Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Ιερά Μονή Αγίας Αναστασίας Της Ρωμαίας

πηγή http://www.agiaanastasia.gr/

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

Ιερά Μονή Αγίας Αναστασίας Της Ρωμαίας

Λίγα μόλις χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν πόλη τοῦ Ρεθύμνου ἔχει πρόσφατα ἀνεγερθεῖ ἡ πρώτη στήν Ἑλλάδα ἱερά Μονή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, προστάτιδος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία μαρτύρησε σέ ἡλικία μόλις δεκαεννέα ἐτῶν καί ἡ μνήμη της ἑορτάζεται στίς 29 Ὀκτωβρίου.
Εἶναι πράγματι τόσο πολλές οἱ θαυμαστές ἐνέργειες καί ἐπεμβάσεις τῆς Ἁγίας, σέ ὅσους μέ πίστη καί εὐλάβεια τήν ἐπικαλεσθοῦν. Αὐτή ἡ συνεχής καί ζωντανή εὐεργετική παρουσία τῆς Ἁγίας, σέ ὅσους τήν τιμοῦν καί τήν εὐλαβοῦνται, εἶναι ἄλλωστε ἀφορμή νά τιμᾶται ἰδιαίτερα ἡ Ἁγία μας στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, στήν ὁποία βρίσκεται σχεδόν ἄφθαρτο τό μισό περίπου ἅγιο λείψανό της.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

!!!Ο τελευταίος επιζών του θρυλικού υποβρυχίου ''Παπανικολής'' θυμάται...

Γιάννης ΔημάκηςΤΑ ΡΑΝΤΙΣΜΕΝΑ(Ομάδα καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, αναζητήσεων)

!!!Ο τελευταίος επιζών του θρυλικού υποβρυχίου ''Παπανικολής'' θυμάται...

Η φωνή του γεμάτη ενθουσιασμό. Το βλέμμα του μοιάζει να ταξιδεύει αντίστροφα στο χρόνο καθώς ανακαλεί στη μνήμη του μία από τις πλέον ένδοξες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας, στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940-'41: τη βύθιση μεγάλης νηοπομπής, μέσα σε ιταλικά ύδατα, από το υποβρύχιο «Παπανικολής». «Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν τον κυβερνήτη από τους ώμους, και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο κόσμος».

Ο Νικόλαος Τασιάκος, ο τελευταίος επιζών ενός θρύλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε γίνει ο εφιάλτης των ιταλικών και των γερμανικών δυνάμεων, θυμάται σαν χθες τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα του 1940, παραμονές Χριστουγέννων, όταν το «Παπανικολής» κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Ελλήνων.
Δύο μόλις χρόνια προτού κλείσει έναν αιώνα ζωής, μικρός το δέμας, αλλά με βλέμμα σπινθηροβόλο και διαύγεια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί μικρότεροί του, με πολυπεριποιημένο λευκό μουσάκι, όπως ορίζει η παράδοση των ναυτικών, και καλοχτενισμένη κόμη, ο κ. Τασιάκος αφηγείται τα γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της μεγάλης νύχτας καθώς και πτυχές της πολυφουρτουνιασμένης ζωής του ως το τελευταίο ρεμέτζο.
«Ονομάζομαι Νικόλαος Τασιάκος του Δημητρίου. Γεννήθηκα στη Δρακότρυπα. Έχω παράσημο, πολεμικό Σταυρό, διότι εκτέλεσα τη διακεκριμένη πράξη στο πεδίο της μάχης, και άλλα μετάλλια και θυρεούς αρκετούς. Είμαι ο τελευταίος επιζών του 'Παπανικολής'» λέει «κλείνοντας» σε τρεις γραμμές την ταυτότητα της ζωής του.
Από το χωριό του, ο κ. Τασιάκος έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε» κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα. Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στην Αθήνα.
«Η Αθήνα για μένα ήταν ένας κόσμος πρωτοφανής» λέει. Άγνωστός μεταξύ αγνώστων στο «κλεινόν άστυ», βρήκε τη φιλική θαλπωρή σε μία οικογένεια από τη γενέθλια γη. Η γνωριμία μαζί τους έμελλε να αλλάξει τη ρότα της ζωής του, αφού ο μεγαλύτερος γιος τους τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης». Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στη Νότια Πίνδο» απάντησε αυτός και παρά την απορία του αξιωματικού για το τι μπορεί να κάνει ένας στεριανός στη θάλασσα, τον έστειλε στο υποβρύχιο «Νηρεύς».
Από το «Νηρεύς» στον «Πρωτέα» και από εκεί, λίγο προτού κηρυχθεί ο πόλεμος, στον Παπανικολή. «Εκεί, όταν πήγα, ο κυβερνήτης ονομαζόταν Μίλτος Ιατρίδης. Ο πατέρας του ήταν από το Σοφικό Κορίνθου και η μάνα του από την Ηλεία. Σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ο πόλεμος της Γερμανίας με την Πολωνία. Ηταν η περίοδος που μπορούσα να απολυθώ. Με έβαλε (ο κυβερνήτης) κι έκανα ανακατάταξη. Έμεινα μόνιμος» θυμάται. Μετά κηρύχθηκε ο πόλεμος… «27 Οκτωβρίου του '40. Κυριακή απόγευμα, ο δεύτερος κυβερνήτης του Παπανικολή μού έδωσε έναν κατάλογο για να ειδοποιήσω τα πληρώματα που ήταν έξω, λόγω Σαββατοκύριακου.
Δευτέρα πρωί, μας κάλεσε ο κυβερνήτης και ετοιμαστήκαμε για πόλεμο. Εις τάξιν απάρσεως, εφοδιαστήκαμε με τορπίλες μάχης, πυροβόλα, βόμβες. Ο κυβερνήτης μας ρώτησε αν κάποιος θέλει να μείνει έξω, στη στεριά. Δεν έφυγε κανείς. Πετάξαμε τα καπέλα μας, με συναισθήματα οργής, αλλά και χαράς συνάμα. Οργής επειδή μας είχαν τορπιλίσει την 'Έλλη' στην Παναγία της Τήνου και μαυροφορέσαν περίπου 28 σπίτια, χήρες και ορφανά. Αλλά και χαράς γιατί θα τους πετούσαμε στη θάλασσα, όπως κι έγινε» λέει.
Με φωνή στεντόρεια και λόγο καθαρό, συνεχίζει την αφήγηση: «Ήταν η περιπολία η πρώτη. Φτάσαμε στην Αδριατική αλλά δεν βρίσκαμε τίποτα. Από τις πολλές φορές, μία, παραμονές Χριστουγέννων του '40, στις 12 η ώρα τη νύχτα, συναντήσαμε ένα ιστιοφόρο. Πήγαινε στην Αλβανία, φορτωμένο πυρομαχικά, τροφές και διάφορα άλλα. Αφού πήραμε τους αιχμαλώτους μέσα, το χτυπήσαμε για να το βουλιάξουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Φαίνεται ότι το σκαρί του ήταν γερό και δεν μπορέσαμε να το διαλύσουμε. Βάλαμε φωτιά και το κάψαμε. Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα, έξι άτομα, δεν πίστευαν πως ήμασταν ελληνικό υποβρύχιο. Έλεγαν 'αποκλείεται να υπάρχει ελληνικό υποβρύχιο στη mare nostrum, τη δική μας θάλασσα'».
Ο αιχμάλωτος Ιταλός κυβερνήτης αποδείχθηκε χρυσορυχείο πληροφοριών. «Αυτός μας έδωσε την πληροφορία ότι οι νηοπομπές που έβγαιναν από την Ιταλία για να βοηθήσουν το στρατό στην Αλβανία δεν έβγαιναν από το Πρίντεζι για να 'χτυπήσουν' γραμμή προς Αυλώνα. Έβγαιναν από το Πρίντεζι, έστριβαν αριστερά, έβαζαν πλώρη προς τη Βενετία και Τεργέστη, το βορειότερο μέρος της Αδριατικής και από εκεί 'χτυπούσαν' προς τις δαλματικές ακτές της Γιουγκοσλαβίας και κατέβαιναν γιαλό γιαλό και έφταναν στην Αυλώνα, στην Αλβανία. Γι' αυτό όλα τα υποβρύχια, όσα έκαναν περιπολία στην περιοχή αυτή, κανένα δεν έβρισκε να χτυπήσει καράβι» αποκαλύπτει ο κ. Τασιάκος.
Ο Ιταλός κυβερνήτης τους έδωσε και μία άλλη πληροφορία, υπερπολύτιμη όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. «Μας λέει, αύριο, θα βγει μια μεγάλη νηοπομπή. Θα ήταν πλοία επιφανείας αντιτορπιλικά, θα ήταν και αεροπλάνα. Θα συνοδεύονταν και από υδροπλάνα. Ο κυβερνήτης μας ήταν αποφασισμένος. Αν δεν τύχαινε αυτό ήταν αποφασισμένος να μπούμε στο λιμάνι της Αυλώνας. Έξι τορπίλες που είχαμε, θα τις ρίχναμε και τις έξι και ό,τι βγει… Ηταν αποφασισμένος να χτυπήσουμε την Αυλώνα και δεν έχει σημασία αν θα χανόμασταν. Το ευτύχημα ήταν ότι έλαβε την πληροφορία αυτή και παραμονές Χριστουγέννων ακριβώς πιάσαμε έξω από το Πρίντεζι.
Μόλις βγήκαν από εκεί για να στρίψουν αριστερά προς το βορρά, μπήκαμε στη μέση… Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ρίξαμε τέσσερις τορπίλες. Και οι τέσσερις πέτυχαν το στόχο τους. Τρανταζόμασταν συνέχεια. Η πίεση χτυπούσε και εμάς. Κι έτρεμε ολόκληρο το υποβρύχιο. Άρχισαν οι βόμβες. Είχαμε τους αιχμαλώτους μέσα. Άρχισαν να κλαίνε, να οδύρονται και να φωνάζουν 'Madonna mia'."Η ψυχραιμία του κυβερνήτη, ολύμπια, και το θάρρος του πληρώματος, απαράμιλλο: «Το ευτύχημα για εμάς- τονίζει ο κ. Τασιάκος- ήταν ο κυβερνήτης ήταν και ψύχραιμος και είχε βγάλει και σχολή πολέμου φαίνεται και ήξερε τα πάντα για τους Ιταλούς. Σταματήσαμε κάτω από τα ναυάγια στα 30 μέτρα…
Οι βόμβες που έπεφταν από τα αντιτορπιλικά και τα αεροπλάνα έσκασαν στα 100 μέτρα. Είχαν ακτίνα δράσης 50 μέτρα. Είχαμε και 20 περιθώριο ασφαλείας. Οι φωνές και τα κλάματα των Ιταλών είναι κάτι που δεν μπορώ να σας τα περιγράψω. Εντολή του κυβερνήτη ήταν να μην πειράξουμε κανέναν. Το πλήρωμα μια γροθιά ήμασταν όλοι. Σ' ένα υποβρύχιο, όταν είμαστε στα 50-60 μέτρα βάθος, ένα λάθος χειριστού θα ήταν το φέρετρο για όλους. Και το φέρετρο εκεί δεν ξεχωρίζει κυβερνήτες κι εμάς. Ημασταν στο σιδερένιο κλουβί. Ένα λάθος αν κάναμε εκεί χανόμασταν όλοι».Τέσσερις τορπίλες χρειάστηκαν για να διαλυθεί η νηοπομπή. Κανένα πλοίο δεν πήγε στον προορισμό του. Άλλα χτυπήθηκαν κι άλλα επέστρεψαν στο λιμάνι, ενώ άλλα έβαλαν ρότα για ακόμη βορειότερα.
Το υποβρύχιο «Παπανικολής» είχε γράψει, στον κόλπο του Οτράντο, ιστορία.Και μπορεί το πλήρωμά του να μην συνειδητοποίησε αμέσως το μέγεθος του κατορθώματος του, αλλά η υποδοχή ηρώων που τους επιφυλάχθηκε στη στεριά δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το θρίαμβο. «Το ωραιότερο ήταν που λόγω Παρασκευής βγήκαμε αμέσως έξω και όταν φτάσαμε με τη βενζίνα στον Πειραιά, ακούσαμε ανακοινωθέν της Ιταλίας. 'Εβυθίσθη το ελληνικό υποβρύχιο Παπανικολής'. Βάλαμε τα γέλια» θυμάται χαμογελώντας, ενώ όταν φέρνει στο νου τους Ιταλούς αιχμαλώτους, που δεν ήθελαν να αποχωριστούν το ελληνικό πλήρωμα, τα αδέλφια τους, όπως έλεγαν, η φωνή του «πλημμυρίζει» νοσταλγία.
Για το κατόρθωμα αυτό, ο κυβερνήτης Μίλτων Ιατρίδης προβιβάστηκε άμεσα σε αντιπλοίαρχο επ' ανδραγαθία και τού απονεμήθηκε το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας».Το 1941, ο κ. Τασιάκος έκανε το τελευταίο του ταξίδι με το υποβρύχιο. Έπαθε σκορβούτο και αβιταμίνωση μαζί με άλλα έξι άτομα, αφού, όπως λέει, «το μόνο που τρώγαμε στα υποβρύχια ήταν κονσέρβες». Διακομίστηκε στο νοσοκομείο και μετά τη θεραπεία τού ήρθε σήμα από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και βρέθηκε στην Αίγυπτο και στη δίνη του κινήματος του ναυτικού. Πέρασε από φουρτούνες, νίκησε «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες» και μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το «μικρόβιο» της θάλασσας είχε ριζωθεί καλά μέσα του. Ξαναμπάρκαρε. Αυτή τη φορά με το εμπορικό ναυτικό. «Γύρισα όλο τον κόσμο. Σε επτά θάλασσες και πέντε ηπείρους. Έφτασα και στη Γη του Πυρός, στον πορθμό του Μαγγελάνου, αλλά στην Ανταρκτική δεν πέρασα» μας λέει. Σήμερα, στα 98 του χρόνια, τα καλοκαίρια αναζητά τον αναζωογονητικό δροσερό αέρα της Πίνδου, στα γραφικά στενά της Δρακότρυπας, που περιδιαβαίνει με το αναπηρικό αμαξίδιό του. Η θάλασσα όμως αποτελεί πάντα γι' αυτόν σημείο αναφοράς. «Πολλές φορές μου λείπει η θάλασσα και την αναζητώ» μας λέει.Και παρόλο που το ψωμί της θάλασσας είναι αλμυρό, ο ίδιος δεν μετανιώνει ούτε στιγμή που «έδεσε» τη ζωή του με τα κύματά της. «Αυτό το ψωμί που βγάζουν οι ναυτικοί, το βγάζουν με κυκλώνες, με τυφώνες, με φουρτούνες μεγάλες. Δεν το βγάζουν εύκολα. Όμως, τη θάλασσα εγώ την αγαπώ» μας λέει ανανεώνοντας το «ραντεβού μας με δυο λέξεις: Εις το επανειδείν…

Ο Αλέξανδρος Δ. Αλεξανδράκης

Στα Μονοπάτια των Μονών και των Μεγάλων Ζωγράφων 
 
Ο Αλέξανδρος Δ. Αλεξανδράκης (Αθήνα, 1913 – Αθήνα, Σεπτέμβριος 1968)
ήταν Έλληνας ζωγράφος, που έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από τις ιδιαιτέρως δυναμικές απεικονίσεις του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940. Ο Αλεξανδράκης έδειξε από νωρίς το ταλέντο του στο σχέδιο και την ζωγραφική. Σε ηλικία 17 ετών, παρουσίασε 23 έργα του σε ομαδική έκθεση που διοργάνωσε η ΧΑΝ. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στο Σπυρίδωνα Βικάτο και τον Ουμβέρτο Αργυρό.
Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής κοντά στον Γιάννη Κεφαλληνό. Αποφοίτησε από την σχολή το 1937, για να συμμετάσχει αμέσως σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής. Στον πόλεμο του 1940, ο ζωγράφος και οι πέντε αδελφοί του επιστρατεύτηκαν. Υπηρέτησε στα βουνά της Ηπείρου ως δεκανέας του πυροβολικού και τις εντυπώσεις του τις αποτύπωσε σε μία σειρά σκίτσων και ελαιογραφιών που έγιναν ευρέως γνωστές στο κοινό, μιας και ανατυπώθηκαν σε αφίσες και χρησιμοποιήθηκαν σε πάμπολλες σχολικές εορτές. Περίπου εκατό έργα του από τον πόλεμο δημοσιεύθηκαν επίσης μεταπολεμικά σε ένα λεύκωμα με τίτλο Έτσι πολεμούσαμε (1968). Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε πολύ με το γυμνό. Εικονογράφησε επίσης το Αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1958. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ιδρύματα, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και η Βιβλιοθήκη της Γερουσίας των ΗΠΑ. Δυστυχώς, πέθανε σε ηλικία 55 ετών, την εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός.

ἤμουνα νέος κοντὰ 22



Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22
χρονῶ. ἐδῶ εἶναι ἡ γυναῖκα π᾿ ἀγαποῦσα: ἡ
γυναῖκα μου
Τὴ λέγανε Μάρθα· ἔσφιγγε τὸ γιό μου μὲ λαχτάρα
στὴν ἀγκαλιά της
Δὲ μοῦ ῾πε: «χαίρομαι ποὺ πᾶς νὰ πολεμήσεις».
Ἔκλαιγε σὰν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι.
Κι ἐδῶ κάποιο σπίτι παλιὸ μ᾿ ἕναν κῆπο στὴ μέση
καὶ μ᾿ ἄνθη...
...Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι-
νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα
Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ-
χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες
Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν
φημισμένων πολεμιστῶν
Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε-
λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα.
Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ-
τωπο
Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν-
θρώπων
Ποιὸς εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Σκίστε τὰ ροῦχα
μου ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος
Ἴσως θὰ βρεῖτε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου σκαλισμένο.
Ποιὸς τὸ θυμᾶται;
Ψάξτε τὰ ροῦχα μου ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα νέος
22 μόλις χρονῶ
Κι ἐδῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ σφίγγει μὲ λαχτάρα ἕνα
παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της.

(Ἔκλαιγε ἀλήθεια ὅταν ἔφευγα σὰν ἕνα μικρὸ κο-
ριτσάκι)
Μ. Αναγνωστάκης.
απο τα "Ποιήματα ποὺ μᾶς διάβασε ἕνα βράδυ ὁ λοχίας Οtto V..."

ΚΑΜΙΛ ΚΛΟΝΤΕΛ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943)- ΤΟ ΒΑΛΣ

ΚΑΜΙΛ ΚΛΟΝΤΕΛ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943)- ΤΟ ΒΑΛΣ

Η Καμίλ Κλοντέλ ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο.
Γεννήθηκε στην γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία, κόρη του Louis Prosper Claudel και της Louise Athanaise Cécile Cerveaux, αδελφή του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πωλ Κλοντέλ. Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Το 1879 η Κλοντέλ γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher, ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένεια τής να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881 εγκαθίσταται με την μητέρα και τα αδέλφια της στο Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες. Κατά την διάρκεια των σπουδών της, με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα της αυτής της περιόδου διασώζονται, μεταξύ αυτών μια προτομή του αδελφού της σε ηλικία 13 ετών.

Η γνωριμία με τον Ροντέν

Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί τα έργα της ενώ ο Boucher την παρουσιάζει στον διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Paul Dubois. Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στη διάρκεια των μαθημάτων της Ακαδημίας. Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Την ίδια χρονιά, η Κλοντέλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Σαλόν της Société des Artistes français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Ροντέν και Dubois.

Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Παράλληλα εξελίσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με την σύντροφό του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.

Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.

Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.

Εγκλεισμός

Το 1913 σημειώνεται ο θάνατος του πατέρα της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από υποκίνηση του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: "[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή.". Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης.

Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.

Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του 1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στην μητέρα της ζητώντας την βοήθεια της για την σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως αρνείται.

Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.

Έργο

Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.

Μια σημαντική έκθεση έργων της πραγματοποιήθηκε επίσης το 1984.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δημοφιλείς αναρτήσεις