Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Ὁ γιατρός τοῦ δρόμου!!

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ «Άνθρωποι»

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ «Άνθρωποι»

… και τώρα πια δεν έχουμε ούτε δάχτυλα
ούτε επιστροφή, να πιάσουμε.
Κοιτάξαμε τριγύρω μας την πόλη βουλιαγμένη
μες στην ομίχλη των πουλιών, που φύγαν με τα πλοία,...Δείτε περισσότερα

Φωτογραφία: ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ «Άνθρωποι»
 
 … και τώρα πια δεν έχουμε ούτε δάχτυλα
ούτε επιστροφή, να πιάσουμε.
Κοιτάξαμε τριγύρω μας την πόλη βουλιαγμένη
μες στην ομίχλη των πουλιών, που φύγαν με τα πλοία,
ακούσαμε τον ήλιο να βουίζει σ’ άδεια λατομεία,
όπου η βροχή τής χτεσινής μας νιότης λιμνασμένη

λασπώνει τη ματιά με τα νεκρά φτερά των σπουργιτιών.
Σκύψαμε πάνω από γκρεμούς ν’ αφουγκραστούμε
τον πόνο μας και πάνω από ρυάκια για να δούμε
τα μάτια σου στα μάτια μας – κλειδί των φεγγαριών.
Τη νύχτα αναζητήσαμε – κι αυτή μας πλημμυρά,
ποθήσαμε τη σιωπή – μα ήρθε η απουσία,
τα γιασεμιά αγαπήσαμε – κι εκείνα τη χαρά
και στα κοχύλια ακούμε τη δική μας ιστορία:
Είμαστε απλοί, ανεπίστρεπτοι και σύντομοι διαβάτες,
δε μας πλανεύει τ’ όνειρο ενός εξαίσιου τέλους,
τα ωραία κορίτσια ερωτευτήκαμε – κι εκείνα τους αγγέλους,
χαμογελάσαμε στην άνοιξη – κι εκείνη στα παιδιά της.
Κλάψαμε για ό,τι χάσαμε∙ ήμασταν άνθρωποι πολύ,
άνθρωποι ως την τελευταία αιμόπτυση της δύσης,
άνθρωποι να προσμένουμε στο μώλο, που δε θα γυρίσεις,
άνθρωποι να ποθούμε αυτό, που ξέμαθε να μας ποθεί.
ΠΗΓΗ http://greekpoems.wordpress.com/ 


ΠΙΝΑΚΑΣ - René Magritte

GIORGOS ALKAIOS - ARETI KETIME - AMA DE SE DW

Τήλος

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια φωτογραφία του χρήστη Panagiwtis Ntouskas.

Η Τήλος είναι ένα από τα Δωδεκάνησα, το έβδομο σε φθίνουσα κατάταξη έκτασης. Βρίσκεται 22 μίλια ΒΔ. της Ρόδου και 222 μίλια από τον Πειραιά. Έχει σχήμα ακανόνιστο και η έκτασή της είναι 61,487 τ.χλμ. ενώ ο πληθυσμός της, κατά την τελευταία ...Δείτε περισσότερα

Φωτογραφία: Η Τήλος είναι ένα από τα Δωδεκάνησα, το έβδομο σε φθίνουσα κατάταξη έκτασης. Βρίσκεται 22 μίλια ΒΔ. της Ρόδου και 222 μίλια από τον Πειραιά. Έχει σχήμα ακανόνιστο και η έκτασή της είναι 61,487 τ.χλμ. ενώ ο πληθυσμός της, κατά την τελευταία απογραφή (2001), ανήρχετο σε 533 κατοίκους. Γενικά το έδαφός της είναι ορεινό και βραχώδες με μία μικρή πεδιάδα στο κέντρο της που καταλήγει στη παραλία του Ερίστου. Υψηλότερη κορυφή είναι του Προφήτη Ηλία με υψόμετρο 650 περίπου μέτρα. Το συνολικό ανάπτυγμα των ακτών της νήσου φθάνει τα 63 χλμ. Στο νησί υπάρχουν τρεις οικισμοί: το Μεγάλο Χωριό με 233 κατοίκους, τα Λιβάδια με 278 και ο Άγιος Αντώνιος με 22.

Η Τήλος διαθέτει δε πολλά αρχαιολογικά μνημεία. Έγινε γνωστή όταν το 1970 ο καθηγητής παλαιοντολογίας Νικόλαος Συμεωνίδης ανακάλυψε στο σπήλαιο Χαρκαδιό, στην περιοχή της Μυσσαριάς, νεκροταφείο ελεφάντων νάνων οι οποίοι βρέθηκαν απομονωμένοι στο νησί μετά την καταβύθιση της Αιγηϊδος, της οποίας οι κορυφές συνθέτουν το σημερινό αρχιπέλαγο του Αιγαίου. Στη νήσο εδρεύει μικρό παλαιοντολογικό μουσείο όπου εκτίθενται κάποια από αυτά τα ευρήματα.

OI ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΗΤΑΝ ΤΥΧΑΙΑ;

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ( (9 Δεκεμβρίου 1867 - 14 Ιανουαρίου 1951) Στέλλα Βιολάντη - (απόσπασμα)


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ( (9 Δεκεμβρίου 1867 - 14 Ιανουαρίου 1951)

Στέλλα Βιολάντη - (απόσπασμα)

(Ο ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΖΑΜΑΝΟΣ υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογραφείο της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορ...Δείτε περισσότερα

Φωτογραφία: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ( (9 Δεκεμβρίου 1867 - 14 Ιανουαρίου 1951) 

Στέλλα Βιολάντη - (απόσπασμα)

(Ο ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΖΑΜΑΝΟΣ υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογραφείο της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου Παναγή Βιολάντη. Μην έχοντας πώς να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του της έστειλε ένα γράμμα και με τον ίδιο τρόπο τού απάντησε θετικά κι εκείνη. Παίρνοντας το ανέλπιστο γράμμα ο καυχησιάρης νέος δεν κρατήθηκε και έσπευσε να ανακοινώσει το περιεχόμενό του· η είδηση όμως έφτασε κι ως τ' αυτιά του πατέρα της, ο οποίος θεώρησε προσβολή τη σύνδεση του ονόματος της κόρης του με το όνομα ενός παρακατιανού του. Πλημμυρισμένος από οργή, αφού της έκανε αυστηρότατες παρατηρήσεις, την έδειρε και την έριξε στη σοφίτα του αρχοντικού του, όπου και την εγκατέλειψε· στο μεταξύ ο Χρηστάκης Ζαμάνος είχε παντρευτεί άλλη, ενώ η ανυποψίαστη Στέλλα μαράζωνε από τον καημό της.)

Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι —Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα— και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί στον κόσμο...
— Ήλθα να σου πω δυο λόγια, της είπε η Βιολάνταινα χαρούμενη.
Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, εσήκωσε τα μάτια κι εκοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.
— Ακούς;
— Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρότασή της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετανόησε για το κίνημά της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημά του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιο ύφος που έπαιρνε και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, επρόφερε:
— Όχι!
Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υπόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
— Όχι!
— Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραξε την πρώτη γαλήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνηση.
— Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα· κι εγύρισε πίσω της, κι εκλείδωσε από φόβο τη θύρα.
— Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου· και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.
Κι εμίλησε:
— Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεση γι' αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυναμίας... Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μένα. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ' αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
— Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
— Τον ορίζω!
— Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.
— Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...
Κι έκαμψε το δάχτυλό της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
— Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.
— Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω —τον εαυτό μου— και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!
Κι εκτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πάθος της εχρωμάτισε, της εζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο· ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.
Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
— Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;
— Δεν τον φοβάμαι! εφώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκοτώσει... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψή μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...
— Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια; είπε η Βιολάνταινα με μορφασμό ανυπομονησίας. Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω κάτω το πήραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη.
Η Στέλλα κλονίσθηκε από παλμό δυνατό. Στην αρχή τής ήλθε να το αρνηθεί, να το κρύψει. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα συλλογίσθηκε ότι μια που άρχισε, έπρεπε να τα πει όλα· και σα να το ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσε, άντλησε διαμιάς όσο θάρρος υπήρχε στα βάθη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:
— Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' έγνοιαζε για το γράμμα, —ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη— δε θα επίμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
— Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα.
— Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!
— Α! τέτοιες ελπίδες έχεις; ω, κακομοίρα, κακομοίρα! δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!
— Μπορεί· μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι.
Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Εκάθισε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σα να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησε:
— Όχι! δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε χτύπημα που μου δίνουν, ακούω μέσα μου σα μια φωνή να μου λέει: «Φύγε!... Φύγε!...»
Η Βιολάνταινα όρμησε έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.
— Τι είπες; εφώναξε· να φύγεις; ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... να φύγεις;
— Δεν είπα τέτοιο πράμα! είπε η Στέλλα με περιφρόνηση. Σεις μου το λέτε με τον τρόπο σας.
— Όχι, το είπες! αντείπε η Βιολάνταινα· είπες πως θα φύγεις! και για κοίταξε καλά, γιατί εγώ δεν...
Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κι έβλεπε τριγύρω της, σαν να εζητούσε ν' αρπάξει τίποτα για να κτυπήσει τη Στέλλα.
Ο τρόπος αυτός ανέβασε στην επιφάνεια όλο το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν στο στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, πέρασε κι αυτό από τον νου της, αλλά όχι, δεν το είχε αποφασίσει. Και ίσως δε θα το έκανε ποτέ, όσο σκληρά και αν την τυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την περηφάνια της, και θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά ν' ακουσθεί πως ξεπόρτισε. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!
— Ναι, το είπα! εφώναξε δυνατότερα από τη μητέρα της. Το είπα και θα το κάμω!
Μιλούσε με όλο το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασε· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατά της ελύθηκαν, κι έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήταν μια στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα, εξεστόμισε σε μια βάναυση φράση όλη την εντύπωση που της έκανε το ξαφνικό ξύπνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την εδοκίμαζε η βία και το μαρτύριο:
— Εκατάλαβα· εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!

ΠΗΓΗ http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14830/

κατέχω τη συνείδηση ...

«αυτή τη στιγμή κατέχω τη συνείδηση πως η ζωή μου πήγε χαμένη. Θα ήθελα, αν είχα τη δύναμη, ν αλλάξω τα πάντα: ν αρχίσω αλλιώτικα, να κατασκευάσω ένα κόσμο δικό μου, ένα κόσμο που να μεταβάλλεται, να μεταμορφώνεται την πάσα στιγμή

Έχω βαρε...Δείτε περισσότερα

Φωτογραφία: «αυτή τη στιγμή κατέχω τη συνείδηση πως η ζωή μου πήγε χαμένη. Θα ήθελα, αν είχα τη δύναμη, ν αλλάξω τα πάντα: ν αρχίσω αλλιώτικα, να κατασκευάσω ένα κόσμο δικό μου, ένα κόσμο που να μεταβάλλεται, να μεταμορφώνεται την πάσα στιγμή

Έχω βαρεθεί τα λόγια: είπα τόσα πολλά, άκουσα τόσα πολλά, θημώνιασα μέσα μου τόσα πολλά, που έχασαν πέρα για πέρα τη σημασία τους. Έχω βαρεθεί τα βιβλία, αυτά που έχουν γράψει οι άλλοι, αυτά που έχω γράψει εγώ.

Ίσως η μόνη λύτρωση είναι να μη συλλογιόμαστε τίποτε. Αλλά αυτό είναι το ακατόρθωτο. Η κατάρα του ανθρώπου είναι που συλλογιέται. Από τον παράδεισο της Γραφής ο ανέμελος άνθρωπος έφυγε στοχαστής. Το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι το μήλο, όποιας λογής μήλο. Είναι το ρώτημα, το «γιατί»; Μόλις οι πρωτόπλαστοι συλλογίστηκαν το πρώτο «γιατί» ο παράδεισος έκλεισε την πόρτα του πίσω τους. Το να θέλεις να μάθεις είναι το πρώτο έγκλημα. Το να πιστεύεις πως μπορείς να μάθεις είναι το δεύτερο. Οι αληθινοί σοφοί είναι εκείνοι που κατάλαβαν αυτό το πράμα. Ολόκληρη η άλλη «σοφία», είναι απλή διακόσμηση»
Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Το ψωμί της αρχάριας

O τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η απαγορευμένη ιστορία

«Aegypius Monachus» και «360»

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια φωτογραφία του χρήστη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ - PATAKIS PUBLICATIONS.

Τα «Aegypius Monachus» και «360», τα βιβλία των Μισέλ Φάις και Αχιλλέα Κυριακίδη, αντίστοιχα, που εκδόθηκαν αμφότερα λίγους μήνες πριν εκπνεύσει το 2013 –στην περίπτωση του Φάις πρόκειται για επανέκδοση της νουβέλας του που είχε αρχικά κυκ...Δείτε περισσότερα

Φωτογραφία: «Τα «Aegypius Monachus» και «360», τα βιβλία των Μισέλ Φάις και Αχιλλέα Κυριακίδη, αντίστοιχα, που εκδόθηκαν αμφότερα λίγους μήνες πριν εκπνεύσει το 2013 –στην περίπτωση του Φάις πρόκειται για επανέκδοση της νουβέλας του που είχε αρχικά κυκλοφορήσει το 2001– συνιστούν δύο από τις κορυφαίες στιγμές στις πολυσχιδώς συνεκτικές και ποιοτικά συνεπείς πορείες τους. Ταυτόχρονα, αποδεικνύουν ότι οι κατακτήσεις των μεταπολεμικών μοντερνιστών συγγραφέων, ήτοι, ανάμεσα σε άλλες, η επικράτηση της πολύσημης, στυλιζαρισμένης γλώσσας, του αφηγηματικού πλουραλισμού και της προσεκτικά οργανωμένης δομής του κειμένου εις βάρος της μανιέρας της ατιθάσευτης πλοκής και της αδιέξοδης εμμονής στην περιορισμένη αναπαραστατική δύναμη της στατικής ηθογραφίας, έμειναν κάθε άλλο παρά αναξιοποίητες».

Ο Λευτέρης Καλοσπύρος σε μια διττή ανάγνωση του «Aegypius monachus» του Μισέλ Φάις και του «360» του Αχιλλέα Κυριακίδη: http://bit.ly/1agSpD7

Δημοφιλείς αναρτήσεις