Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ...

Κάτω από τη γη ζει ένα μικρό αγόρι... Δεν του αρέσει να πηδάει, να κλοτσάει, να κάνει σκανταλιές. Ένα αγόρι τόσο διαφορετικό από όλα τα αγόρια της γης. Ένα καλικαντζαράκι τόσο διαφορετικό από όλα τα καλικαντζαράκια της γης. Ο μικρός Νέιθαν λατρεύει τις ιστορίες και πιο πολύ απ όλες εκείνη την ιστορία για το μεγάλο δέντρο της ζωής που στηρίζει τη γη. Ο σοφός παππούς του του εξηγεί ότι τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν τους καλικάντζαρους και τους έκλεψαν τις πολύτιμες πέτρες που γι αυτούς ήταν ιερές. Στο υποχρεωτικό ταξίδι του στην Πάνω Γη ο Νέιθαν θα τραυματιστεί και θ αναγκαστεί να μείνει έναν ολόκληρο χρόνο με τους ανθρώπους. Και τότε θα καταλάβει ότι τίποτα δεν είναι απόλυτο κι ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες. Θα ανακαλύψει πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί, όπως δεν είναι όλοι οι καλικάντζαροι καλοί. Υπάρχουν άνθρωποι πολλοί και διαφορετικοί...

Μορίς - Maurice de Bevere

Ο Μορίς (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Maurice de Bevere, γνωστός και ως Morris),(1 Δεκέμβριου,1923 - 16 Ιουλιου 2001) ήταν βελγος δημιουργός κόμικς και δημιουργός του Λουκι Λουκ. Η υπογραφή του που έγινε γνωστός είναι ουσιαστικά το όνομά του γραμμένο διαφορετικά.

Γεννήθηκε στο Κοτρίκ του Βελγιου και ξεκίνησε να σχεδιάζει στο στούντιο Compagnie Belge d'Actualités (CBA), ένα μικρό στούντιο, όπου γνώρισε τον Πεγίο και τον Αντρε Φρανκίν. Μετά τον πόλεμο η εταιρία έκλεισε και ο Μορίς δούλεψε για την εφημερίδα Het laatste nieuws και το εβδομαδιαίο περιοδικό Le mistique που εκδίδονταν από τον Ντιπουί, για το οποίο σχεδίασε πάνω από 250 εξώφυλλα και αμέτρητα σκίτσα, κυρίως καρικατούρες κινηματογραφικών αστέρων.Δημιούργησε τον Λούκυ Λούκ το 1946 για το περιοδικό Σπίρου, περιοδικό κόμικς εκδιδόμενο από τον Ντιπούι. Ο Λούκυ Λουκ είναι ένας μοναχικός καουμπόι που ταξιδεύει στην Αγρια δύση, βοηθώντας αυτούς που είναι σε ανάγκη, βοηθούμενος από το πιστό του άλογο, την Ντόλυ. Η πρώτη περιπέτεια, «Αριζόνα 1880», εκδόθηκε στο L'Almanach Spirou 1947 στις 7 Δεκεμβρίου 1946. Ο Μορίς έγινε ένας από τους κεντρικούς καλλιτέχνες του περιοδικού και ένας από τη "Συμμορία των 4" με τους Ζίζε,Aντρε Φρανκίν και Βίλ. Δεν εργαζόταν στο σπίτι του Ζιζέ αντίθετα με τους άλλους 2, αλλά όλοι γίναν καλοί φίλοι, διεγείροντας καλλιτεχνικά ο ένας τον άλλο. Όλοι μαζί εδραίωσαν τη σχολή Marcinelle, το τυπικό στυλ των κόμικ του Spirou, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το "φωτεινή γραμμή" που χρησιμοποιούνταν από τους καλλιτέχνες που σχετίζονταν με τον Ερζέ στο περιοδικό Τεν Τεν.To 1948 oι Μορίς, Ζιζέ και Φρανκίν ταξίδεψαν στις Η.Π.Α.Ήθελαν να γνωρίσουν την χώρα, να δουν τι απέμεινε από την Άγρια Δύση και να συναντήσουν καλλιτέχνες από τις ΗΠΑ. Ο Μορίς έμεινε περισσότερο από τους τρεις και επέστρεψε μετά από έξι χρόνια. Στο ενδιάμεσο είχε δουλέψει για το περιοδικό Mad και είχε συναντήσει τον Ρενε Γκοσινι,γάλλο καλλιτέχνη κόμικ και συγγραφέα με τον οποίο θα συνδημιουργήσει τις ιστορίες του Λούκυ Λουκ από το 1955 ως το 1977.Οι πρώτες 31 περιπέτειες εκδόθηκαν από τον οίκο Ντιπουί, αλλά στα τέλη του 60 ο Μορίς αποχώρησε από τον Dupuis και το Spirou για τον Νταργκό και το Πιλότ το περιοδικό που δημιουργήθηκε από το φίλο του Γκοσινί.Πέθανε το 2001 από ένα τυχαίο πέσιμο.

8 και 9 Νοεμβρίου 1923.......


8 και 9 Νοεμβρίου 1923.......
Με την ονομασία Πραξικόπημα της μπιραρίας (beer hall putsch) έμεινε στην Ιστορία το (αποτυχημένο) πραξικόπημα που αποπειράθηκε ο Χίτλερ στο Μόναχο το 1923 για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την κατάληψη της εξουσίας στην Γερμανία από τον ίδιο και τους εθνικοσοσιαλιστές του Κόμματός του.

Σύμφωνα με την Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία επωμίστηκε όλα τα βάρη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1921 η Γαλλία και η Βρετανία παρουσίασαν στην Γερμανία τις αξιώσεις τους για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων, που ανέρχονταν στο ιλιγγιώδες για την εποχή ποσόν των 33 δισεκατομμυρίων δολλαρίων. Ο αντίκτυπος αυτής της απαίτησης ήταν άμεσος: Προκάλεσε την εμφάνιση πληθωρισμού με πρωτόγνωρους ρυθμούς στην Γερμανική οικονομία. Η αξία του γερμανικού μάρκου κατέρρευσε κυριολεκτικά, αφού μέχρι την ανακοίνωση των αξιώσεων των νικητριών δυνάμεων ένα δολάριο ΗΠΑ ισοδυναμούσε με τέσσερα μάρκα και αμέσως μετά η ισοτιμία έφθασε το 1 US $ σε 75 μάρκα για να πέσει στο 1 US $ = 400 μάρκα το 1922.[1]

Η Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησε μια ανάπαυλα στην εκτέλεση των πληρωμών, προκειμένου να διευθετήσει τον τρόπο καταβολής των αποζημιώσεων χωρίς να καταβαραθρωθεί η οικονομία της χώρας. Η Γαλλική Κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα και σε απάντηση εισέβαλε στην περιοχή του Ρουρ, την οποία έθεσε υπό κατοχή και άρχισε να εκμεταλλεύεται, προκειμένου να αποκομίσει τμήμα των οφειλόμενων αποζημιώσεων. Η ενέργεια αυτή είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες στο εσωτερικό της Γερμανίας, αφού κατάφερε να ενώσει τον γερμανικό λαό καθιστώντας τον και πάλι έτοιμο για δράση: Οι Γερμανοί εργάτες της περιοχής του Ρουρ κήρυξαν γενική απεργία, την οποία υποστήριξε με κάθε τρόπο η γερμανική κυβέρνηση, κυρίως παρέχοντάς τους οικονομική στήριξη.[2] Η κατάρρευση της Γερμανικής οικονομίας χειροτέρευσε σημαντικά ύστερα από αυτό. Προς το τέλος του 1922 αντιστοιχούσαν 18.000 μάρκα στο δολάριο, τον Ιούλιο του 1923 η ισοτιμία έφθασε τα 160.000 μάρκα και τον Αύγουστο το 1.000.000 μάρκα ανά δολάριο. Τον Νοέμβριο έπεσε ακόμη περισσότερο και αντιστοιχούσαν 4.000.000 μάρκα στο δολάριο, φέρνοντας έτσι την χώρα στα πρόθυρα του χάους.

Όπως ήταν φυσικό, οι Γερμανοί πολίτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, ενώ πληρώνονταν σε χρήμα χωρίς αντίκρισμα. Τα αγαθά διατροφής έφθασαν σε αστρονομικές τιμές και σε κάθε γωνία της χώρας ξέσπασαν διαδηλώσεις, καθώς η ευρεία μάζα του πληθυσμού κυριολεκτικά λιμοκτονούσε. Οι διαμαρτυρίες αυτές δεν στρέφονταν εναντίον της Κυβέρνησης, αλλά εναντίον των νικητών του Πρώτου Πολέμου. Το γενικό κλίμα ήταν προς την στήριξη της Κυβέρνησης, η οποία ανθίστατο στην άμεση πληρωμή των αποζημιώσεων. Τον Αύγουστο του 1923 την διακυβέρνηση ανέλαβε ο Καγκελάριος Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ο οποίος διέπραξε ένα σφάλμα: Τον Σεπτέμβριο του 1923, θέλοντας να δώσει ανάσες στην οικονομία, ανάγγειλε ότι θα προχωρούσε στην καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει σωστά ήταν η συναισθηματική αντίδραση των Γερμανών, οι οποίοι ένιωθαν βαθιά πικραμένοι, απογοητευμένοι, ταπεινωμένοι και ιδιαίτερα ανήσυχοι για το μέλλον τόσο το δικό τους όσο και της χώρας. Οι συνθήκες διαμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξωθήσουν σε δράση τις ακραίες πολιτικές ομάδες, όπως ήταν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ.

Στο μεταξύ ο Μουσολίνι είχε πραγματοποιήσει την Πορεία προς την Ρώμη και επιτύχει να εγκαθιδρύσει τον Φασισμό στην Ιταλία. Η επιτυχία αυτή ενέπνευσε ακόμη περισσότερο τον Χίτλερ και τους οπαδούς του.[3] Ο Χίτλερ πίστεψε ότι οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος, το οποίο θα επανέφερε την Γερμανία στην θέση που της άξιζε στον Ευρωπαϊκό χώρο, ως ηγέτιδας δύναμης. Επιπλέον, ο Χίτλερ ζούσε στην Βαυαρία, στην οποία υπήρχαν, εκτός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, πολλές πολιτικές ομάδες που αντιτίθονταν στην δημοκρατική Κυβέρνηση του Βερολίνου. Το Κόμμα του Χίτλερ ήταν η μεγαλύτερη από αυτές, αριθμώντας, το 1923, περίπου 55.000 οπαδούς, ενώ διέθετε την αρτιότερη οργάνωση.

Οι Ναζιστές άρχισαν να απαιτούν την ανάληψη δράσης. Ο Χίτλερ διέβλεψε ότι έπρεπε να διακινδυνεύσει ή να χάσει την αρχηγία του Κόμματος. Κατέστρωσε με τους συνεργάτες του ένα σχέδιο απαγωγής της Βαυαρικής Κυβέρνησης, την οποία, υπό την απειλή των όπλων, θα υποχρέωνε να δεχτεί ως ηγέτη της τον ίδιο τον Χίτλερ. Για να προσδώσει στην κίνηση αυτή το απαιτούμενο κύρος, προσεταιρίστηκε τον μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorff). Με τη υποστήριξή του ήταν βέβαιος ότι θα κέρδιζε και την υποστήριξη του Γερμανικού στρατού στο πραξικόπημά του, επιτυγχάνοντας ένα γενικό εθνικό ξεσηκωμό και, τελικά, την ανατροπή της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στο Βερολίνο. Έχοντας ετοιμάσει τις κινήσεις του, περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία.

Η ευκαιρία αυτή του δόθηκε όταν έμαθε ότι σε μια μεγάλη μπιραρία του Μονάχου, την "Löwenbräukeller", θα γινόταν μια συγκέντρωση 3.000 επιχειρηματιών με οικοδεσπότη την ηγεσία της Βαυαρικής Κυβέρνησης, τα μέλη της οποίας σκόπευε να απαγάγει. Στις 8 Νοεμβρίου 1923 τα μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Κόμματος SA, υπό την ηγεσία του Χέρμαν Γκέρινγκ περικύκλωσαν την μπιραρία. Στις 8:30 ο Χίτλερ, ακολουθούμενος από μια μικρή ομάδα ένοπλων SA εισέβαλε στην μπιραρία. Η εμφάνισή τους προκάλεσε, όπως αναμενόταν, πανικό ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Ο Χίτλερ πυροβόλησε μια φορά στον αέρα ουρλιάζοντας "Ησυχία!". Προχώρησε, ακολουθούμενος από τον Γκέρινγκ, στο βάθρο των ομιλητών, ενώ οι SA συνέχισαν να εισέρχονται στην μπιραρία κυκλώνοντας τους πανικόβλητους παρευρισκόμενους. Ο επικεφαλής της Κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ (Gustav von Kahr), του οποίου την ομιλία διέκοψε ο Χίτλερ, παραχώρησε το βάθρο του ομιλητή στον Χίτλερ, ο οποίος άρχισε αμέσως να αγορεύει, λέγοντας ότι άρχισε η Εθνική Επανάσταση και κανείς δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον χώρο, απειλώντας με την χρήση ενός πολυβόλου, που είχε εγκαταστήσει πίσω από το βάθρο. Ανάγγειλε ότι τόσο η Βαυαρική όσο και η Κυβέρνηση του Ράιχ ανατράπηκαν και εγκαθιδρύθηκε προσωρινή επαναστατική Κυβέρνηση. Οι στρατώνες της Ράιχσβερ (γερμανικού στρατού) και της Αστυνομίας είχαν καταληφθεί, τα μέλη τους παρήλαυναν ήδη στην πόλη κάτω από την σβάστικα. Φυσικά, όλα αυτά ήταν μια τεράστια μπλόφα, αλλά οι παρευρισκόμενοι δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν. Ο Χίτλερ κάλεσε τον φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσοβ, Ότο (Otto von Lossow), Αρχηγό του Βαυαρικού Στρατού, και Χανς (Hans von Lossow), Αρχηγό της Αστυνομίας της Βαυαρίας, σε ένα μικρό δωμάτιο πίσω από την κεντρική αίθουσα και τους είπε ότι αυτός είναι ο νέος ηγέτης της Γερμανίας. Τους προσέφερε θέσεις στη νέα του Κυβέρνηση. Οι τρεις άνδρες, γνωρίζοντας ότι η από πλευράς τους αποδοχή των νέων "θέσεων" αποτελούσε πράξη έσχατης προδοσίας, αρνήθηκαν. Ο Χίτλερ εξεμάνη, έβγαλε πάλι το πιστόλι του και τους είπε: "Κύριοι, έχω τέσσερεις σφαίρες σε αυτό το όπλο: Μία για τον καθένα σας και μία για μένα!". Υπό την απειλή της δολοφονίας τους, οι τρεις συμφώνησαν.[4]
Μόναχο, Μαρίενπλατς (Marienplatz), 9 Νοεμβρίου 1923, κατά τη διάρκεια του Πραξικοπήματος. Φωτ. Ομοσπονδιακό Γερμανικό Αρχείο

Σχεδόν αμέσως ύστερα κατέφθασε ο Λούντεντορφ, ο οποίος αποδέχτηκε τη θέση του Αρχηγού του Γερμανικού Στρατού, προέτρεψε τους τρεις άνδρες να υποστηρίξουν τον Χίτλερ και το ίδιο έκανε μιλώντας και προς τους παρευρισκόμενους. Εν τω μεταξύ, ο Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), ηγέτης των SA, επικεφαλής μιας ομάδας μαχητών του κατέλαβε το Υπουργείο Πολέμου, ενώ ο Ρούντολφ Ες κατέστρωνε το σχέδιο σύλληψης των αριστερών ηγετών της Βαυαρίας και των Εβραίων. Η προσπάθεια κατάληψης στρατώνων της Αστυνομίας και του Στρατού, όμως, αποκρούστηκε και απέτυχε. Ο Χίτλερ σκόπευε να βαδίσει εναντίον του Βερολίνου και να ανατρέψει την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση (κατά το πρότυπο της Πορείας προς την Ρώμη του Μουσολίνι). Η ολέθρια παράλειψή του ήταν ότι δεν είχε προβλέψει την κατάληψη από τους SA των ραδιοφωνικών και των τηλεγραφικών σταθμών. Όπως ήταν φυσικό, η Κυβέρνηση του Βερολίνου πληροφορήθηκε πολύ σύντομα τις ενέργειες των Ναζί και έδωσε σχετικές διαταγές για την κατάπνιξη του πραξικοπήματος.

Την επομένη ο Χίτλερ και ο Λούντεντορφ, επικεφαλής 3.000 ενόπλων υποστηρικτών τους, παρέλασαν στους δρόμους του Μονάχου με στόχο να συνενωθ

με τις δυνάμεις του Ρεμ που κατείχαν το Υπουργείο Πολέμου. Στην πλατεία Οντεόν (Odeonsplatz), όμως, βρήκαν τον δρόμο κλεισμένο από αστυνομικές δυνάμεις, ο επικεφαλής των οποίων τους διέταξε να σταματήσουν και να παραδοθούν. Στην άρνηση των Ναζί να συμμορφωθούν, η Αστυνομία άνοιξε πυρ, αρχικά πυροβολώντας προειδοποιητικά μπροστά στα πόδια τους. Οι SA απάντησαν στους πυροβολισμούς και έγινε πραγματική μάχη, με 21 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκέρινγκ, ο οποίος τραυματίστηκε στη βουβωνική χώρα. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκε μορφίνη για την ανακούφιση των ισχυρών πόνων. Αυτή ήταν η έναρξη της εξάρτησης του Γκέρινγκ από την μορφίνη, από την οποία απαλλάχτηκε μόνο λίγο πριν τον θάνατό του στο τέλος της Δίκης της Νυρεμβέργης, 23 χρόνια αργότερα.

Με την έναρξη του πυρός, ο Χίτλερ έπεσε στο έδαφος, καθώς ο διπλανός του, με τον οποίο είχαν διασταυρωμένους βραχίονες για το σχηματισμό ανθρώπινης αλυσίδας χτυπήθηκε από σφαίρα και κατέπεσε, παρασύροντάς τον. Η πτώση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εξάρθρωση του ώμου του. Ο σωματοφύλακάς του, Ούλριχ Γκραφ (Ulrich Graf), έσπευσε να τον καλύψει με το σώμα του και δέχτηκε αρκετές σφαίρες. Αυτή του η ενέργεια έσωσε την ζωή του Χίτλερ.
Ούλριχ Γκραφ. Φωτ. Ομοσπονδιακό Γερμανικό Αρχείο
Ο πόνος που ένιωσε από τον εξαρθρωμένο ώμο του, όμως, έκανε τον Χίτλερ να αποθαρρυνθεί και έτρεξε να διαφύγει προς ένα παρακείμενο αυτοκίνητο, στο οποίο υπήρχαν κομματικά στελέχη. Παρά το ότι υπερτερούσαν αριθμητικά, οι Ναζί ακολούθησαν το παράδειγμα του ηγέτη τους και τράπηκαν σε φυγή. Οι μόνοι που συνέχισαν να βαδίζουν προς τους αστυνομικούς ήταν ο Λούντεντορφ και ο υπασπιστής του. Την ενέργεια αυτή του Χίτλερ οι Ναζιστές ιστορικοί προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν, λέγοντας ότι ο Χίτλερ αναγκάστηκε να φύγει γιατί έπρεπε να μεταφέρει ένα τραυματισμένο παιδί στο τοπικό νοσοκομείο.

Φώτης Κόντογλου

Αποτέλεσμα εικόνας για κοντογλου

Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το σχολείο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι Άνθρωποι", στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος· εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.

Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού),[1] ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.

Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό ΄΄Κιβωτός΄΄, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρήσει την δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου.[2] Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες[3]

Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.

Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961 για το βιβλίο Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Ταξείδια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, περιγραφικά του τί ακούμε από τα χρόνια των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσάνων και των Τούρκων, 1928.
Ὁ θεός Κόνανος καί τό μοναστῆρι του τό λεγόμενο καταβύθιση, Νικολόπουλου, 1943.
Ἱστορίες καί περιστατικά κι' ἄλλα γραψίματα λογῆς λογῆς, Νικολόπουλου, 1944.
Ὁ κουρσάρος Πέδρο Καζᾶς, Γλάρος, 1944.
Ἓλληνας θαλασσινός στίς θάλασσες τῆς νοτιᾶς, Γλάρος, 1944.
Η Αφρική και οι θάλασσες της Νοτιάς, Γλάρος, 1944.
Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς: Ἱστορία ἀληθινή, Νικολόπουλος, 1945.
Ἡμερολόγιον παιδικόν τοῦ 1949, Ἀποστολική Διακονία, 1949
Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου, Παπαδημητρίου, 2000.
Παναγία και Υπεραγία: Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, Αρμός, 2000.
Γίγαντες ταπεινοί, Ακρίτας, 2000.
Το ασάλευτο θεμέλιο, επιμέλεια Κώστας Σαρδελής, Ακρίτας, 2000.
Μικρό Εορταστικό, Ακρίτας, 2000.
Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού, Αρμός, 2001
Μυστικά άνθη: Ήγουν: Κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής, Παπαδημητρίου, 2001
Χριστού γέννησις: Το φοβερόν μυστήριον, Αρμός, 2001
Για να πάρουμε μια ιδέα περί ζωγραφικής, Αθήνα : Αρμός, 2002.
Σκληρό τάμα, εικονογράφηση Γιώργου Κόρδη, Αρμός, 2003.
Το πάρσιμο της Πόλης, εικονογράφηση Σταμάτης Μπονάτσος, Ακρίτας, 2003.
Ταξιδευτές κι ονειροπόλοι, επιμέλεια Νίκος Αγνάντος, Ακρίτας, 2005.

Μπρόκολο ογκρατέν

 Μπρόκολο ογκρατέν

• 200 γραμμάρια κρέμα γάλακτος 15 % λιπαρά
• 1 αυγό
• κασέρι ή γκούντα τριμμένο ή σε φέτες
• 5 φέτες μπέικον σε κομματάκια
• αλάτι-πιπέρι
• 1 μεγάλο μπρόκολο καθαρισμένο και πλυμένο
• 1 φλιτζάνι γάλα φρέσκο

Αλατοπιπερώνουμε το μπρόκολο και το στρώνουμε σε ταψάκι νούμερο 27 εκ. Ανάμεσα στο μπρόκολο ρίχνουμε το κασέρι ή το γκούντα και το μπέικον.

Ανακατεύουμε το γάλα με την κρέμα και το αυγό και περιχύνουμε πάνω από το μπρόκολο. Ψήνουμε στους 200 βαθμούς στο πρόγραμμα με αντιστάσεις πάνω και κάτω, σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο για 30 λεπτά και ξεσκέπαστο για άλλα 30 λεπτά.

sidagi.gr

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ "Ώρα να φύγω"


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ "Ώρα να φύγω"

Όλα άρχισαν απ’ αυτή την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου ή μάλλον – γιατί να κλείνω τα μάτια – όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί..

Βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική..

Πλην όμως αγαπούσα πάντα τους συνανθρώπους μου κι αυτό είναι μια από τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου…

Και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους – σ’ αυτό έγκειται η ιδιοφυία μου!
Και παρ’όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο μοιραίο – ακούστε διαστροφή..

Άλλωστε το βλέπετε όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα – μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να ‘ναι μια νύχτα..
Αλλά γιατί να λυπάμαι.. Οι ωραιότερες σκέψεις ήταν πάντα το μερίδιό μου από τη ζωή που μου στέρησαν..

Ώρα να φύγω.
Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.
Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα
και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Έτσι συνήθως έρχεται το Φθινόπωρο…
Γι' αυτό, σας λέω,
ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια – μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική...

"Βιολέτες για μια εποχή"-Τάσος Λειβαδίτης

Εικονοθεραπεία 29

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-

Αλέκος Αλεξανδράκης


Ο Αλέκος Αλεξανδράκης (27 Νοεμβρίου 1928 - 8 Νοεμβρίου 2005) ήταν ένας μεγάλος Έλληνας ηθοποιός, που διακρίθηκε εξίσου στη μεγάλη και στη μικρή οθόνη. Ανάμεσα στις συζύγους του ήταν και η Αλίκη Γεωργούλη, ενώ ο ίδιος από νωρίς καθιερώθηκε σε ρόλους ζεν πρεμιέ. Με τη νεορεαλιστική ταινία Συνοικία το όνειρο (1961) άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον ελληνικό κινηματογράφο και κέρδισε και βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στην πετυχημένη σειρά Ο παράξενος ταξιδιώτης, με συμπρωταγωνίστρια την Νόνικα Γαληνέα. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης απεβίωσε στην Αθήνα από καρκίνο, το 2005. Είχε μία κόρη και ένα γιο.Γιος δικηγόρου από τη Μάνη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1928 στην Αθήνα. Φοίτησε στο σχολείο Μπερζάν[1] και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Αγαπημένο του άθλημα ήταν η ξιφασκία και στα 15 του έγινε μέλος της εθνικής ομάδας. Ένα χρόνο αργότερα μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, θέλοντας να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού.[2] Επιθυμούσε παράλληλα να σπουδάσει στις ΗΠΑ κινηματογραφική σκηνοθεσία.[3] Μία παράσταση, όμως, του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, του άλλαξε τη ζωή. Παράλληλα ο φίλος του, ηθοποιός Νίκος Καζής, σπουδαστής στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, τον παρακινεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή.[4] Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και πέρασε πρώτος. Ο Δημήτρης Χορν ήταν τόσο σίγουρος για το ταλέντο του Αλέκου, που είχε στοιχηματίσει για την επιτυχία του. Τον καιρό εκείνο, η Κατερίνα (Ανδρεάδη) έψαχνε για έναν «ζεν πρεμιέ», για το έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια». Ο νεαρός ηθοποιός την επισκέφτηκε με λουλούδια στο σπίτι της μαζί με την Άννα Συνοδινού και πήρε το ρόλο. Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949 και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε κριτικούς και κοινό. «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους, ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο», έγραψε χαρακτηριστικά ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή». Εντύπωση έκανε και στον Φιλοποίμην Φίνο, ο οποίος του πρότεινε να παίξει στον κινηματογράφο.[5] Την ίδια, κιόλας, χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.[6] Ακολούθησαν αμέτρητες άλλες, και όλοι συμφωνούσαν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο ηθοποιό και τον μεγαλύτερο γόη της εποχής. Η απήχηση του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν άνευ προηγουμένου.Στη γοητεία του είχε υποκύψει πρώτη η Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους, όμως, δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Αλεξανδράκης προτίμησε να ακολουθήσει την Κατερίνα σε μία περιοδεία[7]. Στο Σουδάν γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, Μαρτζ Βάλβη, με την οποία παντρεύτηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα[8]. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια, όσο κι αυτός με την Κλοντ Σαμπαντού, μια πανέμορφη Γαλλίδα[9]. Το 1956, παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη[10]. Μαζί ανέβασαν στο θέατρο «Γκλόρια» της Πλατείας Αμερικής, το «Πικνίκ», ενώ συμμετείχαν σε πορείες ειρήνης και δημοκρατικά συλλαλητήρια. Όμως, ύστερα από τέσσερα χρόνια χώρισαν. Ο τέταρτος γάμος του ήταν με την Ελβετή Βερένα Γκάουερ. Στα πέντε χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1969 γνώρισε τη Νόνικα Γαληνέα και την ερωτεύτηκε βαθιά. Παρότι αυτή η σχέση κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, δεν παντρεύτηκαν ποτέ.Εκτός από την ιδιότητα του θιασάρχη, που ξεκίνησε το 1956 και κράτησε τουλάχιστον 35 χρόνια, ο Αλέκος Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε θεατρικά έργα, αλλά και ταινίες, όπως ο «Θρίαμβος» (1960) με τον Καρύδη-Φουκς και η «Συνοικία το όνειρο» (1961), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά η προβολή της απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής. Συνεργάστηκε με λαμπερές πρωταγωνίστριες, όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού και τη Ζωή Λάσκαρη. Συνολικά, πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: «Ο βαφτιστικός» , «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Όμορφες μέρες», «Η κόμισσα της Κέρκυρας», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα παιδιά της Χελιδόνας» και πολλές ακόμα.Στο θέατρο ερμήνευσε τους σημαντικότερους ρόλους. Μεταξύ των παραστάσεων στις οποίες πρωταγωνίστησε και άφησαν εποχή, είναι: «Παράξενο Ιντερμέτζο», «Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μαντάμ Μπάτερφλαΐ»,«Η γυναίκα με τα μαύρα», «Τέσσερα δωμάτια με κήπο», «Έγκλημα και τιμωρία», «Τα μεγάλα χρόνια», «Ο γλάρος». Στην τηλεόραση έπαιξε στον «Παράξενο Ταξιδιώτη», τον «Γιούγκερμαν» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες». Το 1994 ανέβασε με τη Μιμή Ντενίση, τον «Θείο Βάνια» και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό, απ' όπου είχε ξεκινήσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε υποκριτική στο Εργαστήρι του Διαμαντόπουλου, ενώ το 2001 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη. Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2005, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.

Κωνσταντίνος Καβάφης :Ο σπουδαίος Αλεξανδρινός ποιητής περιμένει το κοινό της Αθήνας και ολόκληρου του κόσμου

Κωνσταντίνος Καβάφης :Ο σπουδαίος Αλεξανδρινός ποιητής περιμένει το κοινό της Αθήνας και ολόκληρου του κόσμου

Ολόκληρο το αρχείο του διεθνούς εμβέλειας ποιητή μας Κ.Π.Καβάφη αποκτήθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση. Ποιήματα, αλληλογραφία, φωτογραφίες κείμενα, το σύνολο του έργου και της ζωής θα γίνει σημείο αναφοράς και ανοιχτής πρόσβασης για όλους.
«Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Είναι από τους ποιητές που απάντα ανατρέχουν οι έλληνες κυρίως τις στιγμές των έντονων δονήσεων (εσωτερικών αλλά και κοινωνικών). Έχει όμως και μια εμβέλεια διεθνή και αστραφτερή που κάνει την ποίηση του αλλά και το στοιχείο της ελληνικότητας αναγνωρίσιμο και διαρκές. Το σύνολο του αρχείο του που καταγράφει όλα όσα κάνουν τον Καβάφη σπουδαίο και διεθνή, αποκτήθηκε από το ίδρυμα Ωνάση στο πλαίσιο της κοινωφελούς δράσης του, σε μια ενέργεια που το Ίδρυμα χαρακτηρίζει εθνικής σημασίας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Το αρχείο, το οποίο αποτελεί μια μοναδική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, περιλαμβάνει ανυπολόγιστης αξίας χειρόγραφά, καθώς και προσωπικά αντικείμενα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Πιο συγκεκριμένα: α). ποιήματα (πρωτότυπα, μεταφράσεις, σχόλια σε ποιήματα κλπ.), β). πεζά λογοτεχνικά και φιλολογικά, γ). ιδιωτικά (αλληλογραφία, ημερολόγια, δημόσιος και κοινωνικός βίος κλπ.), δ). Αρχείο Αλεξανδρινής Τέχνης (του περιοδικού που εξέδιδε ο ποιητής) και ε). αρχείο Σεγκόπουλου (αρχειακά κατάλοιπα σχετικά με τον Καβάφη του κληρονόμου του Αλέκου Σεγκόπουλου και της συζύγου του Ρίκας Σεγκοπούλου, πρώτης επιμελήτριας του αρχείου). Στην κατοχή του Ιδρύματος Ωνάση περνά όλος ο πλούτος του αρχείου του ποιητή, το οποίο συνιστά το μεγαλύτερο κλειστό σύνολο αρχειακών τεκμηρίων για τον βίο και το έργο του. Το αρχείο που οργάνωσε ο ίδιος ο Καβάφης αποτελεί έργο ακριβολογίας και συνιστά κύριο μέσο αυτοπροσδιορισμού του. Το αρχείο Καβάφη σήμερα περιλαμβάνει έντυπο και ψηφιοποιημένο υλικό, καθώς και ιστότοπους (url).
Το κοινό συναντά τον Καβάφη
Στόχος του Ιδρύματος Ωνάση είναι να καταστήσει το αρχείο σημείο αναφοράς για κάθε ενδιαφερόμενο. Επενδύοντας στην ψηφιακή του ανάπτυξη στοχεύει στην προσβασιμότητά του σε όλους και όχι μόνο στο χώρο της επιστημονικής κοινότητας. Το Ίδρυμα Ωνάση θα δώσει έμφαση στη διεθνή διάσταση του έργου του Κ. Π. Καβάφη.
Σε χώρο της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών θα εκτίθενται επί μονίμου βάσεως προσωπικά αντικείμενα και χειρόγραφα του Αλεξανδρινού ποιητή. Τα εκθέματα θα εναλλάσσονται και η μελέτη του τρόπου παρουσίασής τους θα απαντά στις σύγχρονες μουσειολογικές πρακτικές και προσεγγίσεις. Ταυτόχρονα θα σχεδιαστούν ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα που θα απευθύνονται στο κοινό όλων των ηλικιών. Το 2013, επετειακό έτος για τον μεγάλο μας ποιητή, η Στέγη θα πραγματοποιήσει σειρά δράσεων τιμώντας το έργο του και υπογραμμίζοντας την διεθνή του εμβέλεια, φιλοσοφική και ποιητική και την σχέση του έργου του με την εποχή μας.
Η διαδρομή του αρχείου ως σήμερα
Το Αρχείο Καβάφη πρωτοποριακό στα γράμματα όπως και ο ίδιος ο ποιητής τακτοποιήθηκε από τον ίδιο ο οποίος οργάνωσε τα κατάλοιπά του, λογοτεχνικά και προσωπικά, για να καθοδηγήσει τη μελλοντική έρευνα του έργου του και να διασφαλίσει την επαφή του με όλον τον κόσμο. Το 1963, είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του Κ.Π. Καβάφη, ο κληρονόμος του ποιητή, Αλέκος Σεγκόπουλος, εμπιστεύτηκε την επιμέλεια και την έκδοση όλου του Αρχείου Καβάφη στον Γ.Π. Σαββίδη.
Ο Γ.Π. Σαββίδης επιμελήθηκε με υποδειγματικό τρόπο την έκδοση των «Ανέκδοτων» ποιημάτων από το Αρχείο Καβάφη το 1968, και στη συνέχεια έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς φιλόλογους να δημοσιεύσουν ανέκδοτο υλικό, με αποκορύφωμα την έκδοση των «Ατελών» ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη από την Renata Lavagnini το 1994. Ο κληρονόμος του Γ.Π. Σαββίδη, Μανόλης Σαββίδης, συνέχισε αυτή την πρακτική, με αποκορύφωμα την έκδοση του πρώτου τόμου των «Πεζών» του Κ.Π. Καβάφη από τον Μιχάλη Πιερή και της «Βιβλιοθήκης Κ.Π. Καβάφη» από την Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού το 2003.
Ο Γ.Π. Σαββίδης και ο Μανόλης Σαββίδης όχι μόνο διαφύλαξαν την ενότητα του Αρχείου Καβάφη που παρέλαβαν, αλλά σε μεγάλο βαθμό το αποκατέστησαν, ανακτώντας χειρόγραφα και άλλο υλικό που είχε αποσπαστεί, και το προίκισαν με αντικείμενα όπως το αυθεντικό γραφείο του ποιητή, με έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις, ιστοσελίδες κλπ. Έτσι το Αρχείο Καβάφη μάς παραδίδεται σήμερα πιο άρτιο και πλήρες παρά ποτέ.

Πηγή: Ο σπουδαίος Αλεξανδρινός ποιητής περιμένει το κοινό της Αθήνας και ολόκληρου του κόσμου | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/74790#ixzz2BEt0gDcg

Η μαλοτήρα

mistikakipou-michaliskoulieris_malotira 
Η μαλοτήρα,  αλλοιώς το "τσάι του βουνού" ή "καλοκοιμηθιά" είναι μικρός θάμνος που μπορεί να φτάσει και το μισό μέτρο στο ύψος, και συναντάται στα βουνά της δυτικής Κρήτης σε υψόμετρα πάνω απο 900 μέτρα.

Το όνομά της ίσως να προέρχεται απο Ιταλική λέξη - maletire - μια και οι Ενετοί που το δίδαξαν στουν Κρητικούς είχαν προταιρεότητα στο όνομα της.

Κρυολογήματα, παθήσεις του αναπνευστικού και παθήσεις του στομάχου αντιμετωπίζονται με τη μαλοτήρα.

Χρησιμοποιείται όχι μόνο σαν εξαιρετικό αφέψημα σε άρωμα και γεύση, αλλά και για θεραπεία ή πρόληψη πολλών ασθενειών. Στο αιθέριο έλαιο της έχουν απομονωθεί 34 ουσίες με διάφορες, αντιμικροβιακές κυρίως φαρμακευτικές ιδιότητες.

Δρα σαν αντιφλεγμονώδες, βακτηριοστατικό, αντιοξειδωτικό, αντιμικροβιακό, ευστόμαχο, εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό, αντιαναιμικό, θερμαντικό, διουρητικό και αποτοξινωτικό.

Χρησιμοποιείται για τα κρυολογήματα και τις παθήσεις του αναπνευστικού. Αν προσθέσουμε στο αφέψημα ξυλαράκια κανέλλας και μέλι έχουμε ένα άριστο μαλακτικό και αντισηπτικό για τον βήχα. Πιστεύεται τέλος ότι είναι ευεργετικό για τα αιμοφόρα αγγεία της καρδιάς.

Δημοφιλείς αναρτήσεις