Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε


Όνειρα κι όνειρα ήρθανε



Στα γενέθλια των γιασεμιών


Νύχτες και νύχτες στις λευκές


Αϋπνίες των κύκνων






Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα


Όπως μες στον απέραντο ουρανό


Το ξάστερο συναίσθημα.
 Ο. ΕΛΥΤΗΣ

Σύμπαν, ύλη και πραγματικότητα

πηγή http://gerasimos-politis.blogspot.gr/2011/08/blog-post_08.html

Σύμπαν, ύλη και πραγματικότητα

Σύμπαν, ύλη και πραγματικότητα - Κοσμολογία, Μεταφυσική, πραγματικότητα, Σύμπαν, Φιλοσοφία

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, ότι μόνο το 4 με 5% δουλεύουν οι αισθήσεις μας. Άρα κοιτάμε από ένα πολύ στενό παράθυρο αντίληψης. Κοιτώντας ένα τραπέζι έχουμε την αίσθηση ότι αποτελεί ένα συμπαγές υλικό.
Δεν είναι όμως συμπαγές υλικό. Είναι ένα συνονθύλευμα από άτομα, μόρια και από στοιχειώδη σωμάτια, τα οποία επειδή είναι πολύ κοντά εμείς τα θεωρούμε σαν ένα ενιαίο σύνολο. Επειδή ξέρουμε ότι τα δομικά συστατικά αυτού που λέγεται ύλη, είναι τα στοιχειώδη σωμάτια τα οποία δεν είναι άπειρα είναι περιορισμένα σε αριθμό.., αυτό σημαίνει ότι το τραπέζι, η καρέκλα...
εγώ, εσείς, τα πάντα τα οποία βρίσκονται γύρω μας, αποτελούν ένα ενιαίο υλικό. Αν το υλικό αυτό είναι κάπου πυκνότερο το αντιλαμβανόμαστε σαν ύλη. Εάν είναι αραιότερο, και ποσό αραιό είναι αυτό, το αντιλαμβανόμαστε σαν κενό. Αν μπορούσαν οι αισθήσεις μας να μην έχουν αυτές τις αδυναμίες, το μάτι μας να μην έχει αυτές τις αδυναμίες.., τότε τα πάντα γύρω μας θα ήταν ένας απέραντος χυλός στοιχειωδών σωματιδίων. Και επειδή γνωρίζουμε ότι τα στοιχειώδη αυτά σωμάτια δεν είναι τίποτα άλλο από ρεύματα ενέργειας, τότε τα πάντα γύρω μας θα ήταν ενοποιημένα, ένας τεράστιος χυλός, ένας τεράστιος ωκεανός ενέργειας, που αν κάπου ήταν πιο πυκνός, θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε.., (αν μπορούσαμε να αντιληφθούμε) το εξατομικευμένο αυτού του πυκνώματος και θα το ονομάζαμε ύλη. Τα πάντα μέσα στο συμπάν είναι ενοποιημένα, ένας απέραντος χυλός ενέργειας, που μονό η αδυναμία των αισθήσεων μας, μας δίνει την αίσθηση των εξατομικευμένων αντικειμένων.
Ας πάμε και στην αφή. Έχουμε την αίσθηση ότι ακουμπάμε ένα αντικείμενο, (π.χ. ένα τραπέζι). Αυτό είναι ψευδαίσθηση διότι η σύγχρονη φυσική.., και όχι μόνο η σύγχρονη, εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι τα τελευταία δομικά στοιχειά του χεριού μας, του δακτύλου μας ουδέποτε ακουμπούν τα πρώτα δομικά στοιχειά ενός τραπεζιού. Υπάρχει συγκριτικά μια τεραστία απόσταση που τα χωρίζει. Αυτό που εμείς, οι αισθήσεις μας ονομάζουν επαφή δεν είναι τίποτα άλλο από τις αποστικές δυνάμεις που ασκούν το υλικό του τραπεζιού, πάνω στο υλικό του χεριού μας. Αυτές τις αποστικές δυνάμεις τις παίρνουν οι νευρώνες μας, τις ανεβάζουν στο εγκέφαλο μας, και δημιουργούν αυτό που λέμε επαφή. Επαφή δηλαδή δεν υπάρχει, είναι μια ψευδαίσθηση.
Η αλήθεια του συμπαντικού χώρου είναι ότι ο χώρος και ο χρόνος, στενά συνδεδεμένα και ζευγαρωμένα, μας δίνουν μια καινούργια ουσία, η οποία λέγεται χωροχρονικό συνεχές. Οι αισθήσεις μας έχουν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται μόνο τον χώρο. Δηλαδή μόνο τις τρεις διαστάσεις. Το μήκος το πλάτος και το ύψους. Αυτές τις τρεις διαστάσεις, τις αντιλαμβάνονται αμέσως, μέσω των αισθήσεων μας.
Τον χρόνο δεν έχουν τη δυνατότητα να τον αντιληφθούν οι αισθήσεις μας λόγω της βιολογίας μας. Τι κάνουμε το χρόνο; Αντιλαμβανόμαστε την προβολή μόνο του χρόνου, το καθρέφτισμα του, πάνω στον χώρο των τριών διαστάσεων, που έχουμε την δυνατότητα να αντιληφθούμε μέσω των αισθήσεων μας. Άρα, ο χρόνος επειδή δεν γίνεται αμέσως αντιληπτός, μόνο βιώνετε. Υπάρχει κουλουριασμένος, συμπαγοποιημένος όπως λέμε, μέσα σε κάθε μια από τις τρεις διαστάσεις που αντιλαμβανόμαστε. Γι' αυτό έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος δεν είναι διάσταση, αλλά είναι κάτι άλλο, ξέχωρο και γι' αυτό τον μετράμε και με μια διαφορετική μονάδα όπως είναι το δευτερόλεπτο χρόνου.
Για την επιστήμη, μεταφυσική εννοούμε, οτιδήποτε βρίσκεται έξω από το γνωστό φυσικό νόμο. Μεταφυσικό ήταν κάποτε, να πει κάποιος ότι θα μπορώ να βλέπω και να ακούω κάποιον που είναι στην Αμερική. Ή μεταφυσικό θα ήταν να πεις σε κάποιον τα παλιότερα χρόνια ότι μπορεί να πετάει με ένα αεροπλάνο ή να περπατάει στην επιφάνεια της σελήνης.
Κάθε εποχή, νομίζουμε ότι φτάνουμε σε ένα τέρμα κι ότι δεν γνωρίζουμε το λέμε μεταφυσική, μέχρι ο νους του ανθρώπου.., και αυτό γίνεται συνέχεια, να ξεπεράσει τα όρια του και να διεμβολίσει αυτό το οποίο ονομάζουμε μεταφυσική. Άρα λοιπόν, η επιστήμη συνεχώς διεμβολίζει το άγνωστο, διεμβολίζει την μεταφυσική και κάνει κομμάτια, αυτής της μεταφυσικής, κομμάτια της ίδιας της επιστήμης.
Τον άνθρωπο, από γεννήσεως της φυλής των ανθρώπων πάνω στη γη, τον καταπιέζει όσο κι αν θέλει να λέει ότι δεν τον καταπιέζει, η έννοια του θανάτου. Η έννοια της γέννησης, η έννοια της εξέλιξης και της θέσης του ανθρώπου μέσα σ' αυτό το αχανές σύμπαν. Αυτό ο φόβος, το δέος οδηγεί τον άνθρωπο στο να ψάξει, να βρει απαντήσεις σε ανθρώπινα, βιωματικά του ερωτήματα. Από πού έρχεσαι, τι είσαι, που θα πας; Απάντηση ίσως μπορεί να δώσει μόνο ο φυσικός. Μιλάμε για απάντηση πρακτική και ρεαλιστική. Ο φιλόσοφος μπορεί να καλμάρει τους φόβους της ψυχής. Δεν αρκεί όμως. Πρέπει να καλμάρουμε και τους φόβους του πνεύματος, της λογικής μας.
Τον άνθρωπο μπορούμε να τον χωρίσουμε σε δυο κομμάτια, αν και είναι αδιαίρετα και ενιαία. Το πρώτο είναι η υλική υπόσταση του. Η υλική υπόσταση του δεν διαφέρει σε τίποτα, από κάθε άλλη υλική υπόσταση. Είναι μόνο χώρος. Καμπύλωση του χώρου. Η θεωρία της σχετικότητας μας λέει ότι η ύλη, δεν είναι τίποτα άλλο από καμπύλωση του χώρου. Η φθορά, ο θάνατος δε σημαίνει ότι χάνεται ο χώρος.
Η φθορά, ή ο θάνατος, είναι η αντίληψη των ανθρώπινων αισθήσεων της μεταβολής της καμπυλότητας του χώρου. Μεταβάλλεται η καμπυλότητα, παύει να αντιλαμβάνεται το χώρο ως ύλη, έχει την αίσθηση ότι φθείρεται και πεθαίνει.
Υπάρχει και το άλλο κομμάτι του ανθρώπου. Άλλοι το λένε ψυχή, άλλοι το λένε πνεύμα, άλλοι νου. Αυτό το κάτι άλλο, είναι έξω από την έννοια της ύλης, έξω από την έννοια του χώρου των τριών διαστάσεων. Το μόνο το οποίο γνωρίζουμε ότι βρίσκεται έξω από την εποπτεία των αισθήσεων μας αλλά ενυπάρχει συμπυκνωμένο, συμπαγοποιημένο μέσα σ' αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή μέσα στη καμπυλότητα του χώρου, είναι ο χρόνος. Ο χρόνος όχι όπως τον μετράνε τα ρολόγια και τα ημερολόγια μας. Ο χρόνος της σχετικότητας, ο χρόνος διάσταση, ο χρόνος τον οποίο δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αμέσως, αλλά εμμέσως, ο χρόνος τον οποίο μπορούμε να βιώσουμε. Πιθανότατα αυτός ο χρόνος να είναι ένα μεγάλο κομμάτι της άλλης υπόστασης του ανθρώπου. Ο άχρονος χρόνος. Ο χρόνος αυτός ζευγαρωμένος με το χώρο σε ένα ενιαίο σύνολο είναι αυτό που λέγεται άνθρωπος. Είναι αυτό που λέγεται σύμπαν.
Ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει και αισθάνεται την έννοια του θεού, με ένα διαφορετικό τρόπο. Ο τρόπος που μπορεί να ατιληθφει κανένας τη έγνοια του θεού, που μπορεί βέβαια να την εκφράσει και με διαφορετικές λέξεις, εκτός της έννοιας θεός. Βασικά είναι προσωπική υπόθεση η οποία πηγάζει μέσα από μια γενικότερη αντιμετώπιση του πως βλέπει το σύμπαν, το πώς βλέπει τον άνθρωπο, η σχέση με το περιβάλλον και όλα αυτά τα πράγματα. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι το ότι η φύση έχει μια τάση, να συντηρεί οτιδήποτε της είναι χρήσιμο, και να διαλύει οτιδήποτε της είναι άχρηστο. Κανένας δεν αμφισβητεί ότι όλα τα φυσικά γεγονότα έχουν μια αιτία, ένα τρόπο με το οποίο γεννήθηκαν, και αυτή η αιτία, πίσω της έχει μια άλλη αιτία. Βεβαίως οι γνώσεις του ανθρώπου πάνω στις αιτίες που δημιουργούν τα πάντα γύρω μας, φτάνουν μέχρι ενός ορίου. Το άγνωστο, την αιτία που κρύβεται πίσω από την γνωστή αιτία, της δημιουργίας, της συντήρησης της διάλυσης του συμβάντος την ονομάζουμε Θεό. Θέλουμε να την ονομάσουμε φύση; θέλουμε να την ονομάσουμε Αλλάχ, Βούδα, είναι μια λέξη, που δεν έχει ένα εννοιολογικό περιεχόμενο συγκεκριμένο και επιστημονικό. Βιωματικά αισθανόμαστε την ανάγκη του αιτίου. Και αναγκάστηκα, αισθανόμαστε και επιστημονικά την ύπαρξη ενός πρωτογενούς αιτίου, άγνωστου ακόμα σε μας, άγνωστο ακόμα στην επιστήμη, που είναι το ένα και μοναδικό αίτιο, δημιουργίας των πάντων. Αυτό το αίτιον, ο καθένας μπορεί να το ονομάζει όπως θέλει. Επειδή είναι έξω από τα όρια της πραγματικής επιστήμης, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, βρίσκεται στο επίπεδο της φιλοσοφίας, της βιωματικότητας, ή όπως είπαμε κι όπως έχουμε δεχτεί το τι είναι μεταφυσική, δηλαδή αυτό που δεν γνωρίζει η επιστήμη, στα όρια και μέσα στο χώρο του μεταφυσικού.
Αυτό το πρωτογενές αίτιον, το ονομάζουμε Θεό. Και κανένας δεν αμφισβητεί ότι πιθανότατα υπάρχει αυτό το πρωτογενές αίτιο. Κάτω από μια τέτοια φιλοσοφική διάσταση, ναι, πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει ένα πρωτογενές αίτιον.

Πηγή: Μάνος Δανέζης

Αλμπέρ Καμύ




Albert Camus, gagnant de prix Nobel, portrait en buste, posé au bureau, faisant face à gauche, cigarette de tabagisme.jpgΟ Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus, προφέρεται: [albɛʁ kamy], 7 Νοεμβρίου 1913 - 4 Ιανουαρίου 1960) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. Χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του Ο Ξένος και Η Πανούκλα, στα θεατρικά του έργα Καλλιγούλας και Οι δίκαιοι και τέλος στα φιλοσοφικά του δοκίμια Ο Μύθος του Σίσυφου και Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Τιμήθηκε το 1957 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.Ο Λισιέν (Lucien), ο πατέρας του, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ. Επιστρατεύθηκε όμως το Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μαρν τον οδήγησε στο θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μία φωτογραφία και μία σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μίας εκτέλεσης. Μετά το θάνατο του Λισιέν η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι. Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του (μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στο μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932. Μετά από το απολυτήριο λυκείου (bac), παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία (lettres), της φιλοσοφικής σχολής, αλλά η φυματίωση τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation).

To 1935, ξεκινάει το L' Envers et l' Endroit, που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα. Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας (le Théâtre du Travail) στο Αλγέρι που αργότερα (1937) μετονομάζει σε Θέατρο της Ομάδας. Στο μεσοδιάστημα, εγκαταλείπει το κομμουνιστικό κόμμα δύο χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Το λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πιά (Pascal Pia). Η έρευνα που κάνει Μιζέρια της Καμπυλίας θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον Ξένο (L' Étranger, 1942) και το δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου (Le Mythe de Sisyphe, 1942) και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του θέσεις. Σύμφωνα με την δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου» – ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα Η παρεξήγηση (Le Malentendu) και Καλιγούλας (Caligula, 1944). Το 1943 προσλαμβάνεται ως αναγνώστης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας Combat(Η μάχη) όταν ο Π. Πια κλήθηκε να προσφέρει από άλλες θέσεις στη Γαλλική Αντίσταση. Συνεχίζει το λογοτεχνικό έργο με της παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα (1947), αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή: L' État de siège (1948), Οι δίκαιοι (1949) και Ο επαναστατημένος άνθρωπος (L' Homme révolté) (1951).

Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) με την δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν (Henri Jeanson) που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Εκδίδει την Πτώση (La Chute), ένα απαισιόδοξο βιβλίο.

Ο Καμύ βρίσκει τον θάνατο στις 4 Ιανουαρίου 1960 σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο (Πτι) Βιλμπλεβέν της Υόν (το διαμέρισμα της Γαλλίας Yonne), όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega σε ένα δέντρο. Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ω), αδιαθεσία του οδηγού ή σκάσιμο του ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα κινητό φέρετρο - ωστόσο καμία εφημερίδα δε δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.

Ο Καμύ θάφτηκε στο Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ (Vaucluse), όπου είχε αγοράσει μία κατοικία.

Στο περιθώριο των κυριάρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στο Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, το Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δε σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.

Εύκολη μηλόπιτα

Εύκολη μηλόπιτα

Bαθμολογία:
       
123 ψήφοι
Προστέθηκε από Λιχούδικο Γατ, 02.12.05

Περιγραφή

Γήγορη κι εύκολη μηλόπιτα με υλικά που λίγο - πολύ υπάρχουν πάντα στο σπίτι!
Εύκολη μηλόπιτα
photo: lenale

Τι χρειαζόμαστε:

1 ταψι διαμέτρου περίπου 30 εκ.

ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΜΙΣΗ
  • 5-6 μηλα
  • 1 κούπα ζάχαρη
  • 200 γρ. βούτυρο ή μαργαρίνη
  • 1 κ.σ. κανέλλα

ΓΙΑ ΤΗ ΖΥΜΗ
  • 5 αυγά
  • 1 κούπα ζάχαρη
  • 3 βανίλιες
  • 1 1/2 κούπα αλευρι που φουσκώνει μόνο του.
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Δυσκολία
Περιέχει





Σερβίρει
12 άτομα

Πως το κάνουμε


3 POLAROID του Άκη Παπαντώνη *

πηγή http://www.onestory.gr/post/34889570746/3-polaroid

3 POLAROID

του Άκη Παπαντώνη *
.
Για ορισμένα πράγματα απλά δε μιλάμε. – Siri Hustvedt

[1]

Το νερό πάγος. Κάνεις ένα βήμα να βγεις απ’ τη μπανιέρα. Στέκεσαι με τα χέρια στο πλάι. Με την πλάτη ίσια. Με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Χωρίς να εστιάζεις. Απ’ τις άκρες των μαλλιών σου κυλάει νερό στους ώμους σου. Από ‘κεί στα μπράτσα σου. Παρασέρνει τις τρίχες στους βραχίονές σου και στάζει από τα ακροδάκτυλά σου στα πλακάκια. Τα νύχια σου είναι βαμμένα έντονο πορτοκαλί. Η ήβη σου ξυρισμένη. Εκεί έχεις χτυπήσει τατουάζ—γράφει εσύ. Στη γκαρσονιέρα δεν φέρνεις πελάτες. Ποτέ. Σου το ξέκοψε ο σπιτονοικοκύρης από την πρώτη στιγμή. Συνήθως βολεύεσαι στ’ αμάξι. Ή στα όρθια σε κανά στενό. Εδώ γυρνάς για να πλυθείς. Και ν’ αρωματιστείς. Ύστερα επιστρέφεις στο πόστο σου—τρεις δρόμους κάτω από την Αιόλου. Άσχημο πόστο. Μα δε σε πειράζει, με δυο-τρεις την ημέρα είσαι εντάξει. Όσο να φτάνουν τα λεφτά για το νοίκι, για τσιγάρα, για κανά περιοδικό. Ξαφνικά λύνεσαι. Πέφτεις στα γόνατα. Σαν από σοκ αποκοιμιέσαι στα πλακάκια. Στον ύπνο σου βλέπεις τον πατέρα σου να σε παίρνει στα τέσσερα. Και τον εαυτό σου με δυο λεπίδες για χέρια. Σε κάθε του σπρώξιμο τις καρφώνεις στην πλάτη της μάνας σου. Είκοσι μαχαιριές, εικοσιμία, εικοσιδύο, εικοσιτρείς. Μέχρι εκείνος να τελειώσει. Από το ανοικτό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας τον κοιτάζεις τώρα να ψαρεύει στα ρηχά. Σέρνει έναν κιούρτο κόντρα στο ρεύμα. Βάφεις τα χείλη σου με το κραγιόν της νεκρής. Ύστερα τα δικά της. Εκείνος βήμα-βήμα ανοίγεται στα βαθιά. Τα πόδια του μακραίνουν σαν ξυλοπόδαρα και χάνονται στο βαθύ μπλε. Στο στόμιο του καλαθιού σφηνώνεται μια λευκή φάλαινα. Σπαρταράει βίαια. Τρομάζεις και ξυπνάς. Από το ανοικτό παράθυρο του μπάνιου, που βλέπει στο φωταγωγό, βλέπεις μια φωλιά πουλιών. Κι ακούς τους νεοσσούς που κλαίνε για φαΐ.

 [2]

Η περιποίηση τελείωσε. Κι όσο τον καθάριζες σχολαστικά με υγρά μαντηλάκια εκείνος έπινε παγωμένο νερό. Ύστερα του κούμπωσες το πουκάμισο, πέρασες τα μανικετόκουμπα στις μανσέτες, του φόρεσες κάλτσες και παπούτσια. Και του έδεσες τα κορδόνια, προσέχοντας οι θηλιές να έχουν ίσο μήκος. Τον φίλησες στο μάγουλο λέγοντας ήσουν υπέροχος. Κι εκείνος σου άφησε στο κομοδίνο μερικά χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ. Τον συνόδευσες ως την εξώπορτα και του φόρεσες γυαλιά ηλίου πριν ανοίξει. Το ίδιο βράδυ πέρασε να σε πάρει. Είχατε συμφωνήσει να πάτε σινεμά. Στην Έκλειψη του Αντονιόνι,σου είχε πει. Μετά θα πηγαίνατε για σούσι. Κατά καιρούς σε είχε πάει στο Εθνικό, στο Μέγαρο και τη Λυρική, στο Μπενάκη. Μετά σε παράμερα τραπέζια ακριβών εστιατορίων. Σου μιλούσε όσο τρώγατε. Τα ορθάνοικτα μάτια σου πρόδιδαν ενδιαφέρον μικρού παιδιού. Συχνά σηκωνόταν να μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα του. Είχε δυο κόρες. Όταν μια φορά—και ενώ σου μιλούσε για το Ναμπόκοφ ή κάποιον άλλο Ρώσο—του χάιδεψες τον καβάλο με το γυμνό σου πόδι, σε κοίταξε με ακύμαντο ύφος και σου είπε εδώ δεν είναι το κρεβάτι σου. Απόψε φοράς μακρύ φόρεμα με λουλούδια. Εκείνος μπλε σκούρο κοστούμι—όπως πάντα. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και πιάνεις το χέρι του να μην βάλει μπρος. Του λες πως δεν έχει νόημα να βγείτε απόψε. Νωρίς το πρωί θα φύγεις. Γνώρισες έναν ιδιοκτήτη νυκτερινού κέντρου. Θα σε βάλει ν’ ανοίγεις το πρόγραμμα στο μαγαζί του. Κάπου στη Βοιωτία. Μου είπε ότι έχω υπέροχη φωνή, του λες. Χτυπά το κινητό του. Βγαίνει έξω να μιλήσει. Ξαναμπαίνει, συνεχίζεις. Είναι τρυφερός μαζί μου και τον καταλαβαίνω,του λες. Πρέπει να πακετάρεις. Έχεις να ξυπνήσεις πολύ νωρίς. Εκείνος δε μιλάει. Όταν κάνεις ν’ ανοίξεις την πόρτα σε σταματάει. Αύριο φεύγεις, όχι απόψε, σου λέει. Βάζει μπρος και ξεκινάει. Από το πίσω τζάμι φαίνεται η πυρκαγιά που από το πρωί τρώει το δάσος της Καισαριανής. 

[3]

Ήσουν πολύ όμορφη. Ψηλή. Κόρη αστικής οικογένειας. Σχολείο πήγες στο Κολλέγιο Ψυχικού. Όνειρό σου ήταν να γίνεις μπαλαρίνα—ίσως για να μη γίνεις κάτι άλλο. Όταν το αυτοκίνητο, στο οποίο μόλις είχες ξεπαρθενευτεί, βρέθηκε σε ένα χαντάκι, τα πολλαπλά κατάγματα στα λαγόνια και τον αριστερό μηρό σε ανάγκασαν να το ξεχάσεις. Περπατούσες με μπαστούνι. Έκανες Οικονομικά στο Deree. Έπιασες δουλειά στην εταιρία του πατέρα σου. Και το ‘ριξες στη θρησκεία. Παντρεύτηκες το συνάδελφο που σου υπέδειξαν. Κάνατε μια κόρη—τη βάφτισες Μαρία-Νεφέλη. Ο άντρας σου πέθανε από καρδιά όταν εκείνη ήταν εννέα ετών. Τότε, σ’ ένα βράδυ, έπαψες να πιστεύεις. Ξεκρέμασες το εικονοστάσι. Έσβησες το καντήλι και το πέταξες στα σκουπίδια. Κι αφοσιώθηκες στην κόρη σου. Με την εμμονή χρυσωρύχου. Κρέμασες στους τοίχους του δωματίου της πόστερ με μπαλαρίνες του Ντεγκά. Έβαλες καθρέφτες και μια μπάρα ασκήσεων στο γραφείο του μακαρίτη. Την πήγαινες να δει κλασσικό χορό. Και ήσουν πάντα εκεί να της δένεις τα πουέντ. Όταν στα δεκαεπτά της σκοτώθηκε σε ατύχημα με μοτοσικλέτα το αντιμετώπισες με σιωπή. Ήσουν βέβαιη πως ήταν Θεία δίκη. Ξανακρέμασες το εικονοστάσι. Αγόρασες καινούριο καντήλι. Κι αποφάσισες να μονάσεις σπίτι σου. Με κλειστά πατζούρια, χειμώνα-καλοκαίρι. Νηστεύεις εδώ και μια δεκαετία. Δε μιλάς σε άνθρωπο. Καμιά φορά, όταν πέσει ο ήλιος, βγαίνεις διστακτικές βόλτες στο μπαλκόνι. Φοράς πάντα μαύρο μακρύ φουστάνι και γκρι ζακέτα κουμπωμένη ως επάνω. Από την ανοικτή μπαλκονόπορτα δραπετεύει μια μυρωδιά από λιβάνι, ιδρωμένους σοβάδες και ναφθαλίνη. Στο απέναντι σπίτι ένας έφηβος καραδοκεί. Πότε θα βγεις να σε τραβήξει βίντεο με το κινητό του. Ύστερα ανεβάζει το ντοκουμέντο στο προφίλ του στο facebook. Απέναντι ζει μια τρελή. Βγαίνει βόλτες σαν φάντασμα. Σε κάθε βίντεο έχει τουλάχιστον τριάντα like. Λέει στους πεντακόσιους εικοσιεφτά φίλους του πως θα γίνει σκηνοθέτης.
.
Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) ολοκλήρωσε προπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 2008 εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 2012 εξελέγη Λέκτορας στο Ινστιτούτο Μοριακής Ιατρικής της Κολωνίας. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά (δέ)κατα, Εντευκτήριο, Πλανόδιον, Poetix, ΝΤΟΥέΝΤΕ, To Παράθυρο και Νέα Εστία, και στο συλλογικό τόμο Είμαστε όλοι μετανάστες (Πατάκης, 2007). Διατηρεί το ιστολόγιο Υψικάμινος (apapant.blogspot.com).

Το τεστ της "τριπλής διύλισης"

πηγή http://gerasimos-politis.blogspot.gr/2011/08/blog-post_1661.html

Το τεστ της "τριπλής διύλισης" του Σωκράτη


Το τεστ της τριπλής διύλισης του Σωκράτη - ΦιλοσοφίαΜια μέρα, εκεί που ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του. Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να κάνουν το τεστ της "τριπλής διύλισης"...


"- Τριπλή διύλιση;"
ρώτησε με απορία ο γνωστός του.

- Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις.

- Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας.

Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;

- Ε... όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και...

-Μάλιστα, άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα.

- Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο, αυτό της καλοσύνης.
Αυτό που πρόκειται να μου πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό;

- Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον...

- Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για τον μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.

Ο γνωστός του έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.

- Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορείς ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο.
Το τρίτο φίλτρο της χρησιμότητας.
Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για τον μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί xρήσιμο σε κάτι;

- Όχι δεν νομίζω...

- Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο, γιατί θα πρέπει να το ακούσω;

Ο γνωστός του έφυγε ντροπιασμένος,
έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα...

Πηγή: www.trelokouneli.gr

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)


Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) -του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο- αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκεπεντασύλλαβους).

Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από μητέρα αρχοντοπούλα (την Ανδριανή Ρουκάνη) και από πατέρα μικροαστό και τυχοδιώκτη (τον Τζανέτο η Ιωάννη Κάλβο, πρώην ανθυπολοχαγό του ενετικού μισθοφορικού στρατού). Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που παρέχει δυνατότητες μόρφωσης στον Κάλβο, ο οποίος, φιλομαθής καθώς είναι, πραγματοποιεί τις πρώτες επαφές του με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα.

Στο Λιβόρνο γράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκηρύσσει (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιας που το ίδιο δεν σώζεται). Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάζεται ως γραμματέας και αμέσως μετά πηγαίνει στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του. Το 1812 σημαδeύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816 και την ίδια εποχή πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλονίζει. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, και την Ωδή εις Ιονίους.

Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διαλύει τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζειν παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα κυρίως ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Μεταξύ 1817 και 1818 μεταφράζει στα νέα ελληνικά το Book of Common Prayer, το κατ' εξοχήν κανονικό βιβλίο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, και επιμελείται φιλολογικά την ιταλική μετάφραση για λογαριασμό του εκδότη Bagster. Η νεοελληνική έκδοση θα κυκλοφορήσει το 1820 και η ιταλική το 1821, σε δύο σχήματα. Η πολύγλωττος έκδοση, σε οκτώ γλώσσες, θα τυπωθεί το 1821 σε σχήμα 4ο. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα τη σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει και εκδίδει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη (το τρίτο μέρος συνιστούν οι δικές του Danaidi) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.

Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα (he had conformed to the Church of England) και παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη είναι και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τότε πιθανολογείται και μια απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Τέλη Ιουλίου του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.

Το 1819 τυπώνει και την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, «Ελπίς Πατρίδος». Το ποίημα θα ανευρεθεί από τον Λεύκιο Ζαφειρίου -σχεδόν 200 χρόνια μετά- στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και θα παρουσιαστεί στον τόμο «Ο Βίος και το Έργο του Ανδρέα Κάλβου» (Μεταίχμιο 2006).

Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου -και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία- έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.

Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία, ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως μαρτυρείται, «είχε απλή γνωριμία».

Στο τέλος του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και εγκαθίσταται στο Louth της Αγγλίας, όπου ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Charlotte Wadans και διδάσκει στο παρθεναγωγείο της μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοεμβρίου του 1869.
Ο Κάλβος ανάμεσα σε καθαρολόγους και δημοτικιστές

Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των Ωδών του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι τους συμπατριώτες του.

Όσο αφορά τη γλώσσα, ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή τη δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις ωδές του. Στη συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και του κόσμου των βιβλίων. Γενικότερα, στα έργα του, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις, π.χ. το μυθικό στοιχείο και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.

Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889.

Ποιητικές συλλογές

Λύρα - Ωδαί Ανδρέα Κάλβου (1824)
Λυρικά (1826)

Ξενόγλωσσα έργα

Ιππίας (τραγωδία)
Θηραμένης
Δαναΐδες
Le Stagioni - Giovanni Meli
Ωδή εις Ιονίους (1814)
Σχέδιο νέων αρχών των Γραμμάτων
Απολογία της αυτοκτονίας
Italian lessons in four parts (1820)
Ερευνα περί της φύσεως του διαφορικού υπολογισμού (1827)
Χάριτες - αποσπάσματα, Φώσκολος (1846)

Κυριότερες συγκεντρωτικές εκδόσεις

«Ωδαί (Η Λύρα - Λυρικά - Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος)», Ωκεανίδα 1997 (Πιστή μετατύπωση των έργων του Ανδρέα Κάλβου, σε επιμέλεια Γιάννη Δάλλα).
«Ωδαί», Ίκαρος 1970, Κριτική Έκδοση: Filippo Maria Pontani.
«Η Ιωνιάς», Στιγμή 1992 (Ανατύπωση και φιλολογική επιμέλεια της σωζόμενης χειρόγραφης μορφής των ποιημάτων της «Λύρας»).
«Το Ψαλτήριον του Δαυίδ μεταφρασθέν υπό Α. Κάλβου του Ζακυνθίου», Ίκαρος 2011.
«Ωδαί», Μεταίχμιο 2009, επιμέλεια Δ. Δημηρούλη (αντίστοιχης δομής με την έκδοση της Ωκεανίδας, αλλά με την προσθήκη της νεοευρεθείσας ωδής «Ελπίς Πατρίδος», με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία και στο μονοτονικό· συνοδεύεται από cd με αναγνώσεις ποιημάτων από τον Βασίλη Παπαβασιλείου).
Κάλβος, Α.: Μαθήματα φιλοσοφίας. Πανεπιστημιακές παραδόσεις στην Ιόνιο Ακαδημία, Κέρκυρα 1840-41. Εισαγωγή Παναγής Αλιπράντης, Επιμ. Λίνος Μπενάκης, Προλεγόμενα Ευάγγελος Μουτσόπουλος. ΚΕΕΦ - Ακαδημία Αθηνών, Αθ. 2002
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CE%AC%CE%BB%CE%B2%CE%BF%CF%82

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ"ΑΦΡΟΔΙΤΗ"

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
"ΑΦΡΟΔΙΤΗ"

Εκείνο το βράδυ, εκοίταζε τα άστρα και τους αστερισμούς. Όμως, στο νου μου, ήτο ημέρα. Μέσα στο φως της, με κοίταζες Εσύ, αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, και κάποτε-κάποτε ονειρευόμουν αυξάνοντας μέσα μου την ζωηρή φωτοχυσία.

Και όμως, έξω ήτανε νύκτα. Αλλά τι νύκτα; Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

Εγώ κοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων. Αλλά, συγχρόνως, έβλεπα Εσένα.

Αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, στεκόσουν μέσα μου, σε άπλετη φωτοχυσία, και πότε έγερνες δεξιά, και πότε αριστερά την κεφαλή σου, με τον Ωρίωνα, η με τον Σείριο στα μαλλιά σου, με τον Τοξότη στην καρδιά σου.

Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως.

Αγαπητή, ροδόχρους, και απαλά ντυμένη, καθόσουν σε μια καρέκλα μέσα στην καρδιά μου, σε μια απερίγραπτη φωτοχυσία, με την σκιά σου, πότε δεξιά και πότε αριστερά, και έμενες ασάλευτη, απλή, γλυκειά, ωραιότατη και καθισμένη στην καρέκλα σου με τέτοιο τρόπο, που μου ερχόταν να σε βάλω να καθίσεις στα γόνατά μου, με το ένα μου χέρι στα στήθη σου, και το άλλο κάτω από το φόρεμά σου, ανάμεσα στα σκέλη σου.

Και έλεγα και ξανάλεγα: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, και έβλεπα πάντοτε, και τους αστερισμούς και Εσένα.

Τούτη όμως την φορά, ήσουν ξαπλωμένη –απόλυτα ξαπλωμένη- και τα μαλλιά σου τα ανέμιζε ο αέρας. Το χέρι μου σε έψαυε. Τα μάτια σου μου μιλούσαν. Και εγώ έλεγα και ξανάλεγα με πάθος: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα τώρα πλέον, έβλεπα μονάχα Εσένα.

Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Έσβησαν όλα τα άστρα μονομιάς και έμεινες μόνον Εσύ στον ουρανό μαζί μου, μέσα σε μιαν ανέσπερη ημέρα, στο πλευρό μου. Εγώ σε κοίταζα αγαλλιών, και έλεγα και ξανάλεγα το όνομά σου.

Και Συ;


Εσύ, γλυκειά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου.

(Από τη συλλογή: «Γραπτά η Προσωπική Μυθολογία” Εκδόσεις Άγρα 1988)

Το ρόδο της ερήμου - ''πιπί της καμήλας''



Είναι πλάκες ακανόνιστες από γύψο, καστανές στο χρώμα της κανέλας, που κάποια θεία συμμετρία τις κάνει να μοιάζουν με τριαντάφυλλα. Το ρόδο της ερήμου, έτσι το λένε, κι είναι η ομορφιά γεννημένη από το τίποτα, από την ταπεινή γύψο, από άμμο. Γιατί η γη, στην πιο ταπεινή της μορφή μπορεί να’ ναι πανέμορφη και αξιοθαύμαστη. Οι ντόπιοι το λένε ''πιπί της καμήλας''

Δημοφιλείς αναρτήσεις