Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Σήμερα...


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΚΥΡΙΑΚΟ


Άγιος Κυριάκος ο Αναχωρητής (Εορτάζει 29 Σεπτεμβρίου)


Ήταν άνθρωπος πού καλλιεργούσε "ύπομονήν, πραότητα". Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα, από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο. Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ό Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από 'κει στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ό Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ό Γεράσιμος, ό Κυριάκος επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση πού έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου. Εκείνο πού τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ό γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ό Κυριάκος, έφυγε κι από 'κει και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε ή ενθύμηση του ασκητή, πού έδειχνε "πραότητα προς πάντας ανθρώπους". Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.

Πηγή: http://www.arxontariki.net/viewtopic.php?f=238&t=3298

Λικέρ ρόδι σπιτικό

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=307002216073822&set=a.289328391174538.65967.264580240316020&type=1&theater
 

Λικέρ ρόδι σπιτικό

1 ½ κιλό σπυριά από ρόδι

1 ½ κιλό κονιάκ
1 κιλό ζάχαρη

4 κομμάτια ξύλο κανέλας,
1-2 κουταλιές της σούπας γαρύφαλλα (ή και λιγότερα, είναι θέμα γούστου)

Σημείωση: Όσον αφορά το μέτρο μέτρησης {μονάδα } των υλικών, μπορεί να είναι το κιλό, το λίτρο, σε φλιτζάνια, ή ποτήρια του νερού ή του κρασιού, γενικά το ίδιο μέτρο σε μια ολόκληρη συνταγή.


Τα βάζω σ’ ένα μπουκάλι και τα αφήνω στον ήλιο, δηλαδή τα ξεχνάω για 40 περίπου μέρες. Τα ανοίγω τα Χριστούγεννα.

Το περνάω από ψιλό τουλπάνι και τα σουρώνω πολύ καλά και το στύβω. Το λικέρ πού θα προκύψει το φυλάω σε μπουκάλια.
Όσο περνάει ο καιρός, ωριμάζει και γίνεται καλύτερο.


greekmasa

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Σαν σήμερα (1905)

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=435221076513550&set=a.206112126091114.45310.100000769845259&type=1&theater

Σαν σήμερα (1905) ο Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν διατυπώνει, σε ηλικία 26 ετών, την ειδική θεωρία της σχετικότητας και την περίφημη εξίσωσή του Ε=m.c2, σε άρθρο του στο γερμανικό περιοδικό Χρονικά της Φυσικής.Η ειδική θεωρία της σχετικότητας προκύπτει απο την ικανοποίηση της γενικευμένης αρχής της σχετικότητας και της αρχής του Αϊνστάιν, σύμφωνα με την οποία η ταχύτητα του φωτός είναι ίδια για όλους τους αδρανειακούς παρατηρητές, ανεξάρτητα απο τη σχετική τους ταχύτητα. Σύμφωνα με την γενικευμένη αρχή της σχετικότητας, οι φυσικοί νόμοι που ισχύουν σε ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς (δηλαδή ένα μη επιταχυνόμενο σύστημα), έχουν την ίδια μορφή σε οποιοδήποτε άλλο αδρανειακό σύστημα αναφοράς.
Πριν τον Αϊνστάιν, μια πρώτη μορφή της αρχής της σχετικότητας είχε διατυπωθεί ήδη από τον Γαλιλαίο και στη συνέχεια ενσωματώθηκε στη Νευτώνεια σύνθεση. Η αρχή αυτή δήλωνε ότι όλοι οι νόμοι της μηχανικής πρέπει να έχουν την ίδια μορφή σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς. Η μετάβαση από το ένα αδρανειακό σύστημα στο άλλο γινόταν με ένα ορισμένο είδος μετασχηματισμών συντεταγμένων, που ονομάστηκαν αργότερα μετασχηματισμοί του Γαλιλαίου ή αλλιώς, νόμος πρόσθεσης ταχυτήτων. Ενώ οι νόμοι της μηχανικής συμμορφώνονταν με τον μετασχηματισμό αυτό (ήταν αναλλοίωτοι κατά την εφαρμογή του), οι νόμοι του Ηλεκτρομαγνητισμού, και ειδικά ο νόμος για την σταθερότητα και παγκοσμιότητα της ταχύτητας του φωτός, τον παραβίαζαν. Ο Αϊνστάιν αντικατέστησε τους μετασχηματισμούς του Γαλιλαίου με ένα νέο σύνολο μετασχηματισμών, τους μετασχηματισμούς του Λόρεντζ, και διατύπωσε την Γενικευμένη αρχή της Σχετικότητας, σύμφωνα με την οποία όλοι οι νόμοι της Φύσης (μηχανικής, ηλεκτρομαγνητισμού και όποιοι άλλοι) είναι αναλλοίωτοι κάτω από τους νέους αυτούς μετασχηματισμούς και (πρέπει να) παίρνουν την ίδια μορφή σε όλα τα αδρανειακά συστήματα.
Η ειδική θεωρία της σχετικότητας προβλέπει φαινόμενα που αντίκεινται στην καθημερινή μας εμπειρία, ωστόσο έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά σε σειρά πειραμάτων, και επιβεβαιώνεται καθημερινά στους σύγχρονους επιταχυντές σωματιδίων.
Η ειδική σχετικότητα συμπληρώθηκε αργότερα από τη γενική σχετικότητα, διατυπωμένη επίσης από τον Αϊνστάιν, που μελετούσε τη βαρύτητα με τον σχετικιστικό φορμαλισμό. Με τη διατύπωση της γενικής σχετικότητας, η Νευτώνεια βαρύτητα έγινε πλέον υποπερίπτωση της σχετικιστικής βαρύτητας, και η κλασική Φυσική ολοκληρώθηκε ως εννοιολογικό πλαίσιο.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

"Γνώση εναντίον φτώχειας".

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=474483852586327&set=a.471036619597717.110397.108511895850193&type=1&theater

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το βιβλίο της Esther Duflo "Γνώση εναντίον φτώχειας".

Η Εστέρ Ντυφλό, καθηγήτρια στο ΜΙΤ και στην Ecole d’Economie de Paris, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες νέες οικονομολόγους. Το βιβλίο περιλαμβάνει τα μαθήματά της στο College de France.
Εννέα εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο, πριν φτάσουν στο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, από αρρώστιες που είναι δυνατόν να
αντιμετωπιστούν. Στην Ινδία, το 50% των μαθητών δεν γνωρίζουν ανάγνωση. Η Εστέρ Ντυφλό πραγματοποιεί επιτόπιες έρευνες από την Ινδία ώς το Μαλάουι και από την Κένυα ώς το Μεξικό και, εφαρμόζοντας τη μέθοδο του «δημιουργικού πειραματισμού», δίνει πειστικές απαντήσεις σε ποικίλα ερωτήματα:
Πώς οι εμβολιασμοί θα γίνουν πιο αποτελεσματικοί;
Πώς θα βελτιωθεί η σχολική διδασκαλία, όταν λείπουν οι αναγκαίες πιστώσεις;
Πώς θα εξασφαλιστεί η καλύτερη συνεργασία των εκπαιδευτικών και των νοσοκόμων;
Είναι το σύστημα των μικροπιστώσεων η θαυματουργή λύση χάρη στην οποία θα πλουτίσει ο εξαθλιωμένος αγρότης του Μπανγκλαντές;
Τα τοπικά συμβούλια, στα χωριά της Ινδίας και της Αφρικής, επιτρέπουν πράγματι στις κοινότητες να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους;
Γιατί έχουν αποτύχει οι ώς τώρα ακολουθούμενες πολιτικές;
Η Ντυφλό πιστεύει ότι η υγεία και η παιδεία αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την κοινωνική ευημερία αλλά και την ελευθερία. Αρνείται τον κυρίαρχο λόγο που καθιστά τους φτωχούς υπεύθυνους για τη φτώχεια τους, αμφισβητεί ορισμένες πλευρές του συστήματος των μικροπιστώσεων, και τάσσεται υπέρ μιας ενεργού δημόσιας παρεμβατικής πολιτικής που θα παρέχει υπηρεσίες υγείας, θα επενδύει σε δασκάλους και σε έργα υποδομής, θα καταπολεμά τη διαφθορά. Να πειραματιζόμαστε διαρκώς, για να βελτιώνουμε με απτό τρόπο τη ζωή των φτωχών: μόνο έτσι στεριώνει η δημοκρατία.

από : εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Λουί Ζαν Παστέρ



Louis Pasteur by Pierre Lamy Petit.jpg Ο Λουί Ζαν Παστέρ (Louis Jean Pasteur), απαντώμενος στην παλαιότερη ελληνική βιβλιογραφία και με την εξελληνισμένη μορφή Λουδοβίκος Παστέρ (27 Δεκεμβρίου 1822 – 28 Σεπτεμβρίου 1895), ήταν Γάλλος χημικός που έγινε διάσημος για τις ανακαλύψεις του στη Μικροβιολογία, τόσο ώστε να αποκληθεί «Πατέρας της Μικροβιολογίας» και της Ανοσολογίας. Τα πειράματά του επιβεβαίωσαν τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από μικρόβια, ενώ ο ίδιος δημιούργησε το πρώτο εμβόλιο για τη λύσσα (αντιλυσσικός ορός). Είναι επίσης γνωστός από τον τρόπο που εφεύρε για να αποτρέπεται το ξίνισμα του γάλακτος και του κρασιού, καθώς αυτή η διαδικασία πήρε το όνομά του και ονομάζεται παστερίωση. Αρκετές είναι και οι ανακαλύψεις του στο πεδίο της Χημείας, με σημαντικότερη την ανακάλυψη της ασυμμετρίας των κρυστάλλων.

Ο Λουί Παστέρ γεννήθηκε στο Ντολ (Dole) του διαμερίσματος του Ιούρα της Γαλλίας και μεγάλωσε στην κωμόπολη Αρμπουά (Arbois). Εκεί είχε αργότερα το σπίτι και το εργαστήριό του, που σήμερα έχει μετατραπεί σε «Μουσείο Παστέρ». Ο πατέρας του, Ζαν Παστέρ (Jean Pasteur), ήταν βυρσοδέψης και βετεράνος των ναπολεόντειων πολέμων, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Η εξυπνάδα του Λουί αναγνωρίσθηκε από τον διευθυντή του σχολείου του, που συνέστησε να κάνει αίτηση για την «Εκόλ Νορμάλ» (École Normale Supérieure), η οποία τον δέχθηκε. Μετά το πέρας των σπουδών του, έγινε καθηγητής της Φυσικής στο λύκειο της Ντιζόν (1848), αλλά μετά από λίγο ανέλαβε καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου γνώρισε τη Μαρία Λωράν (Marie Laurent), κόρη του πρύτανη του πανεπιστημίου. Παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1849 και μαζί έκαναν 5 παιδιά, μόνο δύο από τα οποία επέζησαν ως την ενηλικίωσή τους. Σε όλη τη ζωή του ο Παστέρ παρέμεινε πιστός Ρωμαιοκαθολικός.

Στις πρώτες του έρευνες ως χημικός, το 1848, ο Παστέρ έλυσε ένα πρόβλημα σχετικά με τη φύση του ταρταρικού οξέος. Τα διαλύματα αυτής της ουσίας που λαμβάνονταν από ζωντανούς οργανισμούς (συγκεκριμένα από τον μούστο) ήταν «οπτικώς ενεργά», δηλαδή περιέστρεφαν το επίπεδο της πολώσεως του φωτός που διερχόταν μέσα από αυτά. Αλλά το ταρταρικό οξύ που συνέθεταν οι χημικοί τεχνητά δεν είχε τέτοιο αποτέλεσμα, παρότι οι χημικές αντιδράσεις και συμπεριφορά του ήταν εντελώς οι ίδιες.

Εξετάζοντας τους μικροσκοπικούς κρυστάλλους του ταρταρικού αμμωνιακού νατρίου, ο Παστέρ πρόσεξε ότι είχαν δύο ασύμμετρες μορφές που ήταν κατοπτρικές εικόνες η μία της άλλης. Ξεχωρίζοντας υπομονετικά έναν-έναν τους κρυστάλλους με το χέρι, έφτιαξε δύο σωρούς: τα διαλύματα των κρυστάλλων του ενός σωρού περιέστρεφαν το πολωμένο φως δεξιόστροφα, ενώ τα διαλύματα των κρυστάλλων του άλλου σωρού περιέστρεφαν το πολωμένο φως αριστερόστροφα. Ανάμιξη ίσων ποσοτήτων από τις δύο μορφές δεν επηρέαζε την πόλωση του φωτός. Ο Παστέρ συνεπέρανε σωστά ότι το μόριο του οξέος και των αλάτων του ήταν ασύμμετρο και μπορούσε να υπάρχει σε δύο διαφορετικές μορφές που μοιάζουν μεταξύ τους όπως το δεξί και το αριστερό γάντι, ενώ η οργανική μορφή του αποτελείτο αποκλειστικά από τη μία μορφή. Ανακαλύφθηκε έτσι η οπτική στερεοϊσομέρεια.
Φιάλη τύπου «λαιμού του κύκνου» που χρησιμοποίησε ο Παστέρ.

Το 1854 ο Παστέρ, ανακηρύχθηκε κοσμήτορας του νέου «Κολεγίου της Επιστήμης» στην πόλη Λιλ. Το 1856 ανέλαβε διοικητής και διευθυντής επιστημονικών σπουδών στην École Normale Supérieur

Ο Παστέρ απέδειξε ότι η διαδικασία που ονομάζεται ζύμωση προκαλείται από την ανάπτυξη μικροοργανισμών και ότι η ανάπτυξή τους σε διαλύματα θρεπτικών ουσιών δεν οφείλεται σε αυτόματη γένεση από άζωη ύλη.

Εξέθεσε καλά βρασμένες σούπες στον αέρα μέσα σε σκεύη με φίλτρα που δεν επέτρεπαν σωματίδια από τον αέρα να έρθουν σε επαφή με το εσωτερικό τους: Κανένας μικροοργανισμός δεν αναπτύχθηκε στα θρεπτικά αυτά διαλύματα. Επομένως, όσοι μικροοργανισμοί αναπτύσσονταν σε τέτοια διαλύματα έρχονταν από έξω, ως σπόρια πάνω σε κόκκους σκόνης, και δεν παράγονταν μέσα στο διάλυμα. Αυτό ήταν ένα από τα τελικά και σημαντικότερα πειράματα που κατέρριψαν τη θεωρία της αυτόματης γενέσεως.

Μολονότι ο Παστέρ δεν υπήρξε ο πρώτος που πρότεινε τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από μικρόβια (οι Τζιρολάμο Φρακαστόρο, Αγκοστίνο Μπάσι, Φρίντριχ Χένλε και άλλοι την είχαν προτείνει ενωρίτερα), αυτός είναι που την ανέπτυξε και, με πειράματα που έδειχναν καθαρά την ορθότητά της κατάφερε να πείσει όλη την Ευρώπη ότι ήταν σωστή. Σήμερα θεωρείται ο «πατέρας» της Βακτηριολογίας μαζί με τον Ρόμπερτ Κοχ.

Οι έρευνες του Παστέρ απέδειξαν επίσης ότι κάποιοι μικροοργανισμοί μόλυναν τα υγρά κατά τη ζύμωση. Τότε επενόησε μία διαδικασία θέρμαινε τα υγρά όπως το γάλα ώστε να σκοτώσει όλους σχεδόν τους μικροοργανισμούς που βρίσκονταν ήδη μέσα τους. Μαζί με τον Κλωντ Μπερνάρ ολοκλήρωσε την πρώτη δοκιμή στις 20 Απριλίου 1862. Αυτή η διαδικασία ονομάσθηκε παστερίωση.

Η μόλυνση των ζωικών υγρών οδήγησε τον Παστέρ να συμπεράνει ότι μικροοργανισμοί (τα μικρόβια) μόλυναν τα ζώα και τους ανθρώπους επίσης. Πρότεινε την παρεμπόδιση της εισόδου μικροοργανισμών μέσα στο ανθρώπινο σώμα, οδηγώντας έτσι τον Ιωσήφ Λίστερ στο να αναπτύξει αντισηπτικές μεθόδους στη Χειρουργική.

Το 1865 δύο παρασιτικές ασθένειες κατέστρεφαν καλλιέργειες μεταξοσκώληκα στην Αλέ της Γαλλίας. Ο Παστέρ απέδειξε μετά από χρόνια εργασίας ότι υπήρχε ένα μικρόβιο στα αυγά των μεταξοσκωλήκων που προκαλούσε τις ασθένειες και ότι η εξολόθρευσή του στις καλλιέργειες θα εξάλειφε και την ασθένεια.

Ο Παστέρ επίσης ανεκάλυψε τους αναερόβιους οργανισμούς, που μπορούν να ζουν χωρίς οξυγόνο, και η σχετική ιδιότητα, η «αναεροβίωση», αποκαλείται και «φαινόμενο Παστέρ»

Στρεφόμενος ο Παστέρ προς τις ασθένειες, εργάσθηκε τότε πάνω στη χολέρα των πουλερικών. Μία καλλιέργεια των υπεύθυνων βακτηριδίων είχε χαλάσει και απέτυχε να προκαλέσει την ασθένεια σε κοτόπουλα που ο Παστέρ είχε μολύνει με αυτή. Επαναπειραματιζόμενος με αυτά τα υγιή κοτόπουλα, ο Παστέρ ανεκάλυψε ότι δεν μπορούσε πια να τα μολύνει, ακόμα και με βακτηρίδια από νέες καλλιέργειες: τα εξασθενημένα βακτήρια είχαν καταστήσει αυτά τα κοτόπουλα άνοσα ως προς την ασθένεια αυτή.

Για την ακρίβεια, η ανακάλυψη αυτή έγινε τυχαία. Ο βοηθός του Παστέρ, Σαρλ Σαμπερλάν (Charles Chamberland), είχε πάρει οδηγίες να επιμολύνει τα πτηνά μετά την αναχώρηση του Παστέρ για διακοπές. Ο Σαμπερλάν δεν το έκανε και έφυγε και αυτός για διακοπές. Επιστρέφοντας, οι πεπαλαιωμένες πλέον καλλιέργειες μικροβίων (ενός μηνός) προκάλεσαν κάποια ελαφρά συμπτώματα στα κοτόπουλα, αλλά αντί να τα σκοτώσουν όπως συνήθως, τα πουλιά ανάρρωσαν πλήρως. Ο Σαμπερλάν νόμισε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος και θέλησε να πετάξει την ελαττωματική καλλιέργεια, όταν ο Παστέρ τον σταμάτησε, σκεπτόμενος ότι τώρα τα πουλιά αυτά θα ήταν άνοσα στην ασθένεια αυτή, καθώς γνώριζε ότι κάποια ζώα στο Eure-et-Loir που είχαν αναρρώσει από άνθρακα είχαν γίνει και αυτά άνοσα ως προς τον άνθρακα.

Πραγματικά, τη δεκαετία του 1870 ο Παστέρ εφάρμοσε αυτή τη μέθοδο στον άνθρακα που προσέβαλε τα βοοειδή και ενδιαφέρθηκε για την παρόμοια καταπολέμηση και άλλων ασθενειών.
Ο Παστέρ στο εργαστήριό του. Ζωγραφικός πίνακας του Albert Edelfelt (1885).

Η ιδέα της προκλήσεως ανοσίας από μία ασθενή μορφή κάποιας ασθένειας ως προς την ασθένεια αυτή δεν ήταν καινούργια: ήταν γνωστή εδώ και αιώνες για την ευλογιά. Ο Έντουαρντ Τζένερ είχε ανακαλύψει τον σχετικό εμβολιασμό χρησιμοποιώντας ευλογιά των βοοειδών (δαμαλισμός) (1796), μια μέθοδος που ήταν διαδομένη στα χρόνια του Παστέρ. Η καίρια διαφορά ήταν ότι τώρα η εξασθενημένη μορφή των μικροβίων του άνθρακα και της χολέρας είχε «παραχθεί τεχνητώς», οπότε δεν χρειαζόταν να εξευρεθεί μια φυσικώς εξασθενημένη μορφή του μικροοργανισμού.

Αυτή η ανακάλυψη επέφερε επανάσταση στην έρευνα πάνω στις μολυσματικές ασθένειες. Ο Παστέρ δημιούργησε το πρώτο εμβόλιο για τη λύσσα μολύνοντας με τον ιό της κουνέλια και εξασθενώντας μετά τον ιό με αποξήρανση του προσβεβλημένου νευρικού ιστού. Αρχικώς είχε δημιουργηθεί από τον Εμίλ Ρου, Γάλλο γιατρό και συνεργάτη του Παστέρ, που εργαζόταν με νεκρούς ιούς από τις σπονδυλικές στήλες προσβεβλημένων κουνελιών. Το εμβόλιο είχε δοκιμασθεί μόνο σε 11 σκύλους πριν την πρώτη δοκιμή του σε άνθρωπο.

Αυτή η δοκιμή έγινε πρόωρα από τον Παστέρ για να σώσει τη ζωή ενός εννιάχρονου αγοριού που είχε δαγκωθεί από λυσσασμένο σκύλο, του Joseph Meister, στις 6 Ιουλίου 1885. Αυτό έγινε με κάποια διακινδύνευση από μέρους του Παστέρ, καθώς δεν ήταν ο ίδιος γιατρός με άδεια ασκήσεως της Ιατρικής και θα μπορούσε κάποιος να τον μηνύσει γι' αυτό. Ωστόσο, το παιδί θα πέθαινε σχεδόν σίγουρα από λύσσα αν δεν γινόταν κάτι. Αφού συμβουλεύθηκε συνεργάτες του, ο Παστέρ απεφάσισε να προχωρήσει. Ο εμβολιασμός είχε θεαματική επιτυχία, αφού το παιδί απέφυγε εντελώς την ασθένεια. Μετά από αυτό, ο Παστέρ απέκτησε παγκόσμια δόξα και φήμη, και υμνήθηκε σαν ήρωας. Η επιτυχία αυτή έθεσε τα θεμέλια για την παρασκευή και πολλών άλλων εμβολίων, καθώς και στην ίδρυση του Ινστιτούτου Παστέρ, του οποίου ο ίδιος έγινε τιμητικά ο πρώτος διευθυντής.

Ο Παστέρ πέθανε στο Marnes-la-Coquette, στα υψώματα του Σηκουάνα (Hauts-de-Seine) κοντά στο Παρίσι, από επιπλοκές από μία σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων που είχαν αρχίσει από το 1868. Πέθανε ακούγοντας την ιστορία του Αγίου Βικεντίου de Paul, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει. Τάφηκε στον Καθεδρικό Ναό της Νοτρ Νταμ ντε Παρί, αλλά τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μία κρύπτη κάτω από το Ινστιτούτο Παστέρ, στο Παρίσι.

Ο Παστέρ τιμήθηκε με το «Μετάλλιο Leeuwenhoek», τη μέγιστη τιμή της Μικροβιολογίας, το 1895 και με τον Μεγαλόσταυρο της Λεγεώνας της Τιμής, παράσημο με το οποίο έχουν τιμηθεί μόνο 75 άνθρωποι στην ιστορία.

Ο Παστέρ κατέλαβε τη δωδέκατη θέση στην έκδοση του 1978 του αμφιλεγόμενου βιβλίου του Michael H. Hart «Οι 100: μια κατάταξη των πιο σημαντικών προσώπων της Ιστορίας». Αλλά στην αναθεωρημένη έκδοση του 1992 ανέβηκε στην ενδέκατη θέση, ξεπερνώντας τον Καρλ Μαρξ.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%BF%CF%85%CE%AF_%CE%A0%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%81
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Κροκέτες σπανάκι

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=309353495838694&set=a.264589636981747.58976.264580240316020&type=1&theater


► Κροκέτες σπανάκι

Είναι πολύ νόστιμες! Α, και αν θέλεις να τις κάνεις νηστίσιμες κάνε τα παρακάτω. Αντικατάστησε το βούτυρο με μαργαρίνη και κάθε αυγό με 1 κ.σ. αλεύρι σόγιας με λίγο νερό! Ακόμη και το τυρί μπορεί να αντικατασταθεί με φυτικό, που θα βρεις σε μεγάλα super market!

1 1/2 κιλό σπανάκι
3 αυγά
2 κ.σ. βούτυρο φρέσκο
1 1/2 φλιτζάνι ψίχα ψωμιού
1 μέτριο κρεμμύδι ψιλοκομμένο
Αλάτι,πιπέρι
1 φλιτζάνι παρμεζάνα τριμμένη
1/2 φλιτζάνι τριμμένη φρυγανιά
Λάδι για τηγάνισμα

Καθάρισε καλά το σπανάκι και κόψε σε μικρά κομμάτια

Σούρωσε καλά, πιέζοντας να φύγει όλο το νερό. Στη συνέχεια ψιλόκοψε όσο περισσότερο μπορείς

Βάλε σε ένα βαθύ μπολ και αλατοπιπέρωσε. Συμπλήρωσε το ψωμί τριμμένο, ένα αυγό και δύο κρόκους, το βούτυρο, το τυρί και το κρεμμύδι. Κράτησε τα ασπράδια

Ζύμωσε καλά και πλάσε σε ό, τι σχήμα σου αρέσει

Χτύπησε ελαφρά τα ασπράδια με ελάχιστο νερό

Βούτηξε τις κροκέτες στη φρυγανιά και στη συνέχεια στο αυγό και ρίξε στο καυτό λάδι να πάρουν χρώμα.

tlife.gr

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

10 σημάδια

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=309346879172689&set=a.264589636981747.58976.264580240316020&type=1&theater


10 σημάδια που δείχνουν ότι τα παιδιά σας δεν αντέχουν άλλες δραστηριότητες

Υπάρχει η τάση τελευταία τα παιδιά να φορτώνονται μ’ ένα σωρό εξωσχολικές δραστηριότητες. Μήπως όμως είναι κουραστικό;

Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με γονείς υψηλού μορφωτικού επιπέδου -και κυρίως τα κορίτσια- έχουν καθημερινά ένα γεμάτο πρόγραμμα που δεν περιλαμβάνει παιχνίδι και ξεκούραση. Είναι σημαντικό λοιπό
ν να καταλάβετε ως γονείς πότε τα παιδί σας δεν αντέχει άλλες δραστηριότητες και χρειάζεται ξεκούραση. Το παιδί σας έχει φτάσει τα όριά του όταν:

1. Δεν το βλέπετε ποτέ να κάθεται και να μην κάνει τίποτα. Αν λοιπόν το παιδί σας είναι συνεχώς απασχολημένο με κάτι μάλλον το πρόγραμμά του πρέπει να ελαφρύνει.

2. Το παιδί σας έχει τη συμπεριφορά ενήλικα. Παράπονα για πονοκέφαλο ή κούραση είναι κυρίως συνήθεια των μεγάλων. Όταν το παιδί σας έχει τέτοια συμπτώματα μάλλον κάτι δεν πάει καλά.


3. Το παιδί σας δεν ξετρελαίνεται με τις αγαπημένες του λιχουδιές. Όταν δείτε το παιδί σας να μην βρίσκει χαρά στις απλές καθημερινές συνήθειες που παλαιότερα το ξετρέλαιναν, είναι σημάδι εξάντλησης από την καθημερινότητα.


4. Οι βαθμοί του πέφτουν απότομα. Μπορεί να το βλέπετε όλη μέρα να πασχίζει με τα βιβλία του, να είστε όμως σίγουροι ότι η απόδοσή του δεν θα είναι η αναμενόμενη αν είναι υπερ απασχολημένο με μια ντουζίνα επιπλέον δραστηριότητες.


5. Το αυτοκίνητο είναι το δεύτερο σπίτι του. Αν περνάει περισσότερη ώρα στο πίσω κάθισμα απ’ ότι στο σπίτι τότε μάλλον υπάρχει πρόβλημα. Το παιδί χρειάζεται μία ανάσα!


6. Αν δείτε ότι είναι συνεχώς κακόκεφο ή αγχωμένο, τότε μάλλον έχετε φορτώσει το παιδικό του μυαλουδάκι με έννοιες που δεν αρμόζουν στη ξεγνοιασιά της ηλικίας του.


7. Οι φίλοι του έχουν να εμφανιστούν καιρό. Ειδικά από μία ηλικία και μετά, όταν το παιδί αρχίζει να κοινωνικοποιείται, οι φίλοι του είναι βασικό κομμάτι της καθημερινότητάς του. Αν λοιπόν έχετε να τους δείτε καιρό μάλλον πρέπει να αντικαταστήσετε μία δραστηριότητα με το ‘παιχνίδι με φίλους’.


8. Το οικογενειακά γεύματα είναι πλέον σπάνια. Αν το παιδί σας λείπει τις περισσότερες φορές από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, τότε καταλαβαίνετε ότι δεν του μένει χρόνος ούτε για τα βασικές καθημερινές συνήθειες.


9. Σας ρωτάει συνέχεια τη γνώμη σας και δεν χρησιμοποιεί τη φαντασία του. Η φαντασία είναι χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας. Όταν λοιπόν εξαφανίζεται, πρέπει να ανησυχήσετε.


10. Είστε κι εσείς το ίδιο κουρασμένοι με το παιδί σας, αφού συνεχώς τρέχετε μαζί του. Είναι ένα βασικό σημάδι που σας κάνει να καταλάβετε ότι το παιδί σας κουράζεται περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Χαλαρώστε μαζί!

jenny.gr

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Πώς διαλέγετε τα αλκοολούχα ποτά

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=309348119172565&set=a.264589636981747.58976.264580240316020&type=1&theater

Πώς διαλέγετε τα αλκοολούχα ποτά

Ένας από τους μεγαλύτερους διαδρόμους που απλώνεται μπροστά στο αγοραστικό κοινό με μεγάλη ποικιλία σε προϊόντα, είναι αυτός των αλκοολούχων ποτών. Τα αλκοολούχα ποτά είναι πολύ δημοφιλή σε όλο τον κόσμο. Κάθε τόπος μπορεί να έχει το δικό του παραδοσιακό ποτό αλλά μπορεί να επιλέγει και ποτά που είναι διεθνώς γνωστά για να συνοδεύουν οικογενειακά τραπέζια, να κα
λωσορίζουν σε γιορτές, να κάνουν μια πρόποση...

Ποια όμως θεωρείται η καλύτερη επιλογή αλκοολούχου για έναν καταναλωτή που το αναζητά;

Αρχικά, επισημαίνουμε ότι ως αλκοολούχα ορίζονται τα ποτά που περιέχουν αιθυλική αλκοόλη, η οποία προέρχεται είτε από ζύμωση σακχάρων, είτε από απ’ ευθείας προσθήκη.

Η ταξινόμηση τους γίνεται στις εξής κατηγορίες:

Κρασιά, τα οποία διακρίνονται και σε άλλες υποκατηγορίες ανάλογα με το χρώμα, τη γλυκύτητα, το άρωμά τους και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά. Αποστάγματα, εκ των οποίων τα πιο κοινά που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι η βότκα, το ρούμι, το ουίσκι, το τζιν και άλλα.
Ηδύποτα ή κοινώς λικέρ, τα οποία έχουν ως βάση τους ένα αλκοολούχο ποτό αναμεμιγμένο με έναν αρωματικό ή γλυκαντικό παράγοντα.

Μπίρα, η οποία διακρίνεται σε υποκατηγορίες ανάλογα με τη το είδος ζύμωσης (ale ή lager), γεύση της (γλυκιά, πικρή, φρουτώδης, έντονη αίσθηση βύνης κλπ), την περιεκτικότητα της σε αλκοόλη (δυνατή, μέση, ελαφριά ή χωρίς αλκοόλ) και το χρώμα της (ξανθιά, σκουρόχρωμη/μαύρη, άσπρη ή κόκκινη).
Κοκτέιλ. Πρόκειται για αναμίξεις διαφόρων ποτών.

Όσον αφορά στο θερμιδικό του περιεχόμενο, το αλκοόλ αποδίδει 7 θερμίδες ανά γραμμάριο, τις περισσότερες δηλαδή θερμίδες μετά τα λιπαρά που αποδίδουν 9 θερμίδες ανά γραμμάριο. Όσο υψηλότερη περιεκτικότητα έχει ένα ποτό σε αιθυλική αλκοόλη, τόσο περισσότερες είναι και οι θερμίδες του.

Αν συγκρίνουμε, τις θερμίδες για ισόποση κατανάλωση, η μπίρα είναι η πιο «light» εκδοχή με μόλις 45 θερμίδες ανά 100ml, ακολουθεί το κρασί με 80 θερμίδες ανά 100ml και τέλος τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά με 250 θερμίδες ανά 100ml. Τα γλυκά ποτά εν αντιθέσει, έχουν περισσότερες θερμίδες, λόγω της παρουσίας και των σακχάρων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα λικέρ. Τέλος, υπάρχει πάντα και η επιλογή μπίρας ή κρασιού χωρίς αλκοόλ, όπου το θερμιδικό περιεχόμενο μειώνεται κατά πολύ.

Σύμφωνα με τις Διαιτητικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς και την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ αντιστοιχεί σε ένα ποτό την ημέρα για τις γυναίκες ή οποιοδήποτε άτομο άνω των 60 ετών και σε δύο ποτά την ημέρα για τους άνδρες κάτω των 60 ετών. Μια μερίδα αλκοόλ ισοδυναμεί με 330 ml μπίρας, 125 ml κρασιού (ξηρού λευκού ή κόκκινου) και 40 ml ποτού.

Ότι το κρασί έχει συνδεθεί θετικά με διάφορες παραμέτρους υγείας, είναι γνωστό. Έχει διαπιστωθεί, όμως, ότι και η κατανάλωση μπίρας, μπορεί να έχει τέτοια οφέλη και μάλιστα με μικρότερο θερμιδικό κόστος απ’ότι ίση ποσότητα κρασιού όπως είδαμε. Μια μελέτη στη Δημοκρατία της Τσεχίας διαπίστωσε την ευεργετική επίδραση της μπίρας στην υγεία της καρδιάς, λόγω της περιεκτικότητάς της σε φυλλικό οξύ. Τα επίπεδα φυλλικού οξέος στο πλάσμα ήταν αντιστρόφως ανάλογα προς τα συνολικά επίπεδα ομοκυστεΐνης στο πλάσμα, τα οποία σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών ασθενειών. Πρόσφατη μελέτη και σε ελληνικά δεδομένα έδειξε επίσης τα οφέλη της μπίρας στην αγγειακή λειτουργία. Η μπίρα αποτελεί μια περίπτωση ποτού, που παράγεται με ζύμωση επί των φυσικών συστατικών της, δηλαδή τα δημητριακά. Ενώ άλλα συστατικά της όπως η μαγιά ή και ο λυκίσκος, χρησιμοποιούνται και στην φαρμακοβιομηχανία και τα συμπληρώματα διατροφής για τις ευεργετικές τους ιδιότητες.

H μέτρια κατανάλωση αλκοόλ είναι, για τους περισσότερους ανθρώπους, πιθανότατα ασφαλής. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες ομάδες ατόμων, οι οποίες πρέπει να αποφεύγουν γενικά τη χρήση αλκοόλ, όπως τα παιδιά, οι έγκυες γυναίκες, τα άτομα που λαμβάνουν συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή και άλλα που πάσχουν από ορισμένες ιατρικές παθήσεις.

Η ευκαιριακή επίσης άμετρη κατανάλωση -πέντε ή περισσότερα ποτά σε μια φορά- μπορεί να βλάψει την υγεία και να αυξήσει τον κίνδυνο για ατυχήματα και τραυματισμούς. Επιπλέον, οι αρνητικές επιδράσεις της βαριάς κατανάλωσης οινοπνεύματος είναι καλώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν αύξηση στα ποσοστά θνησιμότητας, υπερτριγλυκεριδαιμία, υπέρταση, κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο και αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στόματος και του φάρυγγα.

Εν κατακλείδι, καλό είναι οι καταναλωτές να παραμείνουν σε ένα μέτριο επίπεδο κατανάλωσης και να προτιμούν την κατανάλωση πιο ελαφρών αλκοολούχων ποτών, παράλληλα με φαγητό. Σημαντική είναι και η ταυτόχρονη κατανάλωση νερού, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιούνται τα αλκοολούχα ως μέσο ικανοποίησης του αισθήματος της δίψας. Επιλέγοντας, ένα έως δύο ποτά την ημέρα με κριτήριο τα όσα αναλύσαμε και όταν αυτά καταναλώνονται μαζί με τα γεύματα- μπορεί να παρέχουν κάποια οφέλη για την υγεία. Ωστόσο, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν σαφή κατανόηση του τι ερμηνεύεται ως μέτρια πρόσληψη αλκοόλ και να μη συνιστάται ως προληπτική στρατηγική για την καλή υγεία.

mednutrition.gr
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

«Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν»

πηγή http://www.facebook.com/photo.php?fbid=386373064769085&set=a.136809996392061.29371.135792846493776&type=1&theater

ΒΙΒΛΙΟ-ΜΠΕΤΤΥ ΣΜΙΘ«Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν»

Η ιστορία

Το μυθιστόρημα ΄Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν (A tree grows in Brooklyn) αν και θεωρείται ένα βιβλίο ενηλικίωσης πηγαίνει ακόμη παραπέρα. Έχει πλούσια πλοκή γιατί δείχνει τις τύχες τριών γενεών μιας φτωχής αλλά περήφανης αμερικανικής οικογένειας και προσφέρει ένα πορτρέτο μιας έντονης ζωής σε μια από τις σημαντικότερες συνοικ
ίες της Νέας Υόρκης, το Μπρούκλιν. Η ιστορία ξεκινάει το 1912 όταν η Φράνση Νόλαν και ο μικρός της αδελφός, Νήλυ, μαζεύουν πράγματα του πεταμού για να βγάλουν λίγα χρήματα. Τα μισά από αυτά τα λεφτά τα αποταμιεύουν σε τενεκεδάκια, που τα κρύβουν με προσοχή. Είναι η μικρή τους τράπεζα που αποδεικνύει την επιμονή και τις προσδοκίες της οικογένειας Νόλαν για μια καλύτερη ζωή. Όλοι στην οικογένεια ονειρεύονται ένα διαφορετικό αύριο, όχι μόνον τα παιδιά. Η μάνα καθαρίζει πατώματα και παλεύει πιο πολύ από τον άντρα της, τον Τζόνι, που βρίσκεται συνεχώς άνεργος και μεθυσμένος.
Μπορεί η ίδια να έπεσε έξω στους σχεδιασμούς της όμως είναι πολύ αισιόδοξη για τα παιδιά της για τα οποία και μοχθεί. Θέλει να τα σπουδάσει και θέλει ο Νέλη να γίνει γιατρός. Η Φράνση φαίνεται πιο σταθερή και θα υλοποιήσει κάποια στιγμή τα όνειρά της. Η Φράνση πάντως δείχνει να είναι πιο κοντά στον διαλυμένο πατέρα της παρά στη μάνα της που θυσιάζεται για όλους. Τελικά ο Τζόνι της εξασφαλίζει μια θέση σε ένα καλύτερο σχολείο, έξω από την γειτονιά. Όταν ο πατέρας θα πεθάνει από το αλκοόλ η Φράνση θα δώσει μάχη επιβίωσης μέσα στις δύσκολες συνθήκες. Με την αποφασιστικότητα της μητέρας τους τα δύο παιδιά θα τελειώσουν την έκτη τάξη αλλά θα δυσκολευτούν να προχωρήσουν στο λύκειο. Σχολείο αληθινό θα γίνει η ίδια η ζωή γιατί θα αναγκαστούν να δουλέψουν πέρα από την γέφυρα του Μανχάταν και έτσι θα γνωρίσουν έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από την μικρή παρωχημένη συνοικία τους. Η Φράνση θα αγαπήσει για πρώτη φορά και πεισματάρα, σαν τη μητέρα της, θα ολοκληρώσει τις σπουδές της. Μπορεί να αφήσει πίσω της μια μικρή γειτονιά, ανοίγοντας τα φτερά της για το μέλλον, αλλά θα κρατήσει το Μπρούκλν μέσα στην καρδιά της για πάντα, σαν τον αγαπημένο τόπο της παιδικής ηλικίας της.

Απόσπασμα

«Για τη Φράνση, το Σάββατο άρχιζε με τη βόλτα στον παλιατζή. Όπως και τ? άλλα παιδιά του Μπρούκλιν, έτσι κι εκείνη κι ο αδελφός της ο Νήλυ μάζευαν ένα πλήθος κουρέλια, χαρτιά, σιδερικά, λάστιχα κι άλλα τέτοια πράματα, και τα φύλαγαν πως και τι, σε κασέλες κλειδωμένες ή σε κουτιά που τα ?κρυβαν κάτω από τα κρεβάτια τους. Όλη τη βδομάδα η Φράνση γύριζε από το σχολείο στο σπίτι σιγά-σιγά, με τα μάτια στο αυλάκι του δρόμου, κι έψαχνε για ασημένια χαρτιά από πακέτα τσιγάρα ή από τσίκλες?»

Ο συγγραφέας

Η συγγραφέας Μπέττη Σμίθ έζησε κάπως σαν την ηρωίδα της. Γεννήθηκε το 1896 σε μια φτωχική σπίτι στη Νέα Υόρκη και από μικρή ονειρευόταν να αποκτήσει λεφτά. Οι γονείς της ήταν μετανάστες από την Γερμανία. Εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκατέσσερα, όταν πέθανε ο πατέρας της. Δούλεψε σκληρά να βοηθήσει την οικογένειά της και κατόρθωσε να σπουδάσει στα καλύτερα κολλέγια και να γίνει καθηγήτρια. Στα 47 της έγραψε το μυθιστόρημα «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» και πούλησε αμέσως 4 εκατομμύρια αντίτυπα. Έτσι είδε τους κόπους της να ανταμοίβονται. Πέθανε το 1972 αφού έγραψε ακόμη τρία μυθιστορήματα.

Γύρω από το βιβλίο


Το μυθιστόρημα παραμένει ένα από τα πιο αγαπητά βιβλία κάθε ηλικίας. Ειδικά όμως οι νέοι συγκινούνται από τον αγώνα της Φράνση και ταυτίζονται με τους στόχους της. Μπορεί η βασική ηρωίδα του βιβλίου να είναι η Φράνση όμως είναι εμφανές ότι και το Μπρούκλιν πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα. Το δέντρο είναι επίσης ένα σύμβολο ελπίδας, αφού υπάρχει στη γειτονιά της Φράνσης, ανάμεσα στα τσιμέντα, ζεί χωρίς ήλιο και νερό μόνον που οι άνθρωποι δύσκολα μπορούν να το ξεχωρίσουν ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Το μυθιστόρημα γυρίστηκε σε ταινία το 1945 με σκηνοθέτη τον Ηλία Καζάν, Έλληνα μετανάστη της Μικρασίας, που διέπρεψε και έγινε ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Αμερικής.


Θεόδωρος Γρηγοριάδης ΑΠΟ
http://www.serrelib.gr/bookneous.php?id=70

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ



ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-28/9/1988)
 
ΔΙΗΓΗΜΑ "ΚΕΝΕΣ ΩΡΕΣ"

Φανταστείτε έναν άνθρωπο, μια γυναίκα, την Ανθή, που στις πέντε το πρωί αποφασίζει πια ν’ αυτοκτονήσει. Είναι γι’ αυτήν η μοναδική λύση, και λύση όχι ευκαταφρόνητη. Άλλοτε αυτή η ώρα της ημέρας, το ξημέρωμα, το ξύπνημα των πουλιών, με τα δειλά τους πρώτα τιτιβίσματα, σα να γυρεύουνε να βρούνε τον τόνο, τη γέμιζε ευφροσύνη. Ένιωθε ως μέσα της ένα
αφάνταστο πλημμύρισμα χαράς. Τώρα, τα ίδια τα κίνητρα που άλλοτε της έδιναν τη χαρά, έχουνε γίνει πηγή καταθλιπτικής δυσθυμίας. Θα επιθυμούσε πολύ, λόγου χάρη, να μη ’ρθουνε φέτος τα χελιδόνια. Την ενοχλεί αυτή τους η αεικίνητη φροντίδα, να χτίσουνε φωλιά, να ’τοιμάσουνε νοικοκυριό, ν’ αγαπηθούν, να κάμουν μικρά... και δε θα ήθελε οι τριανταφυλλιές και τ’ αγιοκλήματα του κήπου να ξανανθίσουν. Κι όμως ανθίσανε όλες τους τόσο πλούσια, όσο ποτέ, και τα δέντρα φορτώθηκαν καρπούς, αδιάφορα, αναίσθητα, σα να μην έχει μέσα στο σπίτι τίποτε αλλάξει...
«Κάποτε βέβαια θα πεθάνω, λέει η Ανθή, ζητώντας να τονωθεί στην απόφασή της, αμφιβολία πάνω σε τούτο δε χωρεί. Και θα ’ναι ή από πνευμονία, ή από καρκίνο, ή από συμφόρηση, ή ποιος ξέρει από ποιαν άλλη αρρώστια, όλες το ίδιο βασανιστικές με κρεβατώματα και πόνους. Και θα γίνω στους γύρω μου αβάσταχτο βάρος, και θ’ ακούω καθώς θα ’μαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να σιγαλοψιθυρίζουν στο διάδρομο: ναι ο θάνατός της είναι παρακαλετός... ο θεός ας την ξεκουράσει... Τώρα. θα πεθάνω με τη δική μου θέληση· γερή και καλή. Και δε θα δώσω βάρος σε κανέναν και το σπουδαιότερο θ’ αλαφρώσω απ’ τις πίκρες που βαραίνουν απάνω μου και δεν τις αντέχω άλλο. Υπομονή έκανα αρκετές μέρες, γιατί είμαι ένας άνθρωπος πολύ λογικός. Αποφάσεις δεν παίρνω ποτέ εύκολα· εξαντλώ πρώτα κάθε όριο. Σκέφτηκα πως όλα περνούν, και δεν αποκλείεται και οι δικές μου πληγές να επουλωθούνε κι ας τις νόμιζα αθεράπευτες. Και... περίμενα... Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! επειδή δεν της δίνανε τον άνθρωπο που αγαπούσε...., και ποιος τη βεβαίωνε πως ο άνθρωπος αυτός, που τον αγαπούσε τόσο πολύ, δε θα την πίκραινε αργότερα σε σημείο που πάλι να καταλήξει στην αυτοκτονία; αυτά κανένας δε μπορεί να τα προμαντέψει, και πάλι το βερονάλ δεν πουλιέται σε μεγάλες δόσεις· μπορείς όμως να πας ν’ αγοράσεις από πεντέξη φαρμακεία συγχρόνως κι έτσι να μην κινήσεις υποψίες. Ένα γιατρό είχα γνωρίσει μια φορά, που έπλεκε το εγκώμιο κάποιου φάρμακου, αν θυμάμαι καλά το ’λεγε υδροκυάνιο· «ένα», έλεγε «είναι το φάρμακο που θεραπεύει όλες ανεξαιρέτως τις αρρώστιες από τις πιο αθεράπευτες ως τις πιο παραμικρές. Αυτό έπρεπε να συνιστούμε μεις οι γιατροί στους μισούς τουλάχιστον από τους αρρώστους μας. επειδή έχει και το μεγάλο προτέρημα να ’ναι δραστικό, αποτελεσματικό· μόνο να το αγγίξεις στη γλώσσα σου, θεραπεύεσαι για πάντα. Πεθαίνεις αυτοστιγμής από συγκοπή. Αλλά το φάρμακο αυτό πού να το βρεις! Ποιος να σου κάμει αυτή τη μεγάλη εκδούλευση!...».

Έπειτα άπλωσε η Ανθή το χέρι της δίπλα στο κρεβάτι, ψαχούλεψε, βρήκε το ρολόι της και κοίταξε την ώρα: εφτά παρά δέκα! Ίσια ίσια που προφταίνω να ντυθώ, να ετοιμαστώ, και να βρεθώ στη δουλειά μου με την ώρα μου.

Οχτώ μ’ εννιά είχε μάθημα στην Έκτη περί της «χρήσεως του απαρεμφάτου». Ύστερα ένα κενό, και ξανά τρία μαθήματα σειρά σε διάφορες τάξεις. Για φανταστείτε λοιπόν αυτή τη γυναίκα, που στις πέντε αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει και κανονίζει τις λεπτομέρειες, και στις οχτώ αρχίζει και διδάσκει μπροστά στον πίνακα περί απαρεμφάτου... να ’ναι άραγε το φαινόμενο τούτο κωμικό ή τραγικό; και ποια η ανάγκη να πηγαίνουμε στο θέατρο; Πρόκειται το θέατρο να θαυμάσουμε ηθοποιούς δυνατότερους από μας τους ίδιους: Ποια πρωταγωνίστρια από τις γνωστές η τις άγνωστες, θα ‘παιζε τούτο το ρόλο, με τη φυσικότητα που τον έπαιξα εγώ; έτσι συλλογιέται η κ. Ανθή καθώς βγαίνοντας από την τάξη διασχίζει το ατελείωτο κοριντόρ, που οδηγεί στο βάθος, στο Γραφείο των καθηγητών.

Στο Γραφείο μπαίνανε τώρα ένας ένας οι διάφοροι καθηγητές· άλλοι βιάζονταν ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους, άλλοι να γράψουν στο «βιβλίο ύλης», άλλοι να βγούνε στην ταράτσα να περπατήσουν πάνω κάτω στον καθαρόν αέρα. Καθένας κι απάνω του. Η Ανθή νόμιζε πως δεν είχε με κανένα τους κείνη την ψυχική συγγένεια, που σε κάνει ν’ ανοίγεις την καρδιά σου και ν’ ανακουφίζεσαι. Τους αγαπούσε όλους, γιατί ήσανε καλοί και συμβιούσαν μέσα σε θερμήν ατμόσφαιρα συναδέλφωσης· κάνανε αστεία μιλούσαν και γελούσαν, μα στην ψυχή της έμενε πάντα ένας μικρούτσικος χώρος για την ατομική της μόνο κυκλοφορία. Ολότελα με το θεολόγο τους τον κ. Πέπα, η το μαθηματικό τους τον κ. Βαλτή η απόσταση ήτανε μεγάλη. Δέκα φράσεις δεν είχανε ανταλλάξει τα χρόνια που συνυπηρετούσαν. Ποιος έφταιγε; η Ανθή που δεν τους έμοιαζε σε τίποτα; ή αυτοί που δε μοιάζανε σε τίποτα της Ανθής;

Η Ανθή καθισμένη σε μια καρέκλα παρακολουθούσε τους καθηγητές που κυκλοφορούσαν να γύρο, κι έλεγε: «Πότε να τελειώσει το διάλειμμα! Ν’ ακουστεί το κουδούνι που θα τους μαζέψει πάλι όλους και θα τους ξανακλείσει στις τάξεις! Να χαρώ την κενή μου ώρα, να μείνω μόνη, να παραδοθώ ανενόχλητη στα σχέδιά μου...».

Βγήκαν επιτέλους πάλι όλοι από το Γραφείο, η Ανθή έκλεισε καλά την πόρτα, κι άρχισε να κάνει βόλτες πάνω κάτω. Ύστερα άνοιξε το τζάμι για να δει με μεγαλύτερη διαύγεια τη θάλασσα. Απλωνότανε μισή καταπράσινη, πέρα κατά το βάθος, και μισή γαλάζια. «Το σκολειό μας είναι σ’ εξαιρετική θέση χτισμένο. Αγναντεύει μια κατά τη θάλασσα και μια κατά τα περιβόλια κι είναι η κοινωνία του γεωργοί, αγαθοί ανθρώποι... τα παιδιά καλόκαρδα, μα πως το ’λεγε η μητέρα; ήτανε τότες, που είχαν νοικιάσει οι γονείς μου κείνο το ξανοιχτό σπίτι... που υψωνότανε ανάμεσα σε λεμονιές και νεραντζιές που μοσκομύριζαν... μα η μητέρα ήτανε πολύ πικραμένη. Δε μπορούσαν τα μάτια της να δούνε τις ομορφιές του σπιτιού· η θλίψη έπλεκε υφάδι και της εμπόδιζε την όραση. Κι όταν της το παίνευαν και της λέγανε, το σπίτι σας είναι παράδεισος, «τι το θέλεις το χρυσό το τάσι, τους αποκρινότανε, άμα είναι να φτύνεις αίμα μέσα;» Έτσι είναι τα καλοχτισμένα σκολειά, και την όμορφη θέα, και τα καλά παιδιά, ας τα χαίρονταν εκείνοι που ήτανε στο χέρι τους· η Ανθή τα ’βλεπε, κι είχε την εντύπωση πως ετοιμάζεται για ταξίδι και πως αποχαιρετάει. Ύστερα πήγε κατά το πιάνο, το άνοιξε, το ξεσκόνισε και κάθισε. Έκαμε να παίξει μα οι ήχοι του την ενόχλησαν· το ξανάκλεισε. Πήρε δυο καρέκλες και κάθισε, απλώνοντας τα πόδια της στη μια. Ένιωθε φοβερή κούραση. Ακούμπησε και το κεφάλι στην ανοιχτή παλάμη σκεπάζοντας συγχρόνως τα μάτια της. Δεν είχε καλά καλά ταχτοποιηθεί, κι η πόρτα του Γραφείου άνοιξε και μπήκε μέσα ο μαθηματικός τους ο κ. Βαλτής. Δεν είπε ούτε καλημέρα στην Ανθή, τίποτα. Πλησίασε στο τραπέζι, σωριάστηκε σε μια καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη του το μαντήλι του κι άρχισε να κλαίει φωναχτά σα μωρό· έκλαιγε κι έλεγε, έλεγε!... Η Ανθή τα ’χασε. Τρόμαξε. Μα ο κ. Βαλτής τώρα και τέσσερα χρόνια, που συνυπηρετούσαν, δεν είχε ανοίξει το στόμα του να πει πέντε λόγια! Οι πληροφορίες των συναδέλφων για την εν γένει ιδιωτική του ζωή, συμποσούνταν στις πενιχρές απαντήσεις, που έδινε αυτός ο ίδιος κάθε χρόνο συμπληρώνοντας το ατομικό του δελτίο: Έγγαμος: ναι. Τέκνα: τέσσερα... Μα μήτε πού καθότανε ξέρανε οι συνάδελφοι — έφευγε από το σχολείο με τα πόδια κι έκοβε μέσα από τα χωράφια — ούτε τι σκαρί ήτανε η γυναίκα του, και τα «τέσσαρά» του τέκνα δεν τα είχανε δει ποτέ στα μάτια τους. Τις παρέες με το σύλλογο τις απόφευγε. Στην εικοστή πέμπτη Μαρτίου, στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, στα «αποτελέσματα» που ο Γυμνασιάρχης καλούσε το σύλλογο να του προσφέρει μια μπύρα, ένα γλυκό, ο κ. Βαλτής δεν ερχότανε: «ευχαριστώ πολύ, κ. Γυμνασιάρχα, δυστυχώς δε θα μπορέσω». Στις εκδρομές που όλοι οι συνάδελφοι ακολουθούσαν οικογενειακώς, εκείνος προφασιζότανε, πως κάποτε είχε πάθει ρευματισμούς κι αποφεύγει τη σωματική κόπωση. Λιγομίλητος, μαζεμένος, ανεκδήλωτος. Και τώρα!... ό,τι μάζευε τόσα χρόνια ό,τι κράταγε κρυμμένο μέσα του τόσους καιρούς, με ευλάβεια και φανατισμό, τώρα; το σκορπούσε χωρίς να του το ζητάει κανένας. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει... Έλεγε, έλεγε, τόσα πολλά που δεν πρόφταινε κανένας ν’ ακούει: «ήρθανε, ξαναήρθανε ένα σωρό γιατροί, τι κάμανε; τίποτα. Ήρθε ο Μαρούλης, ήρθε ο Κιστήνιος, ήρθε ο Οικονομόπουλος. Τη βασανίζουνε. Την ταλαιπωρούνε χτύπησε, ξαναχτύπησε, ακροάσου, τρύπησε, ξανατρύπησε, την περασμένη βδομάδα, την Τρίτη, λένε χρειάζεται σανατόριο. Τρέχω πάνω κάτω, προεξοφλώ τέσσερις μισθούς, γιατί είχα και χρέη, και την πηγαίνω στα Μελίσσια... τώρα, αφού είδανε πως την έβλαψε το σανατόριο, μου ξαναλένε πίσω! κλινική! τι θα γίνω! που θα μείνουν τέσσερα μωρά! Είμαστε ξένοι· είμαι ξένος!

- Μα τι έχετε, κ. Βαλτή, τι σας συμβαίνει;

- Μένω έρημος... μα το περισσότερο, εκείνη κλαίω, είκοσι οχτώ χρονώ γυναίκα. Και δε γνώρισε κοντά μου μήτε τόση δα! να! τόση δα χαρά! Την πήρα μικρή μικρή από τη μάνα της, άμα μετατέθηκα στη Σάμο κι ήμουν εγώ βαρύς κι αυτή είχε ψυχή αγγέλου...

- Μα νομίζετε πως έχει σημασία ποιος απ’ τους δυο είναι βαρύς...

- Δε χάρηκε κοντά μου στο παραμικρό! κι όλα στενόχωρα. Ένας δασκαλίστικος μισθός πού να φτάξει... άμα είχαμε ρούχο, δεν είχαμε παπούτσια, κι άμα είχαμε παπούτσια, δεν είχαμε καπέλο... Τα ’χει δει κανένας σας τα παιδιά μου; την ξέρει κανένας σας τη γυναίκα μου; ξέρει κανένας σας πού κάθουμαι; και ήτανε αδύνατη η καρδιά της, έλεγε ο γιατρός ξεκούραση, κι αυτή έκανε ως και τη μπουγάδα μονάχη της, όλες τις δουλειές τις έκανε δίχως κανένα βοηθό, έτρεχα άμα σκολνούσα, με τα πόδια, για να γλιτώνω τα έξοδα του τραμ, κι είχα την αγωνία πότε θα φτάσω... κι όλο με το γέλιο... να βγαίνει η ψυχή της κι αυτή να γελά... τι θα γίνω! Τι να κάμω!

- Υπομονή να κάμετε, κ. Βαλτή, υπομονή κάνουμε όλοι μας και περνάμε τούτη την αχάριστη κι άσκοπη ζωή.

- Είμαι ξένος... πενήντα χρονώ με τέσσερα μωρά. Τα τελευταία, τα δίδυμα, είναι τριάμισι χρονώ. Δεν τ’ αφήνουμε να πάνε κοντά της, μα τα μικρά τη θέλουνε, εκείνη δεν έφερε καθόλου την ομιλία τους... σα να μην έχει παιδιά... δε μπορεί και να μιλήσει... χτες όμως ακούστηκε στο διάδρομο της κλινικής ένα παιδάκι που γελούσε και πρόσεξα το βλέμμα της, που στράφηκε μονομιάς κατά την πόρτα, κι είχε μιαν αγωνία! κι ύστερα, βούρκωσε, μα δε μου ’πε τίποτα... Μα ξέρετε τι θα πει άγγελος; ξέρετε τι θα πει άγγελος;

- Οι δυστυχίες είναι για μας... όλος ο κόσμος το ίδιο βασανίζεται... μα είναι που σεις δεν το ξέρετε και θαρρείτε πως είστε μονάχος... είναι ανθρώποι που έχουνε μερόνυχτα στη σειρά να κλείσουν μάτι, που στέκονται στα πόδια τους με τις ασπιρίνες και με τους ·καφέδες...

- Είκοσι οχτώ χρονώ γυναίκα! κι είναι πια σα σκελετός, να δείτε το χέρι της, να! εδώ! καθώς το σηκώνει... μόνο ανάσα που παίρνει, για να με παρηγορά πως ζει ακόμη... Την έχουνε στηλωμένη με τα μαξιλάρια, γιατί γέρνει...

- Μα γιατί κλαίτε διαρκώς και δεν ακούτε και μένα τι σας λέω;

- Ακούω... ακούω... Αχ! τι θα γίνω! Φεύγει από κοντά μου και δε μπόρεσα να της δώσω τόση χαρά! Στα χέρια μου γνώρισε μόνο στέρηση... ούτε τόση χαρά!

- Είναι ανθρώποι, κ. Βαλτή, σκαλιά και σκαλιά πιο δύστυχοι από σας, γιατί ό,τι προέρχεται από τη φύση, όπως είναι ο φυσικός θάνατος, σηκώνει παρηγοριά. Έτσι είναι πλασμένος ο κόσμος να παρηγοριέται γρήγορα στο θάνατο. Χάνουμε τα παιδιά μας, τους προστάτες μας, ό,τι αγαπούμε και σ’ να μήνα μέσα έχουμε ξεχάσει... για διαβάστε στην εφημερίδα τις αυτοκτονίες... κοιτάξετε τα αίτια που τους έφεραν ως εκεί... όσοι δεν είναι νευρασθενικοί, αυτοκτονούνε για λόγους αισθηματικούς: χάσανε τον άνθρωπο που αγαπούσαν. Αν ο άνθρωπός τους όμως πέθαινε, να δείτε, που δε θα τους περνούσε στο μυαλό ν’ αυτοκτονήσουν. Κάθε μέρα ο θάνατος παίρνει τόσα προσφιλή πρόσωπα· γονείς χωρίζουνται από τα μοναχοπαίδια τους οι μανάδες τους, όμως γρήγορα παρηγοριούνται!

- Κι είχε κάμει μια χαρά προχτές... Όχι! την Τετάρτη το βράδυ ήτανε, που μου ζήτησε και λίγο γιαούρτι. Της άρεσε το δωμάτιο, που την έβαλαν. Κοίταζε από το παράθυρο κι έλεγε: Τι ωραία! φαίνεται όλο το δασάκι του Λυκαβηττού. Την είχε βρει ο γιατρός πολύ καλύτερα και μου ’πε: μη στενοχωριέσαι! η καρδιά της θ’ αντιδράσει....

- Μα είναι πολύ καλύτερό αυτό... να είναι βαριά άρρωστη και να καρτερείς πως σήμερα, αύριο θα ξεψυχήσει... Γιατί θα πεθάνει ο άνθρωπός σου, μα θα πεθάνει για όλον τον κόσμο. Θα θέλατε όμως η γυναίκα σας να πεθάνει μόνο για σας; Μα για προσέξτε αυτό που σας λέω... να πεθάνει μόνο για σας και για όλους τους άλλους να ζει...

- Αν, κ. Ανθή, δεν της έμπαινε πυρετός... Μα ξέρετε τι είναι; σ’ αυτό το βασανισμένο κορμί να μπει 39ο πυρετός; τι θα κάνει η καρδιά; τι θα γίνω! τι θα γίνω!

- Να μπει 40ο, να μπει 41ο, κι ύστερα να πεθάνει· και να ξέρεις πως τα μάτια αυτού του ανθρώπου, που θα του τα κλείσεις εσύ με τα χέρια σου, δε θα βρεθούνε άλλα χέρια να του τ’ ανοίξουν. Εσύ να ’σαι ο τελευταίος άνθρωπος που θ’ ασχοληθεί μ’ αυτόν. Θα θέλατε, κ. Βαλτή, να είναι η γυναίκα σας γερή και καλή, και στα καλά καθούμενα να σηκωθεί ένα πρωινό να σας πει χαίρετε! να σας πει πως αρκετά βάστηξε αυτή η συγκατοικία κι είναι καιρός να διαλυθεί; εσύ να φοβηθείς και ν’ ανησυχείς μην τρελάθηκε... και να της λες γιατί; τι συμβαίνει; τι έπαθες; κι αυτή να σου λέει: κείνο που μου συμβαίνει είναι, πως αποφάσισα με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να διαλύσω την εταιρία... κι είστε, κ. Βαλτή, μεγάλος, όπως λέτε στην ηλικία! και κείνη δεν το λογαριάζει, μόνο σας κοιτάζει απολιθωμένη, βλέπουνε τα μάτια της πολύ καλά την απόγνωσή σας, μα έχουνε στην έκφραση την απάθεια και την αδιαφορία που παίρνουνε τα πρόσωπα των τρελών. Μιλήσατε ποτέ σας με τρελούς; Τι φοβερό! εσύ τους μιλάς με την ανθρώπινη, τη συνηθισμένη λογική, ενώ αυτοί έχουν αρχίσει πια να συνεννοούνται με δικό τους κώδικα... Καταλαβαίνεις τότε πως χάνεις τα λόγια σου. Έχεις να πεις πολλά, πολλά, και δε λες τίποτα· μήτε μια λέξη! Έχεις δει πως είσαι απομονωμένος. Ενώ ως χτες βαδίζατε μαζί σ’ αυτόν το μακρινό, αγκαθερό δρόμο και πότε ακουμπούσε αυτή απάνω σου και πότε συ απάνω σ’ αυτήν, και νιώθατε ανακούφιση, μια στιγμή την έχασες! κοιτάζεις δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω, τίποτα! άφαντη! Λοξοδρόμησε δίχως να την πάρεις είδηση. Κι ο δρόμος που περάσατε μαζί μπορεί να ’τανε εξαιρετικά δύσβατος κι αγκαθερός, μα ήτανε τουλάχιστον ίσιωμα, μα από τώρα κι ύστερα αρχίζει όλο ανηφορικός...

Τώρα αρχίζει να κλαίει και η Ανθή. Βγάζει κι αυτή το μαντίλι της και κλαίει. Κλαίνε κι οι δυο τους. Ο ένας στη μιαν άκρη του τραπεζιού κι ο άλλος στην άλλη.

- Εγώ λυπάμαι το περισσότερο τα δυο μικρά, μάλιστα το κοριτσάκι, που είναι από φυσικό του χαδιάρικο και ήτανε πάντα κρεμασμένο στην ποδιά της. Τώρα την αναζητάει. Δεν έχει πού ν’ ακουμπήσει...

- Ναι! αλήθεια! αυτό είναι φοβερό· άμα δεν έχει κανένας πού ν’ ακουμπήσει... Είναι το φοβερότερο πράμα που υπάρχει στον κόσμο..

Χτύπησε πάλι το κουδούνι. Τέλειωσε η «κενή ώρα» κι άρχιζαν ένας ένας οι καθηγητές να μαζεύονται στο γραφείο. Ο κ. Βαλτής πρόφτασε προτού μπούνε οι άλλοι κι έφυγε. Θα περνούσε από το γραφείο του κ. Γυμνασιάρχη.

- Χαίρετε! κ Ανθή, πηγαίνω να ζητήσω άδεια να φύγω... Εδώ ήμουνα κι ο νους μου πετούσε άλλού... μα σαν ήρθα, είχε ήδη μπει στο μάθημα... χαίρετε!

- Χαίρετε!...

- Τα μάτια σας κ. Ανθή, είναι κατακόκκινα! κλαίγατε! Τι έχουν;

- Ναι! Έκλαιγα... Ήταν εδώ ο κ. Βαλτής και μου πόνεσε η καρδιά, καθώς τον άκουγα να μιλάει για τη γυναίκα του... φαίνεται πως είναι στα τελευταία της. Κι είναι, λέει, πολύ νέα, καλή, και του αφήνει και τέσσερα μικρά παιδιά.

- Το δυστυχή! γι’ αυτό ο καημένος απουσιάζει τόσες μέρες...

Βιογραφικά στοιχεία ΑΠΟ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και για έξι χρόνια υπηρέτησε ως δασκάλα στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο και στη "Στέγη Μικρών Αδελφών". Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη Δασκαλάκη. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας, όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ Λογοτεχνών). Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόνη, απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίας αλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία των σοσιαλιστικών χωρών. Μετά από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966, οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988, αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Τα έργα της διακρίνονται για τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους καθώς και για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους.

Ανηψιός της ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ενώ η ίδια ήταν αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Για πολλά χρόνια συζούσε με τον ποιητή Μάρκο Αυγέρη.

Η Έλλη Αλεξίου είχε λάβει μέρος στο Α' και Β' Συνέδριο της Ειρήνης, στο Παρίσι (1947) και Βαρσοβία (1950) αντίστοιχα, καθώς και στα Συνέδρια: των Διανοουμένων, στο Βρότσλαβ Πολωνίας (1948), για το Παιδί στη Βιέννη (1952), για τη Γυναίκα, στη Κοπεγχάγη (1953) κ.ά. όπως και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Βερολίνο 1957). Υπήρξε μέλος του Συλλόγου Γυναικών Επιστημόνων, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Κίνησης για την Ύφεση και την Ειρήνη κ.ά. Μιλούσε επίσης γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Λ. Αλεξάνδρας).

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις