Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΟΥΝΕ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝΕ ΟΙ ΝΕΟΙ


Γράφει: 
H περιέργεια του Αντρέα άπου ήθελε να του τα κάμουνε λιανά τα όσα άκουσε στο σκολειό από το δάσκαλο για το στάρι και ψωμί. Ήτανε η γι αιτία άπου εξεσήκωσε το ενδιαφέρον τση μάνας του, για να ψάξει και να βρει το πλια κατάλληλο σπόρο σταριού για σπορά. Κι ύστερα τη συνέχεια την αναλάβανε ο παππούς κι οι μπαρμπάδες άπου τανε κατεχάρηδες, σε τουτεσάς τσι δουλειές. Γιατί τανε γεννημένοι κεινηνά την εποχή απου οι γι αθρώποι εσπέρνανε κι εθερίζανε τσοι καρπούς άπου τσοι πορεύγανε για να περάσουνε τη χρονιά ντωνε από ψωμί και μαγερέματα τσ” οικογένειές τωνε.
Ετσα το λοιπός σαν έφταξε ο καιρός άπου ο σπείρων εξέρχεται του σπείραι το σπόρω αυτού. Κι αφού πρώτα είχε μπέψει την ευλογία ντου ο Θεός, με τα πάντα αναμενόμενα και ευπρόσδεχτα για κείνηνα την εποχή πρωτοβρόχια. Τοτεσάς κι ο παππούς επήρε ούλα τα συμπράγαλά ντου κι έζεψε το μουλάρι στ” αλέτρι, κιάποις αγκάλιασε το σποροσάκουλό ντου κι έσπειρε το φρεσκοαγορασμένο σπόρο του σταριού στο χωράφι ντου. Ετσα εξεκίνησε η καλλιέργεια του σταριού τούτηνε τη χρονιά στα Καθιανά.
Κι ύστερα για ούλα τ” άλλα, τη πρωτοβουλία για τα παραπέρα την αναλάβανε οι καιροί και τα κατακαίρια άπου θ” ακλουθούσανε οδηγούμενα και καθοδηγούμενα άπου τσοι σοφούς φυσικούς νόμους άπου τα κουμαντάρουνε. Γιατί τουτηνά είναι η σκληρή μοίρα των αγροτών, να “χουν στενούς συνεργάτες στσοι κόπους τωνε τσοι καιρούς και τα κατακαίρια κι από τουτανά κάθε χρονιά να εξαρτάται η επιτυχία τση σοδειάς τωνε.
Όσο επέρνα αποκειά κι ύστερα ο καιρός επρασίνιζε το χωράφι και το φύλλωμα του σταριού έκανε από κάποια στιγμή κι ύστερα κυματάκια σαν εφυσούσανε αέρηδες. Όσο εμεγάλωνε δα το στάρι, άλλο τόσο επλησιαίνανε κι οι γι ελπίδες τω καλλιεργητών, γι” αυτό κι αναστορούντανε τα λεγόμενα του λαού: Αν κάμει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα, χαράς τσοι γεωργούς, απούχουνε στη γη σπαρμένα.
Μα σαν εμπήκε ο Μάης, αρχίνιξε το στάρι να πρασινοκιτρινίζει κι από σιγά – σιγά να παίρνει το χρώμα τση ξήρανσης, που “ναι το χρυσοκίτρινο. Ωστόσο δα είχε μπει κι ο μήνας του θερισμού, ο Ιούνιος γή Πρωτογούλης, όπως αλλιώς εγροικούντανε τοτεσάς. Ούλα δείχνανε μπλιο πως ήτανε ορχομένος ο καιρός για να θεριστεί το στάρι.
Γι” αυτό και γίνηκε το κάλεσμα να πάνε στο κτήμα Μπερτάκη – Καπετανάκη στα Καθιανά με τα δραπάνια ντωνε οι παλιοί για να θυμηθούνε πώς εθερίζανε τσοι καρπούς τωνε μια φορά κι οι νέοι για να μάθουνε πώς εγινούντανε η συγκομιδή κεινουσάς τσοι δύσκολους χρόνους, άπου τσοι παππούδες τωνε.
Το κάλεσμα έπιασε τόπο. Και τη καθορισμένη ημερομήνια, ταϊτέρου ταϊτέρου, εδώκανε το παρών πολλοί με τα δραπάνια ντωνε.

Κατεχάρηδες κι ακάτεχοι απλώσανε σ” ούλο το χωράφι, για να πάρει καθένας το δικό ντου όργο (φωτ. 1). Γιατί όπως ελέγανε τοτεσάς: “Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος”. Τουτεσάς τσ” ώρες κιανείς δεν απομένει όφκαιρος, γιατί για ούλους υπάρχουνε δουλειές. Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλιε, ήτανε το σύνθημα τουτεσάς τσ” ώρες. Γι” αυτό κι άλλοι εθερίζανε κι αφήνανε μάτσα – μάτσα τα θερισμένα αστάχυα κι άλλοι αναμαζώνανε τα μάτσα κι εδένανε τσοι κουντούρες. Τσοι κουντούρες του σταριού τσοι δένανε μονόκουτσες. Γιατί έτσα επροστατεύανε στο θεμώνιασμα τ” αστάχυα του σταριού άπου τσοι σπουργίτες. Τσοι κουντούρες εδά του κριθαριού και τση ταής άπου τανε οι ραπές τωνε και κοντύτερες από του σταριού, τσοι δένανε αλυσαντρίστικα.
Σε τούτηνα δα την αναβίωση του θερισμού, απ” ούλα ήτανε όπως και τοτεσάς. Δεν αργήσανε να φανούνε και τα σκολιαρούδικα. Π” αφήκανε τα τηλεκοντρόλ και κλείσανε τσοι τηλεοράσεις. Επαραμερίσανε και τ” άλλα ηλεκτρονικά άπου αποκοιμίζουνε το πνεύμα ντωνε κι αδρανοποιούνε τσοι δραστηριότητές τωνε. Κι ούλα μαζί εβγήκανε κι απλώσανε σ” ούλη την αποθερέ, τιτιβίζοντας και παίζοντας σαν τα σπουργιτάκια στην αφτιασίδωτη και αληθινή φύση τσ” υπαίθρου. Χαρούμενα και ζωηρά εχοροπηδούσανε σα τα τροζά μ” απολαμβάνανε κιόλας τα όσα εθωρούσανε να γίνουνται γύρου – γύρου ντωνε, μα εχορταίνανε όμως κιόλας τοτεσάς τσ” ώρες με τη πλια καλή παιδική θροφή, απούναι το παιχνίδι.
Όσο επέρνα δα η γι ώρα κι ο θερισμός έφτανε στο τέλος, οι φιλόξενοι οικοδεσπότες δεν εξεχάσανε να μας εθυμίσουνε και το κολατσιό, απού εκάνανε στο θέρος τοτεσάς. Γι” αυτό κι εφέρανε λαδοτύρι κι ήπιαμε στην υγειά ντωνε. Μα με την ευκαιρία, τουτηνά, αναστορηθήκαμε και τα ζυλοκούμπια άπου εκάνανε οι νοικοκυράδες τοτεσάς, με το γάλα τω μαρθιώ ντωνε άπου των επερίσσευε. Κι ύστερα το βάνανε στο λάδι και το “χανε για κολατσιό σε τουτεσάς τσοι δουλειές και για ώρα ανάγκης. Ύστερα ήρθε η γι ώρα τ” αλωνέματος (φωτ. 2), μα η φοράδα ήτανε ακαματέρευτη για τουτεσάς τσοι δουλειές. Γι” αυτό κι ήθελε καθοδήγηση για να κάνει το γύρου – γύρου τ” αλωνιού. Αμέσως μετά επήρε σειρά το λιχνιστό. Κι έτσα έκλεισε ο κύκλος για τη σοδειά τση φετινής παραγωγής του σταριού. Μα ύστερα από την αποθήκεψη είχε έρθει και πάλι η σειρά τση νοικοκυράς γιαγιάς, για να κοσκινίσει το στάρι, για να μπέψει στο μύλο ταχιά ταϊτέρου το πρώτο μιγόμι γι” άλεσμα.
Πουσαθεί φέρνανε τ” αλεύρι, εκείνη θ” αναμπουκωθεί για ν” αναπήσει αποβραδύς και ταχιά να ζυμώσει και να φουρνίσει, για να βγει το φρεσκοψημένο ψωμάκι από το σπόρο του σταριού άπου η μαμά αγόρασε, ο παππούς εκαλλιέργησε κι ούλοι μαζί εθερίσαμε κι αλωνέψαμε οπροχθές στα Καθιανά. Είναι η αλήθεια πως τουτηνά η πρωτοβουλία ήτανε καλά καλή. Μόνο πως οι πρωταγωνιστές κι δρώσανε κι εκουραστήκανε μα κι εξοδευτήκανε κιόλας για το χατίρι ουλωνώ μας.
Εγώ βέβαια τσ” ευχαριστώ από καρδιάς, γιατί μου φέρανε στη θύμηση πολλές εικόνες άπου αφορούσανε τουτεσάς τσοι δουλειές από κεινουσάς τσοι δύσκολους χρόνους. Μα κι οι γι ακάτεχοι από τουτεσάς τσοι δουλειές, πιστεύω πως ευχαριστηθήκανε κι εκείνοι άπου είδανε το σταράκι άπου σπέρνουνε οι γι αγρότες μας τα πρωτοβρόχια, πια διαδρομή ακλουθά ώστε να φτάξει στα τραπέζια μας με τη μορφή του ψωμιού.
Μα πρέπει να βγήκε και το συμπέρασμα πως το ψωμί δεν είναι “πέσε πίτα να σε φάω”, παρά θέλει κι ιδρώτες και κόπους να γενεί. Άλλο κείνο πως υπάρχουνε κι οι βολεμένοι άπου τρώνε από τη μεγάλη μέση. Ετούτηνα υπήρχανε πάντα. Το κακό είναι όμως πως τσ” έσχατους τουτουσές χρόνους τουτηνά οι προνομιούχοι δε γλείφουνε μόνο τα δαχτύλια ντωνε μπλιο, παρά τρώνε με τσοι χούφτες τωνε και μας σε κάνουνε δύσκολη τη ζωή μας, γιατί μας σε φέρνουνε κρίση, ας όψονται.
Εύχομαι δύναμη κι αντοχή και γι” άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κατεχάρης = ο γνώστης, αυτός που ξέρει
Πορεύγομαι = Με φτάνουνε
Μαγερέματα = Όσπρια
Συμπράγαλα = Τα απαραίτητα λουριά, κουλούρες κ.λπ.
Σποροσάκουλο = Το σακούλι που έχει το σπόρο
Κατακαίρι = Η κακοκαιριά
Ζέφνω = Ετοιμάζω το άλογο να σύρει το αλέτρι
Πλησιαίνω = Αυξάνω
Αναστορούμαι = Θυμίζομαι
Πρωτογούλης = Ιούνιος
Γροικούνται = Ακούγονται
Ορχομένος = Είχε έρθει
Όργο = Κομμάτι χωράφι που κάνει καθένας τις εργασίες όπου περιέχονται σπαρτά
Ταϊτέρου – ταϊτέρου = Πολύ πρωί
Ακάτεχος = Αυτός που δεν ξέρει
Όφκαιρος = Χωρίς απασχόληση
Κουντούρα = Δεμάτι δημητριακού
Αλυσαντρίστικα = Τα στάχυα που μπαίνουν στο δεμάτι εναλλάξ
Τροζά = Τρελά
Θροφή = Τροφή
Ζυλοκούμπια = Το τυράκι απού εκάνανε από το γάλα των προβάτων
Μάρθια = Τα κατοικίδια ζώα
Ταχιά ταϊτέρου = Αύριο το πρωί
Μιγόμι = Μισό φορτίο
Αναμπούκωμα = Ανασηκώνω τα μανίκια
Ανάπημα = Αναπιάνω το προζύμι με αλεύρι
Ταχιά = Αύριο
Χουφτέ = Φούχτα

Άγιον Όρος, Μονή Καρακάλου

Άγιον Όρος, Μονή Καρακάλου
Μία βρύση, μία κληματαριά και ένας τεράστιος Πύργος είναι η πρώτη εντύπωση της μονής. Άλλες κληματαριές και πορτοκαλιές υποδέχονται μέσα στην αυλή αθόρυβα τον επισκέπτη. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα μοναστήρια. Κρήνες, προσευχητάρια, παλιά αρχιτεκτονικά τεμάχια, επιγραφές, που αναγράφουν κτητορικές πράξεις ή άλλα σημαντικά γεγονότα, δημιουργούν μια πρωτότυπη αρμονία στον ταπεινό προσκυνητή. Στις μεγάλες μάλιστα αυλές υπάρχουν μεγάλα δένδρα, όπως ο φοίνικας στη μονή Γρηγορίου, οι μαγνόλιες και τα κυπαρίσσια στη Λαύρα, οι πορτοκαλιές στου Καρακάλου και τα δύο κυπαρίσσια στην Χιλανδαρίου, δίνουν ένα ξεχωριστό χαρακτήρα και μία εσωτερική γαλήνη. Σαν βρεθεί ο επισκέπτης στο αρχονταρίκι θα απολαύσει ένα πραγματικό όνειρο. Ανατολικά απλώνεται το Αιγαίο Πέλαγος με τη γαλανή του θάλασσα που ενώνεται στο βάθος με τον ουρανό. Δυτικά χαίνουν άγριες χαράδρες που κατεβαίνουν από τις κορυφές του Άθω φέρνοντας αδιάκοπα το τραγούδι του Βορρά.
κείμενο και εικόνες στο...http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2014/07/blog-post_3698.html

ΟΙ ΜΑΘΟΥΣΑΛΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ


Οι...Μαθουσάλες της Κρήτης ζουν στην Αγία Παρασκευή ή αλλιώς το «χωριό των αιωνόβιων», ...μία ημιορεινή περιοχή του Αμαρίου Ρεθύμνου, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι βαδίζουν στη δέκατη δεκαετία της ζωής τους
όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα Espresso.
Αν και το χωριό των μόλις 30 κατοίκων έγινε γνωστό ως η γενέτειρα του Στυλιανού Παττακού, διεκδικεί τα πρωτεία για τη μακροζωία των κατοίκων του, αλλά κι εκείνων που δεν μένουν πλέον εκεί.


Ο συνταξιούχος ταχυδρόμος Στέλιος Παπουτσάκης από την Αγία Παρασκευή, που τώρα διαμένει στο Ηράκλειο, είχε πει πριν από μερικά χρόνια: «Δεν ποθαίνω παρά μετά που θα ποθάνει ο Χριστόδουλος και ο Μητσοτάκης». Ο πρώτος αποδήμησε, ο δεύτερος ζει και ο κ. Παπουτσάκης πορεύεται πεισματικά στη ζωή, υπερβαίνοντας πλέον τον αιώνα.


Η Αγία Παρασκευή έχει παράδοση να γεννά αιωνόβιους και ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Μαρίας Παττακογιωργάκενας, μητέρας του Παττακού, η οποία έφυγε από τη ζωή στα 105 της χρόνια (για άλλους στα 107).
Κάποια από τα οκτώ παιδιά της πήραν τα χρόνια της, όπως ο Στυλιανός που είναι 102 ετών και ζει στην Αθήνα, η κόρη της Στέλλα που πάτησε τα 100 και μένει στην Αμερική και ο άλλος της γιος Αλέκος, που έχει συμπληρώσει τα 98 του χρόνια.
Εκτός, όμως, από τα τρία παιδιά της Παττακογιωργάκενας και το συνταξιούχο ταχυδρόμο, τα χρονάκια τους τα έχουν και άλλοι Αγιοπαρασκευιώτες.
Ο 87χρονος Κώστας Φουντουλάκης αποδίδει το μέγιστο της ζωής των κατοίκων στις κλιματολογικές συνθήκες του χωριού και στη διατροφή τους, αφού τα κυριότερα προϊόντα που παράγουν είναι οι ελιές, τα χαρούπια και τα σιτηρά.


ΧΙΩΝΑ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ


Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
kritipoliskaihoria.blogspot.com

Η Χιόνα (ή Χιώνα) βρίσκεται 91km ανατολικά από τον Άγιο Νικόλαο και 21km ανατολικά από τη Σητεία, 2km ανατολικά από το Παλαίκαστρο. Είναι μια όμορφη παραλία με ψιλή άμμο και ήρεμα ρηχά νερά, ιδανική για μικρά παιδιά και αρκετά μεγάλη σε μήκος. Εδώ μπορείτε να χαλαρώσετε απόλυτα, εδικά αν συνδυάσετε το κολύμπισας με το φαγητό στις πασίγνωστες για την κακκαβιά τους ψαροταβέρνες της Χιόνας (στου Μπάτη και στου Αμανάκη).





 Η παραλία (κοντά στις ταβέρνες) είναι αρκετά οργανωμένη και υπάρχουν μερικά δωμάτια τριγύρω. Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν αλμυρίκια που προσφέρουν σκιά, ενώ ο αέρας συνήθως είναι πολύ δυνατός.






Ανατολικά της παραλίας σχηματίζονται πολλοί μικροί κόλποι, όπου μπορείτε να βρείτε ένα πιο απομονωμένο μέρος να κολυμπήσετε, ακόμη και γυμνοί. Η πρώτη μεγάλη αμμουδιά ακριβώς δίπλα στη Χιώνα ονομάζεται Μπονταλάκι (δλδ μικρό ρέμα) και είναι από τα ωραιότερα σημεία στην περιοχή. Στη συνέχεια υπάρχουν κι άλλοι πολλοί συνεχόμενοι κολπίσκοι με βότσαλο προσβάσιμοι με κακό χωματόδρομο.




 Ο προτελευταίος κόλπος, ο Πηλός στην ομώνυμη περιοχή,σχηματίζεται μέσα σε αργιλώδες έδαφος. Τελευταία παραλία, όπου σταματάει ο χωματόδρομος της περιοχής, είναι τα Σκαριά. Εδώ υπάρχει μια μάντρα βοσκού, ενώ τα ρεύματα φέρνουν αρκετά σκουπίδια.








Απέναντι από τη Χιόνα θα δείτε τα νησάκια Γράντες, ενώ νότια του οικισμού μπορείτε να επισκεφτείτε το Μινωϊκό λιμάνι και οικισμό στη θέση Ρουσσόλακκος. (δίπλα ακριβώς στη Χιώνα) Τέλος, 1km βόρεια της Χιόνας ξεδιπλώνεται η παραλία του Κουρεμένου, πασίγνωστη στους λάτρεις του windsurfing. Επίσης, μπορείτε να ανεβείτε στον λόφο του Καστριού, στο δυτικό τέρμα της παραλίας, όπου θα συναντήσετε τα ερείπια ενός παλιού φρουρίου και θα αγναντεύσετε την απέραντη θάλασσα.




Η ονομασία Χιόνα δεν έχει καμία σχέση με το χιόνι. Αντιθέτως, προέρχεται από τη χιόνα που δεν ηταν άλλο από τη χαρουπαποθήκη. Πράγματι, ολόκληρη η περιοχή εξαρτιόταν πολύ από το εμπόριο χαρουπιών, τα οποία στιβάζονταν στις χιόνες πριν μεταφερθούν με πλοία.











FOTO: JORGO STAY.



ΠΗΓΗ: http://www.cretanbeaches.com/

Πως να ρίξετε τον πυρετό χωρίς φάρμακα

 
Υγεία - Πως να ρίξετε τον πυρετό χωρίς φάρμακα - Οταν ανεβάζει κάποιος πυρετό, η πρώτη ...

Οταν ανεβάζει κάποιος πυρετό, η πρώτη σκέψη σε πολλούς είναι τα αντιπυρετικά. Ωστόσο δεν είναι πάντα ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε χάπια ή φάρμακα, αλλά ίσως να είναι χρήσιμο τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο να δοκιμάσουμε άλλες μεθόδους.
Υπάρχουν πολλά αντιπυρετικά «γιατροσόφια», τα οποία μπορούν να βοηθήσουν σε πτώση του πυρετού χωρίς να χρειαστούν αντιπυρετικά φάρμακα, αναφέρει το in. Ωστόσο εάν δεν υποχωρήσει ο πυρετός θα πρέπει να συμβουλευθείτε γιατρό.
Τέσσερα αντιπυρετικά γιατροσόφια:
Ποδόλουτρο με χοντρό αλάτι
Σε μια λεκάνη με νερό, ρίξτε μία χούφτα χοντρό αλάτι και μία ασπιρίνη. Κάντε ποδόλουτρο για 5-10 λεπτά, σκουπίστε καλά τα πόδια σας και φορέστε διπλές κάλτσες. Κουκουλωθείτε στο κρεβάτι και ξεκουραστείτε.
Λεμόνι με σκόρδο
Σε μισό φλιτζάνι φρεσκοστυμμένο χυμό λεμονιού, ρίξτε μία πολτοποιημένη σκελίδα σκόρδο με μία κουταλιά μέλι και πιείτε το.
Μαύρο πιπέρι και τζίντζερ
Ετοιμάστε ένα αφέψημα με τζίντζερ (σε βραστό ­νερό, ρίξτε μία κουταλιά αποξηραμένο τζίντζερ σε σκόνη για 2-4 λεπτά). Ρίξτε μία πρέζα μαύρο πιπέρι και ένα κουταλάκι μέλι.
Το ρόφημα αυτό προκαλεί εφίδρωση, γι” αυτό φροντίστε να αλλάξετε ρούχα όταν ιδρώσετε.
Εντριβές με αιθέρια έλαια
Σε 100 ml αμυγδαλέλαιο, ρίξτε 15 σταγόνες αιθέριο έλαιο λεμονιού και 8 σταγόνες αιθέριο έλαιο μέντας. Κάντε εντριβές στην πλάτη, το στέρνο και το λαιμό. Μετά σκεπαστείτε καλά και ξεκουραστείτε.

ΑΝΑΚΑΛΥΨΤΕ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 
 
Παραδοσιακά παραθαλάσσια χωριά και καλντερίμια, τοπικές γεύσεις και το χαμόγελο των ντόπιων, αρχέγονα έθιμα και πανηγύρια: η γνήσια Ελλάδα σε...
discovergreece.com

Τζάστιν Τόρρες «Εμείς τα θηρία»

«...διαβάζεται απνευστί. Αυθαιρετώντας γλυκά και επηρεασμένος από τον ρυθμό του βιβλίου, θα έλεγα ότι δεν διαβάζεται ακριβώς, ακούγεται πότε σαν μελαγχολικό μπλουζ και πότε σαν οργισμένη ραπ.
Ο Τζάστιν Τόρρες θεωρείται ήδη στα τριάντα τέσσερα χρόνια του το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής πεζογραφίας».

(Ο Νίκος-Αδάμ Βουδούρης γράφει για το βιβλίο του Τζάστιν Τόρρες «Εμείς τα θηρία»: http://bit.ly/1x6o1mN)
http://bit.ly/1rxNs0V 

ΤΖΑΣΤΙΝ ΤΟΡΡΕΣ: ΕΜΕΙΣ ΤΑ ΘΗΡΙΑ κριτική του Νίκου Αδάμ Βουδούρη


Είναι τρία αδέλφια, τρία θηρία. Τον μεγάλο τον λένε Μάνι, τον μεσαίο Τζόελ κι ο τρίτος ο μικρότερος είναι ο αφηγητής. Δεν μας αποκαλύπτει το όνομά του, μας αφηγείται όμως την ιστορία τους.
Τα αδέλφια του τον αγαπούν, τον προστατεύουν, άλλοτε όμως τον φωνάζουν περιπαιχτικά «μωρό» και «κοριτσάκι» και του λένε για να τον πειράξουν: «Μπήκε καμιά μύγα στο κιλοτάκι σου και σε τσίμπησε;» (σ.150), πού και πού τον δέρνουν κιόλας κι αυτός πέφτει χάμω, σκεπάζει με τα χέρια του το κεφαλάκι του και περιμένει να περάσει το κακό. Όμως και μεταξύ τους δέρνονται τα αδέλφια του. Ο Μάνι και ο Τζόελ αλληλομακελεύονται: μπουνιές, κλοτσιές, σκισμένα ρούχα, αμυχές, εκδορές, σπασμένα δόντια, αίματα, δάκρυα, μύξες.
Τα τρία αδέλφια έχουν δικό τους κώδικα. Είναι ξεχωριστά, έχουν δεσμούς ιερούς πέραν των οικογενειακών, νιώθουν και είναι τα μέλη μιας φυλής, στέκονται μακριά από τους λευκούς και τα παιδιά των λευκών. Τα έφερε στον κόσμο ένας Πορτορικανός από το Μπρούκλιν («μεγαλόσωμο παιδαρά» περιγράφει τον πατέρα του ο μικρός του γιος) και μια μικρόσωμη, νευρική, σχεδόν νευρασθενική, λευκή. Από το Μπρούκλιν κι αυτή. Μένουν σε ένα προάστιο με λευκούς γείτονες σε κάποια πόλη της αμερικανικής ενδοχώρας.
Η μαμά δουλεύει σε ένα μέρος όπου φτιάχνουν μπίρες, ο μπαμπάς είναι πότε νυχτοφύλακας πότε κάτι άλλο. Ο μπαμπάς τούς δέρνει όλους, τους αγαπά όμως και τους κάνει τρελά χατίρια:
«Ο μπαμπάς... με σήκωσε ψηλά στον αέρα, με έγειρε μπροστά έξω από το κιγκλίδωμα, έτσι που ο θώρακάς μου να αιωρείται πάνω από τα ορμητικά κορδόνια του νερού και οι υδρατμοί της αχλής να μου μουσκεύουν τον λαιμό και το πρόσωπο, κι αφού δεν ούρλιαξα ούτε άρχισα να κλοτσάω, με έγειρε ακόμα περισσότερο και σκύβοντας στο αυτί μού είπε: "Ξέρεις τι θα γινόταν άμα σε άφηνα;"
»Είπα: "Τι;"
»Είπε: "Θα πέθαινες"». (σσ.138-139)

Η μαμά δεν κάνει τέτοια τρελά χατίρια, είναι πάντα κουρασμένη γιατί έχει νεύρα σπασμένα και πάσχει από αϋπνία, όμως τα καταφέρνει κάποια στιγμή να κοιμάται. Όλοι τότε περπατούν στα νύχια να μην την ξυπνήσουν. Δεν πλακώνονται, δεν ουρλιάζουν, ούτε βάφουν τα μούτρα τους με κέτσαπ, ούτε σκορπίζουν ζουμιά από λιωμένα φρούτα, ούτε βγαίνουν να πασαλειφτούν με λασπωμένο χιόνι, διότι η μαμά επιτέλους κοιμάται.
Κι ο καιρός περνάει. Κανείς δεν μπορεί να σπάσει αυτό το κλειστό κύκλωμα. Πέντε άνθρωποι κολυμπούν σε έναν παχύ προστατευτικό χυλό από σωματικά υγρά, πολτοποιημένα τρόφιμα και λασπωμένο χιόνι. Ζαλίζονται, μπερδεύονται και καταλύουν τα όρια (αν υπάρχουν όρια) ανάμεσα στον αλληλοκανιβαλισμό ψυχών και σωμάτων και στην ασθμαίνουσα, τη μεγαλειώδη και άγρια αγάπη.
Ώσπου, μια νύχτα ο μικρός γιος τραβάει τη διαχωριστική γραμμή. Πάει πέρα στον σταθμό των λεωφορείων, στις δημόσιες τουαλέτες, διότι έφτασε η ώρα του να ξεπεταχτεί. Είχε ήδη δώσει δείγματα μιας «άλλης» συμπεριφοράς: είναι πιο ευγενικός, αβρός κάποιες φορές, καλός μαθητής, είναι λιγάκι σαν τους λευκούς και σαν κοριτσάκι. Έμεινε όλη νύχτα σε ένα λεωφορείο που ο χιονιάς ακινητοποίησε στον σταθμό. Τον ξεπέταξε ο οδηγός εκεί στα πίσω καθίσματα. Ξεπεταγμένος γύρισε σπίτι του όπου η μαμά, ο μπαμπάς, ο Μάνι και ο Τζόελ τον περιμένουν. Τον κοιτάζουν, τους κοιτάζει, ξεσπούν, ξεσπάει, ακολουθεί παροξυσμός, διαφορετικός απ' ό,τι συνήθως. Τώρα πια ο μικρός είναι αλλού μα πριν φύγει μακριά, θα περάσει κι από ένα ίδρυμα. Θα τον πάει εκεί ο μπαμπάς, αφού πρώτα τον πλύνει καλά.
Εκεί, στο νερό της μπανιέρας, ο συνδετικός χυλός θα διαλυθεί οριστικά.
Από τη συνοπτική αυτή περίληψη, είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί. Αυθαιρετώντας γλυκά και επηρεασμένος από τον ρυθμό του βιβλίου, θα έλεγα ότι δεν διαβάζεται ακριβώς, ακούγεται πότε σαν μελαγχολικό μπλουζ και πότε σαν οργισμένη ραπ.
Κάποιος έλεγε ότι μια από τις αρετές της καλής λογοτεχνίας είναι να κάνεις εικόνες τα συναισθήματα. Ο Τόρρες φτιάχνει εικόνες που σπάνε η μια πάνω στην άλλη με ρυθμό καταιγιστικό. Η φτώχεια, το πείσμα, η στοργή, η απόγνωση, η λαγνεία και ο έρωτας, έννοιες αφηρημένες, παριστάνονται με τρόπο αστραφτερό δίπλα σε περιγραφές φαντασμαγορικής ερήμωσης. Το ρημαγμένο σπιτικό, τα λιωμένα τρόφιμα στην ασυμμάζευτη/βρόμικη κουζίνα, το λασπωμένο χιόνι της αυλής, η βαλτωμένη λίμνη και το απεριποίητο πάρκο αποτυπώνονται με τρόπο απόλυτα εικαστικό, αλλόκοτο, που απλώνεται επιτυχώς από την τρυφερότητα της λυρικής ποίησης μέχρι το μελόδραμα και τον περίφημο βρόμικο ρεαλισμό της μεγάλης αμερικανικής παράδοσης.
Αυτή η πενταμελής οικογένεια εμφανίζεται σαν μικρομονάδα πολιτισμικής αυτονομίας, που καταφέρνει το απίθανο. Να ανατρέπει την εικόνα της μιζέριας και της σύνθλιψης και να εμφανίζεται με μια αυτάρκεια και μια, ας πούμε, κοινωνική αλαζονεία που αντλεί δύναμη από τη μεγάλη, την πρωτόγονη αγάπη που δένει τα μέλη μιας αγέλης και που καμιά σχέση δεν έχει με την εξωραϊσμένη αγάπη του αμερικανικού ονείρου.
Ο Τζάστιν Τόρρες θεωρείται ήδη στα τριάντα τέσσερα χρόνια του το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής πεζογραφίας. Το Εμείς τα θηρία μεταφράστηκε σε 15 γλώσσες και το επόμενο πόνημά του αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ


Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
kritipoliskaihoria.blogspot.com
Πρόκειται για ένα σπάνιο ηθογραφικό και ψυχογραφικό έργο, από τα πιο σημαντικά της λογοτεχνίας μας. Με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, το διήγημα αναφέρεται στις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της  μητέρας του συγγραφέα να σώσει από το θάνατο το φιλάσθενο μικρό της κορίτσι.
Οι ενοχές της, ακολούθως, την ωθούν σε δυο αλλεπάλληλες υιοθεσίες κοριτσιών, που γίνονται όμως η αιτία να παραμεληθούν τα άλλα τρία ορφανά αγόρια της, και να στερηθούν των φροντίδων της. Και όταν μεγαλώνουν και γίνονται άνδρες, ακόμα δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτή την άστοχη εμμονή, της κατά τα άλλα, ευσεβούς μητέρας τους.
Όταν, ύστερα από πολλά χρόνια, επιστρέφει από τη Γερμανία ο μεσαίος της γιός, ο ίδιος ο συγγραφέας, μαθαίνει έκπληκτος από τη Δεσποινιώ, τη μητέρα του το τραγικό μυστικό της.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Θεατρική προσαρμογή – σκηνοθεσία:    Δήμος Αβδελιώδης
Μουσική -Στίχοι:    Βαγγέλης Γιαννάκης
Σκηνικός χώρος – φωτισμοί  - διδασκαλία λόγου:  Δήμος Αβδελιώδης                                                    
Βοηθοί σκηνοθέτη: Γιώργος Νικοπούλος, Αθηνά Ζώτου

Παίζουν:   Κωνσταντίνος Γιανακόπουλος,    Ρένα Κυπριώτη

Έπαιξαν οι Μουσικοί
Αλέξανδρος Αβδελιώδης, πιάνο
Γιάννης Αβδελιώδης, μαντολίνο-μεταλόφωνο
Γιάννης Βιλιώτης, ακορντεόν-μαντολίνο
Μυρτώ Γουζίου, βιολοντσέλο
Γιάννης Πλαγιανάκος, κοντραμπάσο-δοξάρι
Παναγιώτης Ράπτης, φλάουτο-σοπράνο σαξόφωνο
Κατασκευή σκηνικού: Θανάσης Τζάτσος
Φωτογραφίες: Βασίλης Μακρής,Στέλιος Χουστουλάκης, Κώστας Γράβος

Δημοφιλείς αναρτήσεις