα
άνθη της είναι λευκωπά, μονοπέταλα και πολύ μικρά, σχηματίζουν
ταξιανθία βότρυος και εμφανίζονται προς το τέλος Μαΐου, ενώ ο καρπός
ωριμάζει και συλλέγεται κατά τα τέλη του φθινοπώρου και αρχές του
χειμώνα. Ο κορμός της ελιάς είναι οζώδης και καλύπτεται από τεφρόφαιο
φλοιό.
O
Μίνωας, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές πηγές, αλλά και οι διάδοχοί του
ήταν οι πρώτοι προστάτες του ιερού δέντρου της ελιάς, το οποίο και
εικάζεται ότι έπαιξε καθοριστικό οικονομικό ρόλο κατά την ακμή της
μινωικής κυριαρχίας. Σχετικά με αυτό ο Πωλ Φωρ, Γάλλος μελετητής του
Μινωικού πολιτισμού, γράφει πως «η ελιά εξασφάλιζε την οικονομική
κυριαρχία της Κρήτης στον αιγαιοπελαγίτικο κόσμο». Η συστηματική
καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωικού
πολιτισμού. Ολόκληρη δε κοινωνικοοικονομική, λατρευτική, εθιμική αλλά
και καλλιτεχνική πραγματικότητα δημιουργήθηκε γύρω από το ιερό δέντρο.
Οι μαρτυρίες της Γραμμικής Β
Για την
εκμετάλλευση της ελιάς σημαντικότατες είναι και οι γραπτές μαρτυρίες που
αποκρυπτογραφούνται στις πινακίδες της Γραμμικής Β που ανακαλύφθηκαν στην
Κνωσό, την Πύλο και τις Μυκήνες. Από αυτές αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για
τη χρήση του ελαιόλαδου στην καθημερινή ζωή, τις θρησκευτικές τελετές, τις
εμπορικές δραστηριότητες, τις βιοτεχνικές ασχολίες (αρωματοποιία, βυρσοδεψία,
υφαντική, κ.λπ.).
Το
ιδεόγραμμα του ελαιοδέντρου συναντάται στις πινακίδες της Γραμμικής Α
Γραφής. Το ίδιο ιδεόγραμμα επιβιώνει και μετά την καταστροφή του
μινωικού πολιτισμού και το συναντάμε στις μυκηναϊκές πινακίδες της
Γραμμικής Β. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β για πρώτη φορά γίνεται σαφής
διαχωρισμός μεταξύ του δέντρου της ελιάς, του ελαιόλαδου και του
καρπού, ο οποίος και αποδίδεται με τη μορφή ενός άνθους με τρία πέταλα.
Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν από τους γραφείς της εποχής τρία
διαφορετικά ιδεογράμματα.
Οι Μυκηναίοι Έλληνες συνήθιζαν να προσφέρουν ελαιόλαδο, απλό ή
αρωματισμένο, στους θεούς τους. Επίσης χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο στην
καθημερινή διατροφή τους. Στην πινακίδα Un 138 που βρέθηκε στο ανάκτορο
της Πύλου διαβάζουμε δίπλα στο ιδεόγραμμα της ελιάς τη λέξη φοβρή-
φοβράς, δηλαδή ελιές βρώσιμες, προορισμένες για φαγητό.
Από μια ομάδα πινακίδων που βρέθηκαν στην Κνωσό πληροφορούμαστε τι
ποσότητες ελαιοκάρπου αποδίδονται στο ανάκτορο (81.261 λίτρα) από τη
συγκομιδή διαφόρων περιοχών, εκ των οποίων δύο εντοπίζονται στην πεδιάδα
της Μεσαράς, Φαιστός και Dawo. Με βάση τις ποσότητες αυτές έγινε
απόπειρα να υπολογιστεί όχι μόνο το ύψος της ελαιοπαραγωγής αλλά και ο
αριθμός των ελαιοδέντρων (τουλάχιστον 3.315 ρίζες) που θα αντιπροσώπευε
ένα μόνο μέρος των ανακτορικών ελαιώνων.
Σε άλλες πινακίδες το λάδι καταχωρίζεται μαζί με άλλα προϊόντα, όπως τα
σύκα, το μέλι, το κρασί ενώ σε κάποιες άλλες αναφέρονται αποστολές
ελαιολάδου σε ιερά (προς Δίκτη ή προς Αμνισό) σε θεότητες ή σε πρόσωπα
του ιερατείου για λατρευτικούς σκοπούς.
Πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου μας διασώζουν την ιδιαίτερη ονομασία
του αγγείου που χρησιμοποιούνταν, όπως φαίνεται, για τη διακίνηση λαδιού
και το οποίο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα πρέπει να ταυτισθεί με
τον αμφορέα, γνωστού στην αρχαιολογική ορολογία ως ψευδόστομου.
Σύμφωνα,
τέλος, με την ερμηνεία που δίνουν οι μελετητές Τσάντγουικ και Μελένα, τα
συλλαβογράμματα Α και Τ1, τα οποία συνοδεύουν το ιδεόγραμμα του ελαιοκάρπου,
προσδιορίζουν τα δυο είδη της ελιάς, την «άγρια» και την «τιθασή» (ήμερη). Αυτό
μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Κρήτες εκμεταλλεύονταν συγχρόνως και την άγρια
ποικιλία ελιάς και την ήμερη. Προφανώς γινόταν ταυτόχρονη εξαγωγή και χρήση του
προϊόντος για διαφορετικούς σκοπούς. Το λάδι της άγριας ελιάς θεωρούνταν
ιδανικό για την παρασκευή φαρμακευτικών καταπλασμάτων και αρωματικών αλοιφών
και όχι για διατροφική χρήση.
Μινωική τέχνη και ελιά
Η φύση
στη μινωική τέχνη εγκωμιάζεται, εξυμνείται. Η απεικόνιση του φυσικού περιβάλλοντος
και του τοπίου, περιβεβλημένη από την απαιτούμενο θρησκευτικό συμβολισμό έχει
μεταφερθεί στους εσωτερικούς χώρους των ανακτόρων. Από τις διάφορες καθημερινές
δραστηριότητες (κυνήγι, εμπορικές συναλλαγές, αθλήματα, κοινωνικές συνάξεις) ή
λατρευτικές τελετές (προσφορές σε ιερά δάση και ιερά κορυφών) δεν απουσιάζει
και η ελιά.
Η
εμμονή στην τόσο συχνή και πιστή συχνά αναπαράσταση φύλλων, κλαδιών και δέντρων
ελιάς μπορεί να στηριχθεί σε δυο υποθέσεις: ή ότι οι καλλιτέχνες θέλησαν να
αποδώσουν πιστά τη χλωρίδα του κρητικού τοπίου, η οποία εκείνη την εποχή
φαίνεται πως κατακλυζόταν από ελαιόδεντρα, ή ότι αυτό καθαυτό το ελαιόδεντρο
λόγω της ανθεκτικότητας και μακροβιότητας αλλά και της ωφελιμότητάς του
αντιμετωπίστηκε ως «μέγιστο αγαθό», με αποτέλεσμα να γίνει αντικείμενο
συμβολισμού, γεγονός που με τη σειρά του είχε ως συνέπεια τη λατρευτική του
ένταξη σε θρησκευτικά τελετουργικά.
Ήδη
στην τρίτη π.Χ. χιλιετία φαίνεται πως οι άνθρωποι κατασκεύαζαν χρυσά περίαπτα
σε σχήμα φύλλων ελιάς, τα οποία βρέθηκαν σε τάφους στο Μόχλο Σητείας.
Εντυπωσιακό είναι ακόμη το κλαδί της ελιάς που βλέπουμε στην κόμη της
κροκοσυλλέκτριας στην τοιχογραφία που βρέθηκε στο Ακρωτήρι της Θήρας.
Πιστεύεται ότι ο ρόλος του κλάδου στην τοιχογραφία είναι τελετουργικός.
Σε
ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο τα σημαντικά δέντρα «απομονώθηκαν» και
αντιμετωπίστηκαν ως ξεχωριστά αντικείμενα λατρείας (δεντρολατρεία). Γι αυτό
είναι πολύ συχνή η απεικόνιση ιερών αλσών ή δασών από ελιές, πλατάνια και δρυς.
Ένα τέτοιο έξοχο πρώιμο Νεοανακτορικό δείγμα είναι η απεικόνιση ενός ελαιώνα
στη μικρογραφική τοιχογραφία του «Ιερού Άλσους», το οποίο ανακαλύφθηκε στην
Κνωσό. Στη σύνθεση αυτή γύρω από χοντρούς κορμούς βρίσκεται συγκεντρωμένο
πλήθος ανθρώπων με τα χέρια στραμμένα στον ουρανό. Η όλη παράσταση μας κάνει να
συμπεράνουμε πως πρόκειται για κάποια εορταστική τελετή σε ανακτορικό ιερό
άλσος.