Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

"Γάτα και ποντίκι"

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.vivlia&id=16460

Προδημοσίευση: "Γάτα και ποντίκι", Γκύντερ Γκρας (Καστανιώτης)

02/07/2012
1 εικόνα
Ο Γιόζεφ Μάλκε είναι ορφανός από πατέρα και μοναχοπαίδι. Ζει με την υπερπροστατευτική μαμά του και την αδερφή της, που τον στέλνουν σχολείο με καθυστέρηση ενός χρόνου· είναι φιλάσθενος, πιστεύουν, γι’ αυτό και ζητούν να πάρει απαλλαγή απ’ το μάθημα της γυμναστικής. Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, ο Μάλκε έχει κι ένα παράξενο σωματικό κουσούρι: ένα τεράστιο μήλο του Αδάμ, ένα «ποντίκι» στο λαιμό του, που του δημιουργεί σοβαρά αισθήματα μειονεξίας. Ο Μάλκε αποδύεται σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα με τον εαυτό του· θέλει να γίνει ήρωας, να τον θαυμάζουν, να τον σέβονται. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειές του, είτε να κρύψει το σωματικό του ελάττωμα ή να το υπεραναπληρώσει με τους εκκεντρικούς άθλους του, τελικά αποτυχαίνουν. Κι ακόμα χειρότερα: τον παρασύρουν σε μια επιθετική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Στο τέλος της ιστορίας τα ίχνη του νεαρού χάνονται: η κοινωνία-γάτα κατάφερε τελικά να τον ξεσκίσει.
Το δημοφιλέστερο μετά το Ταμπούρλο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα.

Προδημοσίευση
Μια φορά λοιπόν, ο Μάλκε είχα μάθει στο μεταξύ κολύμπι, ήμασταν ξάπλα στο γρασίδι, δίπλα στο γήπεδο του σλάγκμπαλ.* Εγώ θα ’πρεπε κανονικά να είμαι στον οδοντίατρο αλλά δεν με άφησαν, γιατί έπαιζα επιθετικός και δεν είχαν να με αντικαταστήσουν. Το δόντι μου με πέθαινε. Μια γάτα διέσχισε διαγώνια το γήπεδο χωρίς, περιέργως, να φάει καμιά πέτρα. Μερικοί ξερίζωναν καλάμια και τα μασούλαγαν. Η γάτα ανήκε στον φύλακα του γηπέδου και ήταν μαύρη. Ο Χότεν Ζόνταγκ έτριβε το ρόπαλό του με μια μάλλινη κάλτσα. Το δόντι μου δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Το τουρνουά κρατούσε πάνω από δυο ώρες. Χάσαμε πανηγυρικά και περιμέναμε τη ρεβάνς. Η γάτα ήταν νεαρή, ενήλικη ωστόσο, όχι γατάκι. Κάποιοι στο γήπεδο ψιλόπαιζαν βόλεϊ. Το δόντι μου ’δωσε πάλι μια σουβλιά. Αθλητές δοκίμαζαν το ξεκίνημα στο κατοστάρι ή απλώς περιφέρονταν νευρικοί. Η γάτα έφερνε γύρους. Κι ένα τρικινητήριο αεροπλάνο έφερνε αργά, με θόρυβο, γύρους πάνω απ’ το κεφάλι μας. Όμως το δόντι μου έκανε ακόμα πιο πολύ θόρυβο. Η μαύρη γάτα του φύλακα έδειχνε πίσω απ’ τα χορταράκια ένα άσπρο πανάκι. Ο Γιόαχιμ Μάλκε κοιμόταν. Το κρεματόριο ανάμεσα στα ενωμένα κοιμητήρια και την Ανώτατη Τεχνική Σχο­λή δούλευε με τον ανατολικό άνεμο. O καθηγητής Μάλενμπραντ σφύριξε: φάουλ. Η γάτα συνέχιζε κι αυτή την προπόνηση. Ο Μάλ­κε κοιμόταν ή παρίστανε πως κοιμάται. Κι εγώ εκεί, δίπλα του, υπέμενα τον πονόδοντο. Η γάτα πλησίασε. Το καρύδι του Μάλκε ξεχώριζε γιατί ήταν μεγάλο, πάντα σε κίνηση, κι έριχνε τη σκιά του στο γήπεδο. Η γάτα του φύλακα τεντώθηκε ανάμεσα σε μένα και στον Μάλκε, έτοιμη να ορμήσει. Ήμασταν ένα τρίγωνο. Το δόντι μου σώπαινε, η γάτα κοίταζε το καρύδι του Μάλκε, μάλλον το πήρε για ποντίκι. Η γάτα ήταν μικρούλα, το ποντίκι δεν έμενε στιγμή ήσυχο, δεν άντεξε λοιπόν, όρμησε καταπάνω του. Ή κάποιος από μας έπιασε τη γάτα και την έβαλε στο λαιμό του Μάλκε. Ή εγώ ξέχασα τον πονόδοντο, έπιασα τη γάτα και της έδειξα το ποντίκι του Μάλκε. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά τη γλίτωσε με λίγες γρατζουνιές.
Εγώ όμως, που έδειξα το ποντίκι σου σε αυτή τη γάτα, και σε όλες τις γάτες, πρέπει τώρα να στρωθώ να γράψω. Και φανταστικά πρόσωπα να ήμασταν κι οι δυο μας, και πάλι θα όφειλα να το κάνω. Αυτός που μας επινόησε, για δικούς του, επαγγελματικούς λόγους, με πιέζει να πάρω στα χέρια μου το καρύδι σου και να το πάω σ’ εκείνο το μέρος όπου θεάθηκε να κερδίζει ή να χάνει· βάζω λοιπόν πρώτα το κατσαβίδι να χοροπηδάει πάνω απ’ το καρύδι, βάζω κι ένα κοπάδι χορτασμένους γλάρους να πε­τούν ψηλά πάνω από τη χωρίστρα του Μάλκε κόντρα στον άστα­το άνεμο, ας πούμε πως έχει πιάσει καλοκαιράκι, το ναυάγιο είναι το παλιό καράβι της κλάσης Τσάικα, τη Βαλτική τη βάζω να έχει χρώμα ίδιο με χοντρό γυαλί μπουκαλιών νερού· και μιας και η δράση τοποθετείται νοτιοδυτικά από το σημείο όπου βρίσκεται η τελευταία σημαδούρα της διώρυγας Νοϊφαρβάσερ, βάζω να τρέχουν ρυάκια νερού πάνω από την ανατριχιασμένη επιδερμίδα του Μάλκε, σαν καλυμμένη είναι με μικρούτσικα γρομπαλάκια κοντά κοντά, ή με μεγαλύτερες μπαλίτσες σαν χαλάζι. Δεν ήταν από φόβο η ανατριχίλα αυτή που είχε αφαιρέσει τη λεία υφή του δέρματος, από το κρύο ήταν, γιατί είχε μείνει ώρα στο νερό.
Εμείς καθόμασταν ανακούρκουδα πάνω στα σανίδια που είχαν απομείνει από τη γέφυρα με χέρια και πόδια ανοιχτά σαν αράχνες στη γέφυρα επάνω. Πάντως δεν ήμασταν εμείς που του ζητήσαμε να ξαναβουτήξει κάτω από την πλώρη του βυθισμένου ναρκαλιευτικού, ούτε στο μηχανοστάσιο στη μέση του κήτους, για να σκαλίσει, να ψαχουλέψει, να βρει κάτι να φέρει με το κατσαβίδι του: καμιά βίδα, καμιά ροδέλα, μια μπρούντζινη ταμπελίτσα με πυκνογραμμένες επάνω της τις οδηγίες χρήσης κάποιου μηχανήματος, στα αγγλικά και στα πολωνέζικα· το λέω γιατί το μέρος όπου καθόμασταν ήταν η επιπλέουσα γέφυρα ενός πολωνέζικου ναρκαλιευτικού της κλάσης Τσάικα, που είχε ναυπηγηθεί στο Μοντλίν και η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί στο Γκντίνγκεν και το οποίο είχε βυθιστεί πέρυσι νοτιοδυτικά από τη σημαδούρα της διώρυγας, δηλαδή έξω από τη διώρυγα, χωρίς να εμποδίσει την κυκλοφορία των άλλων πλοίων.
Από τότε σκέπαζαν τη σκουριά οι ξεραμένες κουτσουλιές των γλάρων, που πετούσαν με κάθε καιρό ξυστά πάνω απ’ την γκριζόλα,* με αυτά τους τα γυάλινα μάτια, ύστερα τινάζονταν πάλι ψηλά σαν σαΐτες, σαν να ακολουθούσαν ένα ανεξιχνίαστο σχέδιο πτήσης, και εκτόξευαν τις υγρές κουτσουλιές, σημαδεύοντας πάντα τη σκουριά των υπολειμμάτων της γέφυρας και ποτέ το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα. Έτσι μαζεύονταν οι κουτσουλιές, άμορφοι, σκληροί σβόλοι. Κι όταν καθόμασταν εμείς πάνω στο πλοίο υπήρχαν πάντα δάχτυλα και νύχια, ποδιών και χεριών, που πάλευαν να τις ξεκολλήσουν. Γι’ αυτό έσπαζαν τα νύχια μας κι όχι επειδή τα τρώγαμε όλοι – εκτός βέβαια από τον Σίλινγκ, που είχε παρανυχίδες. Μόνο ο Μάλκε είχε μακριά νύχια, κιτρινισμένα απ’ τις πολλές βουτιές, και τα κράταγε μακριά γιατί ούτε τα ’τρωγε, ούτε έξυνε κουτσουλιές. Ήταν επίσης ο μόνος που δεν μασούλαγε τα ξύσματα, ενώ εμείς τα βάζαμε στο στόμα αυτά τα ασβεστώδη μπαλάκια, που ήταν σαν τρίμματα από όστρακο και τα φτύναμε με αφρισμένο σάλιο στη θάλασσα. Γεύση δεν είχαν, θα ’λεγα όμως πως κάτι στη γεύση τους θύμιζε γύψο ή ιχθυάλευρο ή οτιδήποτε φανταζόταν ο καθένας από μας: ευτυχία, κορίτσια, το Θεό τον ίδιο. Ο Βίντερ, που είχε καλή φωνή, έλεγε: «Το ξέρετε πως οι τενόροι τρώνε κάθε μέρα κουτσουλιές γλάρων;» Συχνά οι γλάροι έπιαναν τα ασβεστώδη φτυσίματά μας στον αέ­ρα – δεν ήξεραν τι είναι.
Στην αρχή του πολέμου, όταν ο Μάλκε έγινε δεκατεσσάρων χρο­νών, δεν ήξερε ούτε κολύμπι ούτε ποδήλατο· τότε ακόμα δεν τον πρόσεχε κανείς, ούτε βέβαια και το περίφημο μήλο του Αδάμ, που το τράβηξε αργότερα τη γάτα. Είχε πάρει απαλλαγή από τα μαθήματα της γυμναστικής και της κολύμβησης με χαρτί από γιατρό. Στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, πριν ακόμα μάθει πο­δήλατο (ήταν απίστευτη η εικόνα του στις πρώτες δοκιμές, με αυ­τιά κατακόκκινα και πεταχτά και γόνατα που ανοιγόκλειναν σαν σπαστικά στο πλάι καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του), ερχόταν στο κλειστό κολυμβητήριο στην Κάτω Πόλη, τον έβαζαν όμως να μαθαίνει έξω απ’ το νερό, μαζί με πιτσιρίκια οχτώ δέκα χρονών. Έφτασε το καλοκαίρι και δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κανονικό μάθημα. Ο προπονητής του κολυμβητηρίου Μπρέζεν, με χαρακτηριστική κοψιά που θύμιζε σημαδούρα και με αδύνατα, άτριχα πόδια, τον έβαλε κι αυτός πρώτα να κάνει ασκήσεις έξω απ’ το νερό και μετά τον έβαλε μέσα, και πάλι όμως τον κράταγε με το σκοινί. Ύστερα όμως, αφού του κά­ναμε τους έξυπνους κάθε απόγευμα κομπάζοντας για τα κατορθώματά μας στο βυθισμένο ναρκαλιευτικό, έβαλε τα δυ­νατά του και σε δυο βδομάδες τα είχε καταφέρει.
Τις επόμενες μέρες βάλθηκε να βελτιώσει την αντοχή του – τον βλέπαμε να κάνει με ζήλο τη διαδρομή από την προβλήτα ως την εξέδρα, κι αργότερα που άρχισε να ασκείται στις καταδύσεις πηδώντας από τον κυματοθραύστη της προβλήτας. Στην αρ­χή έφερνε επάνω όστρακα, ύστερα ένα μπουκάλι μπίρας γεμάτο άμ­μο, που το πέταξε μάλιστα αρκετά μακριά πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Προφανώς έμαθε να βουτάει και να την ξαναπιάνει με άνεση, γιατί όταν βρεθήκαμε όλοι μαζί στο ναρκαλιευτικό ήταν ήδη έμπειρος στην κατάδυση.
Μας ικέτεψε να ’ρθει μαζί μας για μπάνιο. Είχαμε μαζευτεί εφτά οχτώ μαντράχαλοι για την καθημερινή μας βουτιά και βρεχόμασταν σε μια ρηχή μπανιέρα των οικογενειακών λουτρών όταν ήρθε και μας βρήκε: «Πάρτε με μαζί σας – θα τα καταφέρω σίγουρα».
Είχε κρεμάσει ένα κατσαβίδι στο λαιμό του, για να αποσπά την προσοχή απ’ το περίφημο μήλο του Αδάμ.
«Άντε, έλα!» Ο Μάλκε ήρθε μαζί μας. Μας προσπέρασε ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη αμμοσύρτη, αλλά τον φτάσαμε πάλι άνετα: «Θα ξεθεωθεί έτσι που πάει».
Όταν ο Μάλκε κολυμπούσε πρόσθιο, το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Στο ανάσκελα, το ξύλινο πιαστράκι απ’ όπου είχε περάσει το κορδόνι τραμπαλιζόταν στο στήθος του, χωρίς ωστόσο να κρύβει ποτέ αυτό τον μοιραίο χόνδρο κάτω απ’ το σαγόνι και πάνω από την κλείδα, ο οποίος κουνιόταν σαν ραχιαίο πτερύγιο χαράζοντας το νερό στο πέρασμά του.
Σίγουρα ο Μάλκε είπε μέσα του «τώρα θα σας δείξω εγώ» – και πράγματι: βούτηξε κάμποσες φορές απανωτά κι έφερε πάνω πολλά και διάφορα που κατάφερε να αποσπάσει με το κατσαβίδι του απ’ το βυθισμένο πλοίο: καπάκια, κομματάκια σανίδες, ένα τμήμα της γεννήτριας. Μ’ ένα φαγωμένο σκοινάκι που βρήκε κατάφερε κι έδεσε έναν αυθεντικό πυροσβεστήρα γερμανικής κα­τασκευής, που λειτουργούσε μάλιστα μια χαρά. Μας έδειξε πώς πιέζεις και βγαίνει αφρός, κι ακόμα πώς σβήνεις τη φωτιά με τον αφρό, μόνο που δεν είχε φωτιά να σβήσει κι έτσι έκανε τη δοκιμή του πυροσβεστήρα στο νερό της θάλασσας με τις πρασινωπές ανταύγειες. Με αυτά και με κείνα έγινε ο ήρωάς μας.
Οι νιφάδες του αφρού σχεδίαζαν νησάκια και σύννεφα πάνω στη λεία επιφάνεια του νερού, που τη χάραζε λίγο μόνο ένα απαλό αεράκι, τραβούσαν για λίγο τους γλάρους κι ύστερα τους απόδιωχναν, λίγο λίγο ξεφούσκωναν και πήγαιναν όλες μαζί προς την αμμουδιά, μια λευκή μάζα όμοια με χαλασμένη σαντιγί. Τότε έκανε κι ο Μάλκε διάλειμμα, κούρνιαζε στη σκιά της γκριζόλας ενώ το δέρμα του είχε ήδη (πριν τα κομματάκια του αφρού μαζευτούν κι εκείνα σαν κυνηγημένα κρυουλιάρικα λευκά προβατάκια κάτω απ’ τη γέφυρα) τη γνωστή ανώμαλη όψη με τα γρομπαλάκια.
O Μάλκε τουρτούριζε, το λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε όλο και πιο γρήγορα και το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στα κόκαλα της κλεί­δας. Αλλά και η πλάτη του, μια επιφάνεια τόπους τόπους ωχροκίτρινη, κατακόκκινη από καψίματα κάτω απ’ τους ώμους, ξεφλούδιζε κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, γέμισε πάλι γρο­μπαλάκια χοντρά σαν χαλάζι και τραντάζονταν από ρίγη. Τα κά­τωχρα, μπλάβα στις άκρες χείλη ανοιγόκλειναν αποκαλύπτοντας δόντια που κροτάλιζαν κι αυτά απ’ το κρύο. Τα τεράστια, εξουθενωμένα απ’ την προσπάθεια χέρια του πάλευαν να σφίξουν τα γόνατά του, τα πληγιασμένα απ’ τα όστρακα που είχαν κολλήσει στα διαφράγματα του πλοίου, για να μπορέσει έτσι να στα­θεροποιήσει το σώμα του και να σταματήσουν να χτυπάνε και τα δόντια του.
Ο Χότεν Ζόνταγκ (ή μήπως εγώ;) βάλθηκε να του τρίβει την πλάτη: «Έλα τώρα φιλάρα, φτάνει. Πάμε να γυρίσουμε πίσω».
Είκοσι πέντε λεπτά κάναμε να γυρίσουμε απ’ το μόλο, τριάντα πέντε απ’ το κολυμβητήριο. Ας πούμε τρία τέταρτα όλο μαζί. Παρά την εξάντληση προπορευόταν τουλάχιστον ένα λεπτό όσο ήμασταν στον γρανιτένιο μόλο, διατηρώντας σταθερά το προβάδισμα της πρώτης μέρας. Και κάθε φορά, πριν ακόμα φτάσουμε εμείς στο καράβι μας (έτσι λέγαμε το βυθισμένο ναρκαλιευ­τικό) εκείνος είχε κάνει ήδη την πρώτη του κατάδυση. Κι ενώ εμείς παλεύαμε με χέρια πλύστρας, ξύνοντας σκουριές και ξεραμένες κουτσουλιές γλάρων στη γέφυρα και σε σιδηροκοχλίες που εξείχαν, εκείνος ερχόταν και μας έδειχνε αμίλητος μεντεσέδες και ό,τι άλλο εξάρτημα κατάφερνε να ξηλώσει και να φέρει επάνω. Κρύωνε πάντα και είχε πάντα τα γρομπαλάκια στο δέρμα, παρό­λο που φρόντιζε να αλείφεται με μια παχιά στρώση Nivea πριν βουτήξει. Του περίσσευε χαρτζιλίκι για Nivea· πάντα είχε αρ­κετό.
Ο Μάλκε ήταν μοναχοπαίδι.
Ο Μάλκε ήταν ορφανός από πατέρα.
Ο Μάλκε φορούσε χειμώνα καλοκαίρι παλιομοδίτικα παπούτσια, που μάλλον είχε κληρονομήσει απ’ τον μακαρίτη.

Και το κατσαβίδι που φορούσε στο λαιμό του το είχε κρεμάσει με ένα κορδόνι για μαύρα παπούτσια.
Τώρα μόλις θυμάμαι πως, εκτός απ’ το κατσαβίδι, ο Μάλκε φορούσε και κάτι άλλο στο λαιμό – κάτι που είχε λόγο να φοράει· όμως το κατσαβίδι χτυπούσε πιο πολύ στο μάτι.
Είναι πιθανό να μην είχαμε προσέξει πως ήδη την πρώτη φορά που τον είχαμε δει στο κολυμβητήριο να μαθαίνει κολύμπι έξω απ’ το νερό και ξεθεωνόταν να κάνει τις ασκήσεις του πάνω στην άμμο φορούσε στο λαιμό του μια ασημένια αλυσιδίτσα με ένα, ασημένιο επίσης, μενταγιόν, με χαραγμένη επάνω την Παρθένο Μαρία.
Ο Μάλκε δεν το ’βγαζε ποτέ από πάνω του το μενταγιόν αυτό – ούτε την ώρα της γυμναστικής· το λέω γιατί από τότε που άρχισε να μαθαίνει κολύμπι στο κλειστό κολυμβητήριο της Κάτω Πόλης άρχισε να έρχεται και στο γυμναστήριο κι έπαψε να φέρνει δικαιολογητικά γιατρών για απαλλαγή. Το μενταγιόν πότε εξαφανιζόταν κάτω απ’ το άσπρο μπλουζάκι της γυμναστικής, πότε ξεχώριζε πάνω απ’ την κόκκινη ρίγα στη μέση του στήθους.
O Μάλκε δεν ίδρωνε ποτέ, ούτε στις ασκήσεις στο δίζυγο. Συμ­μετείχε ακόμα και στις ασκήσεις στο εφαλτήριο, στις οποίες έπαιρναν μέρος μόνο οι καλύτεροι της ομάδας· κι όταν εκτινασσόταν κι ύστερα προσγειωνόταν άγαρμπα –ήταν και χοντροκόκαλος– στο στρώμα, πάντα με την αλυσιδίτσα με την Παναγία στο λαιμό, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης. Κάποια στιγμή κατάφερε στο μονόζυγο (με άθλιο βέβαια στιλ) να κάνει δυο περισσότε­ρες περιστροφές με τα γόνατα στη σειρά απ’ ό,τι ο Χότεν Ζόνταγκ, που ήταν ο καλύτερος αθλητής. Μια φορά, στην τριακοστή έβδο­μη περιστροφή, το μενταγιόν πετάχτηκε έξω απ’ το μπλουζάκι κι έκανε κι αυτό άλλες τόσες περιστροφές γύρω απ’ το μονόζυγο που έτριζε, και γύρω απ’ το λαιμό του· σε κάθε περιστροφή εμφανιζόταν πρώτα αυτό και μετά τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του, χωρίς ωστόσο να του φεύγει ποτέ· διότι ο Μάλκε, εκτός από το μήλο του Αδάμ, που σταματούσε τη φόρα του μενταγιόν, είχε και ένα προτεταμένο ινίο με χαμηλά τις ρίζες των μαλλιών, που συγκρατούσαν το αλυσιδάκι στις περιστροφές. Το κατσαβίδι ήταν κρεμασμένο πάνω απ’ το μενταγιόν, κι έτσι το κορδόνι μπερ­δεύονταν στην αλυσίδα. Όμως το κατσαβίδι δεν εκτόπιζε το μενταγιόν, διότι δεν επιτρεπόταν να το φοράει στο γυμναστήριο. Του το απαγόρεψε ρητά ο γυμναστής μας, κάποιος Μάλενμπραντ, πολύ διάσημος στον κύκλο των συναδέλφων του από ένα σπουδαίο εγχειρίδιο εκμάθησης σλάγκμπαλ που είχε συγγράψει. Για το φυλαχτό που είχε επίσης κρεμασμένο στο λαιμό του ο Μάλκε δεν έφερε ποτέ καμιά αντίρρηση· διότι ο Μάλενμπραντ, εκτός από γυ­μναστική και γεωγραφία, δίδασκε και θρησκευτικά. Ως το δεύτερο έτος του Πολέμου διηύθυνε ό,τι είχε απομείνει από έναν γυμναστικό σύλλογο καθολικών εργατών.
Έτσι, το μεν κατσαβίδι όφειλε να περιμένει, κρεμασμένο μαζί με το πουκάμισο του Μάλκε στα αποδυτήρια, ενώ το ελαφρά φθαρμένο μενταγιόν με την Παναγία διατηρούσε το δικαίωμα να συμπαρίσταται στον κάτοχό του στις επικίνδυνες ασκήσεις στις οποίες επιδίδονταν.
Ήταν ένα συνηθισμένο κατσαβίδι: ανθεκτικό εργαλείο και βέ­βαια φθηνό. Συχνά ο Μάλκε αναγκαζόταν να βουτήξει πέντε κι έξι φορές για να μπορέσει να ξεβιδώσει μια ταμπελίτσα μεγέθους όσο κι αυτές με τα ονόματα δίπλα στο κουδούνι μιας εξώπορτας, γιατί οι βίδες που τη συγκρατούσαν είχαν σκουριάσει. Άλλοτε χρησιμοποιούσε το κατσαβίδι σαν λοστό, για να σπάσει σαπια ξύλα όπου ήταν στερεωμένες ταμπέλες μεγαλύτερες και με πολύ κείμενο. Ιδιαίτερο ζήλο δεν έδειχνε πάντως για τη συλλογή του: χάριζε στον Βίντερ και στον Γιούργκεν Κούπκα κάμποσες ταμπελίτσες (αυτοί μάζευαν με λύσσα οτιδήποτε ξεβίδωνε, ακόμα κι απ’ τις δημόσιες τουαλέτες) και κρατούσε μόνο ό,τι ταί­ριαζε στη σαβούρα που μάζευε ο ίδιος το σπίτι του.
Ο Μάλκε ήταν σκληρός με τον εαυτό του: όταν εμείς λαγοκοιμόμασταν πάνω στη βάρκα εκείνος δούλευε κάτω απ’ το νερό. Εμείς ξύναμε τις κουτσουλιές των γλάρων, το δέρμα μας έπαιρνε ένα χρώμα κιτρινοκαφέ σαν του πούρου, και σε όσους από μας ήταν ξανθοί το μαλλί τους γινόταν άχυρο· όμως ο Μάλκε αποκτούσε κάθε μέρα κι άλλο έγκαυμα από τον ήλιο. Όταν ακολουθούσαμε την πορεία των πλοίων βόρεια απ’ τη σημαδούρα στην είσοδο του καναλιού, ο ίδιος είχε το βλέμμα πάντα χαμη­λωμένο: βλέφαρα κοκκινισμένα, ερεθισμένα, με λίγες βλεφαρίδες, νομίζω ανοιχτογάλαζα μάτια, που μόνο κάτω απ’ το νερό τα ζω­ντάνευε η περιέργεια. Πολλές φορές ο Μάλκε ανέβαινε επάνω χω­ρίς ταμπελίτσες, χωρίς λάφυρα, αλλά με σπασμένο ή στραβωμένο κατσαβίδι. Ακόμα κι αυτό το έδειχνε, και με αυτό ακόμα κατάφερνε να μας εντυπωσιάζει. Ο τρόπος με τον οποίο το πέταγε στη θάλασσα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι προς τα πίσω, πίσω απ’ τον ώμο, δεν έδειχνε ούτε παραίτηση ούτε άσκοπη οργή. Ο Μάλκε δεν πετούσε ποτέ φθαρμένα αντικείμενα με προσποιη­τή ή πραγματική αδιαφορία. Ακόμα και όταν πετούσε πράγματα ήταν σαν να έλεγε «περιμένετε και θα σας δείξω εγώ!».
Μια φορά λοιπόν που κατέπλευσε στο κανάλι ένα καράβι του στρατιωτικού νοσοκομείου με διπλή καμινάδα, που δεν αργήσαμε να το ταυτίσουμε με τον «αυτοκράτορα» του Ναυτικού της Α­νατολικής Πρωσίας, ο Μάλκε μπήκε χωρίς κατσαβίδι στο καμπού­νι, εξαφανίστηκε κάτω απ’ την ανοιχτή μπροστινή μπουκαπόρτα που είχε το πράσινο του σχιστόλιθου κι ήταν κλειστή σχεδόν ως επάνω απ’ τα νερά, έκλεισε με τα δυο του δάχτυλα τη μύτη του, πέρασε πρώτα με το κεφάλι (τα μαλλιά του ήταν εντελώς κολλη­μένα στο πρόσωπο απ’ τα πολλά νερά και τις βουτιές και χωρισμένα στη μέση), ύστερα τράβηξε μέσα την πλάτη και τη λεκάνη του δίνοντας με τα πόδια του μια κλοτσιά στο κενό, έσπρω­ξε πάλι πιέζοντας τα πέλματά του στις δυο πλευρές της μπουκαπόρτας και βυθίστηκε λοξά μέσα στο σκοτεινό, κρύο ενυδρείο: νευρικά αγκαθερά, ένα ακίνητο κοπάδι λάμπρενες, αιώρες στερεωμένες ακόμα γερά στη θέση τους, χνουδιασμένες και με άφθονα φύκια μπλεγμένα επάνω τους, όπου φώλιαζαν ρέγκες. Λιγοστό φως από δυο φινιστρίνια. Πού και πού περνούσε και κανένας μπακαλιάρος, που είχε χαθεί απ’ τους ομοίους του. Και χέλια υπήρχε η φήμη πως περνούσαν από κει. Ιππόγλωσσες ποτέ.
Κρατούσαμε τα γόνατά μας, που έτρεμαν ελαφρά, μασάγαμε τις ξεραμένες κουτσουλιές φτιάχνοντας μπαλάκια, είμαστε σε σχε­τική, όχι ιδιαίτερη υπερδιέγερση, λίγο κουρασμένοι, λίγο ενθουσιασμένοι με τη φάση, μετρούσαμε μικρά σκάφη που έπλεαν σε σχηματισμό, χαζεύαμε τις καμινάδες του στρατιωτικού πλοίου, που κάπνιζαν ακόμα κάθετα, κοιταζόμασταν με λοξές ματιές –ο Μάλκε ήταν ήδη πολλή ώρα κάτω–, γλάροι έκοβαν κύκλους από πάνω μας, ένα κυματάκι γουργούριζε στην πλώρη, έσπαζε πάνω στη βάση του ξεμονταρισμένου πυροβόλου της πλώρης, θό­ρυβοι έρχονταν απ’ τη γέφυρα, όπου το νερό περνούσε ανάμεσα στους αεραγωγούς γλείφοντας συνέχεια τα ίδια πριτσίνια· τα νύχια μας είχαν μαζέψει μπόλικο πουρί, η φαγούρα στο κατάξερο δέρμα μας ήταν αφόρητη· φώτα τρεμόφεγγαν, κοφτοί θόρυβοι μηχανής έσκιζαν τη σιωπή· σημάδια από χτυπήματα πα­ντού στο σώμα μας, το μόριο μισοσηκωμένο, δεκαεφτά λεύκες ανάμεσα στο Μπρέζεν και στο Γκλέτκαου. Ώσπου, ξαφνικά, ο Μάλκε εκτινάχτηκε στην επιφάνεια: με σαγόνι μπλάβο και κιτρινωπά σημάδια στα μήλα του προσώπου άδειασε νερό απ’ την μπουκαπόρτα –η χωρίστρα ανέπαφη, αυστηρά στη μέση–, προχώρησε τρεκλίζοντας με τα γόνατα μες στο νερό, κρατιόταν όσο μπορούσε απ’ τη βάση του πυροβόλου που προεξείχε, συνέχισε να προχωράει στα γόνατα, το βλέμμα του ήταν σαν χαμένο και χρειάστηκε να τον τραβήξουμε εμείς πάνω στη γέφυρα. Του ’τρε­χε ακόμα νερό από τη μύτη κι απ’ τις γωνίες των χειλιών όταν μας έδειξε το εύρημά του: ένα ατσάλινο κατσαβίδι, με την εγγλέζικη μάρκα χαραγμένη επάνω: Sheffield. Ούτε ίχνος σκουριάς, ού­τε χτυπήματα, προστατευμένο ακόμα από ένα στρώμα λίπους, απ’ όπου το νερό κυλούσε χωρίς να το διαποτίζει.
*Το νέο βιβλίο του Νομπελίστα Γκύντερ Γκρας "Γάτα και Ποντίκι" κυκλοφορεί τη Δευτέρα 2 Ιουλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355 -1452)


http://www.ellinikoarxeio.com/2012/07/georgios-gemistos-plethon-1355-1452.html

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355 -1452)

Ο Πλήθων Γεώργιος Γεμιστός ήταν Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας (1355 - 1452). Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη και αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την ανοχή του φίλου του, αυτοκράτορος Μανουήλ του Β' Παλαιολόγου στο Δεσποτάτο του Μυστρά.

Σχετικά με τα νεανικά του χρόνια δεν υπάρχουν πολλά ακριβή στοιχεία. Τα μεγαλύτερο μέρος του τμήματος αυτού της ζωής του πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ για κάποιο διάστημα διέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην Αδριανούπολη ή την Προύσα, όπου μαθήτευσε κοντά στον κατά τα άλλα άγνωστο Εβραίο οπαδό του Αβερρόη, και του Αβικένα, Ελισσαίο. Είναι πολύ πιθανό ότι πίσω από το όνομα Ελισσαίος κρύβεται το όνομα κάποιου Πέρση δερβίση ενδεχομένως μευλεβίτη ο οποίος του έκανε γνωστά, εκτός από τους περσοάραβες σχολιαστές του Αριστοτέλη, τα αιρετικά δόγματα του Σοχραβαρδή και του Ρουμή καθώς και άλλων Περσών. Το 1400 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός και πολλοί άλλοι. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄ (1383-1407), Θεόδωρος Β΄ (1407-1443) και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449, ο κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Επίσης ο Πλήθων ήταν σύμβουλος και των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Είχε επίσης την ευθύνη κάποιου ανώτερου διοικητικού αξιώματος (magistratura) χωρίς όμως να γνωρίζουμε το ακριβές του περιεχόμενο.

Το 1437-39 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Επίσης μέλος της αποστολής ήταν και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ανθρωπιστής λόγιος και κατοπινός καρδινάλιος Βησσαρίων. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόζιμο των Μεδίκων.
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στην Λακεδαίμονα το 1452 και λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, (φώτο) «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».

Προς τιμήν του, ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων".

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, (διαβάστε στο Ελληνικό Αρχείο τους ΎΜΝΟΥΣ προς τους Θεούς τους Πλήθων) συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, και συνέγραψε τα «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων». Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των Στωικών, του Ζωροάστρη και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία Πολιτεία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».

Μετά το θάνατό του, οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού.


ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΜΙΣΤΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ

Η καλύτερη κατανόηση των περί Θείου απόψεων του Γεμιστού προϋποθέτει και τη γνώση της ουσίας στη διαμάχη μεταξύ Νέοπλατωνικών και Χριστιανών, έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο διωγμός της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις απόψεις του Πρόκλου περί «αϊδιότητος του Κόσμου». Ο Ιωάννης Φιλόπονος από την Αλεξάνδρεια, είχε απαντήσει στα μέσα του έκτου αιώνα στον Έλληνα φιλόσοφο με τη γνωστή πραγματεία «Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος του Κόσμου επιχειρημάτων», και σε πλήρη σύγχυση είχε προσπαθήσει να απαντήσει με επιχειρήματα μέσα από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, μολονότι ο πρώτος δεχόταν την ύπαρξη της ουσίας προ της Δημιουργίας και ο δεύτερος, με λίγες διαφορές, συμφωνούσε με τον Πρόκλο.

Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ουδέποτε η Ελληνική Σκέψη δέχτηκε «έξωθεν και εκ του μηδενός» Δημιουργό του Κόσμου. Η δημιουργία του Κόσμου έτσι όπως δίνεται από τη Γένεση των Ιουδαίων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον Έλληνα Άνθρωπο. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ Υπέρτατου Θεού και ανθρώπων ικανοποιούν τη φύση του στο να μη βλέπει αποξενωμένο το Θείο από το ανθρώπινο. Αυτή η κλιμακούμενη διάταξη των Θεών, αυτή η διαβαθμισμένη ιεραρχία των Θείων, με μια πλήρωση από πάνω προς τα κάτω και όχι δια υποβολής, αποτέλεσε το πρότυπο του Πλήθωνος για το δικό του Πάνθεον.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γεμιστός στην υπέρβαση του κοινωνικού κατεστημένου, ήταν πρώτα απ’ όλα το ξεπέρασμα της βυζαντινής παράδοσης που ήθελε τον αυτοκράτορα ως τάχα δικαίως αυταρχικό όργανο μιας θείας πολιτικής. Όπως και αλλού ήδη περιγράψαμε, ο «ελέω Θεού» μονάρχης ήταν ο αντικατοπτρισμός στη γη ενός μονοθεϊστικού μοντέλου, στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, που κατά τον Γεμιστό πάση θυσία έπρεπε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο μοντέλο, το οποίο θα παρείχε μεγαλύτερο βαθμό συνάφειας με την Ιδανική Πολιτεία του. Έψαξε δηλαδή για μια θρησκεία που θα μπορούσε να στηρίξει την ανάλογη πολιτική του μεταρρύθμιση, τη «σπουδαία» Πολιτεία του όπως τόνιζε στο Θεόδωρο. Για τον σκοπό αυτό, κατέφυγε στον Πλάτωνα. Η σημασία λοιπόν της νεοπλατωνικής θεώρησής του ήταν ο ηθικός κώδικας που έβγαινε από αυτή. Η δε Κοσμολογία του, όπως θα δούμε, έδινε μεγαλύτερη αξία στον υλικό κόσμο. Στον Πλήθωνα, το χάσμα της αποξένωσης μίκραινε σε εκπληκτικό βαθμό. Ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του πιο πολύ προς το Φυσικό Κόσμο και το αχανές και ψυχρό διάστημα ξανακέρδιζε μέρος της χαμένης μοναξιάς του. Ο Massai γράφει χαρακτηριστικά: «Η ψυχή που δεν έχει ενσαρκωθεί, δεν ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που έχει ενσαρκωθεί. Η παρούσα ζωή είναι εξ ίσου ουσιώδης και διαρκής, εφόσον η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει διαδοχικώς να λαμβάνει και να εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα. Γι’αυτό ο Πλήθων προτιμά την προσφορά της παρούσης ζωής από κάθε μελλοντική υπόσχεση και ελπίδα.

Η βασική του Κοσμολογική Αρχή παραμένει πιστή στην Ελληνική Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από άφθαρτες και αιώνιες ουσίες και δεν μπορεί ποτέ του να καταστραφεί. Άποψη που έντονα είχε καταδιώξει η χριστιανική σκέψη, υποστηρίζοντας αντίθετα τις βιβλικές αντιλήψεις. Το μη φθαρτό του Κόσμου εξουδετέρωνε την εσχατολογική φύση του Μονοθεϊσμού, όπως και την σχετικά δουλική αναγωγή του υπαρκτού σήμερα στο μακρινό και ασαφές προσδοκόμενο. Ακύρωνε την καθοσίωση μιας ζωής βασάνων και δυστυχίας, όπου το μέλλον έφτανε να προσδιορίζεται μόνο μέσα από την προσμονή, και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την προσδοκία.

Η γενικευμένη υποδούλωση του ανθρώπου ήταν γεγονός. Άνθρωπος-υπήκοος ενός δήμιου-δημιουργού, εξόριστος σκλάβος σε έναν κόσμο υποταγμένο μέχρι τα σπλάχνα του στην βία, κατακάθι ενός χαμένου ουρανού, ξένος πάνω στην ίδια του τη γη. Ο άνθρωπος βρισκόταν εξόριστος πάνω σε ένα πλανήτη πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και φυλακισμένος μέσα σ’ ένα σώμα πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία φυλακή για δυστυχισμένες ψυχές . (Αποτέλεσμα αυτής της βιοαντίληψης και οι γνωστές σε όλους μας «καλύτερες μέρες», το προσφιλές σύνθημα όλων των υποψήφιων εξουσιαστών της γής, «προοδευτικών» ή «συντηρητικών», που αν και λίαν συντόμως μεταλλάσσεται σε απογοήτευση, εντούτοις κάθε φορά το αόριστο μέλλον γίνεται επίσης αυτομάτως και μια νέα αρχή για μια νέα ακόμη προσδοκία. Στην «Άριστη» Πολιτεία, η πραγμάτωση του πολίτη έρχεται μέσα σε αυτή την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα και όχι σε ένα ασαφές μέλλον, μιας και αυτό, ειδωμένο μόνο ως χυδαίο επενδυτικό έδρανο, είναι παντελώς άγνωστο στον Κόσμο των Ελλήνων).

Στον ίδιο τον Άνθρωπο, ο Πλήθων, σύμφωνα με την κλασσική πλατωνική αντίληψη, διακρίνει ψυχή αθάνατη και σώμα θνητό, που και τα δυο όμως έχουν την αιτία τους στο Θεό. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα ζώα, τα φυτά, τους πλανήτες, που την ύπαρξή τους οφείλουν σε κάποιες διαφορετικές χρονικά αιτίες, οι οποίες εκφράζουν ξεχωριστές δυναμικότητες, και όλες μαζί έχουν την αιτία τους στον «Άκρως Ένα». Πρόκειται για έναν εσωκοσμικό Δημιουργό, αυτογένητο, αθάνατο, μέγιστο, εκ της ουσίας του αγαθό, πατέρα και αιτία όλων των πραγμάτων. Στην συνέχεια έχουν δημιουργηθεί οι υπόλοιπες θεότητες, που γεννήθηκαν από αυτόν και σε αυτόν έχουν την αιτία.. Αυτοί οι Θεοί, ανάλογα με τη δημιουργία τους και τις ιδιότητές τους, διακρίνονται σε διάφορες τάξεις. Οι πρώτοι, είναι τα παιδιά του Διός, είναι δηλαδή τα Έργα. Οι δεύτεροι, τα παιδιά των παιδιών του Διός, είναι τα Έργα των Έργων. Οι Θεοί που έχουν γεννηθεί απ’ ευθείας από τον Δία λέγονται Υπερουράνιοι, και είναι απαλλαγμένοι από το σώμα και την ύλη. Μετά τους Υπερουράνιους Θεούς ακολουθούν οι Ουράνιοι Θεοί, με τελευταίο μεταξύ αισθητού Κόσμου και Θεών τον Άνθρωπο, ο οποίος αποτελείται από ύλη και ψυχή.


Πηγή: «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων» του Κώστα Π. Μανδηλά . Εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήναι 1997

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2012/07/georgios-gemistos-plethon-1355-1452.html#ixzz209YqPUWf

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Η Τζουτζούκα μου ... του Γιώργου Αναγνωστόπουλου

http://www.onestory.gr/post/26306090318

_Η ΤΖΟΥΤΖΟΥΚΑ ΜΟΥ…

του Γιώργου Αναγνωστόπουλου *
.
Άργησα να ξυπνήσω το πρωί. Ξενύχτησα δουλεύοντας μετά από μια βόλτα για τη γιορτή μου. Με ξύπνησε το τηλέφωνο.
«Ακόμα κοιμάσαι; Πού τις θέλεις τις καινούριες καρέκλες; Είναι το φορτηγό εδώ.» Απάντησα κάτι σε άπταιστα αγουροξυπνημέικα.
Ανοίγω τον υπολογιστή. Άπειρα μηνύματα με ευχές στα οποία πρέπει να απαντήσω. Θα το κάνω σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση. Και τα πρώτα πρωινά emails. Ευτυχώς δε χρειάζομαι καφέ για να λειτουργήσω το πρωί.
Στο καπάκι, ένα τηλέφωνημα με request από ένα πελάτη. Ανοίγω notepad και σημειώνω τις λεπτομέρειες. Μπορεί να λειτουργώ χωρίς καφέ, αλλά από μνήμη είμαι χρυσόψαρο.
Ήμουν κάπου στην 6η γραμμή των σημειώσεων και στο τέταρτο λεπτό του τηλεφωνήματος, όταν έσκασε το τηλεφώνημα από τη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου.
Δεν απάντώ γιατί μιλάω. Η δουλειά πρώτα. Επιμένει. Το ίδιο κι εγώ.
Ένα λεπτό μετά, εν μέσω του τηλεφωνήματος ακούγεται ο ήχος του μηνύματος στα ακουστικά μου. Πιάνω το κινητό και το διαβάζω: «Έφυγε η γιαγιά».
Στιγμιαία ήλπιζα ότι εννοούσε ότι έφυγε από το σπίτι να πάει κάπου. Συνέχισα το τηλεφώνημα κανονικά: «Και αυτό σε τι διαστάσεις το θέλουμε; Σίγουρα; Προδιαγραφές έχουμε;»
Με το πού έκλεισα κάλεσα τη θεία μου:
«Τώρα, πριν λίγο έγινε. Πολύ ξαφνικό. Πριν μισή ώρα ήταν καλά, μας μιλούσε. Θα έρθεις;»
Σε μισή ώρα ήμουν εκεί.
Πρώτος άνθρωπος που είδα, ο θείος Μιχάλης. Ήταν κάτω και περίμενε το γιατρό για να πιστοποιήσει το θάνατο: «Ζωή σε λόγου μας, Γιώργο μου.»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο θάνατος της γιαγιάς απλά μια πληροφορία. Bits & bytes μέσα σε ένα σκληρό δίσκο.
Είχα κλειδιά, αλλά μου φάνηκε καλύτερο να χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας. Μου ανοίξανε χωρίς να ρωτήσουν.
Ανέβαινα στον τέταρτο όροφο πάντα με τα σκαλιά. Ήταν γιατί συνήθως έβλεπα τη γιαγιά τα Σαββατοκύριακα που ήμουν πιο χαλαρός κι ανάλαφρος.
Έτσι και τώρα. Αλλά τώρα κάθε βήμα ήταν πιο βαρύ από το προηγούμενο. Κάθε σκαλοπάτι απείχε περισσότερο από το επόμενο. Με κάθε βήμα και μια σκέψη, ανάμνηση.
Σταμάτησα τον τρίτο. Βαθιές ανάσες. Άλλος ένας όροφος για να μπω σε μια άλλη πραγματικότητα, εκεί που η γιαγιά πλέον δεν υπάρχει.
Φτάνω στην πόρτα. Είναι λίγο ανοιχτή, αλλά δεν είναι κανείς εκεί. Μπήκα μέσα. Πλήρης ησυχία. Κανείς στο σαλόνι.
Ο παππούς είναι μόνος στην κουζίνα για να πιεί ένα ποτήρι νερό. Κάνει μηχανικές κινήσεις, κοιτώντας τον τοιχο. Με βλέπει.
Τον παίρνω αγκαλιά. «Η γιαγιά…» πρόλαβε να μου πει πριν χάσει τα λόγια του. Η γιαγιά ήταν ο μοναδικός του έρωτας. Εξήντα χρόνια μαζί φέτος.
Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Η κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς ήταν το παλιό μου δωμάτιο. Εκεί που έμεινα για χρόνια μέχρι να ορθοποδήσω.
Είναι εκεί, γαλήνια. Οι θείες μου είναι μαζί της και της κρατάνε παρέα. Με αγκάλιαζουν μία-μία.
Μιλάμε ψιθυριστά για να μη την ξυπνήσουμε. Φαίνεται πραγματικά σα να κοιμάται. Πάω κοντά της και γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι.
Κοιτά λίγο το χώρο από τη δική της οπτική γωνία. Μεγάλος χώρος. Ένα κεράκι αναμμένο και μια αγιογραφία. Απέναντί της, δίπλα στην τηλεόραση ένα τεράστιο κολλάζ με φωτογραφίες μου. Μου είχε ζητήσει να το κρατήσει.
Την κοιτάω, τη φιλάω, κλείνω τα μάτια και μένω εκεί.
Εδώ και καιρό τη φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Πότε θα είναι; Πώς θα είναι;
Και να που η στιγμή ήρθε!
Ο θάνατος είναι ένα τόσο μεγάλο ταμπού που είχα μεγάλο τρόμο για τις λεπτομέρειες αυτής ακριβώς της στιγμής. Εγώ και η γιαγιά μου μαζί, αλλα όχι ακριβώς.
Έμεινα δίπλα της. Κεφάλι σκυμμένο. Η στιγμή με συνεπαίρνει.
Μια στιγμή. Τόσο μου πήρε με κλειστά τα μάτια δίπλα της να θυμηθώ τα πάντα. Αυτά που είχα για δεδομένα, αυτά που μου προσέφερε σιωπηλά, διακριτικά.
Από τότε που γεννήθηκα και με κρατούσε για να δουλεύουν ή να βγαίνουν οι γονείς μου μέχρι τώρα που ήταν εκεί όποτε χρειαζόμουν το παραμικρό.
Κι εγώ; Ο πάντα πολυάσχολος εγγονός που είχε χρόνο μόνο κάποιες φορές τα Σαββατοκύριακα.
Θυμάμαι τα χρόνια που με μεγάλωσε όταν είχαν χωρίσει οι δικοί μου. Δε με καταλάβαινε. Τι ήθελα, τι έλεγα, πώς περνούσα το χρόνο μου. Χάσμα γενεών κομματάκι μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα.
Εκείνη και ο παππούς δε βγαίνανε σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Έχοντας περάσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια κατά τα οποία το να υπάρχει ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι ήταν ευλογία, έκαναν τα πάντα για να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά τους. Δεν πήραν ποτέ τίποτα για τον εαυτό τους, παρά μόνο για τα παιδιά τους.
Με τον καιρό, η γιαγιά φρόντιζε ολοένα και για περισσότερα. Σπίτι, φαγητό, εξτρά χαρτζηλίκι που μετά κόπων είχε βγάλει. Και όσο μεγάλωνα, τόσο η γιαγιά επένδυε στο μονάκριβο εγγόνι της για σπουδές, για έξοδα, για ζωή.
Όταν βρήκα την πρώτη μου δουλειά πλήρους απασχόλησης και πήρα για πρώτη φορά τα πάνω μου στα οικονομικά, της είπα ότι δε χρειάζεται άλλο να βοηθάει. Αλλά εκείνη ήξερε πως ο καιρός έχει γυρίσματα και έβαζε κάτι στην άκρη.
«Να υπάρχει κάτι για τις δύσκολες μέρες…» μου έλεγε.
Και έτσι, όταν ένα πρωί μας ανακοίνωσαν πως η εταιρεία στην οποία δουλεύαμε κλείνει και πως εκείνη θα ήταν η τελευταία μας μέρα, ενώ εγώ είχα δύο δάνεια που τρέχανε, η γιαγιά ήρθε και έσωσε τη μέρα.
Την έσωσε με οικονομίες που εκείνη είχε δουλέψει για να βάλει στην άκρη. Που εκείνη είχε μαζέψει μέσα από δικές της στερήσεις.
Και όταν γύρισα με σπασμένα τα φτερά στην Ελλάδα, εκείνη με περιμάζεψε. Με ξανασπίτωσε. Πόσο περίεργα ένιωθα στα 24 μου που θα έπρεπε να ξαναγυρίσω στο οικογενειακό σπίτι. Και πόσο καλό μου έκανε χωρίς να μπορώ τότε να το καταλάβω…
Και μετά, όταν ξεπλήρωσα τα δάνεια μου με τη βοήθεια της γιαγιάς και της είπα πως ήθελα να πάρω ένα σπίτι δικό μου, ποιά ήταν εκείνη που λυπόταν πως θα με έχανε από την καθημερινότητά της αλλά παρόλα αυτά με βοήθησε για να πάρω το σπίτι μου;
Ναι, ήταν εκείνη.
Όλα αυτά σκεφτόμουν και δεν ξέρω πόσα λεπτά περάσαν ενώ είχα τα μάτια κλειστά.
Δεν ξέρω γιατί φοβόμουν αυτή τη στιγμή. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι νόμιζα.
Εγώ είμαι πλημμυρισμένος από αγάπη. Αγάπη που έχω ακόμα να της δώσω. Τζουτζούκα, σ’ αγαπάω.
Αφανή μου ήρωα στο ταινιάκι της ζωής μου, σ’ευχαριστώ.
.
Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος υπήρξε ανάμεσα στους πρώτους bloggers στην Ελλάδα από το 2004, κάτι που τον στιγμάτισε τόσο σφόδρα που τελικά ασχολήθηκε με τα social media επαγγελματικά. Λατρεύει να γράφει και έχει στραφεί πλέον στα bite-sized comments στο Facebook και στο Twitter. Ενίοτε γράφει και για κάποια ταξίδια (άλλα του σώματος και άλλα του πνεύματος) αλλά από αυτά δε δημοσίευει σχεδόν τίποτε. Περίεργος άνθρωπος… :)
[ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΗΣ

http://www.facebook.com/photo.php?fbid=445194628848583&set=a.154135621287820.31448.108511895850193&type=1&theater 
                                                                                          
                                                                        Το αηδόνι στο πόδι της
 Ένας ταξιτζής, λίγο αλλιώτικος απ τους άλλους, είναι ο Θωμάς. Ένας ταξιτζής παραμυθάς, στη μέση του δικού του κόσμου. Απ το αυτοκίνητό του περνά όλο το τσίρκο της μικρής μας πόλης: υστερικά θηλυκά με ύποπτες προθέσεις, κακοποιοί με αβέβαιο προορισμό, παπάδες με ανεβασμένη λίμπιντο και ανέμελα ζευγάρια, οργανοπαίκτες απ τα Βαλκάνια κι ένας σκύλος που τον λένε Φάτσα, συνταξιδιώτες της μιας διαδρομής, που όλοι του δίνουν κάτι για να του πάρουν κάτι ακριβότερο. Γύρω του μια βεντάλια από γυναίκες. Η Κατερίνα της προηγούμενης ζωής του, η Γιώτα που έζησε χίλιες ζωές αλλά δεν γέρασε ποτέ, η Μαντόνα της γειτονιάς του, που είναι έτοιμη από καιρό για να πετάξει, και η Δαλιδά: η άγνωστη του τηλεφώνου, που αλλάζει ρόλους συνεχώς, απ’ τη Λολίτα έως τη Ναυσικά και από τη Λίτσα ως την Ιοκάστη. Ο Θωμάς μοιάζει να θέλει από κάποια κάτι, αλλά δεν ξέρει τι. Ένα ξημέρωμα με χιόνι, όμως, θα βρει αυτό που ψάχνει. Ένα παραμύθι στην άκρη της πόλης, που θ’ αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

http
://www.bigbook.gr/index.php?lang_id=1&mode=singleBook&book_id=209938#.T_p8SZGv_p0

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Τέχνη & Προπαγάνδα

http://gerasimos-politis.blogspot.com/2011/11/blog-post_01.html#.T_rx1ZEoHCM

Τέχνη & Προπαγάνδα: Τεχνικές προπαγάνδας & χειραγώγησης

Γεράσιμος Πολίτης 2011-11-01T18:04:00+02:00
Τέχνη και Προπαγάνδα: Τεχνικές προπαγάνδας και χειραγώγησης,αυτογνωσία, κοινωνία, Πλάνη, προπαγάνδα, χειραγώγηση, Ψυχολογία
  • «Ο ψυχολογικός σκοπός της τρομοκρατίας είναι η δημιουργία ενός κλίματος της αβεβαιότητας και ανησυχίας στις μάζες, το οποίο θα αυξήσει την επιρροή μας σε αυτές και θα επιτρέψει, με την κατάλληλη χειραγώγηση τους, να μας αποδεχτούν σαν λύση» ... από ένα τρομοκρατικό εγχειρίδιο του Guerin-Serac.
  • «Τα πιο επικίνδυνα ψέματα είναι ελαφρώς παραποιημένες αλήθειες» - Γκεοργκ Κρ. Λίχτενπμεργκ, Γερμανός επιστήμονας.
  • «Αληθινή δύναμη δεν είναι η δύναμη πάνω στα πράγματα,αλλά πάνω στους ανθρώπους.Δύναμη είναι το να κομματιάζεις το ανθρώπινο μυαλό και να το ξανασυναρμολογείς δίνοντάς του το σχήμα που επιθυμείς». - Τζορτζ Όργουελ, 1984
  • Στην εποχή μας μια χώρα ανήκει σε αυτόν που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης» Ουμπέρτο Έκο, ακαδημαϊκός και συγγραφέας.
  • Μπορείς να κοροϊδέψεις όλους τους ανθρώπους για κάποιο διάστημα, κάποιους ανθρώπους για πάντα, αλλά όχι τους πάντες για πάντα». Αβραάμ Λίνκολν, Πρόεδρος των Η.Π.Α.

... αναδημοσίευση απο AgrionioArt
. Το 2002 στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, το κλίμα ήταν τεταμένο. Διάχυτη ήταν η ανησυχία για τις επιλογές της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με την μονομερή ανάληψη δράσης εναντίον του Ιράκ. Ο καπνός από τη καταστροφή των Δίδυμων Πύργων μύριζε ακόμη στα έγγραφα και λόγια των αμερικανών διπλωματών και πολιτικών. Η απόφαση είχε ληφθεί. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κόλιν Πάουελ, ήταν έτοιμος να δώσει τη συνέντευξη με την οποία θα ανακοίνωνε στο κόσμο την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εισβάλουν στο Ιράκ. Τα ΜΜΕ είχαν ήδη λάβει τις θέσεις τους και περίμεναν να προσέλθει ο αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών. Το βήμα του αργό, σταθερό και το πρόσωπο του καθρέφτιζε τη σιγουριά και αυτοπεποίθηση καθώς έφθανε στο βήμα. Κάποιος του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο Υπουργός κοντοστάθηκε. Ο προβληματισμός έκδηλος στο πρόσωπο του μετατράπηκε γρήγορα σε αμφιβολία η οποία έδωσε τη σειρά της στην αναποφασιστικότητα. Οι δημοσιογράφοι αντιλήφθηκαν επακριβώς του τι συνέβαινε. Πίσω ακριβώς από το βήμα στο οποίο θα έκανε την ανακοίνωση του ο Υπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στις πραγματικές της διαστάσεις η Γκερνίκα του Πάμπλο Πικάσο. Το έργο σύμβολο ενάντια στο πόλεμο, την ανθρώπινη κτηνωδία και το φασισμό. Πως θα μπορούσε άραγε να εκφωνήσει το λόγο του για πόλεμο ενώ πίσω του οι μορφές των παιδιών της Γκερνίκα θα στοίχειωναν το χώρο και οι κραυγές των γυναικών θα διαπερνούσαν μέσω της εικόνας τις ψυχές όλου του κόσμου; Δεν το έκανε. Φανερά τρακαρισμένος, αμήχανος περίμενε στωικά για μια λύση. Ξαφνικά διπλωμάτες των Ηνωμένων Εθνών κάλυψαν το πίνακα με ένα πανί. Φίμωσαν το παρελθόν και ο Υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε το πόλεμο. Τα διεθνή ΜΜΕ δεν εκφώνησαν ούτε σχολίασαν το συμβάν. Αυτή είναι η Δύναμη της Τέχνης. Αυτή είναι η Δύναμη της Προπαγάνδας.


Εισαγωγή στη Τεχνική της Προπαγάνδας

« Εξήντα χιλιάδες επαναλήψεις κάνουν την αλήθεια» Άλντους Χάξλει, 'Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος'.

Στο παρελθόν οι άνθρωποι αλληλοεξοντώνονταν, στο πολιτισμένο κόσμο αλληλοεξαπατώνται’. Τα λόγια του Σοπενάουερ σκιαγραφούν εν μέρει τη σημερινή μας πραγματικότητα. Οι τεχνικές χειραγώγησης και προπαγάνδας κατευθύνουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις. Θα αποφύγουμε οποιουδήποτε είδους συνωμοσιολογία και θα ταξιδέψουμε μαζί σε ένα κόσμο που φαντάζει πραγματικός αλλα δεν είναι. Σε ένα νοητό κόσμο που κατευθύνει τη πραγματικότητα μας περισσότερο από όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Σε ένα κόσμο όπου οι λέξεις πλάθονται σα πηλός, οι εκφράσεις του ανθρώπινου προσώπου γεννούν αποτελέσματα και οι χειρονομίες χαρίζουν δάκρυα στα μάτια ή γέλια στα χείλη.

Είναι δύσκολη η προσέγγιση και παρουσίαση ενός τέτοιου είδους θέματος καθότι εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε λαβύρινθους ιδεών και ο Μινώταυρος της προπαγάνδας παραμονεύει. Ωστόσο, ας αρχίσουμε με την εξής γενική παραδοχή: Οι πολίτες στις σύγχρονες τουλάχιστον κοινωνίες πρέπει να ενημερώνονται σωστά. Πρέπει όλοι να έχουν πρόσβαση στη ‘κοινωνία της πληροφορίας’, όλοι να έχουν το δικαίωμα έκφρασης, και πάνω απο όλα επιλογής. Έχω την αίσθηση πως ουδείς πολιτικός θα διαφωνίσει επ αυτού. Καθώς λοιπόν, ισχύουν όλα τα παραπάνω στη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, μπείτε στη θέση ενός πολιτικού.

Είστε υποψήφιος και βρίσκεται σε αναζήτηση ψηφοφόρων. Στη πραγματικότητα όμως, αυτό που θέλετε είναι να γίνετε αναγνωρίσιμος, να μάθουν οι πολίτες τις ιδέες και τα πιστεύω σας, να σας εμπιστευτούν, να πιστέψουν σε εσάς και ακολούθως να σας ψηφίσουν. Αρχίζει λοιπόν η αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου της πολιτικής: Η πειθώ. Χρειάζεται να πείσετε, είτε αξίζετε είτε όχι. Κάπου εδώ λοιπόν αρχίζει η ιστορία μας. Κάπου εδώ ο ‘χαρακτή ρας της φύσης’ του πολίτη και η παιδεία του δέχονται παν ίσχυρα πλήγματα και οι ‘πόρτες της αντ ίληψης’ (Ουίλιαμ Μπλέικ) αναπλάθονται. Καλώς ήρθατε στη Δημοκρατία του σήμερα. 

Ήδη ο Νόαμ Τσόμσκι στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 είχε χαρακτηρίσει τις σημερινές Δυτικές κοινωνίες ώς ‘χειραγωγημένες δημοκρατίες’, θέτωντας το κρίσιμο πρόβλημα της προσπάθειας επηρεασμού της κοινής γνώμης με τεχνικές ελέγχου και προπαγάνδας. Ο όρος προπαγάνδα (propagare που σημαίνει διαδίδω στα λατινικά) αντανακλά τη πολιτική, και όχι μόνο, χρήση των ΜΜΕ με σκοπό τον επηρεασμό της κοινής γνώμης προς τις επιταγές των κυβερνώντων. Άμεσος στόχος είναι η θετική ανάδειξη των πολιτικών επιλογών και η διαμόρφωση κλίματος συναίνεσης και κοινωνικής αποδοχής των εκάστοτε αλλαγών. Οι πρώτες κινήσεις μαζικού επηρεασμού της κοινής γνώμης εμφανίστηκαν με τα πατριωτικά συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης. Μετέπειτα, κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου το βρετανικό Υπουργείο Προπαγάνδας χαρακτηρίστηκε απο πολλούς ως κινητήριος μοχλός των εξελίξεων και ο 'Β Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλε τα θεμέλια για τη χρήση της προπαγάνδας σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Ο πολίτης μετατράπηκε εν μια νυκτί σε ‘στόχο’ προς χειραγώγηση. Ο Χίτλερ δήλωνε: ‘Χάρη στη προπαγάνδα πήραμε την εξουσία. Αυτή μας επέτρεψε να τη διατηρήσουμε. Και αυτή θα μας δώσει τη δυνατότητα να κατακτήσουμε το κόσμο.

Η προπαγάνδα είναι το τρομακτικότερο όπλο στα χέρια αυτού που ξέρει να τη χρησιμοποιεί’. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις του Δρ Γιόσεφ Γκαίμπελς, (Υπουργού Προπαγάνδας της χιτλερικής Γερμανίας): ‘Αν θέλουμε μια ιδέα να διεισδύσει στις μάζες, πρέπει να την επαναλαμβάνουμε συνεχώς και πάντα. Η προπαγάνδα δεν γνωρίζει περιορισμούς στην ικανότητα προσαρμογής της’.

Μετέπειτα οι τεχνικές προπαγάνδας γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν το φόβο της ‘κόκκινης απειλής’ στρώνοντας το χαλί για τα χρόνια του μακαρθισμού και τις μετέπειτα στρατιωτικές επιλογές της. Το μότο της προπαγάνδας είχε ήδη δημιουργηθεί: Η συναίνεση της κοινής γνώμης δεν κερδίζεται, απλά κατασκευάζεται. Η διαχείριση των ‘φόβων των μαζών’, της ανασφάλειας και των επιθυμιών των πολιτών αποτελούν το στόχο για προσεκτική ενστάλαξη ‘σωστών αξιών’ στο σύνολο της κοινωνίας.

Ο Χίτλερ κάνοντας εκτενή χρήση προπαγανδιστικών μηχανισμών και τεχνικών χρησιμοποιώντας το ραδιόφωνο, απέτυχε στην εκστρατεία του. Ο λόγος αποτυχίας για πολλούς ήταν ένας: Δεν είχε στα χέρια του τη τηλεόραση. Η εμφάνιση της τηλεόρασης, των ΜΜΕ και των εταιριών μάρκετινγκ που γρήγορα στελέχωσαν εταιρίες image making (σύμβουλοι συμπεριφοράς και δημοσίων σχέσεων που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί) δημιούργησαν ένα νέο Σύμπαν. Μια νέα πραγματικότητα που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για τη κατεύθυνση της συμπεριφοράς και τη διαμόρφωση κλίματος συναίνεσης για όλους μας. Υπό αυτές τις συνθήκες μια εκτενής αναφορά στο θέμα της ‘προπαγάνδας και τεχνικών χειραγώγησης’ κρίνεται ενδιαφέρουσα αν όχι αναγκαία. Ελπίζουμε να σας φανεί χρήσιμο στη σημερινή ‘έρημο του πραγματικού’

Τεχνικές Προπαγάνδας

αυτογνωσία, κοινωνία, Πλάνη, χειραγώγηση, Ψυχολογία
«Η μόνη ανεξάρτητη πράξη των μαζών θα είναι να εκλέγουν τον αφέντη τους και αμέσως μετά να ξαναγυρίζουν και πάλι στην κατάσταση της εξάρτησης τους» Alexis deTolqueville

‘Σκοπός της προπαγάνδας είναι να αλλάξει δραστικά τις απόψεις των άλλων αντί απλώς να μεταδώσει γεγονότα. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να επιστρατευτεί προκειμένου να προϊδεάσει θετικά ή αρνητικά σε σχέση με κάποια ιδεολογική θέση, αντί να παρουσιάσει την ίδια την θέση. Η προπαγάνδα διαφοροποιείται από την «κανονική» επικοινωνία, επειδή επιδιώκει να διαμορφώσει απόψεις με έμμεσες και συχνά δόλιες μεθόδους. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα συχνά μεταδίδεται με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί ισχυρά συναισθήματα και αυτό το κάνει κυρίως με το να υπονοεί παράλογες (μη ενορατικές) σχέσεις μεταξύ ιδεών.

Η επίκληση στο συναίσθημα είναι ίσως η πιο απροκάλυπτη μέθοδος προπαγάνδας, αφού υπάρχουν πολλές άλλες μέθοδοι, λιγότερο φανερές και μάλιστα δόλιες. Γιαπαράδειγμα, η προπαγάνδαμπορεί να διαδίδεται έμμεσα. Μπορεί να μεταδίδεται ως εύλογη προκατάληψη εντός μιας φαινομενικά ισορροπημένης και δίκαιης δημόσιας συζήτησης ή επιχειρηματολογίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ακόμη καλύτερα σε συνδυασμό με την μέθοδο μετάδοσης ειδήσεων των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ιδού ένα υποθετικό παράδειγμα όπου υποτίθεται ότι αντιπαρατίθενται αντίθετες απόψεις:

Το γεράκι λέει: «Πρέπει να παραμείνουμε στην πορεία μας»· και το περιστέρι απαντά: «Ο πόλεμος απέβη καταστροφικός και απέτυχε».

Τότε το γεράκι αποκρίνεται: «Στον πόλεμο τα πράγματα σπάνια πηγαίνουν ομαλά, και δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε ένα κώλυμα να μειώνει την αποφασιστικότητά μας».

Τότε το περιστέρι ανταπαντά: «Τα κωλύματα είναι κωλύματα και οι αποτυχίες είναι αποτυχίες».

Όπως φαίνεται από το παράδειγμα, πουθενά δεν εξετάζεται το αν ο πόλεμος είναι τελικά νόμιμος και θεμιτός. Λακωνικά, συνοπτικά και απλουστευτικά σχόλια ονομάζονται sound bites. Όταν σε έναν δημόσιο διάλογο (που να αφορά ένα ζήτημα υπό επιχειρηματολογία που πράγματι να χρήζει διαλόγου) οι συνδιαλεγόμενοι εκφέρουν επιχειρήματά που πηγάζουν από τις ίδιες βασικές προϋποθέσεις, αλλά δίνουν την εντύπωση ότι πρεσβεύουν αντίθετες απόψεις, τότε ο διάλογος εμμέσως κατηχεί αυτές τις προκαταλήψεις ως απρόσβλητες αλήθειες, καθιστώντας τις κοινώς αποδεκτά δεδομένα για το εν λόγω ζήτημα. Η μέθοδος της προπαγάνδας είναι επίσης βασική όσον αφορά και το τι θα σημαίνει «προπαγάνδα» σε κάθε περίπτωση. Ένα μήνυμα δεν πρέπει να είναι απαραιτήτως ψευδές για να αποτελεί προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, τα μηνύματα της σύγχρονης προπαγάνδας δεν είναι κραυγαλέα ψευδή. Ωστόσο, ακόμη και αν το μήνυμα μεταδίδει μόνον «αληθείς» πληροφορίες, αυτές δεν εκθέτουν το μήνυμα με πλήρη και ισορροπημένο τρόπο. Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό της προπαγάνδας είναι ό μεγάλος όγκος της. Δηλαδή, ένας προπαγανδιστής μπορεί να προσπαθήσει να επηρεάσει τις γνώμες με το να κάνει το μήνυμά του να ακουστεί σε όσο περισσότερα μέρη γίνεται και όσο πιο συχνά γίνεται. Σκοπός αυτής της προσέγγισης είναι (α) να ενισχύσει τις ιδέες του μέσω επανάληψης (β) να καταπνίξει όλες τις εναλλακτικές ιδέες.’2 Ιδού ορισμένες από τις Τεχνικές Προπαγάνδας που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τη πλειοψηφία των πολιτικών, διαφημιστών και ΜΜΕ.


‘Λαμπερές Γενικότητες’

Εάν σε ένα άτομο ζητηθεί να πράξει εις το ‘όνομα της δημοκρατίας’, αυξάνονται οι πιθανότητες να είναι ‘Στημένη Τράπουλα’ Η παραπάνω τεχνική είναι μια από τις 7 τεχνικές προπαγάνδας αναγνωρισμένη από το ‘Ινστιτούτο Προπαγάνδας’ το 1938. Η σημασία και η αποτελεσματικότητα της είναι καθοριστική και ευρέως διαδεδομένη σε πολιτικούς, διαφημιστικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους. Βασίζεται στη παρουσίαση μόνο πληροφοριών με θετικό περιεχόμενο προς αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε. Αν και ο όγκος των πληροφοριών που παρουσιάζονται με αυτή τη τεχνική είναι αληθής, ωστόσο η απόκρυψη των ‘αρνητικών’ επιδράσεων που μπορεί να έχει, τη καθιστά μια πολύ επικίνδυνη τεχνική. Ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσει ο πολίτης το συνεχή βομβαρδισμό της συγκεκριμένης τεχνικής είναι η προσωπική αναζήτηση πληροφοριών από διαφορετικές πηγές.


‘Στημένη Τράπουλα’

Η παραπάνω τεχνική είναι μια από τις 7 τεχνικές προπαγάνδας αναγνωρισμένη από το ‘Ινστιτούτο Προπαγάνδας’ το 1938. Η σημασία και η αποτελεσματικότητα της είναι καθοριστική και ευρέως διαδεδομένη σε πολιτικούς, διαφημιστικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους. Βασίζεται στη παρουσίαση μόνο πληροφοριών με θετικό περιεχόμενο προς αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε. Αν και ο όγκος των πληροφοριών που παρουσιάζονται με αυτή τη τεχνική είναι αληθής, ωστόσο η απόκρυψη των ‘αρνητικών’ επιδράσεων που μπορεί να έχει, τη καθιστά μια πολύ επικίνδυνη τεχνική. Ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσει ο πολίτης το συνεχή βομβαρδισμό της συγκεκριμένης τεχνικής είναι η προσωπική αναζήτηση πληροφοριών από διαφορετικές πηγές.


‘Άρμα Εξουσίας’

Αποτελεί μια από τις ποιο κοινές τεχνικές προπαγάνδας τόσο σε ειρηνικές όσο και σε εμπόλεμες συνθήκες. Είναι μια από τις εφτά κύριες τεχνικές αναγνωρισμένες από το Ινστιτούτο Προπαγάνδας και παίζει σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη διαφήμιση. Στηρίζεται σε μια επαναλαμβανόμενη προτροπή προς το υποκείμενο να ακολουθήσει το πλήθος επειδή και οι άλλοι το πράττουν. Με άλλα λόγια κύριος σκοπός αυτής της τεχνικής είναι να ακολουθήσεις το πλήθος επειδή οι πολλοί είναι στη πλευρά του νικητή. Το υποκείμενο πρέπει να πειστεί ότι επειδή οι πολλοί βρίσκονται στη συγκεκριμένη πλευρά άρα η νίκη είναι αναπόφευκτη. Καθώς ο μέσος πολίτης θέλει, έχει ανάγκη, να είναι στη πλευρά που κερδίζει, σταδιακά προσχωρεί στο τρόπο ζωής, τα θέλω, τις πολιτικές πεποιθήσεις των πολλών. Στη σύγχρονη προπαγάνδα η συγκεκριμένη τεχνική εξελίχτηκε προς μια νέα κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, το υποκείμενο πρέπει να πειστεί ότι εάν δεν ακολουθήσει θα μείνει ‘έξω’ από τις εξελίξεις, τον τρόπο ζωής κ.ο.κ, με αποτέλεσμα να απομονωθεί. Η συνεχής επανάληψη έχει ουσιαστικά αποτελέσματα. Ένας τρόπος αντιμετώπισης είναι, η ζύγιση των θετικών και αρνητικών και η προσχώρηση ή μη, ανεξαρτήτως του αριθμού των ατόμων που ήδη έχουν αποδεχτεί την ιδέα, φιλοσοφία, άποψη, τρόπο ζωής κ.τ.λ.


‘Η ελάχιστη αρνητική επίδραση’

Η συγκεκριμένη τεχνική, όταν τίθεται σε εφαρμογή προσπαθεί να μας πείσει για μια ιδέα ή πρόταση που έχει την ελάχιστη αρνητική επίδραση από όλες τις άλλες. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται κατά κόρον σε περιόδους κρίσεως για να πείσουν τους πολίτες ότι συγκεκριμένες θυσίες είναι απαραίτητες. Συνοδεύεται με λεκτικές επιθέσεις ενάντια σε άλλα κόμματα ή κράτη που έφεραν τη κατάσταση σε αυτό το σημείο. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η τεχνική ο πολίτης οφείλει να ζυγίσει τα θετικά και τα αρνητικά της πρότασης χωρίς να τη φέρνει σε αντιδιαστολή με τις άλλες προτάσεις καθότι τέθηκαν απλά και μόνο για να ισχυροποιήσουν τη προτεινόμενη.


‘Απλός Πολίτης’

Ο προπαγανδιστής έχει σκοπό να πείσει σταδιακά το πλήθος, πως μιλάει εξ ονόματος του. Πως αποτελεί έναν από αυτούς και επιπλέον λειτουργεί προς το συμφέρον τους. Οι απόψεις του καθρεφτίζουν τις απόψεις του ‘μέσου πολίτη’ και συνήθως συνοδεύονται από τη χρήση λέξεων, φράσεων, τοπικών ιδιωματισμών καθώς και σαρκασμών και χιούμορ που χρησιμοποιούνται στη καθημερινή ζωή των πολιτών. Επιπλέον, σε δημόσιους λόγους του ο προπαγανδιστής (είτε είναι πολιτικός είτε οτιδήποτε άλλο) εσκεμμένα υποπίπτει σε σαρδάμ, και χρησιμοποιεί ‘φτωχό’ λεξιλόγιο για να αυξήσει τη ψευδαίσθηση της απλής και προσιτής καταγωγής του καθώς και να προβάλει την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό του. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται σταδιακά ένα προφίλ με άμεση απήχηση στη κοινή γνώμη. Πολλές φόρες η συγκεκριμένη τεχνική συνδυάζεται άριστα με τη τεχνική της ‘Λαμπερής Γενικότητας’.


‘Χρήση Στερεοτύπων’

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να απλοποιήσει ‘σύνθετες’ καταστάσεις και να τις υποβαθμίσει σε ξεκάθαρη επιλογή μεταξύ καλού και κακού. Αυτή η τεχνική είναι αποτελεσματική όταν χρησιμοποιείται σε χαμηλού μορφωτικού επιπέδου κοινωνικά στρώματα.


‘Χρήση των ονομάτων’

Η συγκεκριμένη τεχνική αποτελεί μια από τις εφτά αναγνωρισμένες τεχνικές προπαγάνδας από το Ινστιτούτο Προπαγάνδας το 1938. Οι ‘Συστάσεις’ βασίζονται στη χρήση λέξεων, προτάσεων ή εκφράσεων των οποίων η χρήση στοχεύει να ταυτίσει ένα διάσημο ή σημαντικό άτομο με ένα προϊόν ή αντικείμενο. Χρησιμοποιείτε συχνά στη διαφήμιση καθώς και σε πολιτικές καμπάνιες.


‘Μεταφορά’

Η συγκεκριμένη τεχνική αποτελεί ακόμη μια από τις εφτά αναγνωρισμένες τεχνικές προπαγάνδας από το Ινστιτούτο Προπαγάνδας το 1938. Χρησιμοποιείται συχνά στη πολιτική και σκοπό έχει να ειδωθεί ένα στοιχείο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως θα ιδωθεί ένα άλλο στοιχείο. Να συνδεθούν με άλλα λόγια τα δυο αυτά στοιχεία, με τέτοιο τρόπο ώστε να προβάλλουν το ίδιο θετικό ή αρνητικό συναίσθημα. Με το να συνδέεις ένα στοιχείο με θετικό περιεχόμενο έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται θετικές σκέψεις και συναισθήματα στο υποκείμενο στο οποίο το προβάλεις.


‘Δαιμονοποίηση του Εχθρού’

Η χρήση χυδαίων στερεοτύπων εθνικού, φυλετικού ρατσισμού. Η υπερβολή των φυσικών χαρακτηριστικών ή της συμπεριφοράς, ανεξάρτητα από την ισχύ τέτοιων στερεοτύπων, χρησιμεύει να αντιπαραβάλει τους ήρωες ενάντια στους κακοποιούς. Οι εχθροί ζωοποιούνται συχνά ως αρπακτικά πλάσματα. Μπορούν να συνδεθούν με κακόφημους χαρακτήρες των οποίων οι πράξεις είναι συνδεδεμένες με επαίσχυντα ιστορικά γεγονότα.



Πηγή: Τέχνη και Προπαγάνδα
Τεχνικές προπαγάνδας και χειραγώγησης
AGRINIOART, Εκδόσεις AgrionioArt
Αναρτήθηκε από:
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Η δύναμη της προπαγάνδας

http://gerasimos-politis.blogspot.com/2011/11/blog-post_02.html#.T_rsOZEoHCM

Ανθρώπινη Νευροφυσιολογία & Χειραγώγηση/Προπαγάνδα

Γεράσιμος Πολίτης 2011-11-02T00:03:00+02:00
Ανθρώπινη Νευροφυσιολογία και Χειραγώγηση,εγκέφαλος, κοινωνία, νευροεπιστήμη, νευροφυσιολογία, νευρώνες, προπαγάνδα, συνείδηση, χειραγώγηση, Ψυχολογία
...αναδημοσίευση από AgrionioArt. «Ο καλύτερος τρόπος να ελέγχεις τους ανθρώπους είναι να τους φοβίσεις» Νόαμ Τσομσκι, Αμερικανός γλωσσολόγος, συγγραφέας και ακτιβιστής.

‘Η προπαγάνδα αποτελεί σήμερα, στην εποχή της υποτιθέμενης ελεύθερης ροής της πληροφορίας και της πολυμέρειας της ενημέρωσης, έννοια με έντονα αρνητική σημασία. συνήθως συνδέεται με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ώστε φράσεις, όπως "κομμουνιστική", "φασιστική" ή "εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα" να ακούγονται αυτονόητες περιγραφές μιας πολιτικής πραγματικότητας, ενώ φράσεις "δημοκρατική προπαγάνδα" ή "προπαγάνδα ειρήνης" να ηχούν ως παράδοξες διατυπώσεις. ωστόσο, η προπαγάνδα, τεχνική γνωστή από την αρχαιότητα, συστηματοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις δημοκρατίες, συγκεκριμένα τις ηνωμένες πολιτείες, τον 20ό αιώνα. ως μέθοδος αφορά την προβολή ορισμένων θεμελιωδών εννοιών, απαραιτήτων για την προώθηση των σκοπών ενός κράτους και την επικράτηση σε μια πολεμική αναμέτρηση.

Η προπαγάνδα αποτέλεσε για πρώτη φορά σε πεδίο συστηματοποιητικής μελέτης και εφαρμογής στις ηνωμένες πολιτείες, ώστε να δικαιολογηθεί η είσοδος μιας ανερχόμενης αμερικανικής υπερδύναμης στον α' παγκόσμιο πόλεμο. την ίδια περίοδο στη ρώσική αυτοκρατορία η επανάσταση των μπολσεβίκων σηματοδότη σε την έναρξητης περιόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που συμπληρώθηκε από τον ιταλικό φασισμό το 1922 και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό το 1933. τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κατέστησαν την προπαγάνδα βασική παράμετρο της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής τους, αναδεικνύοντας την σε επιστημονικό μέγεθος και βασική ιδεολογική παράμετρο του συστήματός τους. οι αστικές δημοκρατίες αντέδρασαν επιτείνοντας εκ νέου την διαδικασία παραγωγής και ελέγχου πληροφοριών, όμως έως την είσοδό τους στον πόλεμο ουσιαστικά αμύνονταν απέναντι στα αναθεωρητικά ολοκληρωτικά συστήματα. με την έναρξη του πολέμου και τη διεύρυνσή του σε παγκόσμιο επίπεδο, το 1941, η προπαγάνδα των δημοκρατιών επιτάχθηκε, έχοντας εν τω μεταξύ συμμαχήσει με τον κομμουνισμό

Η τελική ήττα των δυνάμεων του άξονα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα επιτεύγματα της συμμαχικής προπαγάνδας, ενώ ακόμη πιο καθοριστική ήταν η συμβολή της τελευταίας στην εικόνα που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά για τα γεγονότα της περιόδου 1939-45.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τόσο οι επιπτώσεις της έκβασης του β' παγκοσμίου πολέμου, όσο και η επιτυχία της συμμαχικής προπαγάνδας αντανακλώνται ακόμη και σήμερα στην ίδια τη χρήση της ορολογίας από ευρύ κοινό, αλλά και από την ιστοριογραφική κοινότητα. για παράδειγμα, γίνεται πάντοτε λόγος για "ναζισμό", ακόμη και για "γερμανικό φασισμό" αντί για τον ορθό ιστορικό όρο "εθνικοσοσιαλισμός". οι πρώτοι όροι μάς αποκαλύπτουν αρκετά για τον τρόπο και με τον οποίο αντιμετώπιζαν την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τους πολίτες της οι αστικές δημοκρατικές χώρες και η κομμουνιστική ΕΣΣΔ, ελάχιστα όμως για την εικόνα των ίδιων των γερμανών για τους εαυτούς τους και τα κίνητρα δράσης τους. από αυτή την άποψη παρεμβάλουν ένα σύνολο λανθασμένων κατηγοριών, το οποίο λειτουργεί κατ' εξοχήν διαθλαστικά, ανάμεσα στα πραγματικά κίνητρα δράσης ενός κοινωνικού συνόλου και στις υποτιθέμενες επιδιώξεις του κράτους αυτού. μετά από την άκριτη αποδοχή τέτοιων κατασκευών, που προέρχονται από τα αντίπαλα προπαγανδιστικά επιτελεία, είναι φυσικό να απλοποιείται βολικά η διαδικασία της γένεσης του πολέμου σε πρόχειρα στερεότυπα, όπως "ο Χίτλερ ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο" ή "ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας προκάλεσε τον παγκόσμιο πόλεμο", διατυπώσεις τόσο χαρακτηριστικές για τη σύγχυση εννοιών και αποτελεσμάτων ή μεθόδων και σκοπών.

Συνεπώς, δεν υπάρχει "ναζισμός" αλλά "εθνικοσοσιαλισμός", δεν υπάρχει "εβραιομπολσεβικισμός" αλλά "κομμουνισμός" και "μπολσεβικισμός", δεν υπάρχουν "πλουτοκρατίες" αλλά "δημοκρατίες". οι όροι που εδώ απορρίπτονται ως διαστρεβλωτικοί και ακατάλληλοι για την ιστοριογραφία, χρησιμεύουν μόνο όταν εφαρμόζονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ή ως μέρος συγκεκριμένων αναφορών, όχι στην τυπική, ρέουσα αφήγηση. ανακτώντας ή μάλλον εφαρμόζοντας μία νηφάλια, ψυχρή τυπολογική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία θα χρησιμοποιούνται καθιερωμένοι όροι και ονομασίες και δεν θα εκφράζεται προτίμηση προς κάποια πλευρά των εμπολέμων, η ιστοριογραφία θα έχει την δυνατότητα να διαμορφώσει μια πληρέστερη εικόνα για τον σημαντικότερο πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, χωρίς επιμέρους δαιμονοποιήσεις και κατασκευές’.

εγκέφαλος, κοινωνία, νευροεπιστήμη, συνείδηση, χειραγώγηση, Ψυχολογία, Αν η ψυχή μας αποτελεί το σύμπαν μέσα μας τότε ο εγκέφαλος είναι ο Θεός του. Ο ρόλος του εγκεφάλου και οι δυνατότητες του μας αφήνουν άναυδους. Αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα του κεντρικού νευρικού μας συστήματος και είναι δεκτικός στη χειραγώγηση όσο είναι και στη μάθηση. Μια αναφορά και μικρή παρουσίαση του ανθρώπινου εγκεφάλου κρίνεται επιτακτική για τη κατανόηση της προπαγάνδας. Σήμερα, οι τεχνικές προπαγάνδας έχουν αναχθεί σε επιστήμη που σκοπό έχουν τη παρατήρηση και επηρεασμό της νευροφυσιολογίας του ανθρώπινου εγκεφάλου και κατ επέκταση τη προσπάθεια χειραγώγησης των επιθυμιών μας. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελείται από δύο ημισφαίρια τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από την επιμήκη σχισμή. Το παλαιότερο και πιο πρωτόγονο μέρος του εγκεφάλου βρίσκεται στον ‘ερπετικό φλοιό’. Εδώ λοιπόν εδράζεται ο πυρήνας του ανθρώπινου συναισθηματικού κόσμου. Ο ερπετοειδής εγκέφαλος δεν είναι μια αοριστία. Είναι μια ανατομική πραγματικότητα. Βέβαια έχει καλυφθεί από τον εγκεφαλικό φλοιό, ωστόσο εδράζεται βαθιά μέσα στο προεγκέφαλο. Η σημασία του είναι καθοριστική και αυτή θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε εν τάχη στις παρακάτω σελίδες. Αν μπορούσαμε να επισημάνουμε τα κύρια χαρακτηριστικά του ερπετοειδή εγκεφάλου θα ήταν τα εξής:


  • Εμμονή, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές
  • Προσωπικές καθημερινές προκαταλήψεις
  • Δουλική υπαγόρευση σε παραδοσιακά μοντέλα ζωής
  • Υπακοή σε παραδοσιακές νόρμες, νόμους, θρησκεία και πολιτισμό
  • Εδρα κάθε είδους τρόπου εξαπάτησης

Στο σημείο αυτό παραθέτουμε το υπέροχο απόσπασμα από το βιβλίο ‘Το άρωμα του ονείρου’ του Τόμ Ρόμπινς: ‘Ο Παν, φυσικά αντιπροσωπεύει τη ζωώδη συνείδηση. Ο Παν ενσαρκώνει τη συνείδηση των θηλαστικών, μόλο που υπάρχουν και πτυχές ερπετοειδούς συνείδησης στην προσωπικότητά του. Η ερπετοειδής συνείδηση δεν εξαφανίστηκε όταν οι εγκέφαλοι μας εισήλθαν στη θηλαστική φάση. Η θηλαστική συνείδηση τοποθετήθηκε απλώς πάνω από την ερπετοειδή και σε πολλά αφώτιστα - αργόστροφα, υπανάπτυκτα - άτομα, το θηλαστικό επικάλυμμα ήταν λεπτό και πορώδες κι έτσι η ερπετοειδής ενέργεια εξακολουθούσε να το διαπερνάει. Όταν οι αρχέγονοι και πολύ απόμακροι πρόγονοί μας σύρθηκαν έξω από τη θάλασσα, είχαν αναμφίβολα μυαλό ψαριού. Ήταν βέβαια ριψοκίνδυνοι και περίεργοι από τους συντρόφους τους που παρέμειναν στο νερό, αλλά πάντως ψαρόμυαλοι. Ωστόσο, κατά την μακριά βαλτώδη διαδρομή μας ως τον αρχικό πρωτεύοντα σχηματισμό, αναπτύξαμε ένα μυαλό ερπετού. Άλλωστε, σ’ αυτές τις δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, η ερπετοειδής ενέργεια ήταν αυτή που δέσποζε στον πλανήτη φτάνοντας στο αποκορύφωμά της με τους δεινοσαύρους. Η ερπετοειδής συνείδηση είναι ψυχρή, επιθετική, θυμώδης, άπληστη και παρανοϊκή. Εξακολουθούμε ακόμα και σήμερα να έχουμε έναν ερπετοειδή εγκέφαλο, άθικτο και ενεργό. Ο ερπετοειδής εγκέφαλος δεν είναι κάποια αφηρημένη έννοια, είναι μια ανατομική πραγματικότητα. Έχει καλυφθεί, βέβαια από τον εγκεφαλικό φλοιό, αλλά υπάρχει, βαθιά μέσα στον προεγκέφαλο και αποτελείται από την παρεγκεφαλίδα, τον υποθάλαμο, και , ίσως, από μερικά άλλα όργανα του διεγκέφαλου. Όταν νιώθουμε μια τυφλή οργή, κρύο ιδρώτα η μια αυτάρεσκη απάθεια, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι εκείνη τη στιγμή ο ερπετοειδής εγκέφαλος κουμαντάρει την συνείδησή μας.

Καθώς η Περίοδος των Ερπετών πλησίαζε στο τέλος της, εμφανίστηκαν τα πρώτα εμφανίστηκαν τα πρώτα άνθη και θηλαστικά. Πιστεύεται πως τα λουλούδια εξαφάνισαν, στην ουσία, τα μεγάλα ερπετά. Ωστόσο, μπορεί και τα θηλαστικά να συνεισέφεραν για τον αφανισμό τους επειδή, για πολλά θηλαστικά, δεν υπήρχε καλύτερο πρωινό από κάνα δυο αυγά δεινόσαυρου.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, μέχρι τότε οι προγονοί μας είχαν αναπτύξει εγκεφάλους που διέθεταν τόσο θηλαστικά όσο και ανθώδη χαρακτηριστικά. Για δικούς της λόγους, η εξέλιξη επέτρεψε στη θηλαστική ενέργεια να κυριαρχήσει κι έτσι, ο πρόσφατα αναπτυγμένος ανθρώπινος μεσεγκέφαλος που κάλυψε τον παλιό διεγκέφαλο, μπορεί να επονομασθεί ως θηλαστικός εγκέφαλος. Τα χαρακτηριστικά της θηλαστικής συνείδησης είναι η ζεστασιά, η γενναιοδωρία, η αφοσίωση, η αγάπη (ρομαντική, πλατωνική και οικογενειακή), η χαρά, η λύπη, το χιούμορ, η περηφάνια, ο συναγωνισμός, η διανοητική περιέργεια και η εκτίμηση της τέχνης και της μουσικής. Στην όψιμη περίοδο των θηλαστικών, αναπτύχθηκε ένας τρίτος εγκέφαλος. Ήταν ο τηλεγκέφαλος, που το κύριο μέρος του ήταν ο εγκεφαλικός φλοιός, μια πυκνή μεμβράνη νευρικής δομής γύρω στα τέσσερα χιλιοστά πάχος που απλώθηκε πάνω από τον υπάρχοντα εγκέφαλο. Οι ερευνητές του εγκεφάλου δεν μπορούν να εξηγήσουν ποια ακριβώς είναι οι λειτουργία και τον λόγο για τον οποίο αναπτύχθηκε. Υπάρχει η άποψη ότι ο εγκεφαλικός φλοιός είναι μια διευρυμένη μνημονική παρακαταθήκη - και σίγουρα ο φλοιός έχει αυτή την ικανότητα. Πιστεύεται ότι κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με το φως. Αν ο ερπετοειδής εγκέφαλος ισοδυναμεί με την ψυχρότητα και ο θηλαστικός με την θερμότητα, τότε ο εγκεφαλικός φλοιός ισοδυναμεί με το φως. Η άποψη αυτή έχει κάποια βάσιμη λογική, επειδή ο τρίτος εγκέφαλος είναι ανθώδης εγκέφαλος, ακριβώς γιατί τα λουλούδια απορροφούν ενέργεια από το φως.

Ακόμα και πριν από τη μυστηριώδη εμφάνιση του εγκεφαλικού φλοιού, οι εγκέφαλοί μας είχαν έντονα ανθώδη χαρακτηριστικά. Η επιστήμη περιγράφει ολόκληρο τον εγκέφαλο σαν έναν βολβό. Οι νευρώνες που τον αποτελούν έχουν δενδρίτες, ρίζες, κλαδιά. Η παρεγκεφαλίδα αποτελείται από μια μεγάλη μάζα πυκνά συμπιεσμένων φυλλωμάτων. Δεν είναι μόνο οι νευρώνες που μοιάζουν πολύ με άνθη, αλλά κι ο ίδιος ο εγκέφαλος μοιάζει με κάποιο βοτανολογικό είδος. Έχει ένα μίσχο και - κατά την ανάπτυξη του εμβρύου - ένα μπουμπούκι που ξεδιπλώνεται όπως και τα πέταλα του ρόδου.

Στον καινούργιο εγκέφαλο - τον τηλεγκέφαλο - αυτή η ανθώδης ομοιότητα μεγαλώνει. Τα νευρικά του νημάτια υποδιαιρούνται συνεχώς όπως τα κλαδιά ενός δέντρου. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται εύστοχα διακλάδωση. Κατά τον πολλαπλασιασμό αυτών των νευροβλαστών, εκκρίνονται μικρές ποσότητες νευρομελανίνης σαν σπόροι. Αυτοί οι σπόροι της νευρομελανίνης είναι προφανώς τα κύρια οργανωτικά μόρια στον εγκέφαλο. Συνδέονται με τα γλυκοκύτταρα για να ρυθμίσουν στην νευροδότηση των νευρικών κυττάρων. Όταν σκεφτόμαστε, όταν μας έρχονται φαεινές και δημιουργικές ιδέες, τότε πραγματοποιείται μια κυριολεκτική άνθηση. Ένας εγκέφαλος που έχει ενοράσεις, είναι πολύ παρόμοιος, από φυσική άποψη, μ’ έναν ανθισμένο θάμνο γιασεμιού. Μόνο που είναι πιο μικρός και ταχύτερος, αυτό είναι όλο. Επιπλέον, η νευρομελανίνη απορροφά φως και έχει την ικανότητα να μετατρέπει το φως σε άλλες μορφές ενέργειας. Ο εγκεφαλικός φλοιός, τελικά είναι ευαίσθητός στο φως και μπορεί να φωτιστεί από ανώτερες μορφές διανοητικής δραστηριότητας, όπως ο διαλογισμός ή ο ψαλμός.

Οι αρχαίοι δεν μιλούσαν μεταφορικά όταν χρησιμοποιούσαν τη λέξη “επιφώτηση”.

Με την ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού, οι ανθώδεις ιδιότητες του εγκεφάλου, που για εκατομμύρια χρόνια περίμεναν τη σειρά τους, άρχισαν να κινούνται σταδιακά, με σκοπό την επικράτηση μιας ανθώδους συνείδησης - μιας συνείδησης λουλουδιού, ας πούμε. Όταν η ζωή ήταν ακόμα μια διαρκής μάχη μεταξύ αρπακτικών, ένας από λεπτό σε λεπτό αγώνας για επιβίωση, η ερπετοειδής συνείδηση ήταν απαραίτητη. Όταν είχαμε να διασχίσουμε θάλασσες, να εξερευνήσουμε άγριες ηπείρους, να εποικίσουμε τραχιές περιοχές, να οργανώσουμε τη γεωργία και να βάλουμε τα θεμέλια του πολιτισμού, τότε η θηλαστική συνείδηση ήταν απαραίτητη. Από κοινωνική και οικογενειακή σκοπιά, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη, αλλά δεν χρειάζεται πια να κυριαρχεί.

Τα φυσικά και σωματικά σύνορα έχουν κατακτηθεί. Η βιομηχανική επανάσταση έχει ολοκληρώσει τον ατσάλινο κύκλο της. Στην εποχή μας, εποχή της υψηλής τεχνολογίας, οι τραχιές και σκληρές εκδηλώσεις της θηλαστικής λογικής δεν είναι πια βοηθήματα αλλά εμπόδια.

Και τα κατάλοιπα της ερπετοειδούς λογικής, με την έμφασή της στις εδαφικές διεκδικήσεις και την υπεράσπιση τους - είναι επικίνδυνα σε βαθμό παραφροσύνης. Τώρα χρειαζόμαστε έναν λιγότερο επιθετικό και λιγότερο τραχύ ανθρώπινο ον. Χρειαζόμαστε ένα πιο εύκαμπτο είδος ατόμου, πιο χαλαρωμένο, πιο ήρεμο, ευγενικό και σκεπτόμενο, γιατί μόνο αυτό μπορεί να επιβιώσει, και να επιταχύνει αυτό το πολύ καινούργιο σύστημα που βρίσκεται μπροστά μας. Μόνο αυτό το είδος ατόμου μπορεί να συμμετάσχει στην επόμενη εξελικτική φάση. Το δίχως άλλο, αυτή η ανθώδης συνείδηση έχει πνευματικές αποχρώσεις. Στις πιο έντονες πνευματικές εμπειρίες, το βασικό γνώρισμα είναι το σταμάτημα του χρόνου. Είναι η αίσθηση ότι βρίσκεσαι έξω από τον χρόνο, ότι είσαι αιώνιος - αυτή είναι η πηγή της έκστασης στο διαλογισμό, την ψαλμωδία, την ύπνωση και την εμπειρία των ψυχεδελικών φαρμάκων.

Μια παρόμοια κατάσταση αχρονικότητας (αν και κάπως συντομότερη και λιγότερο διαυγής), μια κατάσταση άρνησης του εγώ (το εγώ υπάρχει στο χρόνο, όχι στο χώρο), πραγματοποιείτε με τον σεξουαλικό οργασμό, γι’ αυτό και ο οργασμός είναι ένα τόσο επιθυμητό αίσθημα. Ακόμα και οι μπεκρήδες, με τον άξεστο και ανεπαρκή τρόπο τους, ψάχνουν γι’ αυτόν τον άχρονο χρόνο. Ο αλκοολισμός είναι μια ατελής πνευματική επιθυμία. Με χίλιους δυο τρόπους, έχουμε κυριαρχήσει την τέχνη του χώρου. Γνωρίζουμε αρκετά για τον χώρο. Αλλά οι γνώσεις μας για το χρόνο είναι αξιοθρήνητα λιγοστές. Φαίνεται ότι μόνο με τη “μυστικιστική” κατάσταση μπορούμε να κυριαρχήσουμε το χρόνο. Τα κλειδιά γι’ αυτή τη μυστικιστική κατάσταση είναι ο “οσφρητικό εγκέφαλος”

- η μνημονική περιοχή του εγκεφάλου που ενεργοποιείται από τα οσφρητικά νεύρα - και ο “φωτεινός εγκέφαλος” - ο εγκεφαλικός φλοιός.

Με αμεσότητα και ένταση, η οσμή ενεργοποιεί τη μνήμη, επιτρέποντάς μας να ταξιδέψουμε ελεύθερα στον χρόνο. Οι πιο βαθιές μυστικιστικές καταστάσεις είναι εκείνες όπου η συνηθισμένη διανοητική δραστηριότητα φαίνεται να αιωρείται στο φως. Και, στη μυστικιστική επιφώτιση, όπως και στην ταχύτητα του φωτός, ο χρόνος πάει να υπάρχει.

Τα λουλούδια, μόλο που δεν βλέπουν, ούτε ακούν, ούτε διαθέτουν γεύση ή αφή, αντιδρούν στο φως με καθοριστικό τρόπο και ρυθμίζουν τη ζωή τους και το περιβάλλον τους με μια ενορχήστρωση αρωμάτων. Στην ανάπτυξη της λουλουδικής συνείδησης, τα ανθρώπινα όντα θ’ αρχίσουν να χρησιμοποιούν πληρέστερα τον «φωτεινό τους εγκέφαλο» και να κάνουν πιο εξευγενισμένη και ντελικάτη χρήση του «οσφρητικού εγκεφάλου» τους. Αυτοί οι δύο συνδέονται θαυμάσια. Στην ουσία, αλληλεπικαλύπτονται σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενιαίοι και αδιαίρετοι.

Ζούμε σε μια τεχνολογία της πληροφορικής. Τα λουλούδια ζούσαν ανέκαθεν σε μια πληροφορική τεχνολογία. Τα λουλούδια συγκεντρώνουν διαρκώς πληροφορίες στο διάστημα της ημέρας. Τη νύχτα τις επεξεργάζονται. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται φωτοσύνθεση. Καθώς ο εγκεφαλικός φλοιός θα χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο, θ’ αρχίσουμε να κι εμείς να κάνουμε ένα είδος φωτοσύνθεσης. Στην ουσία, κάτι τέτοιο το κάνουμε και τώρα, αλλά σε σύγκριση με τα λουλούδια, η δική μας φωτοσύνθεση είναι πρωτογενή και περιορισμένη. Κι ο λόγος είναι πως, οι πληροφορίες που συγκεντρώνουμε από τις εφημερίδες, τα σίριαλ, τις σαπουνόπερες, τα εμπορικά συνέδρια και τις καφετζούδες, είναι κατώτερες από τις πληροφορίες που παίρνουμε από το ηλιακό φως. Εφ’ όσον όλη η ύλη είναι συμπυκνωμένο φως, το φως είναι η πηγή, η γενεσιουργός αιτία της ζωής. Συνεπώς, το φως είναι “θεϊκό”.

Ωστόσο, είτε επειδή τα πληροφοριακά στοιχεία μας είναι ανεπαρκή, είτε γιατί ο επεξεργαστικός πυρήνας μας δεν είναι άμεσα συνδεδεμένος με την επικοινωνιακή γραμμή, η νυχτερινή επεξεργασία είναι μια δουλειά έκτακτης απασχόλησης (part time). Οι πληροφορίες που προσλαμβάνει το συνειδητό τμήματου μυαλού μας στις ώρες τις εγρήγορσης, επεξεργάζονται από το ασυνείδητο μας στην διάρκεια του ύπνου που ονομάζεται «βαθύς ύπνος». Κάθε νύχτα, πέφτουμε σε βαθύ ύπνο μόνο δύο ή τρεις ώρες το πολύ. Τις υπόλοιπες ώρες της νυχτερινής μας βάρδιας, το ασυνείδητο τμήμα του μυαλού μας είναι εκτός υπηρεσίας. Βαριέται. Ζητάει επίμονα αναψυχή. Έτσι, παίζει με ό, τι υλικό υπάρχει πρόχειρο. Κατά κάποιο τρόπο, παίζει με τον εαυτό του. Ρίχνει πασιέντζες με τις μνήμες, ανακατεύει εικόνες, επινοεί τρομακτικές ή γαργαλιστικές ιστορίες - ονειρεύεται.

Ας ξαναγυρίσουμε στην πληροφορική αποτελεσματικότητα. Η επιστήμη έχει διαπιστώσει πρόσφατα ότι τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ένα δέντρο που δέχεται επίθεση εντόμων θα μεταβιβάσει την πληροφορία σε ένα άλλο δέντρο που βρίσκεται δεκάδες μέτρα μακρύτερα έτσι ώστε το δεύτερο να ξεκινήσει μια διαδικασία κατασκευής κάποιου χημικού που θα απωθήσει αυτό το συγκεκριμένο είδος εντόμων. Έτσι, τα δέντρα αλληλοπροστατεύονται. Η πληροφορία, πιθανότατα, μεταβιβάζεται με τη μορφή αρώματος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι τα φυτά είναι σε θέση να προσλαμβάνουν οσμές όσο και να εκπέμπουν. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι έχει αναπτυχθεί κάποιο είδος τηλεπάθειας ανάμεσα στα δέντρα. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα πως αυτό που ονομάζουμε πνευματική τηλεπάθεια, να πραγματοποιείται με την όσφρηση. Ίσως να μην διαβάζουμε τη σκέψη κάποιου άλλου, την οσφραινόμαστε’.

Ο Αδόλφος Χίτλερ συνήθιζε να λέει σαρκαστικά: ‘Δεν είμαι τίποτε περισσότερο από ένας τυμπανιστής κι ένας σαλπιγκτής που συναθροίζει τις μάζες’. Η στόχευση στον ερπετοειδή εγκέφαλο αποτελεί μια πραγματικότητα καθώς εκεί δεν εδράζει η Λογική. Η ανατομική αυτή πραγματικότητα αποτέλεσε εργαλείο χειραγώγησης και προπαγάνδας με σκοπό την επιτυχή έκβαση πολιτικών και άλλων σκοπών. Ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους νευρο φυσιολόγους ο Ιβάν Παβλόφ (1849-1936) του οποίου το όνομα ο Στάλιν χάρισε το 1935 στο Ινστιτούτο Πειραματικής Ιατρικής της Ρωσίας, υποστήριζε πως οι άνθρωποι είναι απλά περίπλοκες ‘μηχανές αντανακλαστικών’. Κατά τον Παβλόφ υπάρχουν τρείς διακριτές καταστάσεις οριακού εξαναγκασμού: Η Ισοδύναμη, η Παράδοξη και η Υπερπαράδοξη. Για να επιτύχει η ‘πλύση εγκεφάλου’ πρέπει να χρησιμοποιηθούν και οι τρείς αυτές καταστάσεις (Conditioned Reflexes and Psychiatry). Οι πρακτικές του βασίστηκαν σε σκύλους οι οποίοι με το άκουσμα ενός συγκεκριμένου ήχου έβγαζαν , σάλια από το στόμα τους καθώς τον είχαν συνδέσει με φαγητό.

Η ύπαρξη του ερπετοειδούς εγκεφάλου αποτελεί μια βασική παράμετρο πάνω στη οποία βασίστηκε η μελέτη για τον έλεγχο, καθορισμό και επηρεασμό της κοινής γνώμης στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Το κατά πόσο κρίνετε επιτυχής αυτή η προσπάθεια είναι κάτι που χρίζει διεξοδικής ανάλυσης.
Πηγή: Ανθρώπινη Νευροφυσιολογία & Χειραγώγηση, AGRINIOART, Εκδόσεις AgrionioArt
Αναρτήθηκε από:
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Το Μυστικό της Ζωής του Νίκου Σιδέρη *

http://www.onestory.gr/post/26719379345

_ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

του Νίκου Σιδέρη *
.
Σίγουρα, θα έχετε διαβάσει πολλές ιστορίες με μπουκάλια και μηνύματα, που ταξίδεψαν σε θάλασσες και σε ωκεανούς με άγνωστους προορισμούς και παραλήπτες. Και σε αυτήν την ιστορία το ίδιο συμβαίνει. Ναι… πρόκειται για μια ιστορία, που, ίσως να μη διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά θα προσπαθήσει να σας αποκαλύψει, ποιο είναι το μυστικό της ζωής! Σωστά, διαβάσατε! Ποιο είναι το μυστικό ζωής! Βέβαια, θα χρειαστεί να διανύσουμε 70 χρόνια και μερικές ηπείρους, ώστε να φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας…
Πατέρας και γιος καθόντουσαν αμέριμνοι σε μια παραλία της Σίφνου ένα ανήσυχο πρωινό του 1941. Ο γιος ήταν δέκα ετών και ο πατέρας σαράντα. Ο πατέρας απολάμβανε μια ζεστή μπύρα και ο μικρός χάζευε τη θάλασσα. Φυσικά, θα σκεφθείτε, πως είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς μια ζεστή μπύρα. Το 1941 ήταν…
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, ο πατέρας βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτάκι κι ένα μολύβι από την τσέπη του λερωμένου του πουκάμισου και κοιτάζει κατάματα το γιο του.
«Θέλω να γράψεις σε αυτό το χαρτάκι, ένα μήνυμα»
Το παιδί απόρησε.
«Τι μήνυμα πατέρα; Τι να γράψω;». «Θέλω να γράψεις ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα, που να συμβουλεύεις τους μεγάλους, πώς να ζουν. Ένα μήνυμα που…» και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, διακόπτεται από τη δεκάχρονη αθωότητα του γιου του. «Να γράψω ποιο είναι το μυστικό της ζωής;». «Ξέρεις το μυστικό της ζωής;» ρώτησε με έκπληξη ο πατέρας του. «Φυσικά το ξέρω! Να το γράψω;». «Εννοείται αγόρι μου! Να το γράψεις!»
Ο μικρός πήρε το χαρτί και το μολύβι και άρχισε να γράφει με μανία, λες και περίμενε πως και πώς να μοιραστεί το μυστικό του. Αφού τελείωσε, έδωσε το χαρτί στον πατέρα του. Εκείνος, χωρίς να το διαβάσει, το τύλιξε σαν να ήταν κάποιος μικρός πολύτιμος πάπυρος και αφού σκούπισε με το πουκάμισό του το μπουκάλι της μπύρας, το έριξε μέσα και έκλεισε πολύ σφιχτά το μπουκάλι.
«Δε θα το διαβάσεις πατέρα;» είπε με εμφανή ίχνη απογοήτευσης ο μικρός.
«Όχι. Θα ρίξω το μπουκάλι με το μήνυμά σου στη θάλασσα και ένας τυχερός, γιατί τυχερός θα είναι, θα το διαβάσει. Θα διαβάσει το μυστικό της ζωής!»
«Γιατί να μην το διαβάσεις εσύ και να είσαι εσύ ο τυχερός;» ρώτησε ο μικρός με μια αθώα έκπληξη δέκα χρόνων ζωής.
«Μα εγώ είμαι, ήδη, τυχερός, που σε έχω γιο» είπε και φίλησε το γιο του στο κεφάλι.
Έκλεισε το μπουκάλι και βάζοντας όλη του τη δύναμη, το πέταξε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Καλό ταξίδι!» είπε ο πατέρας. «Καλό ταξίδι!» είπε και ο γιος.
18 Γενάρη του 2010 και το ηλικιωμένο ζευγάρι ξυπνούσε. Το καλοκαίρι στην Αυστραλία καλά κρατούσε. Δεν είχαν παιδιά και την αγάπη, που κάθε ψυχή φυλάει για να τη μοιράσει απλόχερα στους απογόνους, τελικά τη μοιράστηκαν μεταξύ τους. Έμεναν σε μια όμορφη επαρχιακή κατοικία λίγο έξω από τη Μελβούρνη.
«Θα πας για ψάρεμα σήμερα αγάπη μου;» ρώτησε η σύζυγος.
«Βέβαια! Σήμερα, έχω τη σιγουριά, ότι θα γυρίσω πίσω, τουλάχιστον, με μια ντουζίνα ψάρια!» είπε και ετοίμαζε τα καλάμια του.
Αυτή τη φράση την είχε ακούσει η γυναίκα του, περίπου όσες φορές είχε πάει για ψάρεμα. Και όσες φορές δεν την είχε ακούσει, ήταν επειδή ο άντρας της είχε ξυπνήσει πολύ νωρίτερα και δεν τον είχε προλάβει.
Η παραλία απείχε, περίπου, εκατό μέτρα από το σπίτι και αφού έφτασε στην προβλήτα, κάθισε στην άκρη της και ξεκίνησε αυτή τη σιωπηλή διαδικασία του ψαρέματος. Φυσικά, η ντουζίνα ψάρια απείχε πολύ από το καλάμι του και πολύ περισσότερο από τη φιλόδοξη δήλωσή του. Λίγο πριν ο ήλιος πάρει τη θέση του στην κορυφή του ουρανού και αναγκάσει το φιλόδοξο ψαρά μας να φορέσει το λευκό καπελάκι του, ένα μπουκάλι έκανε περίπατο ανάμεσα στα γυμνά γέρικα πόδια του, που άγγιζαν, δειλά, το παγωμένο νερό της θάλασσας. Με μια κίνηση, που του θύμισε, τα προβλήματα της μέσης του και μαζί τα ογδόντα έτη ζωής του, σήκωσε το μπουκάλι. Το κοίταξε με περιέργεια και πριν προλάβει να το πετάξει στη σακούλα με τα σκουπίδια του, πρόσεξε ένα χαρτάκι μέσα του. Με ιδιαίτερη δυσκολία το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα τσαλακωμένο χαρτάκι.
«Το μυστικό της ζωής είναι να παίζεις!» Από τη λέξη «παίζεις» είχε ξεθωριάσει λίγο η πρώτη συλλαβή, οπότε γινόταν ένα περίεργο παιχνίδισμα μεταξύ του «παίζεις» και του «ζεις»…
Μπήκε λαχανιασμένος στο σπίτι του με χέρια τρεμάμενα και με δάκρυα στα κόκκινα μάτια του και ρωτάει τη σύζυγό του με μια φωνή, που πλημμυρισμένη από το συναίσθημα είχε γίνει σα δεκάχρονου παιδιού.
«Αγάπη μου, θέλεις να δεις τι είχα γράψει μικρός;»
.
Ο Νίκος Σιδέρης ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η σχέση του με τη λογοτεχνία ορίζεται, κυρίως, από την ανάγνωση βιβλίων και ίσως από κάποιες απόπειρες συγγραφής.  Ανάμεσα στις αγαπημένες δραστηριότητές του ξεχωρίζουν η φωτογραφία και η ενασχόλησή του με την τεχνολογία.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις