Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Ο Έλληνας βεζίρης

Ο Έλληνας βεζίρης
 
Ο παντοδύναμος σουλτάνος των Τούρκων παραχώρησε σ εμένα, τον Ιμπραήμ, όλη την εξουσία." Τον 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκεται στο απώγειό της. Εδαφικά εκτείνεται από την Αλγερία μέχρι την Κασπία Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ανεβαίνει στο θρόνο και στο πλευρό του αναδεικνύει τον Ιμπραήμ πασά ως τον μεγάλο βεζίρη του. Ο ελληνικής καταγωγής Ιμπραήμ ανεβαίνει ραγδαία τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, αποκτά πρωτοφανή εξουσία και γίνεται πρωταγωνιστής στη διπλωματική σκακιέρα της Ευρώπης. Ο παντοδύναμος μεγάλος βεζίρης είναι ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα, καθοδηγεί έναν από τους πιο τρομερούς στρατούς που ανέδειξε η Ιστορία, ελέγχει τις αχανείς εκτάσεις της πολυπολιτισμικής αυτοκρατορίας, γίνεται ο ανώτατος διοικητής, διπλωμάτης και στρατηγός. Μέχρι τη στιγμή που μυστηριωδώς δολοφονείται και τα ίχνη του διαγράφονται... Το βιβλίο αφηγείται τη μυθιστορηματική ζωή του Ιμπραήμ πασά, ρίχνει φως στη σχέση του με τον σουλτάνο, ανασυνθέτει με επιστημονική εγκυρότητα και γλαφυρές λεπτομέρειες τη ζωή και τα ήθη στην Οθωμανική Αυλή, καθώς και την ατμόσφαιρα του πολυτάραχου 16ου αιώνα, όταν η Ευρώπη κλυδωνίζεται από τους ανταγωνισμούς και τις έριδες των Μεγάλων Δυνάμεων και η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέρχεται δυναμικά στο παιχνίδι της επικράτησης και εξελίσσεται σε ρυθμιστή των ευρωπαϊκών υποθέσεων.

http://www.bigbook.gr/index.php?lang_id=1&mode=singleBook&book_id=212715

τύλιγμα δώρων

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε το βίντεο του χρήστη MetDaan DIY.


MetDaan DIY
Holiday Gift Wrapping with Caswell-Massey (6 Creative Gift Wrapping Ideas!)
By: Shiho Style and Design

To άνθος του γιαλού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

To άνθος του γιαλού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Φωτογραφία της Σταυρούλα Κουγιουμτσιάδη.

Από τα 170 διηγήματα του Παπαδιαμάντη που γνωρίζουμε, περίπου 35 είναι γραμμένα με αφορμή τις δύο μεγάλες χριστιανικές εορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, ή αναφέρονται με κάποιον τρόπο σ' αυτές. Τα περισσότερα, γύρω στα 25 αναφέρονται στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων (τα περισσότερα αναφέρονται κυρίως στην περίοδο από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την τρίτη μέρα), της Πρωτοχρονιάς (τρία μόνα στο διήμερο της παραμονής και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς) και των Φώτων (δύο μόνο).
Σχεδόν όλα τα εορταστικά του διηγήματα γράφτηκαν για να δημοσιευτούν στις εφημερίδες και διαδραματίζονται (εκτός από δύο) στο νησί της καταγωγής του, στη Σκιάθο. Τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν την περίοδο από το 1887 έως το 1899, ενώ καμμια δεκαριά δημοσιεύτηκαν ως το 1907. H χρονική περίοδος, στην οποία αναφέρονται κάποια από τα διηγήματά του, δηλώνεται εμφανώς στον τίτλο: πχ.: Το Χριστόψωμο, στο Χριστό στο Κάστρο, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Φώτα Ολόφωτα.
Το αγαπημένο μου Χριστουγεννιάτικο διήγημα είναι ένα από τα τελευταία που δημοσίευσε. Φέρει τον ποιητικό τίτλο Άνθος του γιαλού και δημοσιεύτηκε το 1906. Πιστεύω ότι είναι ένα από τα πιο ποιητικά κείμενα του Παπαδιαμάντη, αλλά και από τα πιο ενδιαφέροντα ως προς την αφηγηματική τεχνική, γιατί στην κύρια ιστορία, που έχει πολλά ηθογραφικά στοιχεία, εγκιβωτίζει μία δεύτερη, ένα συναρπαστικό ερωτικό παραμύθι που μιλάει για τη δύναμη της ερωτικής αγάπης...Ενδιαφέρον είναι επίσης το πώς ο Παπαδιαμάντης συνδέει την ερωτική ιστορία με την ημέρα της Γέννησης του Χριστού. Όσον αφορά τον τίτλο του διηγήματος, το τι σημαίνει και συμβολίζει το "άνθος γιαλού" αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος...Δηλαδή, για το "άνθος του γιαλού" γίνεται λόγος μόνο στην αρχή, στο τίτλο του έργου, και στο τέλος, στις δύο τελευταίες παραγράφους του διηγήματος.

Εκ του πρωτοτυπου...
Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.
*
* *
Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
- Καὶ τί εἶναι;
- Εἶναι...
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;
*
* *
Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.
- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοῦ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».
Διαβάστε και τα άλλα Χριστουγεννιάτικα-Πρωτοχρονιάτικα-Φώτων διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΣΙΜΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ ( 24 Ιουλίου 1783 - 17 Δεκεμβρίου 1830 )


ΣΙΜΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ ( 24 Ιουλίου 1783 - 17 Δεκεμβρίου 1830 )
Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ «ΜΠΟΛΙΒΑΡ»
Μ π ο λ ι β ά ρ! Ονομα από μέταλλο και ξύλο, ήσουνα ένα λουλούδι μες στους
μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μες στην καρδιά σου, μες στα μαλλιά σου, μέσα
στo βλέμμα σου.
Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ' άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις
επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο
το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ' ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ' έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ' ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, γιά να φαντάζεις σα ρημοκλήσι σε περιγιάλι
της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας
ερημική. [...]
Μ π ο λ ι β ά ρ! Κράζω τ' όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Ερε,
Την πιό ψηλή κορφή της νήσου Υδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κεί κάτω, πέρα απ' τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οvτoυράς, της
Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενε¬
ζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη,
του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ' ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ' όνομά σου πάνω στην πέτρα, να 'ρχουνται αργότερα οι
ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω -έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ- και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες γιά πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φώς το δικό σου,
Μ πο λ ι β ά ρ, γιατί ως να 'ρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ' όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοι Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Ανδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου.
Στην κορυφή της κεφαλής σου, παλικαρά, τρέχουν τ' ανήμερα άτια και τ' άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίας σαν Ελληνας.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Άγιος Ελευθέριος

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

 
Ιερωμένος και μάρτυρας (ιερομάρτυρας) της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 15 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία...
sansimera.gr
Ιερωμένος και μάρτυρας (ιερομάρτυρας) της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 15 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 18 Απριλίου από την Καθολική Εκκλησία.
Ο Ελευθέριος γεννήθηκε στη Ρώμη τον 2ο αιώνα, από πλούσιο πατέρα, τον οποίο έχασε από πολύ νωρίς. Ανατράφηκε από τη μητέρα του Ανθία, η οποία είχε μεταστραφεί στον χριστιανισμό από μαθητές του Αποστόλου Παύλου. Από μικρός ο Ελευθέριος ξεχώρισε για την πίστη του και τη θεολογική του επάρκεια. Σε ηλικία 15 ετών χειροτονήθηκε διάκονος, στα 17 του πρεσβύτερος και στα 20 του ο Πάπας Ανίκητος του ανέθεσε τον επισκοπικό θρόνο της περιοχής του Ιλλυρικού (σημερινής Αλβανίας), με έδρα τον Αυλώνα (σημερινό Βλόρε).
Ο Ελευθέριος μαρτύρησε, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο γνωστός μας Αδριανός, ο οποίος τον υπέβαλε σε μια σειρά από φρικτά βασανιστήρια για να απαρνηθεί την πίστη του. Κατ’ αρχάς έστειλε στον Αυλώνα τον στρατηγό του Φήλικα να τον συλλάβει, αλλά ο Ελευθέριος τον προσηλύτισε στον χριστιανισμό.
Μετά από λίγες ημέρες, ο Ελευθέριος έφθασε στη Ρώμη και παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα, ο οποίος, αφού απέτυχε να τον πείσει να απαρνηθεί την πίστη του, τον υπέβαλε σε μια σειρά από φρικτά βασανιστήρια, σύμφωνα με τους συναξαριστές. Αρχικά διέταξε να τον τοποθετήσουν σ’ ένα πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι για να ψηθεί. Ο Θεός, όμως, του έστειλε δροσιά και ανακούφισε τους πόνους του. Στη συνέχεια τον τοποθέτησε σε μια πυρωμένη σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Ο Θεός επενέβη ακαριαία, σβήνοντας τη φωτιά και ψυχραίνοντας τη σχάρα.
Οργισμένος, ο Αδριανός διέταξε να τον βάλουν σ' ένα μεγάλο καζάνι, που περιείχε λίπος, κερί και πίσσα και να τον βράσουν. Και σε αυτή την περίπτωση επενέβη η Θεία Πρόνοια, δροσίζοντας το καζάνι και απαλλάσσοντας τον Ελευθέριο από το μαρτύριο. Τότε, ο έπαρχος της Ρώμης Κορέμων προσφέρθηκε να απαλλάξει τον Αδριανό από το αδιέξοδο. Κατασκεύασε ένα χάλκινο κλίβανο με μυτερά σουβλιά στο εσωτερικό του μέρος, τον πυράκτωσε και ήταν έτοιμος να ρίξει μέσα τον Ελευθέριο. Τότε συνέβη το θαύμα. Ο Κορέμων έγινε χριστιανός και αντί για τον Ελευθέριο, βρέθηκε αυτός μέσα στον κλίβανο με διαταγή του αυτοκράτορα. Όμως, με θεϊκή παρέμβαση δεν έπαθε το παραμικρό, αλλά αμέσως μετά αποκεφαλίστηκε. Μετά ήταν η σειρά του Ελευθερίου να υποστεί το μαρτύριο του κλιβάνου με τα καρφιά. Όμως και εδώ ο Θεός ήταν παρών. Η φωτιά έσβησε και τα σουβλερά καρφιά λύγισαν, ώστε να μη βλάψουν το σώμα του.
Ο Αδριανός απηυδισμένος διέταξε να φυλακιστεί ο άγιος για να πεθάνει από ασιτία. Εκεί στο ανήλιαγο κελί του ο Θεός του έστελνε τροφή με ένα περιστέρι. Αφού ούτε και στη φυλακή πέθανε ο άγιος, ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να τον δέσουν πίσω από δύο άγρια άλογα, ώστε να κατακοπούν οι σάρκες του και να πεθάνει με ελεεινό τρόπο. Άγγελος Κυρίου ημέρεψε τα άλογα, έλυσε τον άγιο από τα δεσμά και τον οδήγησε σε ένα βουνό, στο οποίο έμεινε προσευχόμενος, εν μέσω άγριων θηρίων, τα οποία κατόρθωσε να εξημερώσει.
Μερικοί κυνηγοί, που είδαν τον άγιο στο βουνό, το ανέφεραν στον αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα να τον συλλάβει. Τα άγρια θηρία όρμησαν εναντίον των στρατιωτών, αλλά ο άγιος τα διέταξε να ηρεμήσουν και να γυρίσουν στις φωλιές τους. Ακολούθησε τους στρατιώτες διδάσκοντάς τους να αρνηθούν την πλάνη τους. Μερικοί από αυτούς πίστεψαν στον Χριστό.
Όταν έφτασε στη Ρώμη, ο αυτοκράτορας τον οδήγησε στην αρένα για τον κατασπαράξουν τα άγρια θηρία, όπως πίστευε. Μία λέαινα και ένα λιοντάρι που τον πλησίασαν, αντί να του επιτεθούν άρχισαν να του φιλούν τα πόδια. Βλέποντας ο αυτοκράτορας τη συμπεριφορά των λιονταριών και ακούγοντας την ιαχή του πλήθους «μέγας ο Θεός των χριστιανών» διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ελευθερίου. Τη σκηνή του μαρτυρίου του παρακολουθούσε η μητέρα του Ανθία, η οποία έτρεξε να αγκαλιάσει για τελευταία φορά το άψυχο σώμα του γιου της. Δεν πρόλαβε, αφού οι δήμιοι την αποκεφάλισαν και αυτή.
Την ημέρα της εορτής του Αγίου Ελευθερίου, η εκκλησία τιμά και τη μνήμη της μητέρα του Ανθίας, του Αγίου Κορέμονος (του επάρχου της Ρώμης), αλλά και των δύο δημίων που τον αποκεφάλισαν και αποκεφαλίστηκαν γιατί πίστεψαν στον Χριστό. Τα λείψανα του Αγίου Ελευθερίου βρίσκονται στον ομώνυμο ναό στο Ριέτι της Ιταλίας.
Στη Ελλάδα, ο άγιος Ελευθέριος θεωρείται προστάτης των εγκύων γυναικών. Πολλές επίτοκοι γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους για τους δώσει «καλή λευτεριά».

Απολυτίκιο Αγίου Ελευθερίου

Ιερέων ποδήρει κατακοσμούμενος, και αιμάτων τοις ρείθροις επισταζόμενος, τω Δεσπότῃ σου Χριστώ μάκαρ ανέδραμες, Ελευθέριε σοφέ, καθαιρέτα του Σατάν. Διο μη παύσῃ πρεσβεύων, υπὲρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις