Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Τιτσιάνο Βετσέλλιο

Vecellio di Gregorio Tiziano - autoritratto.jpgO Τιτσιάνο Βετσέλλιο (Tiziano Vecellio ή Vecelli, π. 1485/90 - 27 Αυγούστου 1576), ευρύτερα γνωστός και ως Τισιανός ή Τιτσιάνο, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της[1], του οποίου το έργο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την παράδοση του 15ου αιώνα στην τεχνοτροπία που υιοθετήθηκε κατά τον 16ο. Επηρέασε σημαντικούς ζωγράφους του επόμενου αιώνα, όπως τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ[2]. Διακρίθηκε εξίσου σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες, αλληγορίες, θρησκευτικά έργα, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές.

Καταγόταν από ευυπόληπτη οικογένεια, αρκετά μέλη της οποίας ασχολήθηκαν επίσης με τη ζωγραφική. Ο ίδιος εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Τζιοβάννι Μπελλίνι και τα πρώιμα έργα του εμφανίζουν έντονες επιδράσεις από το ύφος του Τζορτζόνε. Έζησε και εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βενετία, ωστόσο η πληθώρα παραγγελιών που ανέλαβε για βασιλείς και άλλους ευγενείς της ιταλικής επικράτειας, ευνόησε τη διάδοση της φήμης του πέρα από τα σύνορα της γενέτειράς του. Υπήρξε ένας από τους πλέον διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής του, που έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης. Στο εργαστήριο του μαθήτευσε πιθανότατα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Τζιάκοπο Τιντορέττο, αν και είναι εν γένει δύσκολο να αναγνωριστούν συνεχιστές του έργου του.

http://el.wikipedia.org/wiki/Τιτσιάνο

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα


http://tsavalos.com/2007/05/17/olympic-games-in-ancient-greece_gr/

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα



Ο θρησκευτικός χαρακτήρας των αγώνων από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.  Αγώνας πάλης, από αγγείο του 520 π.Χ.Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν οι σημαντικότεροι από τους τέσσερις μεγάλους πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας. Διεξάγονταν στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο και με την ιστορική τους διαδρομή που ξεπερνά τα χίλια χρόνια σχεδόν συνεχούς διεξαγωγής, αποτελούν έναν από τους μακροβιότερους θεσμούς στην ιστορία του πολιτισμού. Η ιστορική τους έναρξη τοποθετείται το 776 π.Χ. και η επίσημη κατάργηση τους το 393 μ.Χ. Η σημασία τους δεν έγκειται μόνο στην εμβέλεια τους ως αθλητικών γεγονότων, αλλά κυρίως στην ένταξή τους σε ένα σύνθετο πλαίσιο μέσα στο οποίο θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αξίες διαμορφώνονταν και εκφράζονταν. Με την υπερτοπική και πολύ σύντομα διεθνή ακτινοβολία τους τα ιερά στα οποία διεξάγονταν οι πανελλήνιοι αγώνες αποτέλεσαν τα κέντρα εκείνα όπου αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η ναοδομία και η μνημειακή γλυπτική, παρουσιάστηκαν έργα της ποίησης, της φιλοσοφίας και της μουσικής και διαμορφώθηκε η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού. Παρά την ιστορική ημερομηνία έναρξης των αγώνων το 776 π.Χ., πριν από το 700 τα αρχαιολογικά δεδομένα για τις αθλητικές δραστηριότητες είναι αρκετά ασαφή. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, από τον 7ο μέχρι και τον 4ο αιώνα π.Χ., οι ελληνικές πόλεις-κράτη αποκτούν την αυτάρκεια και τη δύναμή τους, και διαμορφώνουν τις αξίες τους. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης κράτους διαμορφώνονται βέβαια στο εσωτερικό τους, αλλά ετεροκαθορίζονται και από τις διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους που συχνά παίρνουν τη μορφή πολεμικών διενέξεων. Οι αξίες και οι πολιτιστικοί δεσμοί που τους ενώνουν βρίσκουν την έκφρασή τους σε περιόδους ιερής εκεχειρίας όταν συναθροίζονται για την τέλεση κοινών θρησκευτικών τελετών και αθλητικών αγώνων. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τους στενούς και αλληλένδετους δεσμούς ανάμεσα στο αθλητικό και το θρησκευτικό. Με το τέλος του κλασικού κόσμου, τα τέλη του 4ου αιώνα και τη διάχυση του ελληνισμού στην αχανή ανατολή, το κλειστό σύστημα της πόλης κράτους χάνει την αυτάρκεια και τη δύναμή του. Καθ’ όλη την διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου οι αθλητικοί αγώνες αλλάζουν σταδιακά χαρακτήρα απηχώντας τις γενικότερες αλλαγές εκείνης της περιόδου: Οι μύθοι αντιμετωπίζονται με πραγματισμό, τοποθετούνται σε έναν παρελθόντα χρόνο και οι δυνατότητα τους να διαμορφώνουν τις αξίες του παρόντος τίθενται ολοένα και σε μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Η έννοια του ατόμου γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτή έξω και ανεξάρτητα από το πλαίσιο της κοινότητας και τα ατομικά επιτεύγματα υπερκαλύπτουν τις συλλογικές επιδιώξεις. Οι θεσμοί εκτίθενται σε ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση και η θρησκευτική πίστη αποκτά το χαρακτήρα μιας παράδοσης, που όλο και λιγότερο διαμορφώνει συλλογικές εξελίξεις. Η νίκη στους αγώνες θεωρείται περισσότερο αποτέλεσμα ανάπτυξης ατομικών ικανοτήτων στα πλαίσια αυστηρού επαγγελματισμού παρά θεϊκή εύνοια. Στην περίπτωση των αθλητικών αγώνων οι σταδιακές αυτές αλλαγές έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση του θρησκευτικού από το αθλητικό (κάτι που στην Ολυμπία φαίνεται και σε χωροταξικό επίπεδο με την οικοδόμηση της Στοάς της Ηχούς που απομονώνει τον αγωνιστικό από το λατρευτικό χώρο). Τον ισχυρότερο πόλο έλξης των αγώνων αποτελεί τώρα αθλητικό θέαμα και όχι η θρησκευτική τελετουργία. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στο περιεχόμενο των αγώνων στην ελληνιστική και κυρίως τη ρωμαϊκή περίοδο ο χαρακτήρας τους παραμένει ακόμη πολύ διαφορετικός από αυτό που ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως αθλητικό γεγονός: Η σύνδεση μεταξύ θρησκευτικού και αθλητικού, ακόμη και χαλαρή ή προσχηματική συνεχίζει να υφίσταται, οι αγώνες συνεχίζουν να τελούνται μέσα ή κοντά σε ιερά και να συνοδεύονται από θυσίες στους θεούς. Η ταύτιση νικητή και πόλης και η προέκταση της δόξας της νίκης από τον πρώτο στη δεύτερη συνεχίζει να είναι ισχυρή ακόμα κι αν η πόλη αυτά δεν είναι γενέθλια αλλά επιλεγμένη. Οι τέσσερις μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες διατηρούν το κύρος και επεκτείνουν την εμβέλεια τους συνεχίζοντας να είναι “στεφανίτες”, χωρίς άμεσο οικονομικό έπαθλο, εν μέσω δεκάδων άλλων δελεαστικότερων οικονομικά αγώνων και παρά το γεγονός ότι η ηθική καταξίωση οδηγεί ευκολότερα σε οικονομικά αντικρίσματα. Οι αγώνες συνεχίζουν να διατηρούν το ομαδικό ανταγωνιστικό τους πνεύμα. Ο νικητής αναδεικνύεται μέσα από την εφήμερη αντιπαράθεση με τους αντιπάλους και όχι με το αποτέλεσμα της επίδοσης το οποίο δεν καταμετράται ούτε καταγράφεται. Η σημασία της νίκης έχει έναν χαρακτήρα ανεξάρτητο και απόλυτο καθώς εντάσσεται στην αντίληψη ενός χρόνου κυκλικού και επαναληπτικού. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο αγώνας αποτελεί ευκαιρία για επίδοση και όχι μυητικό γεγονός και η σημασία της νίκης μπορεί  να αλλάξει όταν ξεπεραστεί από μια άλλη, καλύτερη επίδοση καθώς και οι δυο εντάσσονται στην ίδια γραμμική, προοδευτική αντίληψη του χρόνου. Στο επίκεντρο των αγώνων της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας βρίσκονται οι θρησκευτικές τελετουργίες. Όλοι οι αθλητικοί αγώνες από τους δεκάδες τοπικούς μέχρι του τέσσερις πανελλήνιους οργανώνονται μέσα ή κοντά σε ιερά. Τα Ολύμπια στο ιερό του Δία στην Ολυμπία, τα Πύθια στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, τα Ίσθμια στο ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου και τα Νέμεα στο ιερό του Δία στη Νεμέα. Στην Ολυμπία του 5ου αιώνα οι αγώνες αρχίζουν με τον όρκο των αθλητών μπροστά στο άγαλμα του θεού και τελειώνουν με την απονομή των τιμών στους νικητές μπροστά στο ιερό του. Στο χρονικό κέντρο των αγώνων την τέταρτη από τις έξι ημέρες που διαρκούν συνολικά, την ημέρα της πανσελήνου, πραγματοποιείται η μεγάλη θυσία προς το θεό και ακολουθεί το τελετουργικό γεύμα. Η ελληνική θρησκεία, όπως αναφέρει ο Ζ. Π. Βερνάν, δεν γνωρίζει ούτε προφήτη, ούτε μεσσία, δεν είναι αυστηρά παγιωμένη και δεν έχει δογματικό χαρακτήρα επαγγελματίες κληρικούς και Ιερά Γραφή. Συνίσταται περισσότερο στη συμμετοχή σε τελετουργίες που εκφράζουν την πίστη σε ένα σύνολο κοινών δοξασιών και οι συχνές συναθροίσεις των Ελλήνων στα ιερά έχουν ως ουσιαστικό στόχο την διαμόρφωση και ισχυροποίηση συστημάτων αξιών και κανόνων συλλογικού βίου που στηρίζονται σε αυτές τις δοξασίες. (Η ετυμολογία της λέξης “αγών” όπως συναντάται στον Όμηρο έχει ακριβώς αυτή την έννοια της συνάθροισης). Οι κοινές αυτές δοξασίες διαμορφώνονται αρχικά από τους μύθους, ισχυροποιούνται με την εικαστική τους αναπαράσταση στους γλυπτούς διακόσμους των ναών και κοινωνούνται δημόσια με τη συμμετοχή στις τελετουργίες. Ο δημόσιος χαρακτήρας της θρησκευτικής πρακτικής τονίζει το γεγονός ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό, κλειστό σύστημα που επιβάλλει τις επιταγές του πάνω στην πολιτική, κοινωνική, οικογενειακή και προσωπική ζωή καθορίζοντας την επαφή με το θεό ως ατομική υπόθεση. Η επικοινωνία  μεταξύ ανθρώπινου και θεϊκού δεν πραγματοποιείται μέσα από κάποιο είδος ατομικής προσευχής σωτηριολογικού χαρακτήρα, με το άτομο να αποκόπτεται από την κοινωνική του υπόσταση για να έρθει σε επαφή με το θεό, αλλά πραγματοποιείται δημόσια με τη θυσία στο βωμό που βρίσκεται έξω από το ναό και με την κοινωνική υπόσταση του συμμετέχοντος σε πλήρη εξέλιξη και λειτουργία. Η διαδικασία της θυσίας και του τελετουργικού γεύματος που ακολουθεί δεν αποτελεί για τους Έλληνες μια ένωση με το θεό μέσω της κοινωνίας του θεϊκού. Αντίθετα υπογραμμίζει την απόσταση που χωρίζει τον κόσμο των θνητών από τον κόσμο των θεών. Αποτελεί βέβαια ένα δίαυλο επικοινωνίας των δυο κόσμων που συμβολίζεται με τη θυσιαστική πυρά που ενώνει τη γη με τον ουρανό και συνδέει τον άνθρωπο με το θεό μέσω του σφαγίου, οι δυο κόσμοι όμως, των θνητών και των αθανάτων, παραμένουν διακριτοί και δεν συγχέονται καθώς τους αναλογούν διαφορετικά μέρη του σφαγίου. Στους θεούς αναλογούν τα μη βρώσιμα μέρη του (οστά, λίπος, κνίσα) τονίζοντας την αθάνατη φύση τους, ενώ στους ανθρώπους τα βρώσιμα μέρη που υπενθυμίζουν την επιτακτική ανάγκη για τροφή που καθορίζεται από τη φθαρτή, ζωική τους φύση. Μέσα από τη θυσία και το τελετουργικό γεύμα — όπως επισημαίνει ο Βερνάν — υπογραμμίζεται η έννοια της κοσμικής τάξης και επιβεβαιώνεται η ακραία απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς και το τέλος του μυθικού εκείνου χρόνου κατά τον οποίο θεοί και άνθρωποι συνευρίσκονταν και συνέτρωγαν. Ο τρόπος που συντελείται η λατρευτική πρακτική με τη θυσία και το τελετουργικό γεύμα, (κυρίαρχο γεγονός κατά τη διάρκεια των αθλητικών αγώνων) δεν έχει σα στόχο να αποκόψει τον συμμετέχοντα από  τις συνήθεις δραστηριότητες που υπαγορεύει ο κοινωνικός του ρόλος, αλλά να τον εντάξει πληρέστερα σ’ αυτόν και μάλιστα μέσα από την κοσμική τάξη που υπαγορεύουν οι θεοί. Η κοσμική αυτή τάξη όσο σεβαστή κι αν είναι κι όσο συχνά και αν θεσμοθετείται η ανάγκη ισχυροποίησης και κοινοποίησής της, δημιουργεί ένα νομοτελειακό δεδομένο για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση που καταδικάζει τον άνθρωπο ως δέσμιο της φύσης του. Ο άνθρωπος όμως διακατέχεται από τη ζωτική ορμή να υπερβεί αυτά τα νομοτελειακά δεδομένα, όχι μόνο αισθητηριακά, ως σώμα και φύση, αλλά και νοητικά, ως ψυχή και πνεύμα που τείνει προς το ενιαίο “ένα”, όπως θα το διατυπώσει τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Πλωτίνος. Η ανάγκη αυτή στο μυθικό ή ηρωικό παρελθόν εκφράζεται με την μορφή του ήρωα που, ενώ προέρχεται από τον κόσμο των ανθρώπων, τον υπερβαίνει και προσεγγίζει τον κόσμο των θεών. Στο ιστορικό παρόν αυτό υλοποιείται μέσα από τη διαδικασία κατά την οποία αναδεικνύεται ο άριστος μεταξύ των ανθρώπων που κατέχει εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (σωματικά, ψυχικά και πνευματικά) που του παρέχουν τη δυνατότητα να ενταχθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο. Οι αθλητικοί αγώνες λειτουργούν ως διαδικασία ανάδειξης του άριστου, του τωρινού ήρωα, που παρέχει τη δυνατότητα στη συλλογική συνείδηση, ενώ αποδέχεται τη θέση του και τα όριά του ανθρώπου μέσα στην κοσμική τάξη, να τείνει να τα υπερβεί. Η ίδια η διαδικασία αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια των αγώνων αποκαλύπτει τον ένα και μοναδικό νικητή που κατέχει αυτά τα χαρακτηριστικά σε πληρέστερο βαθμό. Το πλαίσιο των νεκρικών τελετουργιών με τους οποίους συνδέεται η μυθική αφετηρία των αγώνων τονίζει τις θρησκευτικές καταβολές τους. Η πρώτη αναλυτικά καταγραμμένη ελληνική αναφορά σε αγώνες γίνεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα όπου περιγράφει τα “άθλα επί Πατρόκλω”, τους αγώνες που διοργανώνει ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού φίλου του. Στην Ολυμπία η αφετηρία των αγώνων συνδέεται με το θάνατο του βασιλιά Οινόμαου, στη Νεμέα με τον θάνατο του μικρού πρίγκιπα Οφέλτη, στους Δελφούς με το φόνο του Πύθωνα από τον Απόλλωνα και στον Ισθμό με τον άδικο θάνατο του Παλαίμονα-Μελικέρτη. Σε κοσμικό-πρακτικό επίπεδο με τον αγώνα αναδεικνύεται ο ικανότερος να κατέχει τα όπλα του θανόντος πολεμιστή ή να διαδεχτεί στο θρόνο το νεκρό βασιλιά. Σε θρησκευτικό επίπεδο η ανάγκη κάθαρσης από το φόνο, η μύηση σε ιερατικά καθήκοντα, η απόδοση τιμών στους θεούς. Σε συμβολικό επίπεδο η διαδικασία των αγώνων αποτελεί ένα είδος μυητικής διαδικασίας κατά την οποία θα αναδειχθεί ο άριστος που έστω και στιγμιαία υπερβαίνει τη φθαρτότητα της ανθρώπινης μοίρας με την οποία είναι αναπόσπαστα δεμένος και κατακτά τη θεϊκή χάρη και αθανασία. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει θάνατος, απώλεια, συνειδητοποίηση της θλιβερής ανθρώπινης μοίρας και ταυτόχρονα αναγέννηση και υπέρβασή της. Το ίδιο το έπαθλο των αγώνων (στεφάνι αγριελιάς στα Ολύμπια, δάφνης στους Πύθια, πεύκου στα Ίσθμια και αγριοσέλινου στα Νέμεα) συνδέεται με την αναγεννητική δύναμη της φύσης. Η μεγάλη σημασία των αγώνων στον αρχαίο κόσμο σε συνδυασμό με την αγάπη της ελληνικής τέχνης για τη ανθρώπινη μορφή μας έχει δώσει έναν τεράστιο αριθμό έργων της γλυπτικής και της αγγειογραφίας που συνδέονται με τον αθλητισμό και τους αγώνες. Στη γλυπτική το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τι, δηλαδή στην απεικόνιση της στιγμής εκείνης όπου ο χρόνος παγώνει και η ανθρώπινη μορφή εμπεριέχει έστω και φευγαλέα αυτό το στοιχείο της θεϊκής αιωνιότητας που αποκτά υπόσταση μέσα από την ομορφιά του αγάλματος και που σε αταύτιστα αγάλματα δυσχεραίνει ακόμη και σήμερα τη διάκριση ανάμεσα στο θεό, τον ήρωα και τον άνθρωπο. Η θέαση του αγάλματος προκαλεί δέος και θάμβος, αντιδράσεις άμεσα συνδεδεμένες με τη θρησκευτική εμπειρία. Στην αγγειογραφία  το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο πως, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αυτή η κατάσταση γίνεται κατορθωτή. Αποδίδεται εικονογραφικά και με επιμέρους περιγραφικές αναφορές και καλύπτει όλα τα στάδια της διαδικασίας: την προετοιμασία, την ατομική αυτοσυγκέντρωση, την ομαδική προπόνηση, την κορύφωση με την απεικόνιση του ίδιου του αγώνα και του πυρετώδους ανταγωνισμού και την επιβράβευση με τις σκηνές όπου οι κριτές ή οι φτερωτές νίκες στεφανώνουν τους νικητές. Στις σκηνές προετοιμασίας οι συνθέσεις είναι κλειστές, στατικές, άκαμπτες. Υποδηλώνουν συγκέντρωση, άσκηση αυτοελέγχου, υπαγωγή σε κανόνες και τιθάσευση ορμητικών δυνάμεων. Σαν τα μέρη μιας μουσικής (που συχνά συνοδεύει με την παρουσία των αυλητών τους αθλητές που γυμνάζονται). Στις σκηνές των αγωνισμάτων η σύνθεση ακολουθεί τα χαρακτηριστικά του αγωνίσματος που απεικονίζει: Στους δρόμους ταχύτητας (στάδιον, δίαυλος) η σύνθεση ανοίγει, τα επιμέρους στοιχεία της αναπτύσσονται διαγώνια,  αποκτά γρήγορο ρυθμό, και παρακολουθεί το μεγάλο διασκελισμό και την ένταση των αθλητών. Στους δρόμους ημιαντοχής (ίππειος) και αντοχής (δόλιχος) η σύνθεση απλώνεται με πιο κλειστούς ρυθμούς, ξεδιπλώνεται με οριζόντιες και κάθετες  επιμέρους διατάξεις απηχώντας το τεχνικό έλεγχο των αγωνισμάτων Στα βαρέα αγωνίσματα (πάλη, πυγμή, παγκράτιον) η σύνθεση βαραίνει, δυναμώνει, πατάει σταθερά και σίγουρα εκφράζοντας τα ίδια τα στοιχεία των αθλητών και των κινήσεών τους.. Στο πένταθλο (άλμα, δισκοβολία, ακοντισμός, δρόμος, πάλη) η σύνθεση γίνεται πιο πολύπλοκη, και εντυπωσιάζει με τον τρόπο που εξισορροπεί τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των αθλημάτων και των στάσεων του σώματος με την ίδια επιτυχία που ένας πενταθλητής συνδυάζει τόσο διαφορετικές ικανότητες όπως η δύναμη, η ευελιξία και η ταχύτητα. Στα ιππικά αγωνίσματα (ιπποδρομίες, αρματοδρομίες) οι συνθέσεις είναι φυγόκεντρες, ανοίγουν με δυναμικό τρόπο, καθώς αποδίδουν άλογα σε ρυθμικό καλπασμό, αλλά ταυτόχρονα συγκρατούνται από τις φυγόκεντρες στάσεις των ηνιόχων ή των ιππέων που προσπαθούν να ελέγξουν την ατίθαση κίνηση των ζώων. Στις σκηνές των βραβεύσεων την ένταση του αγωνίσματος ακολουθεί η γαλήνη. Δεν είναι τόσο η σωματική κόπωση που υπονοείται με τη στατική απόδοση των νικητών (εξ άλλου η βράβευση λάμβανε χώρα την τελευταία ημέρα των αγώνων), αλλά κυρίως η απορία και η αμηχανία που συνοδεύει την επίτευξη του άθλου και την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων. Αυτή τη στατική αμηχανία έρχεται να διαλύσει η ενεργητική μορφή του κριτή που εκπροσωπεί τις αξίες της πόλης καθώς και οι φτερωτές νίκες που συμβολοποιούν την θεϊκή επιβράβευση και τη θρησκευτική προέλευση των αξιών που διέπουν τους αγώνες.

Το δικό μου γαλακτομπούρεκο

 ΥΛΙΚΑ: 1 λίτρο γάλα πλήρες 1 1/2 φλτ.τσαγιού ζάχαρη 1 φλτ. ##    σιμιγδάλι ψιλο ( 140 γρμ.) 5 αυγά 2 βανίλιες 3 κ.σ. βούτυρο λειωμένο 1/2 κιλό φύλλο κρούστας ( καλύτερα φύλλο Βηρυττού ) βούτυρο γάλακτος για τα φύλλα ή φρέσκο κλαριφιέ ( είναι βούτυρο που εχουμε αφαιρέσει το νερό που εχει μέσα ) ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΡΟΠΙ: 3 1/2 φλτ. του τσαγιού ζάχαρη 2 1/2 φλτ. του τσαγιού νερό 1 φλούδα λεμονιού 1 κουταλιά χυμό λεμονιού ΕΚΤΕΛΕΣΗ: Βάζουμε το γάλα σε μια κατσαρόλα να βράσει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι  σαν βροχή και ανακατεύουμε με το σύρμα μέχρι να πάρει μία βράση και να πήξη. Χτυπάμε τα αυγά με την ζάχαρη και την βανίλια ελαφρά. Κατεβάζουμε την κατσαρόλα απο την φωτιά και προσθέτουμε τα αυγά ανακατεύοντας καλά. Προσθέτουμε μέσα στην κρέμα και τις 3 κουταλιές βούτυρο. Την αφήνουμε στην άκρη να κρυώσει λίγο, ανακατεύοντας όμως τακτικά για να μην κάνει κρούστα. Βουτυρώνουμε ένα μέτριο ταψί ( 30Χ30 ) σρώνουμε τα μισά φύλλα βουτυρώνοντας κάθε φύλλο καλά μ'ένα πινέλο. Τα φύλλα να εξέχουν απο το ταψί μας στο στρώσιμο. Απλώνουμε την κρέμα σ'όλη την επιφάνεια και διπλώνουμε πάνω της τα φύλλα που εξέχουν.Τελειώνουμε με τα υπόλοιπα φύλλα. Κόβουμε ότι περισσεύει, χαράζουμε το γλυκό μας μ'ένα κοφτερό μαχαίρι, ραντίζουμε με λίγο νεράκι και ψήνουμε σε μέτριο φούρνο για 45' περίπου μέχρι να πάρει χρώμα και να γίνει τραγανό. Στο  διάστημα  που ψήνετε το γλυκό μας ετοιμάζουμε το σιρόπι μας, υπολογίζοντας την ώρα να είναι και τα δύο ζεστά. Βράζουμε το σιρόπι μας για 5' ρίχνουμε τον χυμό λεμονιού και συνεχίζουμε το βράσιμο για 5-7' ακόμη. Μόλις βγάλουμε το γλυκό  ρίχνουμε με μια κουτάλα το ζεστό σιρόπι. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, κρατάει αυτή η διαδικασία το σιρόπι μας δεμένο και δεν νερουλιάζει μετά στο κόψιμο. Η φίλη μου Μαρία Γεωργοπούλου ρίχνει το σιρόπι ελαφρά χλιαρό και απ'ότι λέει, και ετσι πρέπει να είναι, δεν της νερουλιάζει. Θα το δοκιμάσω μια μέρα. Απο πάνω ρίχνουμε μπόλικη κανέλλα.

Του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή ...

theasis.gr.
Φωτογραφία: "Του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή , η δε ουσία ρέουσα , η δε αίσθησις αμυδρά , η δε όλου του σώματος σύγκρισις εύσηπτος ..

Της ανθρώπινης ζωής ο χρόνος είναι μια στιγμή , η ουσία της ρευστή , οι αισθήσεις αμυδρές , του κορμιου η σύσταση φθαρτή , η ψυχη μια σβούρα , η τύχη ανεξιχνίαστη και η φήμη προιόν ακρισίας .Με δύο λόγια , όλα του σώματος είναι ρευστά σα ποταμός , ενώ της ψυχής είναι όνειρο και ψευδαίσθηση η ίδια η ζωή είναι πόλεμος και ταξίδι σε ξένο τόπο , κι η υστεροφημία είναι λήθη.
Ποιός μπορεί να μας παρασταθεί στο δρόμο; Η φιλοσοφία και μόνο αυτη. Και φιλοσοφία θα πει, να διατηρείς τον δαίμονα που χεις μέσα σου απρόσβλητο ,σώο και αβλαβή,υπεράνω πόνων και ηδονών΄τίποτα να μη κάνεις κουτουρού ,τίποτα στα ψευτικα και με υποκρισία΄φιλοσοφία θα πει να μην έχεις ανάγκη από το τι κάνει ή δεν κάνει ο άλλος κι ακόμη ,ό,τι σου προκύψει και ό,τι σου στέλνει η μοίρα ο δαίμονάς σου να τα δέχεσαι ,ως προερχόμενα κάπου από κει. απ¨ όπου προέρχεται και αυτός .
Και πάνω απ όλα , να περιμένεις το θάνατο με γαλήνιο νου ως κάτι που δεν είναι παρά μια ακόμα διάλυση στοιχείων που συνθέτουν κάθε έμβιο ον.
Μεταβάλλονται αυτά τα στοιχεία , το καθένα σε κάτι άλλο ,και δεν ειναι διόλου τρομερό αυτό.Αν είναι έτσι , τι σου κακοφαίνεται αυτη η μεταβολή και διάλυση των παντων ; Αφού γίνεται σύμφωνα με τη Φύση.Και ό,τι είναι σύμφωνο με τη Φύση δεν είναι κακό."
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ
ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

"Του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή , η δε ουσία ρέουσα , η δε αίσθησις αμυδρά , η δε όλου του σώματος σύγκρισις εύσηπτος ..

Της ανθρώπινης ζωής ο χρόνος είναι μια στιγμή , η ουσία της ρευστή , οι αισθήσεις αμυδρές , του κορμιου η σύσταση φθαρτή, η ψυχη μια σβούρα , η τύχη ανεξιχνίαστη και η φήμη προιόν ακρισίας. Με δύο λόγια , όλα του σώματος είναι ρευστά σα ποταμός , ενώ της ψυχής είναι όνειρο και ψευδαίσθηση η ίδια η ζωή είναι πόλεμος και ταξίδι σε ξένο τόπο , κι η υστεροφημία είναι λήθη.
Ποιός μπορεί να μας παρασταθεί στο δρόμο; Η φιλοσοφία και μόνο αυτη. Και φιλοσοφία θα πει, να διατηρείς τον δαίμονα που χεις μέσα σου απρόσβλητο ,σώο και αβλαβή, υπεράνω πόνων και ηδονών΄τίποτα να μη κάνεις κουτουρού ,τίποτα στα ψευτικα και με υποκρισία΄φιλοσοφία θα πει να μην έχεις ανάγκη από το τι κάνει ή δεν κάνει ο άλλος κι ακόμη ,ό,τι σου προκύψει και ό,τι σου στέλνει η μοίρα ο δαίμονάς σου να τα δέχεσαι ,ως προερχόμενα κάπου από κει. απ¨ όπου προέρχεται και αυτός .
Και πάνω απ όλα , να περιμένεις το θάνατο με γαλήνιο νου ως κάτι που δεν είναι παρά μια ακόμα διάλυση στοιχείων που συνθέτουν κάθε έμβιο ον.
Μεταβάλλονται αυτά τα στοιχεία , το καθένα σε κάτι άλλο ,και δεν ειναι διόλου τρομερό αυτό.Αν είναι έτσι , τι σου κακοφαίνεται αυτη η μεταβολή και διάλυση των παντων ; Αφού γίνεται σύμφωνα με τη Φύση.Και ό,τι είναι σύμφωνο με τη Φύση δεν είναι κακό."
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ
ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

εξαιρετικώς ωραίο (= ώριμο)

Ancient Greek Civilization - Αρχαία Ελλάς.


Φωτογραφία: Με την λέξη κάλλος οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν την ωραιότητα, την ευμορφία, την συμμετρία, το εξαιρετικώς ωραίο (= ώριμο), και απαραίτητα μαζί με αυτά και την ηθική. Η γυναίκα που ανταποκρινόταν σε όλα αυτά ελέγετο καλλονή. Το κάλλος αποδιδόταν τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε φυτά, ζώα ή πράγματα.
Beauty in ancient Greece
Greek Goddess dress inspiration
 by Samuelle gown
http://www.oncewed.com/wedding-ideas-blog/greek-goddess-wedding-inspiration/Με την λέξη κάλλος οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν την ωραιότητα, την ευμορφία, την συμμετρία, το εξαιρετικώς ωραίο (= ώριμο), και απαραίτητα μαζί με αυτά και την ηθική. 
Η γυναίκα που ανταποκρινόταν σε όλα αυτά ελέγετο καλλονή. 
Το κάλλος αποδιδόταν τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε φυτά, ζώα ή πράγματα.
Beauty in ancient Greece
Greek Goddess dress inspiration
by Samuelle gown
http://www.oncewed.com/wedding-ideas-blog/greek-goddess-wedding-inspiration/

Λη ντε Φόρεστ (Lee De Forest)

Lee De Forest.jpgΟ Λη ντε Φόρεστ (Lee De Forest) ήταν Αμερικανός εφευρέτης, πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της ραδιοεπικοινωνίας.
Ο ντε Φόρεστ γεννήθηκε στο Μπλαφς (Bluffs) της Αϊόβα και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γέιλ. Σχεδίασε διάφορες απλές συσκευές για ασύρματο ραδιόφωνο και συσκευές αποστολής τηλεγραφικών σημάτων. Η σημαντικότερη εφεύρεσή του, εντούτοις, ήταν ένας τύπος λυχνίας κενού που ο ντε Φόρεστ αποκάλεσε «audion», και που είναι σήμερα γνωστός ως «τρίοδος». Αυτή η λυχνία, που εφευρέθηκε το 1906, έφερε την επανάσταση σε ολόκληρο τον τομέα της ηλεκτρονικής. Το «audion» έγινε βασικό συστατικό σχεδόν σε όλα τα ραδιόφωνα, τα ραντάρ,την τηλεόραση και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέχρι που στις αρχές της δεκαετίας του ’50 τα τρανζίστορ άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως.

Το 1910 παρουσίασε την πρώτη ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση όπερας και έξι έτη αργότερα ανήγγειλε τα αποτελέσματα της προεδρικής εκλογής στην πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση ειδήσεων.

Το 1923 έγινε ο πρώτος που κατάφερε να εφαρμόσει τον ήχο στον μέχρι εκείνη τη στιγμή βουβό κινηματογράφο. Ο ντε Φόρεστ κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περισσότερες από 300 άλλες ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, συμπεριλαμβανομένων αρκετών στον τομέα του ομιλούντος κινηματογράφου.

http://el.wikipedia.org/wiki/Λη_ντε_Φόρεστ

Ελληνική Μυθολογία αδελφών Στεφανίδη, βιβλίο αρ. 17


Ελληνική Μυθολογία.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Από την ΟΔΥΣΣΕΙΑ, η ιστορία του Άργου, του σκύλου του Οδυσσέα.  Ελληνική Μυθολογία αδελφών Στεφανίδη, βιβλίο αρ. 17 Όπως µιλούσαν, ένας σκύλος που ήταν ξαπλωµένος χάµω, τέντωσε τ’ αυτιά του και σήκωσε το κεφάλι του. Ήταν ο Άργος, το σκυλί του Οδυσσέα. Το µεγάλωσε ο ίδιος, µα δεν πρόλαβε να το χαρεί γιατί έφυγε για την Τροία. Έτσι το παίρναν άλλοι να κυνηγούν λαγούς κι αγριοκάτσικα, µα τώρα που γέρασε κειτόταν παρατηµένο στην κοπριά έξω απ’ το στάβλο των µουλαριών, κι ήταν τόσο αδύναµο που δεν µπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του. Όταν όµως µυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα, κούνησε την ουρά και σήκωσε τ’ αυτιά του. Εκείνος τότε γύρισε αλλού το πρόσωπό του και σκούπισε ένα δάκρυ να µην τον καταλάβει ο χοιροβοσκός. Ύστερα είπε:
–Κοίταξε, Εύµαιε, ένα τόσο καλό σκυλί και να ’ναι πεσµένο στην κοπριά. Κυνηγάρικο µοιάζει.
–Τι µου θύµισες, ξένε, είπε εκείνος. Αυτός είναι ο Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα. Έπρεπε να τον έβλεπες πώς ήταν τότε που έφυγε ο αφέντης. Κανένα άλλο σκυλί δεν τον ξεπερνούσε στο θάρρος και στη γρηγοράδα και ποτέ δεν του ξέφυγε αγρίµι, έτσι και το µυριζόταν. Τώρα όµως που τον πήραν τα χρόνια και λείπει κι ο Οδυσσέας, ποιος να τον προσέξει. Οι δούλες, σαν λείπει ο αφέντης, ξεχνούν το χρέος τους, γιατί ο βροντητής Δίας αφαιρεί τη µισή αρετή από τον άνθρωπο που πέφτει στη σκλαβιά.
Σαν είπε αυτά ο Εύµαιος µπήκε στο παλάτι. Ο Οδυσσέας στάθηκε κοιτάζοντας το σκύλο του µε πόνο. Κι αυτός ο έρµος, γέρνοντας το κεφάλι του, δέχτηκε τώρα πια τη µαύρη µοίρα του θανάτου, ευχαριστηµένος που έζησε να δει την επιστροφή του αφέντη του. (...)

Ο ΕΛΥΤΗΣ "ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ"


ΤΑ ΡΑΝΤΙΣΜΕΝΑ(Ομάδα καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, αναζητήσεων).

Φωτογραφία: Ο ΕΛΥΤΗΣ "ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ"

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τί γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί — τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματα του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη —
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες — Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος

Σ' άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια
Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.
Ο ΕΛΥΤΗΣ "ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ"

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τί γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί — τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματα του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη —
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες — Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος

Σ' άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια
Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.

Αδελφοί Μονγκολφιέ

Φωτογραφία: Οι Αδελφοί Μονγκολφιέ, (γαλλικά: Frères Montgolfier, στην ελληνική βιβλιογραφία αναφέρονται μερικές φορές και ως Μονγκολφιέροι), ο Ζοζέφ-Μισέλ Μονγκολφιέ (Joseph-Michel Montgolfier, 26 Αυγούστου 1740 – 26 Ιουνίου 1810) και ο Ζακ-Ετιέν Μονγκολφιέ (Jacques-Étienne Montgolfier, 6 Ιανουαρίου 1745 – 2 Αυγούστου 1799) ήταν οι εφευρέτες του αερόστατου. Στην πρώτη επανδρωμένη απογείωση μετέφεραν ένα νεαρό γιατρό και ένα αξιωματικό του στρατού. Αργότερα τιμήθηκαν, τόσο αυτοί όσο και ο πατέρας τους, αλλά και τα υπόλοιπα αδέλφια τους, με τον τίτλο ευγενείας ντε (Μονγκολφιέ).

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%86%CE%BF%CE%AF_%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CF%86%CE%B9%CE%AD

Bigbook.gr.

Οι Αδελφοί Μονγκολφιέ, (γαλλικά: Frères Montgolfier, στην ελληνική βιβλιογραφία αναφέρονται μερικές φορές και ως Μονγκολφιέροι), ο Ζοζέφ - Μισέλ Μονγκολφιέ (Joseph-Michel Montgolfier, 26 Αυγούστου 1740 – 26 Ιουνίου 1810) και ο Ζακ-Ετιέν Μονγκολφιέ (Jacques-Étienne Montgolfier, 6 Ιανουαρίου 1745 – 2 Αυγούστου 1799) ήταν οι εφευρέτες του αερόστατου.
 Στην πρώτη επανδρωμένη απογείωση μετέφεραν ένα νεαρό γιατρό και ένα αξιωματικό του στρατού. Αργότερα τιμήθηκαν, τόσο αυτοί όσο και ο πατέρας τους, αλλά και τα υπόλοιπα αδέλφια τους, με τον τίτλο ευγενείας ντε (Μονγκολφιέ).

http://el.wikipedia.org/wiki/Αδελφοί_Μονγκολφιέ

Η Σονάτα του Κρόιτσερ...

 «Η Σονάτα του Κρόιτσερ», πίνακας του Ρενέ Φρανσουά Ξαβιέ Πρινέ


Η Σονάτα του Κρόιτσερ...
Νουβέλα του Λέοντος Τολστόι, που έλαβε τον τίτλο της από το ομώνυμο μουσικό έργο του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν.

Στις 26 Αυγούστου 1889, o σπουδαίος ρώσος συγγραφέας και αμφιλεγόμενος ηθικός στοχαστής Λέων Τολστόι (1828-1910) ολοκλήρωσε τη συγγραφή της φιλοσοφικής νουβέλας Η Σονάτα του Κρόιτσερ, η οποία κυκλοφόρησε στα τέλη της ίδιας χρονιάς. Το έργο αναφέρεται στην καταδίκη του γάμου και του σαρκικού έρωτα μέσα από την ιστορία του Πόζντισιεφ, που σκοτώνει τη γυναίκα του από υπερβολική ζήλια. Αφορμή στάθηκε η γνωριμία της μ’ ένα βιολονίστα σε μία δεξίωση. Πιανίστρια η ίδια, άρχισαν να παίζουν μαζί τη Σονάτα του Κρόιτσερ, δηλαδή τη Σονάτα για βιολί αρ. 9 του Μπετόβεν, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια αμοιβαία συμπάθεια, που δεν άρεσε καθόλου στο σύζυγό της.

Σ’ ένα απόσπασμα της νουβέλας ο Πόζντισιεφ, αρκετό καιρό μετά τον φόνο, μιλώντας με κάποιους συνταξιδιώτες του σ' ένα τραίνο λέει : «…Έπαιζαν τη σονάτα του Κρόιτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, τάχα, το πρώτο πρέστο. Το ξέρετε!» ύψωσε τη φωνή του. «Μα είναι κάτι το τρομερό αυτή η σονάτα. Αυτή ακριβώς. Και γενικά η μουσική είναι ένα πράγμα τρομερό. Μα τι πράγμα είναι; Δεν καταλαβαίνω. Τι πράγμα είναι η μουσική; Τι δουλειά κάνει; Και γιατί κάνει αυτό που κάνει; Λένε πως η μουσική εξημερώνει τα ήθη, εξυψώνει τον άνθρωπο - ανοησίες, ψέμματα! Ενεργεί, επηρεάζει τρομερά -μιλώ για τον εαυτό μου- αλλά δεν εξυψώνει καθόλου την ψυχή. Εξυψώνει ή όχι την ψυχή, η αλήθεια είναι ότι τη διεγείρει…» (Η Σονάτα του Κρόιτσερ σε μετάφραση Αντρέα Σαραντόπουλου, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος)

Έχοντας αναπτύξει ένα δικό του χριστιανικό σύμπαν, που του στοίχισε τον αφορισμό από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, ο Τολστόι ενδιαφερόταν για το ζήτημα της σαρκικής επιθυμίας, καθώς πίστευε ότι η ηθική υγεία του ανθρώπου αποτελούσε συνάρτηση της ικανότητάς του να προσεγγίσει το ιδεώδες της αγνότητας. Αμέσως με την κυκλοφορία της, η Σονάτα του Κρόιτσερ απαγορεύτηκε στη Ρωσία κι έγινε γνωστή μέσω παράνομων πολυγραφημένων εκδόσεων, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι («σαμιζντάτ» στα ρωσικά). Παρόμοια τύχη είχε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου απαγορεύτηκε από το ταχυδρομείο η διανομή εφημερίδων, που περιείχαν αποσπάσματα του βιβλίου. «Σεξουαλικά και ηθικά διεστραμμένο» χαρακτήρισε τον Τολστόι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ.

Η Σονάτα του Κρόιτσερ έχει διασκευαστεί για το θέατρο, έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο, έγινε ζωγραφικός πίνακας και ενέπνευσε τον τσέχο συνθέτη Λέος Γιανάτσεκ στο έργο του Κουαρτέτο για Έγχορδα αρ. 1, γνωστό και ως Σονάτα του Κρόιτσερ.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/520#ixzz2d41ujL7D

Δημοφιλείς αναρτήσεις