Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Τέχνη και Φιλοσοφία


 
Τέχνη και Φιλοσοφία
Ό,τι ονομάζομε τέχνη και το θαυμάζομε ως ποικιλία μορφών μέσα στην ιστορία έχει ως πηγή του τη φαντασία του ανθρώπου. Τέχνη είναι κατά βάθος η δημιουργία μορφών, όπου μέσα ο άνθρωπος βάζει το νόημα της ζωής του. Τα έργα της τέχνης, αν και πηγή τους είναι η φαντασία, όμως είναι τόσο πραγματικά, όσον και τα άνθη, όπως λέγει ο Nietzsche.

Αρχικά η τέχνη μέσα στην ιστορία φαίνεται ότι υπηρετεί τη θρησκεία, δηλαδή εκφράζει το περιεχόμενο της θρησκείας. Έτσι η αρχαία ελληνική τέχνη παριστάνει κατ’ αρχήν τους θεούς των Ελλήνων, τα λατρευτά πρόσωπα των θεών. Στην περίοδο αυτήν η τέχνη διαπνέεται από τη γενική θρησκευτική συνείδηση και ο καλλιτέχνης ερμηνεύει με τη μορφή που πλάθει το γενικό θρησκευτικό συναίσθημα και συνήθως παραμένει άγνωστος, δεν γράφει το όνομά του.

Όμως σ’ αυτήν την περίοδο ο καλλιτέχνης είναι απόλυτα ελεύθερος, δηλαδή δίνει στο περιεχόμενο τού θρησκευτικού συναισθήματος που τον συνέχει τη μορφή που γεννάει αδέσμευτα η φαντασία του, αδέσμευτα από άλλα κριτήρια και μέτρα, εκτός από τα μέτρα και κριτήρια του κάλλους, της ομορφιάς. Έτσι ο Όμηρος πλάθει τις μορφές των θεών με τον λόγο, με την τέχνη του λόγου, έτσι οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες πλάθουν τα πρόσωπα των Θεών με τη σμίλη επάνω στο μάρμαρο και αντικειμενοποιούν το θρησκευτικό συναίσθημα τόσο, ώστε ο Θεός να είναι παρών μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο θεός γίνεται απτός με την τέχνη και με την απτή του παρουσία γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου. Ό,τι ο απλός άνθρωπος μόνος του δεν μπορούσε να επιτύχει, τούτο το κατορθώνει ο καλλιτέχνης: να παρουσιάσει στα μάτια των ανθρώπων τον ίδιο τον θεό ενσώματο ως το επίκεντρο των μυστικών τάσεων της ψυχής του και ως τέρμα των μεταφυσικών του πόθων. Έτσι ο θεός που είναι αόρατος γίνεται τώρα ορατός. Έτσι το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, όπου μέσα γεννιέται και ο θεός, εκφράζεται με το έργο της τέχνης και το έργο τής τέχνης συμβολίζει όλη την εσωτερικότητα αυτού του μυστηρίου.

Όμως, όχι μόνον η αρχαϊκή τέχνη αλλά και όλη η μεγάλη τέχνη είναι η ορατή και αισθητή όψη του μεταφυσικού πόνου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως μεγάλη μεταφυσική του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μένει εις αυτό που είναι, ούτε ικανοποιείται μ’ αυτό που υπάρχει γύρω του ως φύσις. Είναι το μόνον πλάσμα του θεού που δημιουργεί, δημιουργεί τον κόσμο του πνεύματος και μ’ αυτόν δημιουργεί τον εαυτό του, αλλάζει τον εαυτό του. Ο κόσμος του πνεύματος είναι μία δεύτερη παρουσία, μεταφυσική, ενώ ο κόσμος της φύσεως είναι η πρώτη παρουσία, η φυσική. Όλα τάλλα πλάσματα σταματούν σ’ αυτήν, τη φυσική παρουσία του κόσμου, η ζωή τους διαρρέει μέσα σ’ αυτήν και είναι πάντοτε τα ίδια. Μόνον ό άνθρωπος προχωρεί στη δεύτερη παρουσία, την παρουσία του πνεύματος, τη μεταφυσική παρουσία, όπου τίποτε δεν είναι το ίδιο, και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει ανία, αλλά ζωή και. ενέργεια.

Αλλά και όταν η τέχνη αποδεσμεύεται απ’ τη θρησκεία και γίνεται και ως προς το περιεχόμενό της απόλυτα αυτόνομη, και τότε, και ίσως τότε περισσότερο από πριν, έχει η τέχνη μεταφυσική ρίζα, γιατί τότε ενσυνείδητα διεκδικεί, άλλο αν το κατορθώνει, και το έδαφος της θρησκείας. Ο Σαίκσπηρ είναι το παράδειγμα της απόλυτα αδέσμευτης τέχνης. Ο άνθρωπος και η φύσις μέσα στον Σαίκσπηρ φωτίζονται από μια απίθανη μεταφυσική πολυχρωμία, όπου το ένα χρώμα και το ένα φως διαπερνάει τ’ άλλο, χωρίς κανένα να χάνει τη χωριστή του υπόσταση, όπου όλα γίνονται ένα και το καθένα είναι χωριστό, όπου η ψυχή μεθάει, χωρίς καθόλου να χάνει τα λογικά της. Και όλα αυτά τα χρώματα τα φέρνει εις φως ο μεγάλος αυτός τεχνίτης με την τέχνη τού λόγου, με τη γλώσσα. Τίποτε δεν μένει ανέκφραστο μέσα σ’ αυτόν. Γιατί; Διότι έχει τη δύναμη να πλάθει όλα εξ αρχής και να τους δίνει δεύτερη παρουσία, να τα ανεβάζει στον κόσμο του πνεύματος· με άλλα λόγια γιατί βλέπει τον άνθρωπο και τον κόσμο από ένα μεταφυσικό βάθος, που μόνον αυτός μπορεί να εκφράσει, δηλαδή βάθος ανεπανάληπτο στο είδος του.

Μέσα στην ιστορία του πνεύματος η τέχνη εμφανίζεται πριν από τη φιλοσοφία. Ο άνθρωπος στον αγώνα που κάνει να πάει πάρα πέρα απ’ εκεί που ευρέθηκε—και αυτό το ευρέθηκε σημαίνει εδημιουργήθηκε, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιούργημα—πρώτα δουλεύει με την παραστατική, εποπτική του δύναμη, πρώτα κάνει τέχνη, και έπειτα φιλοσοφία. Μεγάλη λοιπόν τέχνη υπάρχει ιστορικώς και πριν από τη φιλοσοφία. Όμως η Τέχνη απελευθερώνεται απόλυτα και φθάνει σε πλήρη άνεση των εκφράσεων της, όταν αρχίσει ο άνθρωπος να φιλοσοφεί, δηλαδή όταν συλλάβει τη μεταφυσική του καταγωγή, όχι μόνον με την εποπτεία του, αλλά και με τον νου του. Τότε το πνεύμα της φιλοσοφίας αντανακλά και στην τέχνη και της δίνει κίνηση και βάθος που δεν το εγνώριζε πριν. Ο Πλάτων είναι ο μεγάλος, ίσως ο μοναδικός άνθρωπος, που συνδυάζει φιλοσοφία και τέχνη, ώστε μόνον να μην περιορίζει κανένα απ’ αυτά τα δύο, αλλά να γονιμοποιεί τόσο το να ένα από το άλλο, ώστε μέσα του να φθάνουν και. τα δύο στην ακμή τους. Τόσον ελεύθερη τέχνη, όση έχομε στον Πλάτωνα, δύσκολα ευρίσκομε αλλού. Ο διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι το ύψιστο σημείο, ο ύψιστος αναβαθμός του πνεύματος. Από τάλλο μέρος παρατηρούμε ότι, όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία παρακμάζουν, τότε αρχίζει και η τέχνη να αδειάζει, να γίνεται απλή τεχνική και απλό τέχνασμα.

Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία αποτελούν κατά τον Έγελο το απόλυτο πνεύμα· και τούτο σημαίνει ότι με τους τρεις αυτούς τρόπους ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον μεταφυσικό πυρήνα του είναι του, τη μεταφυσική του καταγωγή και καταβολή. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το να ένα δεν διαφέρει από το άλλο. Η διαφορά του ενός από το άλλο όχι μόνον υπάρχει αλλά και αποτελεί το δικαίωμα ζωής του καθενός και κανένα από τα τρία αυτά είδη του πνεύματος δεν μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο. Η θρησκεία δουλεύει με το συναίσθημα και σπανίως ομιλεί, και όταν ομιλεί, ομιλεί ως αποκάλυψη, η οποία χωρίς το συναίσθημα είναι απρόσιτη στον άνθρωπο. Η σιωπή, η οποία είναι σιωπή που σκεπάζει ένα αμέτρητο βάθος, χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό άνθρωπο. Η τέχνη δουλεύει με εικόνες, είναι πάντοτε παραστατική, καλεί τον άνθρωπο να ιδεί ή ν’ ακούσει, να συλλάβει οπτικώς ή ακουστικώς εικόνες, όπου μέσα περιέχεται το νόημα της ζωής του. Είτε κτίσματα αρχιτεκτονικά, είτε πλαστικά σώματα και σύνολα, είτε ζωγραφικά πλάσματα, είτε λογοτεχνήματα, είτε μουσικά έργα προσφέρει η τέχνη στον άνθρωπο, θέλει με αυτά να δείξει το είναι της ζωής εποπτικά, να παραστήσει το μυστικό της ζωής με εικόνες. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τέχνη χωρίς εικόνες και χωρίς μορφές. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της θρησκείας για να παρασταθεί από την τέχνη πρέπει να γίνει μορφή, εικόνα. Αντίθετα η φιλοσοφία δεν παριστάνει τα νοήματά της με εικόνες, αλλά απευθύνεται στη λογική, στον νου του ανθρώπου, και καλεί τον άνθρωπο να σκεφθεί και να κρίνει. Το περιεχόμενό της είναι καθαρώς νοητό και ποτέ παραστατό. Η τέχνη δουλεύει λοιπόν πάντα έμμεσα, ενώ η φιλοσοφία άμεσα. Το μέσο της τέχνης είναι η εικόνα η παράσταση, και η εικόνα ποτέ δεν μπορεί να μεταφρασθή σε νοήματα, γιατί τότε θα έχανε εξ ολοκλήρου το είναι της, θα έπαυε να είναι τέχνη και θα γίνονταν κακή φιλοσοφία, όπως συμβαίνει τούτο συνήθως με πολλές αναλύσεις καλλιτεχνημάτων από τους κριτικούς. Αν έχει κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει π.χ. έναν κριτικό του θεάτρου ή της ζωγραφικής ή της μουσικής, θα είναι σπάνιο να μη τον συλλάβει επαναλαμβανόμενο, δηλαδή να μεταχειρίζεται τις ίδιες έννοιες για έργα όλως διόλου διάφορα. Γι’ αυτό η πραγματική κριτική τής τέχνης είναι το σπανιότερον είδος λόγου. Κατ’ ουσίαν η τέχνη ως εικόνα ερμηνεύεται μόνον με μια άλλη εικόνα, όχι με διανοήματα. Γι’ αυτό ο κριτικός της τέχνης πρέπει να είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά διανοητικός.

Η τέχνη φαίνεται ότι είναι πιο προσιτή στον άνθρωπο από την θρησκεία και τη φιλοσοφία επειδή ακριβώς η τέχνη φαίνεται. Δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται, αλλά και ό,τι φαίνεται ως τέχνη δεν είναι οπωσδήποτε τέχνη. Όταν λέμε ότι η τέχνη φαίνεται, εννοούμε ότι το έργο της τέχνης υποπίπτει στην όραση ή στην ακοή ή τέλος στην εσωτερική εποπτεία του ανθρώπου και έχει πάντοτε σαφή όρια. Εννοούμε ακόμα ότι το έργο της τέχνης πάντοτε παριστάνει, δίχως να γίνεται ποτέ αλληγορία, γιατί η αλληγορία δεν είναι τέχνη, αλλά τεχνική και τέχνασμα. Η αλληγορία είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγομένη αφηρημένη τέχνη. Γι’ αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη μόνον όταν παύει να είναι αλληγορία ή αλληθώρισμα είναι τέχνη. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται δεν σημαίνει ότι γι’ αυτό είναι και περισσότερο προσιτή στον άνθρωπο, ότι είναι ευκολότερο να την αντιληφθεί η μάλλον να την ζήσει ο άνθρωπος. Το γεγονός ότι η τέχνη φαίνεται σημαίνει ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μη φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι, επειδή η τέχνη φαίνεται, ο κίνδυνος να πλανεύσει απλώς τον άνθρωπο είναι μεγαλύτερος. Αυτό οδήγησε τον Πλάτωνα νά εξορίσει από την πολιτεία του την απλώς μιμητική τέχνη, την τέχνη η οποία μιμείται τα πάθη των ανθρώπων και κατά βάθος τα κολακεύει.

Τέχνη και φιλοσοφία θέτουν στον άνθρωπο τη μεγάλη απαίτηση να συλλάβει το είναι του ή να εκφράσει τον μεταφυσικό πυρήνα της ζωής του· η τέχνη έμμεσα, δηλαδή με εικόνες, η φιλοσοφία άμεσα, δηλαδή με τον καθαρό λόγο.

Να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά νά συλλάβει με τον νου του, με την καθαρή λογική την αλήθεια το τι είναι ο ίδιος στην ουσία του. Θέλει να φύγει με τη φιλοσοφία από την αναλήθεια και να φθάσει στην αλήθεια, να γυρίσει από το σκόρπισμά του μέσα στα πράγματα, να γυρίσει στην ενότητα του εαυτού του, από το φαίνεσθε να προχωρήσει στο είναι του. Η στροφή αυτή γίνεται στη φιλοσοφία με τη σκέψη, με τον συστηματικό λογισμό, και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει φιλοσοφία.

Θεολογία, επιστήμη, τέχνη, Φιλοσοφία
Όμως η φιλοσοφία, ενώ ανοίγει τον δρόμο της αλήθειας, δεν φθάνει ποτέ στο τέρμα της, γιατί ο λογισμός δεν έχει τέρμα. Η αλήθεια της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο κίνηση από την άγνοια προς τη γνώση, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτηση της. Η τέχνη κλείνει το κάλλος μέσα οστά σαφή όρια το έργου της, η τέχνη τελειώνει το έργο της, ενώ η φιλοσοφία ανοίγει ένα δρόμο που δεν τελειώνει ποτέ. Δένει και η φιλοσοφία την αλήθεια μέσα στις κρίσεις, στους λογισμούς της, αλλά ο ένας λογισμός φέρνει τον άλλον, ο λογισμός είναι δρόμος ατερμάτιστος, ενώ το έργο της τέχνης είναι πάντοτε δεμένο με μια ύλη, η οποία πρέπει να έχει και έχει πάντοτε σαφή όρια. Και αυτό σημαίνει ότι η τέχνη φαίνεται, αλλά η φιλοσοφία δεν φαίνεται, αλλά νοείται. Μόνον η πηγή της τέχνης δεν φαίνεται, είναι υπερβατική, μεταφυσική, εφ’ όσον βέβαια η τέχνη δεν γίνεται τέχνασμα· τα έργα όμως τής τέχνης φαίνονται.

Τον δρόμο τον οποίον έχει ανοίξει η φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως σήμερα, όποιος αρχίζει να φιλοσοφεί είναι υποχρεωμένος να τον ξανακάμει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτός θα παραλάβει τίποτε έτοιμο, μια έτοιμη γνώση, αλλά σημαίνει ότι θα βάλει σε ενέργεια τον νου του, ώστε πράγματι να κατανοήσει ό,τι έγινε ως τώρα. Ό,τι έπραξε ως τώρα ο νους του ανθρώπου μέσα στην φιλοσοφία, πρέπει να το ξαναπράξει Κι ο δικός του νους, αλλιώς δεν μπορεί να φιλοσοφήσει. Δεν υπάρχει φιλοσοφία δίχως την ιστορία της, δίχως την αφομοίωση της ιστορικής της πορείας.

Ούτε όμως υπάρχει πραγματική φιλοσοφία δίχως να πάει κανείς πέρα από τα παραδομένα. Δρόμος είναι η φιλοσοφία ποτέ δεν τελειώνει ποτέ. Αντίθετα ή τέχνη με το έργο της, το οποίον, όπως είδαμε, είναι πάντοτε εικόνα ευσύνοπτη, μας αναγκάζει να σταθούμε. Μας σταματάει η τέχνη για να το ιδούμε ή να το ακούσομε, να το θεασθούμε και να το χαρούμε. Η τέχνη μάς αιφνιδιάζει με το έργο της, με την εικόνα της, μας εντοπίζει, θραύει την συνήθη ροή της ζωής, μας αποσπά από τη λεγομένη πραγματικότητα, η οποία μας φαίνεται από τη σκοπιά του έργου της τέχνης γεμάτη ατέλεια, αποσπασματική, μάλλον ένα μη είναι παρά ένα είναι, γιατί τώρα που έχομε μπροστά μας το έργο της τέχνης μας αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότης, όπου μέσα ανακαλύπτομε τον εαυτό μας, το είναι μας. Το ξάφνιασμα που μας προκαλεί το έργο της τέχνης και το σκίρτημα που μας γεννάει, και που κακώς ονομάζεται λύτρωση, γιατί λύτρωση υπάρχει μόνον στη θρησκεία, μας αποδεσμεύει από τις έγνοιες και τους σκοπούς, από τις ηδονές και τα βάσανα, και μας χαρίζει προς στιγμήν μια ευδαιμονία, που δεν μετριέται με κανένα κοινό μέτρο και που έρχεται από μέσα, όπως και το έργο της τέχνης, έρχεται από μέσα. Ευδαιμονεί προς στιγμήν ο άνθρωπος καθώς θεάζεται το έργο της τέχνης, όπως ακριβώς ευδαιμονούσε και ο δημιουργός του κατά τη στιγμή της δημιουργίας. Ευδαιμονούμε σημαίνει ότι τάχομε καλά με κάποιον δαίμονα, ότι ισορροπούμε μέσα μας κάποιον δαίμονα, Κάποια ανησυχία, κάποια λαχτάρα που έρχεται από τα έγκατα της ψυχής μας, γιατί μόνον στα έγκατα της ψυχής υπάρχει αυτός ο δαίμων. Έτσι εξηγείται το ξάφνιασμα και το σκίρτημά μας από το έργο της τέχνης.

Και ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης ζητούν να δώσουν ένα σύνολο, ένα όλον. Ο φιλόσοφος θέλει να ζώσει τον κόσμο με τη σκέψη του, ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει μορφή σε ορισμένα κίνητρα της ψυχής του. Ο φιλόσοφος όμως δεν φθάνει ποτέ στον τελικό σκοπό· είναι ένας οδοιπόρος, που βλέπει καθαρά τον σκοπό του, αλλά όσο προχωρεί προς αυτόν τόσον αυτός απομακρύνεται. Ο φιλόσοφος αγωνίζεται να δώσει ένα σύστημα σκέψεων και στοχασμών, όπου να ερμηνεύονται όλα όσα υπάρχουν. Το σύστημα τούτο, όσο τέλειο κι’ αν είναι, Παραμένει πάντοτε ένα μεγαλόπνοο απόσπασμα ή καλύτερα ένα σχέδιο που στηρίζεται στη λογική αλλά και στη φαντασία. Ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει το έργο του ή μάλλον τα έργα του. Κάθε έργο που τελειώνει το αφήνει πίσω του για ν’ αρχίσει ένα άλλο. Το καθένα όμως είναι χωριστή ύπαρξη, έχει αυτοτέλεια, είναι μια εντελέχεια. Όσο τέλειο όμως κι’ αν είναι το συγκεκριμένο καλλιτέχνημα, γίνεται αφορμή στον δημιουργό του για να δημιουργήσει άλλο καινούργιο. Θα έλεγε κανείς ότι το τελειωμένο έργο προκαλεί τον δημιουργό του να το ξεπεράσει.

Εκτός από τη ριζική διαφορά που χωρίζει την τέχνη από τη φιλοσοφία, και η οποία προέρχεται από το ότι η μεν τέχνη έχει ως κυρία πηγή της τη φαντασία, η δε φιλοσοφία την νόηση, υπάρχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα μεταξύ της τέχνης και της φιλοσοφίας. Το πρώτο κοινό γνώρισμα αναφέρεται στον τρόπο της δημιουργίας και του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Η φιλοσοφία εφ’ όσον γίνεται έργο, δηλαδή φιλοσόφημα, σύστημα λόγου, αποχωρίζεται από την πηγή της, για να σταθεί ως αντικειμενικό σύνολο, ως σύστημα νοημάτων. Όπως το καλλιτέχνημα το έχομε ως κάτι συγκεκριμένο ενώπιον μας, έτσι και το φιλοσόφημα είναι ένα αντικειμενικό σύνολο νοημάτων. Και όπως το καλλιτέχνημα ήλθε εις φως από μια πρώτη ενόραση το δημιουργό του, έτσι και το φιλοσόφημα είναι η αντικειμενική μορφή μις εσωτερικής θέας, η οποία ποτέ δεν εξαντλείται με τη λογική.

Η προβολή του έργου, του δημιουργήματος, και στην τέχνη και στη φιλοσοφία γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εξαίφνης, έξαφνα και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος συλλαμβάνει τον πυρήνα του έργου του. Στον καλλιτέχνη η πρώτη σύλληψη είναι ένα σχέδιο, στον φιλόσοφο είναι ένα σχήμα, μια αφαίρεση λογική. Από τον πυρήνα προχωρούν τώρα και οι δυο στο όλον. Η επεξεργασία του όλου απαιτεί συστηματικό μόχθο. Ως προς την σύλληψη του πυρίνος μόνον ισχύει η έμπνευση, η φώτιση, το εξαίφνης, και για το καλλιτέχνημα και για το φιλοσόφημα. Από εκεί και πέρα αρχίζει η συστηματική επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει και για το διάστημα πριν από τη στιγμή του εξαίφνης. Το εξαίφνης είναι μια θεία στιγμή, μια καλή ώρα, είναι ό καιρός. Τότε γίνεται έξαφνα η σύλληψη του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος. Πριν από την σύλληψη και μετά την σύλληψη υπάρχει και για τον καλλιτέχνη και για τον φιλόσοφο ο μόχθος. Δίχως μόχθο δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε φιλοσοφία. Αλλά ούτε και δίχως αυτήν την μεγάλη ώρα υπάρχει τέχνη και η φιλοσοφία. Η γνώμη συνεπώς ότι η τέχνη είναι μόνον έμπνευση δεν ευσταθεί και διαψεύδεται από τα πράγματα. «Όσο μεγαλύτερο τάλαντο έχει κανείς, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να δουλεύει» λέγει ο Γκαίτε, για να φθάσει στο σκοπό του. Ούτε η φιλοσοφία είναι μόνον λογικός μόχθος, αλλά είναι και ενόραση ή φιλοσοφική φαντασία.

Ο παραλληλισμός όμως αυτός του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός, δηλαδή ισχύει μόνον ως ένα σημείο. Το φιλοσόφημα διαφέρει κατά τούτο από το έργο της τέχνης, ότι δεν αποπερατώνεται ποτέ, ενώ το έργο της τέχνης αποπερατώνεται. Η φιλοσοφική σκέψη κατά βάθος ανοίγει ερωτήματα, προβλήματα, θέλει να αφυπνίσει τον &άνθρωπο από τον λήθαργο της άγνοιας. Όταν μελετούμε ένα φιλοσοφικό έργο, ο νους μας δεν αναπαύεται, αλλά παρακινείται να συλλάβει το είναι του, την ενέργειά του μέσω των νοημάτων που περιέχονται στο φιλοσοφικό έργο. Αντίθετα, όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης, αναπαύεται μέσα σ’ αυτό, δεν αισθάνεται την ανάγκη να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό. Η θέα αυτή μας χαρίζει μια γαλήνη επιφανείας και βάθους συνάμα, ενώ η φιλοσοφική σκέψη στην ουσία της είναι πάντα ανήσυχη, προχωρεί ακατάπαυστα από το ένα σημεία στο άλλο, μεταβάλλει πάντοτε το απόκτημα σε ερώτημα και έτσι κινείται συνεχώς.

Το δεύτερο κοινό γνώρισμα της τέχνης και της φιλοσοφίας ή μάλλον του καλλιτεχνήματος και του φιλοσοφήματος είναι ότι και το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ένα έργο τέχνης, π.χ. μια τραγωδία του Σοφοκλέους, όπως και ένα φιλοσόφημα, π.χ. το φιλοσόφημα του Ηρακλείτου, είναι κάτι το ανεπανάληπτο και μοναδικό. Τη θέση τους μέσα στον κόσμο του πνεύματος δεν μπορεί να την πάρει κανένα άλλο έργο, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν από κανένα άλλο έργο, δηλαδή η αξία τους είναι απόλυτη. Και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος μπορεί να άρει την αξία ενός έργου του με την δημιουργία ενός άλλου έργου. Η αξία που έχει το Τρίτο Κοντσέρτο του Beethoven δεν αίρεται με την αξία που έχει το Τέταρτο Κοντσέρτο όσο κι’ αν το Τέταρτο θεωρείται πληρέστερο από το Τρίτο, δηλαδή το Τρίτο έχει αξία καθ’ εαυτό, αποτελεί πλήρωμα, είναι απόλυτο. Το αυτό ισχύει και για τα έργα της φιλοσοφίας. Ο Φαίδρος π.χ. του Πλάτωνος δεν άρει τη φιλοσοφική αξία του Συμποσίου, όσο κι’ αν θεωρείται ότι ό Φαίδρος είναι έργο συνθετότερο και βαθύτερο, δηλαδή το Συμπόσιον κρατάει οπωσδήποτε την Θέση του.

Το γεγονός τούτο, ότι το καλλιτέχνημα και το φιλοσόφημα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα μας οδηγεί σ’ ένα τρίτο κοινό γνώρισμα της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το τρίτο τούτο κοινό γνώρισμα είναι ότι ούτε στην τέχνη ούτε στην φιλοσοφία εφαρμόζεται η έννοια τής προόδου. Η έννοια της προόδου σημαίνει ότι μέσα σε μια σειρά έργων του ανθρωπίνου πνεύματος τα μεταγενέστερα έργα είναι κατ’ ανάγκην ανώτερα, αξιότερα από τα προγενέστερα, Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι αιώνες της ιστορίας του πνεύματος κατέχουν ανώτερη θέση από τους προγενεστέρους. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια η ρωμαϊκή τέχνη και η ρωμαϊκή φιλοσοφία θα πρέπει να είναι ανώτερες από την ελληνική τέχνη και την ελληνική φιλοσοφία. Μόνον όμως από παχυλή άγνοια των πραγμάτων θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί παρόμοιος λόγος. Και όμως υπάρχει πρόοδος, αλλά όχι στην τέχνη και στην φιλοσοφία, υπάρχει πρόοδος στην φυσική επιστήμη και στο παράγωγό της, δηλαδή στην τεχνική. Και εδώ όμως ισχύει η έννοια της προόδου μόνον μέσα σ’ ένα ορισμένο κύκλο πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν μέσα στον κύκλο του νεοτέρου ευρωπαϊκού πολιτισμού κάθε μεταγενέστερο στάδιο της φυσικής επιστήμης, καθώς και της τεχνικής η οποία στηρίζεται σ’ αυτήν είναι ανώτερο απ’ το προγενέστερο. Η σημερινή φυσική επιστήμη και η τεχνική είναι ανώτερες από τη φυσική επιστήμη και τεχνική των προηγουμένων γενεών. Δεν είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθεί κανείς το ίδιο ούτε για την τέχνη ούτε για την φιλοσοφία. Τα έργα της τέχνης και τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αυτοτελή σύνολα και έχουν καθ’ αυτά αξία. Το μεταγενέστερο στάδιο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είναι κατ’ άνάγκην ανώτερο από το προγενέστερο, αλλά είναι απλώς διαφορετικό από το προγενέστερο. Ο Αριστοτέλης δεν είναι ανώτερος από τον Πλάτωνα επειδή έρχεται έπειτα από αυτόν, ούτε ο Μοzart είναι ανώτερος από τον Bach. Το κάθε έργο τέχνης και το κάθε φιλοσόφημα αποτελεί αξία καθ’ εαυτό. Εδώ τα μεταγενέστερα δεν απαξιώνουν τα προγενέστερα, ακόμη και όταν η αξία των είναι αναμφισβήτητη.

Ο λόγος του Nietzeche ότι «έχομε τη γνώση για να μη χαντακωθούμε από τη γνώση», έχει βαθύ νόημα και σημαίνει ότι η ζωή δίχως τέχνη χάνει την ομορφιά της. Αλλά και ο λόγος του Σωκράτους, ότι «το γνώθι αυτόν» είναι εντολή του Θεού και συνεπώς η φιλοσοφία είναι λατρεία Θεού, έχει ακόμη βαθύτερο νόημα. Δεν μπορούμε να χαρούμε την ομορφιά της ζωής δίχως τη γνώση. Ο σύνθετος όμως λόγος του Εγέλου περιέχει και τα δυο. Ο Έγελος λέγει ότι: «Και τα δύο, τέχνη και φιλοσοφία, είναι στην ουσία τους λατρεία θεού, είναι υπηρεσία προς τον Θεό». Ό,τι δεν μπορεί να κάμει ή μια το κάνει η άλλη. Η τέχνη παριστάνει πάντοτε την ιδέα της ζωής με τη μορφή, με την αισθητή εικόνα. Η τέχνη χρειάζεται πάντοτε ένα δεδομένο υλικό για να εκφράσει το πνεύμα της. Έτσι για να εκφράσει την ιδέα του ανθρώπου χρειάζεται το σώμα του ανθρώπου.

Εξ άλλου με τη φιλοσοφία το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται ολωσδιόλου από τα αισθητά και τις εικόνες και ζητεί να επιστρέψει στον εαυτό του, γιατί δίχως αύτόν τον χωρισμό το πνεύμα δεν φθάνει ποτέ στην αυτοσυνειδησία του. Είναι πράγματι δραματικός ο αγών τον οποίον διεξάγει το πνεύμα στην κάθε εποχή για να φθάσει σ’ αυτήν την αυτοσυνειδησία. Και επειδή καμιά εποχή δεν παραδίδει στην άλλη τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας της, και επειδή ποτέ μια εποχή δεν αντλεί από την άλλη, την προηγούμενη, την αυτοσυνειδησία της, γι’ αυτό η φιλοσοφία αρχίζει σε κάθε εποχή από την αρχή, χωρίς όμως να αγνοεί την ιστορία της. Και κατά βάθος η φιλοσοφία μιας εποχής είναι υποχρεωμένη από τα πράγματα ό,τι ύφανε προηγούμενη ιστορία της να το ξυφάνει και να υφάνει εξ αρχής τον δικό της ιστό. Κατά τούτο το έργο της φιλοσοφίας μοιάζει με το έργο της Πηνελόπης. Μνηστήρες της φιλοσοφίας είναι τα μικρά πνεύματα, οι μικροδαίμονες κάθε εποχής, που για να σταθούν και να προβάλουν την ασημαντότητά τους, χρειάζονται τον μανδύα της φιλοσοφίας, ενώ ο Οδυσσεύς είναι το ένα και πολύμοχθο πνεύμα του ανθρώπου που έπειτα από την περιπλάνησή του μέσα στα άπειρα πράγματα ζητεί να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου καίει το ακοίμητο πυρ του λόγου.

Πηγή - Διάλεξη του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου που δόθηκε στο Εθνικό Θέατρο ανάμεσα στις 16 Ιανουαρίου 1961 και 17 Απριλίου.

Αναρτήθηκε από: 
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης 

Σλημερα ...12/5

Αποτέλεσμα εικόνας για λουλουδια  



Σολωμός Διονύσιος "Η Ελληνίδα μητέρα"

 
Σολωμός Διονύσιος "Η Ελληνίδα μητέρα"

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.

Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921 – Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου»,Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σ. 95-96)
Από http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013_02_01_archive.html

Η μάχη του Βαλτετσίου - 12 Μαΐου του 1821


http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2013/05/h-maxh-tou-valtetsiou-maios-1821.html

Η μάχη του Βαλτετσίου - 12 Μαΐου του 1821

Η πρώτη μεγάλη νίκη της Ελληνικής Επανάστασης

Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) θεωρείται ως μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες της επανάστασης του 1821, που οδήγησε στην Άλωση της Τρίπολης. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Τρίπολης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης οργανώνει διαφορα στρατόπεδα στα υψώματα γύρω από την πόλη. Έτσι στις 16 Απριλίου 1821 διατάσσει την οχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στο χωριό Βαλτέτσι.
Ταυτόχρνα, οι τουρκοι, που ήταν κλεισμένοι στην Τρίπολη, με αγωνία περίμεναν βοήθεια από τον Χουρσίτ,που βρισκόταν στα Γιάννενα και πολεμούσε τον Αλή Πασά.Ο Χουρσίτ έστειλε ισχυρό στράτευμα με επικεφλής τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος το χωρίζει σε δύο τμήματα. Στο πρώτο ηγείται ο ίδιος με τον Ομέρ Βρυώνη με πεζικό 8.000 και 1.000 ιππείς και κατευθύνεται ανατολικά. Το δεύτερο που αποτελείτο από 3.500 Αλβανούς, κατευθύνεται προς τη δυτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη.
Ο στρατός του Κεχαγιάμπεη περνά το Αντίρριο χωρίς απώλειες. Περνάει από την Πάτρα, πυρπολεί την Βοστίτσα (Αίγιο) και στη συνέχεια λύνει τις Ελληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο και Άργος. Στις 6 Μαΐου μπαίνει θριαμβευτικά στην Τρίπολη.
Στις 24 Απριλίου, ο Κεχαγιάμπεης βγαίνει από την Τρίπολη με 4.000 άνδρες και επιτίθεται στο Βαλτέτσι. Οι ολιγάριθμοι υπερασπισές του υποχωρούν, χάνοντας ζώα και προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριού όπου ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του σπεύδει ο Δημήτρης Πλαπούτας χτυπώντας τους Τούρκους από τα νώτα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.
Μετά τη μάχη, το στρατόπεδο ανασυγκροτείται ταχύτατα με φρουρά 1.000 ανδρών και επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τα ταμπούρια οχυρώνονται εκ νέου ενώ καταφθάνουν ενισχύσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρίσκονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παναγιώτης Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τους στρατιώτες τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Νικηταράς και πολλοί Λιονταρίτες και Γορτύνιοι.
Τα χαράματα της 12 Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης εξέρχεται από την Τρίπολη με 12.000 Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες ειδοποιούν το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι με φωτιές. Το κύριο σώμα των Τούρκων με αρχηγό τον Ρουμπή ύστερα από άκαρπες διαπραγματέυσεις επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα. Καταφέρνει να κυκλώσει τα ταμπούρια και να καταλάβει τα πηγάδια του χωριού. Ύστερα διατάσσει γενική επίθεση διασπώντας τους Έλληνες.
Τότε καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης με 700 άνδρες. Ο Ρουμπής, που βρίσκεται πλέον περικυκλωμένος, ζητά ενίσχυση από τον Κεχαγιάμπεη που μέχρι τότε παρακολουθούσε τη μάχη επικεφαλής 3.000 ιππέων. Το απόγευμα φτάνει ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Δημητρακόπουλος. Τη νύχτα η μάχη συνεχίζεται χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκινούν νέα επίθεση και χρησιμοποιούν τα 4 κανόνια τους χωρίς επιτυχία.
Μετά από 23 ώρες μάχης και ενώ ο Ρουμπής κινδύνευε, ο Κεχαγιάμπεης διατάσσει υποχώρηση. Βλέποντας αυτήν την κίνηση, ο Κολοκοτρώνης ξεκινά γενική αντεπίθεση. Έτσι οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή πετώντας τα όπλα τους.Συνολικά οι Τούρκοι υπέστησαν 514 απώλειες ενώ οι Έλληνες μόλις 7. Ανάμεσα στα λάφυρα των επαναστατών ήταν 4.000 τουφέκια, 4 πεδινά κανόνια και 18 σημαίες. Η μάχη υπήρξε καθοριστική για την πορεία της επανάστασης αλλά και για την Άλωση της Τρίπολης αφού οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο.

Νίκος Γκάτσος



Αποτέλεσμα εικόνας για Νίκος ΓκάτσοςΟ Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός.

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.

Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα κ
αι το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.

Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα Εστία" (1931-32) και "Ρυθμός" (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα Γράμματα" (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα "Καλλιτεχνικά Νέα" και τα "Φιλολογικά χρονικά". Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση "Αμοργός" (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. (Δες: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδ. Πατάκη,1995). Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το "Ο ιππότης κι ο θάνατος" (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο "Αμοργός", και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο "Ματωμένος γάμος" του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" (1954) και "Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα" (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων "Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας" και "Παραλογή του μισούπνου" από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, "Θέατρο και ποίηση", απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη "Φουέντε Οβεχούνα" του Λόπε δε Βέγα (1959), τον "Ιώβ" του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον "Πατέρα" του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το "Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα" του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.

Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το "Χάρτινο το φεγγαράκι", μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η "Μυθολογία" (1965), το "Ένα μεσημέρι" (1966), η "Επιστροφή" (1970), το "Σπίτι μου σπιτάκι μου" (1972), οι "Δροσουλίτες" 1975, η "Αθανασία" (1976), "Τα παράλογα" (1976), το "Ρεμπέτικο" (1983), η "Ενδεκάτη εντολή" (1985) ή οι "Αντικατοπτρισμοί" (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο "Όλα τα τραγούδια" (εκδ. Πατάκη, 1999).

Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.

Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

http://el.wikipedia.org/wiki/Νίκος_Γκάτσος

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Σήμερα 11/5

  Αποτέλεσμα εικόνας για λουλουδια




Η αιματηρή απεργία στην πόλη της "Πούλμαν"

 http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2013/05/h-aimathrh-apergia-sthn-polh-ths-poylman.html

Η αιματηρή απεργία στην πόλη της "Πούλμαν"

Σικάγο 11 Μαΐου του 1894

Η απεργία στην "Πούλμαν": Πολύμηνη απεργιακή κινητοποίηση στην εταιρεία κατασκευής βαγονιών «Πούλμαν» στο Σικάγο, με αιματηρή κατάληξη και ήττα του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αφορμή υπήρξε η μείωση των μισθών κατά 28% και η απόλυση τριών συνδικαλιστών τον Μάιο του 1894.
Ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν ο Τζορτζ Πούλμαν (1831-1897) εφευρέτης του βαγκόν-λι και όνομα οικείο στις μέρες μας (Πούλμαν ονομάζουμε ακόμα και σήμερα τα λεωφορεία). Ο Πούλμαν, συν τοις άλλοις, υπήρξε ένας φιλάνθρωπος καπιταλιστής, καθώς πίστευε ότι οι εργατικές αναταραχές προέρχονται από τις χαμηλές αμοιβές και τις κακές συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Γι' αυτό φρόντιζε να καλοπληρώνει τους υπαλλήλους του και μάλιστα τους έκτισε μια πόλη στα νότια του Σικάγου για να τους στεγάσει.
Στην πόλη του Πούλμαν οι κάτοικοι ζούσαν σε άνετα διαμερίσματα, με τρεχούμενο νερό, γκάζι και αποχέτευση, κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρεχόταν δωρεάν, ενώ υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση σε μια δημόσια βιβλιοθήκη, που προικίστηκε με 5.000 τόμους από την προσωπική βιβλιοθήκη του Πούλμαν.
Όμως, οι καλές μέρες δεν διαρκούν πολύ και η οικονομική κρίση που έπληξε τις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα χτύπησε και την πόρτα της Πούλμαν. Η εταιρεία ως πρόσφορο μέσο επέλεξε τη μείωση των μισθών, χωρίς, όμως να μειώσει τα ενοίκια όσων ζούσαν στα σπίτια της. Οι συνδικαλιστές αντέδρασαν και η εργοδοσία, σε μία επίδειξη πυγμής, απέλυσε τρεις εκπροσώπους των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι αποφάσισαν απεργία διαρκείας από τις 11 Μαϊου 1894, με την κάλυψη της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών (ARU), της οποίας ηγείτο ο Γιουτζίν Ντεμπς. Παρά την αντίδρασή του, καθώς φοβόταν δυναμική επέμβαση της κυβέρνησης, στο πλευρό των απεργών τάχθηκαν χιλιάδες σιδηροδρομικοί, που μποϊκόταραν όσους συρμούς χρησιμοποιούσαν βαγόνια της «Πούλμαν».
Οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες σε μεγάλο μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών παρέλυσαν. Στα μέσα Ιουνίου η ARU πρότεινε στην «Πούλμαν» να λυθεί η διαφορά της με τους απεργούς, μέσω διαιτησίας. Η εταιρεία, που, εν τω μεταξύ, είχε κηρύξει ανταπεργία (lock out), αρνήθηκε.
Σε μια ειρηνική διαδήλωση των απεργών στις 29 Ιουνίου στο Σικάγο, κάποιοι αναρχικοί εμφανίστηκαν με το μαξιμαλιστικό σύνθημα «Εκτροχιάστε τα τρένα, καταστρέψτε τα εργοστάσια, κάψτε ό,τι κινείται». Ήταν η ευκαιρία που ζητούσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ρίτσαρντ Όνλεϊ για να στείλει στην περιοχή τις ομοσπονδιακές δυνάμεις, παρά την αντίδραση του Δημάρχου του Σικάγου και του Κυβερνήτη του Ιλινόις.
Στις 3 Ιουλίου με τη θέα των ομοσπονδιακών, το πλήθος εξαγριώθηκε και άρχισε να προβαίνει σε βανδαλισμούς. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε και η απαγόρευση της επικοινωνίας συνδικαλιστών και απεργών, που είχε επιβληθεί με δικαστική απόφαση. Τώρα, οι αναρχικοί είχαν το πάνω χέρι. Μόνο στις 6 Ιουλίου 700 βαγόνια της «Πούλμαν» κάηκαν και προκλήθηκαν ζημιές ύψους 340.000 δολαρίων στα εργοστάσιά της. Την επόμενη μέρα μια μεγάλη φωτιά κατέστρεψε τα κτίρια μιας έκθεσης σε κεντρικό πάρκο του Σικάγου. Ήταν η ώρα των δυνάμεων καταστολής, που αριθμούσαν 14.000 άνδρες. Χτύπησαν στο ψαχνό, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους γύρω στους 30 διαδηλωτές και να τραυματιστούν πάνω από 20.
Η απεργία, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό της, άρχισε να φυλλορροεί, αφού δεν είχε την υποστήριξη της Αμερικάνικης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (AFL). Η ALU προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για λύση της απεργίας, αν η «Πούλμαν» ξαναπροσλάμβανε τους απολυμένους συνδικαλιστές. Η εταιρεία, που είχε τώρα το πάνω χέρι, αρνήθηκε και στις 2 Αυγούστου 1859 άνοιξε και πάλι τα εργοστάσιά της, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση προς τους εργαζομένους. Τους έβαλε, μάλιστα, να υπογράψουν ένα χαρτί ότι δεν θα ξανασυνδικαλιστούν.
Ο ηγέτης της Αμερικανικής Ένωσης Σιδηροδρομικών Γιουτζίν Ντεμπς (1855-1926) καταδικάσθηκε σε εξάμηνη φυλάκιση για τα επεισόδια του Ιουλίου και η οργάνωση διαλύθηκε. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του διάβασε Μαρξ κι έγινε ένας από τους φλογερότερους σοσιαλιστές. Έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος των ΗΠΑ πέντε φορές και έλαβε το καλύτερο ποσοστό του 6% στις εκλογές του 1912.
Πηγή sansimera.gr

Salvador Dali and Coco Chanel...


Salvador Dali NYWTS.jpg


Salvador Dali and Coco Chanel...
Ο Σαλβαδόρ Νταλί (11 Μαΐου 1904 — 23 Ιανουαρίου 1989) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Αποτελεί έναν από τους περισσότερο γνωστούς ζωγράφους του 20ου αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης.

Ο Νταλί (πλήρες όνομα Salvador Felip Jacint Dalí Domènech) γεννήθηκε στην πόλη Φιγκέρες της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος, αλλά δεν φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στην συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με την μοντέρνα ζωγραφική.

Σε ηλικία 15 ετών, ο Νταλί συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου του Φιγκέρες, το 1919. Το 1921 έχασε την μητέρα του από καρκίνο ενώ μετά το θάνατό της, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, γεγονός που δεν αποδέχτηκε ο Νταλί, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη όπου και ξεκινά τις σπουδές του στην Ακαδημία των Τεχνών (Academia de San Fernando).

Αυτή την περίοδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και οι γνώσεις του γύρω από το νέο αυτό κίνημα είναι αρχικά ελλιπείς και στη Μαδρίτη δεν υπάρχουν άλλοι κυβιστές καλλιτέχνες. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το ριζοσπαστικό κίνημα του ντανταϊσμού το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβάλλεται από την ακαδημία λίγο πριν τις τελικές του εξετάσεις, καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει. Την ίδια χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τον Πικάσσο, ο οποίος είχε ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί. Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα προσωπικό ύφος στους πίνακες του Νταλί. Οι εκθέσεις έργων του στη Βαρκελώνη προκαλούν αρκετές συζητήσεις αλλά και διαφωνίες μεταξύ των κριτικών τέχνης.

Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ για τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους Ανδαλουσιανός Σκύλος. Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον κινηματογράφο. Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει την μελλοντική σύζυγο του και μούσα του, Ελένα Ντμτρίεβνα Ντελούβινα Ντιακόνοβα, ρωσικής καταγωγής, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά (από το όνομα Γαλάτεια). Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος, αν και το υπερρεαλιστικό στοιχείο υπάρχει στα έργα του ήδη λίγα χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές της δεκατίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Νταλί στηρίζει την μέθοδο αυτή στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ' ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και τις φροϋδικές θεωρίες γύρω από τα όνειρα.

Ο Νταλί συμμετέχει στην πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση στην Αμερική, το 1932, όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Λίγο αργότερα όμως, ο Αντρέ Μπρετόν τον διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα λόγω των πολιτικών θέσεων του, κυρίως σε ότι αφορά την υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Στα πλαίσια αυτής της διαμάχης, ο Νταλί δηλώνει πως ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο Μπρετόν επινοεί τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, Avida Dollars (σε ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο αμιγώς εμπορικό πνεύμα που κατά τη γνώμη των υπερρεαλιστών είχε αναπτύξει ο Νταλί.

Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά, εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940 όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941 εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino) αλλά μόνο 15 δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το 1942 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία του The Secret Life of Salvador Dali (Η κρυφή ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί).

Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ισπανία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την δικτατορία του Φράνκο, προκαλεί δυσμενή σχόλια, τα οποία επεκτείνονται συχνά και στα καλλιτεχνικά του έργα. Την περίοδο 1960 - 1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για την δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά-Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγκέρες.

Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την ίδια χρονιά, στις 10 Ιουνίου πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που προκαλεί έντονη θλίψη στον Νταλί, ο οποίος αποπειράται να αυτοκτονήσει.

Ο Νταλί πέθανε τελικά από καρδιακό επεισόδιο στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη που γεννήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στο Μουσείο του στο Φιγκέρες.

Ο Νταλί έχει συχνά χαρακτηριστεί ως υποστηρικτής του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία. Οι πολιτικές του απόψεις ήταν άλλωστε και η αιτία της διαμάχης του με πολλά από τα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος.

Στα νεανικά του χρόνια, ο Νταλί είναι γνωστό πως συνδέθηκε πιο στενά με τον χώρο του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Ωστόσο, η έντονη και εκκεντρική προσωπικότητά του ήταν αδύνατο να περιχαρακωθεί στα στενά πλαίσια ενός οργανωμένου πολιτικού χώρου.

Στην διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, αρνήθηκε να κάνει αντίσταση ή να επιλέξει στρατόπεδο. Συνδέθηκε ωστόσο περισσότερο με το καθεστώς του Φράνκο, ιδιαίτερα κατά την επιστροφή του από την Αμερική στην Ισπανία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάποιες δημόσιες τοποθετήσεις του Νταλί παρείχαν στήριξη στο φασιστικό καθεστώς ενώ παράλληλα αναφέρονταν με θετικό τρόπο στο πρόσωπο του Φράνκο. Ο ίδιος ο Νταλί ζωγράφισε και ένα πορτραίτο της κόρης του Ισπανού δικτάτορα. Από την άλλη πλευρά, οι εκκεντρικότητες του Νταλί, που αποτυπώνονταν πολλές φορές δημόσια, ήταν ανεκτές από το καθεστώς καθώς ελάχιστοι καλλιτέχνες και ειδκότερα της αξίας του Νταλί δέχονταν να ζήσουν εκείνη την εποχή στην Ισπανία. Μοναδικό δείγμα "απειθαρχίας" του Νταλί αποτελεί η στήριξη του στον Λόρκα, του οποίου τα έργα ήταν απαγορευμένα.

Παρόλα αυτά, η πολυσχιδής και ιδιόρυθμη προσωπικότητα του Νταλί θα ήταν πολύ δύσκολο να ταυτιστεί με μία συγκεκριμένη πολιτική στάση. Εξάλλου, ο Νταλί χρησιμοποίησε το στοιχείο της πρόκλησης και του σκανδάλου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, τόσο δημόσια όσο και μέσα από τα έργα του.

Ο Νταλί έχει δηλώσει ο ίδιος ότι δεν έχει πολιτική θέση. Είναι αναρχικός, αλλά και μοναρχικός, και τα δύο όμως σε μεταφυσικό επίπεδο και όχι σε πολιτικό.

http://el.wikipedia.org/wiki/Σαλβαδόρ_Νταλί

Γενέθλιον της Κωνσταντινούπολης




 
Με το όνομα Γενέθλιον της Κωνσταντινούπολης εορτάζεται κατ΄ έτος από τους Χριστιανούς στις 11 Μαΐου η ανάμνηση των εγκαινίων "της θεοφυλάκτου και θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως, εξαιρέτως ανακειμένης την προστασία της Παναχράντου και Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και παρ΄ Αυτής διασωζομένης".

Όπως είναι γνωστό όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος χριστιανός Αυτοκράτορας, κατέλαβε την πόλη του Βυζαντίου έκτισε σ΄ αυτή πολύ μεγαλύτερη πόλη δίνοντάς της αμέσως το όνομά του Κωνσταντινούπολη. Όταν τελείωσε την περιτείχιση και καθόρισε τους χώρους των δημοσίων κτιρίων και εκκλησιών αφιέρωσε την πόλη στην Θεοτόκο. Κατά τη χριστιανική παράδοση ο Αυτοκράτορας θέλοντας να ευχαριστήσει τον Θεό που τον αξίωσε σ΄ αυτό το έργο στις 11 Μαΐου του 330 τέλεσε λιτανεία με προεξάρχοντα τον τότε επίσκοπο Αλέξανδρο και με την πάνδημη συμμετοχή του λαού. Ακολούθησαν επίσημες τελετές και αγώνες και ο λαός ανήλθε στο Φόρο όπου εκεί έστησε τον ανδριάντα του Αυτοκράτορα. Στο βάθρο του ανδριάντα τοποθέτησαν 12 καλάθια, εντός των οποίων φέρονταν τεμάχια άρτου από αρτοκλασία.

Έκτοτε καθιέρωσε η Εκκλησία να εορτάζει κατ΄ έτος την αυτή ημέρα την ανάμνηση εκείνης της εορτής.

Φωτ : Οι Αυτοκράτορες: Ιουστινιανός (αριστερά), και Μέγας Κωνσταντίνος, (δεξιά), προσκομίζουν στη Θεοτόκο την Αγία Σοφία και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, (ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας)

Δημοφιλείς αναρτήσεις