Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ''ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ''

Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ''ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ'' ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ

από Αναδρομές σε προηγούμενες ζωές, Παρασκευή, 4 Μαρτίου 2011 στις 12:27 μ.μ. ·
ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΗΣ ΚΑΙ Ο ‘’ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ’’ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ

Ο καθένας μας είναι προϊόν του κάρμα της ψυχής μας. Οι διαθέσεις, οι ικανότητες και οι στάσεις με τις οποίες γεννηθήκαμε εξυπηρετούν τη μάθηση της ψυχής μας. Καθώς η ψυχή μαθαίνει τα μαθήματα που πρέπει για να εξισορροπήσει την ενέργειά της, αυτά τα χαρακτηριστικά γίνονται περιττά, και αντικαθίστανται από άλλα. Έτσι αναπτυσσόμαστε. Για παράδειγμα, καθώς αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι ο θυμός δεν οδηγεί πουθενά, ο θυμός αρχίζει να εξαφανίζεται και περνάμε σε έναν πιο ενοποιημένο και ώριμο προσανατολισμό προς τις εμπειρίες μας. Αυτό που κάποτε μας θύμωνε τώρα παράγει διαφορετικές αντιδράσεις.

Μέχρι να αντιληφτούμε τα αποτελέσματα του θυμού μας. συνεχίζουμε να θυμώνουμε. Αν δεν φτάσουμε σε αυτή τη συνειδητότητα μέχρι να επιστρέψουμε στη μη φυσική πραγματικότητα, η ψυχή θα συνεχίσει αυτό το μάθημα μέσα από τις εμπειρίες μιας άλλης ζωής. Θα ενσαρκώσει μια άλλη προσωπικότητα με πλευρές παρόμοιες με τις δικές μας. Αυτά που δεν μαθαίνονται σε κάθε ζωή μεταφέρονται σε άλλες ζωής, μαζί με τα νέα μαθήματα που εμφανίζονται για την ψυχή, τις νέες καρμικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις αντιδράσεις της προσωπικότητάς της στις καταστάσεις που συναντά. Τα μαθήματα που έχει μάθει η ψυχή μεταφέρονται κι αυτά σε άλλες ζωές, και με αυτό τον τρόπο εξελίσσεται η ψυχή. Οι προσωπικότητες ωριμάζουν με το χρόνο και η ψυχή εξελίσσεται αιώνια.

Οι ψυχικές διαθέσεις, οι ικανότητες και οι στάσεις αντικατοπτρίζουν τις προθέσεις σας. Αν νιώθετε θυμό, φόβο, μνησικακία ή εκδικητικότητα, η πρόθεσή σας είναι να κρατήσετε τους άλλους σε απόσταση. Το ανθρώπινο συναισθηματικό φάσμα μπορεί να αναλυθεί σε δύο βασικά στοιχεία: αγάπη και φόβο. Ο θυμός, η μνησικακία και η εκδικητικότητα είναι εκφράσεις φόβου, όπως και η ενοχή, οι τύψεις, η ντροπή και η λύπη. Αυτά είναι ενεργειακά ρεύματα κατώτερης συχνότητας. Παράγουν συναισθήματα εξάντλησης, αδυναμίας και ανικανότητας να αντεπεξέλθουμε στη ζωή. Το ρεύμα με την υψηλότερη συχνότητα και τη μεγαλύτερη ενέργεια είναι η αγάπη. Η αγάπη παράγει αισιοδοξία, ακτινοβολία, χαρά και αίσθηση ελαφρύτητας.    

Οι προθέσεις σας δημιουργούν την πραγματικότητα που βιώνετε. Μέχρι να το αντιληφτείτε αυτό, η διαδικασία συμβαίνει ασυνείδητα. Επομένως, προσέχετε τι προβάλλετε. Αυτό είναι  το πρώτο βήμα προς την αυθεντική δύναμη.
Για παράδειγμα, μπορεί να επιδιώκετε τη συντροφιά και την ανθρώπινη ζεστασιά, αλλά αν η ασυνείδητη πρόθεσή σας είναι να κρατάτε τους άλλους σε απόσταση, οι εμπειρίες του χωρισμού και του πόνου θα ανεβαίνουν στην επιφάνεια ξανά και ξανά, μέχρι να καταλάβετε ότι εσείς οι ίδιοι τις δημιουργείτε. Τελικά, θα επιλέξετε να δημιουργείτε αρμονία και αγάπη. Θα επιλέξετε να προσελκύετε τα ρεύματα ανώτερης συχνότητας που έχει να προσφέρει κάθε κατάσταση. Τελικά, θα καταλάβετε ότι η αγάπη θεραπεύει τα πάντα και ότι η αγάπη είναι το μόνο που υπάρχει. 

Αυτό το ταξίδι μπορεί να πάρει πολλές ζωές, αλλά θα το ολοκληρώσετε. Είναι αδύνατον να μην το ολοκληρώσετε. Το ερώτημα δεν είναι "αν" αλλά "πότε". Κάθε κατάσταση που δημιουργείτε εξυπηρετεί αυτόν το σκοπό. Κάθε εμπειρία που βιώνετε εξυπηρετεί αυτόν το σκοπό.

Το θεραπευτικό ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής μέσα από τις ενσαρκώσεις της στη φυσική αρένα είναι μια διαδικασία κύκλων δημιουργίας:

Κάρμα = = > προσωπικότητα = = > προθέσεις + Ενέργεια = = > εμπειρίες = = > αντιδράσεις ==> Κάρμα ==> κ.λπ.

Το κάρμα της ψυχής καθορίζει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Καθορίζει τις φυσικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές και πνευματικές περιστάσεις στις οποίες θα γεννηθεί η προσωπικότητα. Καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους η προσωπικότητα έχει την τάση να κατανοεί τις εμπειρίες της. Καθορίζει τις προθέσεις με τις οποίες η προσωπικότητα θα δια-μορφώνει την πραγματικότητά της. Αυτές οι προθέσεις δημιουργούν την πραγματικότητα που παρέχει στην ψυχή κάθε στιγμή τις εμπειρίες που είναι απαραίτητες για την εξισορρόπηση της ενέργειάς της και την πραγματικότητα που δίνει στην προσωπικότητα την καθαρότερη επιλογή ανάμεσα στη μάθηση μέσω της σοφίας ή τη μάθηση μέσω της αμφιβολίας και του φόβου. Μέσα σε αυτές τις προθέσεις η προσωπικότητα διαμορφώνει το Φως που ρέει από μέσα της και το μετατρέπει σε εκείνη την πραγματικότητα που είναι η καλύτερη για την ανάπτυξή της, για την εξέλιξη της ψυχής της.

Οι αντιδράσεις της προσωπικότητας στις εμπειρίες που έχει δημιουργήσει παράγουν κι άλλο κάρμα. Οι αντιδράσεις εκφράζουν προθέσεις. Καθορίζουν τις εμπειρίες που θα δημιουργηθούν στη συνέχεια, και οι αντιδράσεις της προσωπικότητας σε αυτές τις εμπειρίες δημιουργούν κι άλλο κάρμα, και ούτω καθεξής, μέχρι που η ψυχή να αποδεσμεύσει αυτή την προσωπικότητα και αυτό το σώμα. 

Όταν η ψυχή επιστρέψει στο σπίτι της, όσα έχουν συσσωρευτεί σε αυτή τη ζωή αξιολογούνται με την αγάπη και τη βοήθεια των Δασκάλων και των οδηγών της. Εντοπίζονται τα νέα μαθήματα που έχουν εμφανιστεί, οι νέες καρμικές υποχρεώσεις που πρέπει να πληρωθούν. Οι εμπειρίες της ενσάρκωσης που μόλις ολοκληρώθηκε επανεξετάζονται με πλήρη κατανόηση. Τα μυστήριά τους παύουν να είναι μυστήρια. Αποκαλύπτονται τα αίτια, οι λόγοι που τις προκάλεσαν και η συνεισφορά τους στην εξέλιξη της ψυχής και στην εξέλιξη των ψυχών με τις οποίες η ψυχή μοιράστηκε τη ζωή της. Αυτά που εξισορροπήθηκαν, τα μαθήματα που ολοκληρώθηκαν, φέρνουν την ψυχή πιο κοντά στη θεραπεία της, στην ενοποίηση και ολοκλήρωσή της.

Αν η ψυχή το θεωρήσει απαραίτητο, θα επιλέξει, και πάλι με την βοήθεια των Δασκάλων και των οδηγών της, μια άλλη ενσάρκωση. Θα προσελκύσει τους οδηγούς και τους Δασκάλους που είναι κατάλληλοι για αυτά που επιδιώκει να πετύχει, θα συμβουλευτεί άλλες ψυχές που η εξέλιξή τους, όπως και η δική της, θα εξυπηρετηθεί αμοιβαία από τις αλληλεπιδράσεις τους στη φυσική αρένα. Μετά θα αναλάβει και πάλι τα καθήκοντα που απαιτεί η ενσάρκωση στο περιβάλλον μάθησης της Γης —την τεράστια, εκούσια μείωση της ενέργειάς της, την έγχυση αυτής της ενέργειας στην ύλη, το καλιμπράρισμα της ενέργειας ώστε να έχει την κατάλληλη κλίμακα και το κατάλληλο φάσμα συχνοτήτων — και η διαδικασία θα αρχίσει και πάλι.

Ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε έχει χτιστεί χωρίς τη συνειδητότητα της ψυχής. Έχει χτιστεί με τη συνειδητότητα της προσωπικότητας. Τα πάντα μέσα στον κόσμο μας αντικατοπτρίζουν την ενέργεια της προσωπικότητας. Πιστεύουμε ότι αυτά που βλέπουμε, μυρίζουμε, αγγίζουμε, ακούμε και γευόμαστε είναι τα μόνα που υπάρχουν στον κόσμο. Πιστεύουμε ότι δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις συνέπειες των πράξεών μας. Ενεργούμε σαν να μη μας επηρεάζει το γεγονός ότι παίρνουμε συνεχώς, παίρνουμε ασταμάτητα. Αγωνιζόμαστε για εξωτερική δύναμη, και με αυτό τον αγώνα δημιουργούμε έναν καταστροφικό ανταγωνισμό.

Η εισαγωγή της συνειδητότητας στην κυκλική διαδικασία της δημιουργίας μέσα από την οποία εξελίσσεται η ψυχή επιτρέπει τη δημιουργία ενός κόσμου που είναι χτισμένος πάνω στη συνειδητότητα της ψυχής, ενός κόσμου που αντανακλά τις αξίες και τις αντιλήψεις και τις εμπειρίες της ψυχής. Μας επιτρέπει να φέρουμε την ενέργεια της ψυχής μας συνειδητά στο φυσικό περιβάλλον. Επιτρέπει στη συνειδητότητα του ιερού να συγχωνευτεί με τη φυσική ύλη.
Ο κόσμος στον οποίο ζούμε έχει δημιουργηθεί ασυνείδητα, από ασυνείδητες προθέσεις. Κάθε πρόθεση θέτει σε κίνηση κάποια ενέργεια, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Κάθε στιγμή δημιουργούμε. Κάθε λέξη που προφέρουμε μεταφέρει συνειδητότητα —ή και κάτι παραπάνω, μεταφέρει νοημοσύνη— και επομένως είναι μια πρόθεση που διαμορφώνει το Φως.

Όταν μιλάμε για ένα "γάμο", για παράδειγμα, ενεργοποιούμε μια συγκεκριμένη συνειδητότητα, μια συγκεκριμένη ενέργεια. 'Όταν δυο άνθρωποι παντρεύονται, γίνονται "σύζυγοι". Ο σύζυγος είναι ο αρχηγός ενός σπιτιού, ο επικεφαλής μιας οικογένειας, ένας διαχειριστής. Η σύζυγος είναι η γυναίκα που έχει ενωθεί με τον άντρα μέσα από το γάμο, η οικοδέσποινα μιας οικογένειας. Η σχέση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα δεν είναι ίση. Όταν δυο άνθρωποι "παντρεύονται" και σκέφτονται τον εαυτό τους ως "σύζυγο", μπαίνουν σε αυτή τη συνειδητότητα και αυτή τη νοημοσύνη.

Με άλλα λόγια, η αρχετυπική δομή του "γάμου" μπορεί να περιγραφεί σαν ένας πλανήτης. Όταν δυο ψυχές παντρεύονται, μπαίνουν σε τροχιά μέσα στο βαρυτικό πεδίο αυτού του πλανήτη, και επομένως, παρά τις δικές τους ατομικές προθέσεις, προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά αυτού του πλανήτη που ονομάζεται "γάμος". Γίνονται μέρος της εξέλιξης της ίδιας της δομής μέσα από τη δική τους συμμετοχή σε ένα γάμο.

Ένα αρχέτυπο είναι μια συλλογική ανθρώπινη ιδέα. Το αρχέτυπο του γάμου διαμορφώθηκε για να βοηθήσει τη φυσική επιβίωση. Όταν δυο άνθρωποι παντρεύονται, συμμετέχουν σε μια ενεργειακή δυναμική στην οποία ενώνουν τη ζωή τους για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να επιβιώσει στο φυσικό επίπεδο. Το αρχέτυπο του γάμου δεν είναι πλέον λειτουργικό. Αντικαθίσταται από ένα νέο αρχέτυπο που έχει σκοπό να βοηθήσει την πνευματική ανάπτυξη. Αυτό είναι το αρχέτυπο του πνευματικού ή ιερού συνεταιρισμού.

Η βασική αρχή ενός πνευματικού συνεταιρισμού είναι μια ιερή αυτοδέσμευση των δύο συντρόφων να βοηθούν ο ένας την πνευματική ανάπτυξη του άλλου. Οι πνευματικοί σύντροφοι αναγνωρίζουν την ισότητά τους. Μπορούν να διακρίνουν την προσωπικότητα από την ψυχή, και επομένως μπορούν να συζητήσουν τη δυναμική που υπάρχει ανάμεσά τους, τις αλληλεπιδράσεις τους, σε λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένο έδαφος απ' ό,τι οι σύζυγοι. Αυτό το έδαφος δεν υπάρχει μέσα στη συνειδητότητα του γάμου. Υπάρχει μόνο μέσα στη συνειδητότητα του πνευματικού συνεταιρισμού, γιατί οι πνευματικοί σύντροφοι μπορούν να δουν καθαρά ότι υπάρχει πραγματικά ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο είναι μαζί και ότι αυτός ο λόγος έχει μεγάλη σχέση με την εξέλιξη της ψυχής τους.

Επειδή οι πνευματικοί ή ιεροί σύντροφοι μπορούν να δουν τα πράγματα από αυτή την προοπτική, κινούνται μέσα σε μια πολύ διαφορετική δυναμική από τους συζύγους. Η συνειδητή εξέλιξη της ψυχής δεν αποτελεί μέρος της δομικής δυναμικής του γάμου. Δεν υπάρχει μέσα σε αυτή την εξέλιξη, γιατί όταν δημιουργήθηκε από το είδος μας το εξελικτικό αρχέτυπο του γάμου, η δυναμική της συνειδητής πνευματικής ανάπτυξης ήταν πολύ ώριμη έννοια για να μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτό. Εκείνο που δημιουργεί έναν πνευματικό ή ιερό συνεταιρισμό είναι ότι οι ψυχές που συμμετέχουν σε αυτόν καταλαβαίνουν ότι βρίσκονται μαζί σε μια σχέση αυτοδέσμευσης, αλλά ότι η αυτοδέσμευση αυτή δεν αφορά την ασφάλεια στο φυσικό επίπεδο. Η δέσμευση τους είναι μάλλον να συμμετέχουν ο ένας στη φυσική ζωή του άλλου καθώς αντικατοπτρίζουν την πνευματική συνειδητότητα.

Ο δεσμός ανάμεσα στους πνευματικούς συντρόφους είναι εξίσου πραγματικός όσο και σε ένα γάμο, αλλά για σημαντικά διαφορετικούς λόγους. Οι πνευματικοί σύντροφοι δεν είναι μαζί για να καθησυχάσουν ο ένας τους οικονομικούς φόβους του άλλου, ή επειδή μπορούν να φτιάξουν ένα σπίτι στα προάστια, και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία αυτού του εννοιολογικού πλαισίου. Η κατανόηση ή η συνειδητότητα που φέρνουν οι πνευματικοί σύντροφοι στην αυτοδέσμευση τους είναι διαφορετικές, και επομένως και η αυτοδέσμευση είναι δυναμικά διαφορετική. Η αυτοδέσμευση των πνευματικών συντρόφων είναι να προάγουν ο ένας την πνευματική ανάπτυξη του άλλου, αναγνωρίζοντας ότι αυτό κάνουν και οι δύο πάνω στη Γη, και ότι τα πάντα εξυπηρετούν αυτόν το σκοπό.

Οι πνευματικοί σύντροφοι δένονται έχοντας την κατανόηση ότι βρίσκονται μαζί επειδή είναι σωστό για τις ψυχές τους να αναπτυχθούν μαζί. Αναγνωρίζουν ότι η ανάπτυξή τους μπορεί να τους πάρει μέχρι το τέλος αυτής της ενσάρκωσης και ακόμη παραπέρα, ή ότι μπορεί να τους πάρει μόνο έξι μήνες. Δεν μπορούν να πουν ότι θα είναι μαζί αιώνια. Ο συνεταιρισμός τους θα διαρκέσει όσο χρονικό διάστημα εξυπηρετεί την εξέλιξη τους να είναι μαζί. Όσους όρκους κι αν δώσει κανείς, αν το πνεύμα πρέπει να προχωρήσει, θα προχωρήσει τινάζοντας αυτούς τους όρκους στον αέρα. Το σωστό για τους πνευματικούς συντρόφους είναι να παραμένουν μαζί για όσο καιρό αναπτύσσονται μαζί.

Ο πνευματικός συνεταιρισμός είναι μια πολύ πιο ελεύθερη και πιο πνευματικά ακριβής δυναμική από το γάμο, γιατί οι πνευματικοί σύντροφοι ενώνονται από το επίπεδο του πνεύματος και της συνειδητότητας. Το πώς συγχωνεύονται οι πνευματικοί σύντροφοι και πώς διαμορφώνουν την ιδέα του συνεταιρισμού τους είναι θέμα ελεύθερης βούλησης. Εφόσον αναγνωρίζουν ότι φέρνουν τις συνέπειες των επιλογών τους στο συνεταιρισμό τους, και ξέρουν όλη την έκταση των επιλογών τους, αυτό θα επηρεάζει τον τρόπο και την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί ο συνεταιρισμός.

Οι πνευματικοί σύντροφοι αυτοδεσμεύονται σε μια αναπτυσσόμενη δυναμική. Η αυτοδέσμευση τους είναι μια αληθινή υπόσχεση απέναντι στην ίδια τους την ανάπτυξη, την ίδια  τους την πνευματική επιβίωση και βελτίωση, και όχι απέναντι σε οποιοδήποτε στοιχείο του φυσικού επιπέδου.

Το αρχέτυπο του πνευματικού συνεταιρισμού είναι νέο για την ανθρώπινη εμπειρία. Επειδή δεν υπάρχει ακόμη κάποια κοινωνική σύμβαση που να αφορά τον πνευματικό συνεταιρισμό, οι πνευματικοί σύντροφοι μπορεί να αποφασίσουν ότι η σύμβαση του γάμου, εφόσον επανερμηνευτεί έτσι ώστε να  ικανοποιεί τις ανάγκες τους, είναι η πιο κατάλληλη εξωτερική έκφραση του δεσμού τους. Αυτές οι ψυχές εγχέουν στο αρχέτυπο του γάμου την ενέργεια του αρχετύπου του πνευματικού συνεταιρισμού. Το ίδιο κάνουν και οι σύζυγοι που έχουν ανακαλύψει μέσα από τη σχέση τους ότι ο δεσμός που τους ενώνει είναι στην πραγματικότητα η αυτοδέσμευση απέναντι στην αμοιβαία πνευματική τους ανάπτυξη και όχι απέναντι στη φυσική τους επιβίωση την ασφάλεια ή την άνεση.

Η εξωτερική δύναμη δεν αρμόζει πλέον στην εξέλιξή μας, και το ίδιο ισχύει και για το αρχέτυπο του γάμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεσμός του γάμου θα εξαφανιστεί από τη μια μέρα στην άλλη. Οι γάμοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά οι γάμοι που πετυχαίνουν θα πετυχαίνουν μόνο με τη συνειδητότητα του πνευματικού συνεταιρισμού. Οι σύντροφοι σε αυτούς τους γάμους συνεισφέρουν μέσα από τη συμμετοχή τους στο αρχέτυπο του πνευματικού συνεταιρισμού.
Όταν φέρνουμε τη συνειδητότητα της ψυχής μας στη διαδικασία καθορισμού των προθέσεων, όταν επιλέγουμε να ευθυγραμμίσουμε τον εαυτό μας με την ψυχή και όχι με την προσωπικότητά μας, δημιουργούμε μια πραγματικότητα που αντανακλά την ψυχή και όχι την προσωπικότητα. Όταν εξετάζουμε της εμπειρίες της ζωής μας σαν καρμικές αναγκαιότητες, όταν αντιδρούμε στις εμπειρίες μας θεωρώντας τες προϊόντα μια απρόσωπης ενεργειακής δυναμικής και όχι προϊόντα συγκεκριμένων αλληλεπιδράσεων, φέρνουμε τη σοφία της ψυχής μας στην πραγματικότητά μας. Όταν επιλέγουμε να ανταποκριθούμε στις δυσκολίες της ζωής με συμπόνια και αγάπη αντί με φόβο και αμφιβολία, δημιουργούμε έναν ‘’παράδεισο επί Γης" — φέρνουμε σε φυσική ύπαρξη τις πλευρές ενός πιο ισορροπημένου και αρμονικού επιπέδου της πραγματικότητας.

Η διοχέτευση της συνειδητότητας στις κυκλικές διαδικασίες της δημιουργίας στο σημείο της πρόθεσης και στο σημείο της αντίδρασης, επιτρέπει την επιλογή. Φέρνει συνειδητότητα στη διαδικασία της εξέλιξης. Η πρόθεση και η προσοχή μας διαμορφώνουν τις εμπειρίες μας. Αυτά που επιδιώκουν οι προθέσεις μας γίνονται η πραγματικότητά μας μέσα από την πυκνότητα της ύλης, μέσα από το πυκνότερο επίπεδο του Φωτός. Εκεί που πηγαίνει η προσοχή μας, πηγαίνουμε κι εμείς.
Αν ασχολούμαστε με τις αρνητικές πλευρές της ζωής, αν επιλέγουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στις αδυναμίες των άλλων, στα ελαττώματα και στις ελλείψεις τους, προσελκύουμε τα χαμηλόσυχνα (χαμηλής συχνότητας) ενεργειακά ρεύματα της περιφρόνησης, του θυμού και του μίσους. Δημιουργούμε απόσταση ανάμεσα στον εαυτό μας και στους άλλους. Δημιουργούμε εμπόδια στην αγάπη μας. Η ενέργεια και η επιρροή μας κινούνται αργά μέσα από τη σφαίρα της προσωπικότητας, μέσα από την αρένα του χώρου, του χρόνου και της ύλης. Αν κατευθύνουμε την ενέργειά μας προς την κριτική σε βάρος των άλλων με πρόθεση να τους αποδυναμώσουμε, δημιουργούμε αρνητικό κάρμα.

Αν επιλέξουμε να εστιάζουμε την προσοχή μας στα προτερήματα των άλλων, στις αρετές τους, σε εκείνο το μέρος τους που προσπαθεί να πετύχει το καλύτερο δυνατόν, προσελκύουμε στο σύστημά μας τα υψίσυχνα (υψηλής συχνότητας) ρεύματα της εκτίμησης, της αποδοχής και της αγάπης. Η ενέργεια και η επιρροή μας ακτινοβολούνται ακαριαία από ψυχή σε ψυχή. Γινόμαστε ένα αποτελεσματικό όργανο εποικοδομητικής αλλαγής. Αν η πρόθεσή μας είναι να ευθυγραμμίσουμε την προσωπικότητα με την ψυχή μας, και αν εστιάζουμε την προσοχή μας σε εκείνες τις αντιλήψεις που μας φέρνουν σε κάθε κατάσταση τα ενεργειακά ρεύματα με τη μεγαλύτερη συχνότητα, κινούμαστε προς την αυθεντική ενδυνάμωση.
Καθώς αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε τη δύναμη της συνειδητότητάς μας, αυτό που βρίσκεται πίσω από τα μάτια μας, για να το πούμε έτσι, έχει περισσότερη δύναμη από αυτά που εμφανίζονται μπροστά τους. Οι εσωτερικές και εξωτερικές μας αντιλήψεις αλλάζουν. Δεν μπορούμε να γίνουμε συμπονετικοί με τον εαυτό μας χωρίς να γίνουμε συμπονετικοί με τους άλλους, και αντίστροφα δεν μπορούμε να δείξουμε συμπόνια στους άλλους χωρίς να δείξουμε και στον εαυτό μας. Όταν είμαστε συμπονετικοί με τον εαυτό μας και τους άλλους, ο κόσμος μας γίνεται συμπονετικός. Προσελκύουμε άλλες ψυχές με παρόμοια συχνότητα, και μαζί τους δημιουργούμε, μέσα από τις προθέσεις, τις πράξεις και τις αλληλεπιδράσεις μας, ένα συμπονετικό κόσμο.

Καθώς αρχίζουμε να αναζητάμε και να βλέπουμε τις αρετές και τα προτερήματα και την υψηλοφροσύνη των άλλων, αρχίζουμε να τα αναζητάμε και να τα βλέπουμε και στον εαυτό μας. Καθώς προσελκύουμε τα ρεύματα με την ανώτατη συχνότητα σε κάθε κατάσταση, ακτινοβολούμε αυτή τη συχνότητα της συνειδητότητας και αλλάζουμε την κατάσταση. Γινόμαστε όλο και πιο συνειδητά ένα ον Φωτός.

Όταν αντιληφτούμε τη σχέση ανάμεσα στη συνειδητότητά μας και τη φυσική πραγματικότητα, αντιλαμβανόμαστε το νόμο του κάρμα, τον βλέπουμε σε δράση. Τελικά γινόμαστε αυτό που επεδίωκαν οι προθέσεις μας. Αν έχουμε την πρόθεση να πάρουμε όσο περισσότερα μπορούμε από τη ζωή και τους άλλους, αν οι σκέψεις μας παίρνουν αντί να δίνουν, δημιουργούμε μια πραγματικότητα που αντανακλά τις προθέσεις μας. Προσελκύουμε ψυχές με παρόμοια συχνότητα, και μαζί δημιουργούμε μια πραγματικότητα όπου όλοι προσπαθούν να παίρνουν. Οι εμπειρίες μας τότε αντικατοπτρίζουν τον ίδιο τον προσανατολισμό μας και τον επικυρώνουν. Βλέπουμε τους ανθρώπους γύρω μας σαν προσωπικότητες που παίρνουν, και όχι σαν προσωπικότητες που δίνουν. Δεν τους εμπιστευόμαστε, κι αυτοί δεν εμπιστεύονται εμάς.

Η δημιουργική δυναμική της πρόθεσης, η σχέση ανάμεσα στην πρόθεση και την εμπειρία, αποτελεί τη βάση της κβαντικής φυσικής, της βαθύτερης προσπάθειας του είδους μας να κατανοήσει τα φυσικά φαινόμενα από την οπτική της πενταισθητήριας προσωπικότητας. Η κβαντική φυσική γεννήθηκε από μια έντονη συσσωρευτική προσπάθεια να κατανοήσουμε τη φύση του φωτός.

Είναι δυνατόν να κατασκευάσουμε μια συσκευή που αποκαλύπτει την κυματική φύση του φωτός, που κάνει το φως να παράγει φαινόμενα που παράγονται μόνο από κύματα. Είναι επίσης δυνατόν να κατασκευάσουμε μια συσκευή που εντοπίζει σωματίδια φωτός, σωματίδια σαν μικροσκοπικά σφαιρίδια, και να μετρήσει τη δύναμη πρόσκρουσης κάθε τέτοιου σωματιδίου. Όμως, δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε το φως σαν κυματικό φαινόμενο-και σωματιδιακό φαινόμενο ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε τη φύση του φωτός —στην κυριολεξία, τη μορφή του φυσικού φωτός— ξέχωρα από την πειραματική διάταξη που χρησιμοποιούμε για να την προσδιορίσουμε, και αυτή εξαρτάται από την πρόθεση του πειραματιστή.

Τα επιστημονικά επιτεύγματα του είδους μας αντανακλούν την αντίληψη της μη φυσικής δυναμικής όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα στην αρένα της ύλης και του χρόνου, μέσα στη σφαίρα της πενταισθητήριας προσωπικότητας. Η εξάρτηση της μορφής του φυσικού φωτός από την πρόθεση του πειραματιστή αντικατοπτρίζει με περιορισμένο αλλά ακριβή τρόπο την εξάρτηση της μορφής του μη φυσικού Φωτός από τις προθέσεις της ψυχής που το διαμορφώνει, όπως ακριβώς η φύση του ίδιου του φυσικού φωτός αντανακλά με έναν περιορισμένο αλλά ουσιαστικά ακριβή τρόπο τη φύση του Φωτός του Σύμπαντος.

Η δημιουργία της φυσικής εμπειρίας μέσα από την πρόθεση, η έγχυση του Φωτός μέσα στη μορφή, της ενέργειας μέσα στην ύλη, της ψυχής μέσα στο σώμα, είναι όλα το ίδιο πράγμα. Η απόσταση που μας χωρίζει από την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο δημιουργείται η ύλη από την ενέργεια είναι ίση με την απόσταση που μας χωρίζει από την επίγνωση της προσωπικότητάς μας και της ενέργειας της ψυχής μας. Η δυναμική της ψυχής και της προσωπικότητας είναι η ίδια δυναμική με εκείνη της ενέργειας που μετατρέπεται σε ύλη. Το σύστημα είναι πανομοιότυπο. Το σώμα μας είναι η συνειδητή μας ύλη. Η προσωπικότητά μας είναι η ενέργεια της ψυχής μας που έχει μετατραπεί σε ύλη. Αν βρίσκεται σε ασυνείδητη κατάσταση, εκείνο που μεταδίδεται είναι η διάσπασή της. Αν βρίσκεται σε συνειδητή κατάσταση, αρχίζει να ενοποιείται και να ολοκληρώνεται.

Η δυναμική "ψυχή -σε- προσωπικότητα", "ενέργεια-σε- ύλη", βρίσκεται στον πυρήνα της μυθολογίας μας γύρω από τη δημιουργία, στον πυρήνα της ιστορίας του Παραδείσου. Δεν βρισκόμαστε μεταφορικά μέσα σε έναν Κήπο της Εδέμ, κατά κάποιο τρόπο; Δεν βρισκόμαστε μέσα στη δική μας δημιουργική πραγματικότητα, μέσα στην οποία επιλέγουμε καθημερινά πώς θα δημιουργήσουμε την πραγματικότητά μας με την αρσενική-θηλυκή αρχή που υπάρχει μέσα μας, την αρχή του Αδάμ και της Εύας, και με το Δέντρο να αντιπροσωπεύει το προσωπικό μας ενεργειακό σύστημα, τη δική μας χορδή της γνώσης; Πώς θα χρησιμοποιήσουμε τη δύναμή μας; Θα δημιουργήσουμε έναν Παράδεισο ή θα Αποπεμφθούμε από αυτόν;
Η πρόκληση για κάθε άνθρωπο είναι η δημιουργία.
Θα δημιουργήσουμε με ευλάβεια ή με αμέλεια;

Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ "Τα χταποδάκια"


 
 
Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ "Τα χταποδάκια"
 
Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το ’να πίσω από τ’ άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ’ αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που ’σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.

Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν, κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ’ ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα, είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα, γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνησε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι τού καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει, λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:

-- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!

Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν’ αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο ’να πιότερο από τ’ άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:

- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!

- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις...

- Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!

Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ ου κι ο καβγάς –«περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!». Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανώλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:

-- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!

Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν’ ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό! Σαν τους Χίτες, στον `Αη-Λευτέρη, που παραξήγησαν τα λεγόμενά του και τον κάναν σώσπαστο στο ξύλο. Μα το ξύλο δεν τον ένοιαζε τόσο, όσο η παρεξήγηση.

-- Δεν είμαι κουκουές, εγώ! Είμαι καθώς πρέπει! Πολύ πολύ καθώς πρέπει...

Οι μαντράχαλοι της άλλης παρέας, που το επεισόδιο λήξαν δεν ασχολούνταν πια μαζί του, του ’ριξαν σκοτεινές ματιές. Έκλιναν προς τ’ αριστερά, ως φαίνεται, κι ο λόγος του λεγάμενου τους ξινοφάνηκε. Γίνηκε πρόχειρο διαβούλιο -να τον δείρουν, να μην τον δείρουν- μα δεν πήραν απόφαση, ένεκα που μόλις ξυλοδαρμένος από τους Χίτες ήτανε, έστω και λόγω παρεξήγησης, δε στέκεται να τις φάει κι από τους κουκουέδες. Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα: Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.

-- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!

-- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης; Εμένα που με βλέπεις, άδικα μ'έδειραν οι Χίτες στον Άη-Λευτέρη. Δεν είμαι κουκουές!

Είχε αρπάξει το μαγαζάτορα από το γιακά και του ξηγούσε περί διά μακρών το πώς γίνηκε η παρεξήγηση με τους Χίτες. Κι επέμενε -ψείρα σωστή- πως δεν ήταν εντάξει, ο μαγαζάτορας, να μην του μαγειρεύει τα χταποδάκια, να φάει ένα μεζέ, να πιει ένα κρασί, και δος του επιχειρηματολογία, φλυαρία και λογοδιάρροια -για ψείρα, ναι, ήταν ψείρα και περίφημη!

-- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει η πελατεία.

Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα πια δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπό μάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:

- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;

Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ’ το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.

-- Έχει τσιγάρο;

Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα ’χε. Αυτός όμως εκεί!

-- Θέλω τσιγάρο.

-- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.

-- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!

Ήταν κι αναιδής.

-- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;

Αυτό δεν του άρεσε, του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:

- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;

Φως φανάρι πως οι Χίτες του `Αη Λευτέρη δεν είχαν και τόσο άδικο. Μαρτυρήθηκε μοναχός του. Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ’ έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ’ ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να τις συλλογιστεί.

Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ’ εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να ‘ρθει κι αυτό τ’ αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν’ αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.

Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν’ αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:

- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!

Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.

- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς...

Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:

- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...

Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.

Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει, δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...

Ήρθε τ’ αυτοκίνητο –καιρός ήταν, επί τέλους! Σηκωθήκαμε όλοι με ανακούφιση και τραβήξαμε κατά την πόρτα. Όχι μόνο που βιαζόμαστε, αλλά και κάτι μάς στενοχώραγε, μάς έπνιγε. Το κέφι μας είχε χαλάσει. Όπως δρασκέλαγα το κατώφλι της πόρτας, πάτησα σ’ ένα πράμα μαλακό, γλυστερό, που παρά τρίχα να πέσω, να τσακιστώ. Πρόφτασα όμως και κρατήθηκ’ από το μάνταλο του θυρόφυλλου, έσκυψα βλαστημώντας, κι είδα πως αυτό που πάτησα ήταν το στράτσο με τα δυο χταπόδια.

-- Ρε παιδιά! είπα, ο ερίφης παράτησε τα χταποδάκια του...

Όλοι απομείναμε σιωπηλοί, κάποιος στοχασμός ανάδευε εντός μας, ήταν φανερό αυτό.

-Μήπως και τον προφτάξουμε... μουρμούρισε ο υποπλοίαρχος.

Κοιτάξαμε πέρα δώθε, ψάξαμε τη νύχτα, με τους προβολείς της φορντ. Τίποτα. Η ακρογιαλιά ξαπλωνόταν ως πέρα σκοτεινή κι ερημική, μόνο κάποιος γάτος τριγυρνούσε κάτω από τη βροχή, ένεκα που κόντευε Γενάρης. Και πάλι απομείναμε δίβουλοι, συλλογισμένοι.

- Τί θα γίνει με τα χταπόδια; ρώτησα

Ο Αγλέουρας σήκωσε τους ώμους.

- Θα τα πάρω να τα φάω εγώ! είπε. Κρίμα να παν χαμένα...

Χαμένα... Με τι προσοχή τα κουβαλούσε ο κακόμοιρος, με τι λαχτάρα πρόσμενε να τα μαγερέψει να τα φάει, να τα ποτίσει με καναδυό ποτήρια! Ναι, να τα γλεντήσει «σαν άνθρωπος», παρέα με τους συνανθρώπους, που θα νιώθαν τον καημό της ψυχής του... Μα οι άνθρωποι -τα θεριά- δεν ένιωσαν, ούτε ήταν βολετό να νιώσουν. Άχρηστα τα χταποδάκια πια, άχθος και βάρος για την απελπισία του. Τα παράτησε στο κατώφλι κι έφυγε και τράβηξε, και πήγε...

Ω, Θεέ μου! Πώς έπλασες τόσο άχαρη τη ζωή, σε τούτονα τον κόσμο;…


* * *

Την άλλη μέρα –πάλι με το σούρουπο– στο ίδιο μαγαζί είμαστε μαζωμένοι, πάλι οι ίδιοι άνθρωποι και πάλι τ’ αυτοκίνητο περιμέναμε να’ ρθει να μας πάρει. Ούτε φωνή ούτε κουβέντα. Βαρύθυμες ήσαν οι ψυχές μας, πιότερο κι από τον ουρανό. Ο Αγλέουρας μάλιστα φαινόταν ζαβλακωμένος.

-- Τι έχεις; τον ρώτησα.

-- Εκείνα τα χταπόδια… Εδώ μού έχουν σταθεί.

-- Τα χταπόδια του Παναγιωτάκη; είπε ο μαγαζάτορας που σκούπιζε το τραπέζι με μια πατσαβούρα. Θεός σχωρέσ’ τον! Τόνε βρήκαν σήμερα το πρωί, στα βράχια του κάβου. Όπως ήταν τύφλα χτες το βράδυ, παραπάτησε, φαίνεται, κι έπεσε από ψηλά. Το κεφάλι του γίνηκε λιώμα…

Κανείς μας δεν εμίλησε. Μόνον ο Αγλέουρας σηκώθηκε από την καρέκλα.

-- Πού πας; τον ρώτησα.

-- Πάω να κάνω εμετό… είπε.

Ήταν κατακίτρινος.



Από τη συλλογή διηγημάτων «Το νερό της βροχής».


ΠΙΝΑΚΑΣ- Honoré Daumier - The Drinkers (1862) -

ΠΙΝΑΚΑΣ- Η Κυρα-Βασιλική με τον Αλή Πασά του Paul Emil Jacobs, 1842


ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ( (1744 - 25 Ιανουαρίου 1822)
ΠΙΝΑΚΑΣ- Η Κυρα-Βασιλική με τον Αλή Πασά του Paul Emil Jacobs, 1842

Ο Αλή πασάς παρόλο που ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Σαν Προφιτερόλ!

Σαν Προφιτερόλ!
Bαθμολογία:
       
9 ψήφοι
Προστέθηκε από , 24.12.07

Περιγραφή

Μία σοκολατένια απόλαυση που θα σας βγάλει ασπροπρόσωπους σε πολλές περιστάσεις.
Σαν Προφιτερόλ!
photo: Aleksandra

    Τι χρειαζόμαστε:

    • 1 πακέτο φρυγανιές
    • 1 φλυτζάνι γάλα
    • 1/2 φλυτζανάκι κονιάκ
    • 1 κ.σ. άχνη
    • 350 γρ.μαργαρίνη
    • 1/4 του κιλού κουβερτούρα
    • 4 κ.σ. κακάο
    • 1 1/2 φλυτζάνι ζάχαρη
    • 5 αυγά
    • 1 κρέμα γάλακτος μεγάλη φυτική
    • κομμάτια κουβερτούρας για το στόλισμα
    Στα γρήγορα
    Κατηγορία
    Σερβίρει
    12 άτομα

     

     

    Πως το κάνουμε:

    σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

    Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ

    Somerset Maugham (1934).jpgO Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ (αγγλ. William Somerset Maugham, 25 Ιανουαρίου 1874 - 16 Δεκεμβρίου 1965) ήταν Άγγλος συγγραφέας, διάσημος για τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα, πολλά εκ των οποίων έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Γεννήθηκε στο Παρίσι κι ήταν το τέταρτο απ' τα έξι παιδιά του νομικού συμβούλου της βρετανικής πρεσβείας. Όταν σε ηλικία δέκα χρονών έχασε τους γονείς του γύρισε στην Αγγλία. Σπούδασε ανθρωπιστικές σπουδές για ένα χρόνο στη Χαϊδελβέργη και ύστερα ιατρική, την οποία όμως εγκατέλειψε μετά την επιτυχία των μυθιστορημάτων του. Το 1903 έγραψε το πρώτο του θεατρικό (A man of honour) κι ακολούθησαν κι άλλα. Το 1917 βρέθηκε στη Ρωσία ως βρετανός πράκτορας και κάλυψε τα γεγονότα της Οκτωβριανής επανάστασης ως ρεπόρτερ. Πέθανε στη Νίκαια της Γαλλίας σε ηλικία 91 χρονών.
    Ο Σόμερσετ Μομ ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους (και καλύτερα αμειβόμενους) συγγραφείς της εποχής του. Παρά την τεράστια όμως επιτυχία της πρόζας του και των θεατρικών του έργων, ποτέ δεν κέρδισε την ανεπιφύλακτη αναγνώριση των κριτικών και των ομότεχνών του. Έγραψε σε ύφος παραδοσιακό και απολύτως κατανοητό σε εποχή κατά την οποία άρχισε να εμφανίζεται η μοντέρνα μορφή λογοτεχνίας των Ουίλιαμ Φόκνερ, Τζέιμς Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ κ.λ. Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του : "Είμαι στην πρώτη σειρά των δευτέρας τάξεως συγγραφέων".
    Έργα

    Μυθιστορήματα

    Liza of Lambeth (Η Λίζα από το Λάμπεθ, 1897)
    Mrs Craddock (Η κυρία Κράντοκ, 1902)
    The Magician (Ο μάγος, 1908)
    Of Human Bondage (Ανθρώπινη Δουλεία, 1915)
    The moon and the sixpence (Το φεγγάρι και μιά πεντάρα, 1919)
    The painted veil (Το βαμμένο πέπλο, 1925)
    Ashenden οr Τhe British Agent (Ασέντεν ή Ο Βρετανός πράκτορας, 1928)
    Cakes and ale (Κέικ και μπύρα, 1930)
    The Narrow Corner (Η μικρή γωνιά, 1932)
    Christmas Holiday (Χριστουγεννιάτικες διακοπές, 1939)
    The razor's edge (Στην κόψη του ξυραφιού, 1944)

    Θεατρικά

    Lady Frederik (Λαίδη Φρέντερικ, 1907)
    The explorer (Ο εξερευνήτης, 1908)
    The Tenth Man (Ο δέκατος άνθρωπος, 1913)
    The Land of Promise (Η Γη της Επαγγελίας, 1913)
    Our betters (Οι καλύτεροί μας, 1917)
    The Circle (Ο κύκλος, 1921)
    East of Suez (Ανατολικά του Σουέζ, 1922)
    Caesar's Wife (Η γυναίκα του Καίσαρα, 1922)
    Rain (Η βροχή, 1923)
    The letter (Το γράμμα, 1927)
    The constant wife (Η σταθερή σύζυγος, 1927)
    The sacred flame (Η ιερή φλόγα, 1928)
    For Services Rendered (Διά παρασχεθείσας υπηρεσίας, 1932)
    Η Θεατρίνα - Actress (Δημοσίευση στην Αθήνα 1957)

    Ελληνικές μεταφράσεις

    Η Λίζα από το Λάμπεθ : Σπ.Γεροδήμου ("Γαλαξίας")
    Ανθρώπινη Δουλεία : Γιάννης Λάμψας ("Μπεργαδή")
    Το φεγγάρι και μιά πεντάρα : Μ.Πολίτη ("Γκοβόστης")
    Το βαμμένο πέπλο :
    Μαν.Κορνήλιος ("Κραναός")
    Γ.Ανδρικόπουλος ως Επικίνδυνο πέρασμα ("Κ.Μ.")
    Ασέντεν ή Ο Βρετανός πράκτορας : Γιώργος Ασπροποταμίτης ("Αργώ")
    Κέικ και μπύρα : Δ.Κωνσταντινίδης ως Οικογενειακός φίλος ("Ορφεύς")
    Η μικρή γωνιά : Κοσμάς Πολίτης ως Σε μια γωνιά της γης ("Θεωρία")
    Χριστουγεννιάτικες διακοπές : Στέλλα Βουρδουμπά ως Διακοπές στο Παρίσι ("Γκοβόστης")
    Στην κόψη του ξυραφιού : Ανν.Φερτάκη ("Άγκυρα")

    Επιλογές διηγημάτων του Μομ μεταφράστηκαν από τον Άρη Δικταίο ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος"), Γιάννη Λο Σκόκο ("Άγκυρα"), Δ.Κωνσταντινίδη ("Δαμιανού"), Αλ.Παναγή ("Πατάκη")

    http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%85%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BC_%CE%A3%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B5%CF%84_%CE%9C%CE%BF%CE%BC

    ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ


     
     
    ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΖΛ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ

    Της Χριστίνας Ματαράγκα-Εκδ.Τετράγωνο

    Από το λιμάνι της Πάτρας στην Αγκόνα και από εκεί ακόμα πιο πάνω. Ένα ταξίδι στο άγνωστο που μπορεί να είναι για την Ελίνα το ξεκίνημα μιας καινούριας ζωής ή απλά και μόνο η τελευταία πράξη μιας εφιαλτικής θεατρικής παράστασης, που από τότε που θυμάται τον εαυτό της έπαιζε και παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

    Το Μόναχο θα είναι η πόλη που για δυο χρόνια θα δεχτεί αδιάφορα την παρουσία της. Μια παρουσία που κι αυτή η ίδια πολλές φορές αναρωτιέται αν πραγματικά υφίσταται.

    Η συνάντηση της με τον Αλέξανδρο και τον Ανδρέα, δυο άντρες που τους ενώνει μια βαθιά φιλία είναι και η αρχή μιας σχέσης που κάποιους πιθανόν να τους ξενίσει, άλλους να τους σοκάρει και κάποιους άλλους πάλι να τους αφήσει σε μια απόσταση, αδιάφορους.

    Δημοφιλείς αναρτήσεις