Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Λούις Ντάνιελ Άρμστρονγκ (4 Αυγούστου 1901[1] – 6 Ιουλίου 1971)




Louis Armstrong restored.jpg
Ο Λούις Ντάνιελ Άρμστρονγκ (4 Αυγούστου 1901[1] – 6 Ιουλίου 1971) (γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ. Υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτο[2] συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του. Ακολουθούσε συχνά της παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.
Αργότερα, συμμετείχε και ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σε ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισιπί. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.
Πρώτα καλλιτεχνικά βήματα[Επεξεργασία]

Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες. Ο Άρμστρονγκ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το 1923. Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ, εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες, όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues (σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία της τζαζ.
Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να εξελίσσει το παίξιμό του. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.
The All Stars[Επεξεργασία]

Το 1947, κατόπιν μίας πολύ επιτυχημένης συναυλίας του Άρμστρονγκ με τον Jack Teagarden και ένα μικρό μουσικό σχήμα στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να εγκαταλείψει την δομή της μεγάλης ορχήστρας, καθιερώνοντας ένα μικρότερο εξαμελές μουσικό συγκρότημα, το οποίο ονομαζόταν Louis Armstrong and his All Stars. Σε αυτό μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Teagarden, ο Ερλ Χάινς, καθώς και άλλοι σημαντικοί μουσικοί του σουίνγκ ή του ντίξιλαντ. Με τους All Stars, ο Άρμστρονγκ πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, ενώ εμφανίστηκε και σε περισσότερες από τριάντα ταινίες. Το 1964, ηχογράφησε τον πιο επιτυχημένο εμπορικά δίσκο του, περιλαμβάνοντας την ηχογράφησή του για τη σύνθεση Hello, Dolly! του Τζέρι Χέρμαν. Το τραγούδι αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση των μουσικών καταλόγων και ο Άρμστρονγκ αποτέλεσε τον γηραιότερο μουσικό που πέτυχε μία τέτοια διάκριση, σε ηλικία 63 ετών.
Υπήρξε ενεργός και συνέχισε να δίνει συναυλίες μέχρι το θάνατό του. Στις τελευταίες του εμφανίσεις, αν και σε προχωρημένη ηλικία, ερμήνευε συχνά κομμάτια από μνήμης. Περιόδευσε επίσης στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία, κάτω από τη χορηγία του State Department των ΗΠΑ. Οι περιοδείες αυτές είχαν ιδιαίτερη απήχηση, γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του Άρμστρονγκ ως "πρέσβη Satch". Πέθανε το 1971 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 70 ετών και ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.
Προσωνύμια[Επεξεργασία]

Το προσωνύμιο Satchmo ή Satch (συντομεύσεις του όρου Satchelmouth) περιγράφουν την έκφραση του προσώπου του κατά τη διάρκεια του παιξίματος της τρομπέτας. Το 1932, ο τότε εκδότης της βρετανικής μουσικής εφημερίδας Melody Maker, Percy Brooks, υποδέχθηκε τον Άμστρονγκ στο Λονδίνο με τον χαιρετισμό "Hello, Satchmo!", συντομεύοντας δηλαδή τον όρο Satchelmouth, και έκτοτε καθιερώθηκε. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ήταν επίσης γνωστός με το προσωνύμιο Dippermouth. Ο Άρμστρονγκ τοποθετούσε την τρομπέτα στα χείλη του με τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από αρκετή ώρα σχηματιζόταν ένα μικρό βαθούλωμα (αγγλ. dip) στο πάνω χείλος του, εμφανές και σε αρκετές φωτογραφίες εκείνης της περιόδου. Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποια στιγμή και στην αφοσοίωσή του στο τραγούδι, καθώς για ένα διάστημα δεν ήταν δυνατό να παίζει τρομπέτα, αν και αργότερα τροποποίησε τον τρόπο παιξίματός του ώστε να συνεχίσει. Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργαζόταν και οι φίλοι του, τον αποκαλούσαν συνήθως Pops, όπως και ο ίδιος αποκαλούσε εκείνους αντίστοιχα.
Μουσική[Επεξεργασία]

Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος του κορνέτου και της τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους. Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα, συμβάλλοντας στην μετατροπή του είδους της τζαζ, από μία συλλογική κατά βάση μουσική, σε μία μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης του μουσικού.
Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το αποκαλούμενο σκατ τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια, με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.
Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι What a Wonderful World (1968), το οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
Ο Λούις Άρμστρονγκ επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από την τζαζ και το μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του ως τραγουδιστής.Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτο[2] συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του. Ακολουθούσε συχνά της παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.
Αργότερα, συμμετείχε και ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σε ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισιπί. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.
Πρώτα καλλιτεχνικά βήματα[Επεξεργασία]

Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες. Ο Άρμστρονγκ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το 1923. Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ, εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες, όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues (σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία της τζαζ.
Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να εξελίσσει το παίξιμό του. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.
The All Stars[Επεξεργασία]

Το 1947, κατόπιν μίας πολύ επιτυχημένης συναυλίας του Άρμστρονγκ με τον Jack Teagarden και ένα μικρό μουσικό σχήμα στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να εγκαταλείψει την δομή της μεγάλης ορχήστρας, καθιερώνοντας ένα μικρότερο εξαμελές μουσικό συγκρότημα, το οποίο ονομαζόταν Louis Armstrong and his All Stars. Σε αυτό μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Teagarden, ο Ερλ Χάινς, καθώς και άλλοι σημαντικοί μουσικοί του σουίνγκ ή του ντίξιλαντ. Με τους All Stars, ο Άρμστρονγκ πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, ενώ εμφανίστηκε και σε περισσότερες από τριάντα ταινίες. Το 1964, ηχογράφησε τον πιο επιτυχημένο εμπορικά δίσκο του, περιλαμβάνοντας την ηχογράφησή του για τη σύνθεση Hello, Dolly! του Τζέρι Χέρμαν. Το τραγούδι αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση των μουσικών καταλόγων και ο Άρμστρονγκ αποτέλεσε τον γηραιότερο μουσικό που πέτυχε μία τέτοια διάκριση, σε ηλικία 63 ετών.
Υπήρξε ενεργός και συνέχισε να δίνει συναυλίες μέχρι το θάνατό του. Στις τελευταίες του εμφανίσεις, αν και σε προχωρημένη ηλικία, ερμήνευε συχνά κομμάτια από μνήμης. Περιόδευσε επίσης στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία, κάτω από τη χορηγία του State Department των ΗΠΑ. Οι περιοδείες αυτές είχαν ιδιαίτερη απήχηση, γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του Άρμστρονγκ ως "πρέσβη Satch". Πέθανε το 1971 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 70 ετών και ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.
Προσωνύμια[Επεξεργασία]

Το προσωνύμιο Satchmo ή Satch (συντομεύσεις του όρου Satchelmouth) περιγράφουν την έκφραση του προσώπου του κατά τη διάρκεια του παιξίματος της τρομπέτας. Το 1932, ο τότε εκδότης της βρετανικής μουσικής εφημερίδας Melody Maker, Percy Brooks, υποδέχθηκε τον Άμστρονγκ στο Λονδίνο με τον χαιρετισμό "Hello, Satchmo!", συντομεύοντας δηλαδή τον όρο Satchelmouth, και έκτοτε καθιερώθηκε. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ήταν επίσης γνωστός με το προσωνύμιο Dippermouth. Ο Άρμστρονγκ τοποθετούσε την τρομπέτα στα χείλη του με τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από αρκετή ώρα σχηματιζόταν ένα μικρό βαθούλωμα (αγγλ. dip) στο πάνω χείλος του, εμφανές και σε αρκετές φωτογραφίες εκείνης της περιόδου. Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποια στιγμή και στην αφοσοίωσή του στο τραγούδι, καθώς για ένα διάστημα δεν ήταν δυνατό να παίζει τρομπέτα, αν και αργότερα τροποποίησε τον τρόπο παιξίματός του ώστε να συνεχίσει. Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργαζόταν και οι φίλοι του, τον αποκαλούσαν συνήθως Pops, όπως και ο ίδιος αποκαλούσε εκείνους αντίστοιχα.
Μουσική[Επεξεργασία]

Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος του κορνέτου και της τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους. Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα, συμβάλλοντας στην μετατροπή του είδους της τζαζ, από μία συλλογική κατά βάση μουσική, σε μία μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης του μουσικού.
Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το αποκαλούμενο σκατ τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια, με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.
Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι What a Wonderful World (1968), το οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
Ο Λούις Άρμστρονγκ επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από την τζαζ και το μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του.http://el.wikipedia.org/wiki/Λούις_Άρμστρονγκ




4 Αυγούστου 1865


Greek national anthem score and lyrics.jpg4 Αυγούστου 1865 - Με Β.Δ. ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν που γράφηκε από το Διονύσιο Σολωμό και μελοποιήθηκε από το Νικόλαο Μάντζαρο καθιερώνεται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας.Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνος της Ελλάδας (από το 1865) και της Κύπρου. Το ποίημα γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι[2]. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-'40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στον Βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844).
Παρά την τιμητική επιβράβευση του μουσικοσυνθέτη Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα (Ιούνιος 1845) και του Διονυσίου Σολωμού με τον Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος (1849), το έργο (και ειδικά η πρώτη μελοποίησή του) διαδόθηκε μεν ως «θούριος», αλλά δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του Υπουργού Στρατιωτικών.
Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (Υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.
Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 μέρη στο Λονδίνο το 1873, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συνθέτη του. Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής του Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα κι αυτή η μεταγραφή (από την οποία απουσιάζει η σύντομη εισαγωγή) ανακρούεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι στα επτανησιακά μουσικά αρχεία σώζονται διασκευές του έργου για μπάντα χρονολογούμενες τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840.
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».
Από τις 18 Νοεμβρίου 1966 καθιερώθηκε με την απόφαση 6133[1] και σαν εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
http://el.wikipedia.org/wiki/Ύμνος_εις_την_Ελευθερίαν

Στοματικό διάλυμα με δυόσμο

http://www.agrotikabook.gr/

Στοματικό διάλυμα με δυόσμο


Στοματικό διάλυμα με δυόσμο




Για υγιή και περιποιημένα δόντια και ούλα, πρέπει να καταπολεμήσετε τα βακτήρια που αναπτύσσονται στη στοματική κοιλότητα. Αν όμως δε θέλετε να χρησιμοποιείτε στοματικά διαλύματα αγνώστων συστατικών που κυκλοφορούν στην αγορά, σας προτείνουμε να φτιάξετε μόνη σας στο σπίτι με απλά και φυσικά υλικά ένα στοματικό διάλυμα με βάση τον δυόσμο για φρέσκια αναπνοή.
Υλικά που θα χρειαστείτε:
2 κουταλιές της σούπας μαϊντανό
2 κουταλιές της σούπας δυόσμο
1 φλιτζάνι νερό
1 κουταλιά της σούπας βότκα

Τρόπος παρασκευής και χρήσης:
Αναμείξτε όλα τα υλικά στο μπλέντερ για δύο λεπτά. Σουρώστε το υγρό και τοποθετήστε το σε ένα καθαρό γυάλινο μπουκαλάκι. Χρησιμοποιήστε το όπως τα στοματικά διαλύματα του εμπορίου, πρωί και βράδυ αφού πλύνετε τα δόντια σας, βάλτε 3 κουταλιές της σούπας σε ένα ποτήρι και με αυτή την ποσότητα κάντε στοματικές πλύσεις για περίπου 30 δευτερόλεπτα.



Πηγή:beautetinkyriaki



Eπιστροφή στη φύση: ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΥΔΡΟ ΚΗΠΟ (ΒΙΒΛΙΟ)

http://www.back-to-nature.gr/2012/12/blog-post_2612.html

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΥΔΡΟ ΚΗΠΟ (ΒΙΒΛΙΟ)




Filippi, Olivier. Για έναν άνυδρο κήπο / Ολιβιέ Φιλιππί · μετάφραση Τάνια Μποζανίνου, Ελένη Τσερεζόλε · επιμέλεια Μαρία Μαυροματάκη · επιμέλεια σειράς Έλλη Παγκάλου. - 1η έκδ. - Αθήνα : Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008. - 209σ. · 31x24εκ. - (Τόπος)

Γλώσσα πρωτοτύπου: γαλλικά
Τίτλος πρωτοτύπου: Pour un jardin sans arrosage
ISBN 978-960-03-4736-4 (Σκληρό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί]




 Ένας κήπος που δεν χρειάζεται πότισμα: αυτό είναι το όνειρο για όλους εκείνους που επιθυμούν να εναρμονίσουν τον κήπο τους με το περιβάλλον, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διαφύλαξη ενός πολύτιμου φυσικού πόρου όπως είναι το νερό.

Το όνειρο αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Η ξηρασία -συνηθισμένο φαινόμενο σε πολλές περιοχές του πλανήτη, αλλά και νέο δεδομένο για άλλες, καθώς συνδέεται με την υπερθέρμανση του κλίματος- μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό πλεονέκτημα για όσους ασχολούνται με την κηπευτική. Τους προσφέρει τη δυνατότητα να επιλέξουν φυτά που μέχρι τώρα τους ήταν άγνωστα, τα οποία όμως ξεχωρίζουν χάρη στον πλούτο των φυλλωμάτων και των ανθών τους, των σχημάτων και των αρωμάτων τους.

Πώς μπορούμε όμως να δημιουργήσουμε έναν τέτοιο κήπο; Ποια φυτά να επιλέξουμε και πώς θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε περιόδους ξηρασίας; Ποιες είναι οι τεχνικές που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για την προετοιμασία του εδάφους, τη φύτευση και τη φροντίδα των φυτών;

Το βιβλίο, αποτέλεσμα εικοσαετούς καθημερινής ενασχόλησης με φυτά για άνυδρους κήπους, δίνει ακριβείς απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Με πλούσια εικονογράφηση -πάνω από 400 φωτογραφίες φυτών, κήπων και τοπίων-, περιγράφονται περισσότερα από 500 είδη: μία μεγάλη ποικιλία πολυετών φυτών και θάμνων, που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τους κήπους του μέλλοντος - κήπους όμορφους, προσαρμοσμένους στην ξηρασία.

Πριν από μία εικοσαετία, ο Oλιβιέ και η Κλάρα Φιλιππί δημιούργησαν κοντά στη Σετ, στο διαμέρισμα Ερό της νότιας Γαλλίας, ένα φυτώριο με μια εξαιρετική συλλογή φυτών για άνυδρους κήπους, η οποία είναι μοναδική στην ποικιλία και στον αριθμό των ειδών που περιλαμβάνει. Η εμπειρία αυτή, που συνδέεται με πολυάριθμα ερευνητικά ταξίδια σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα σε όλο τον κόσμο, αλλά και με πολλές δοκιμές σε έναν πειραματικό κήπο με ξηρόφυτα, καθιστά τον Oλιβιέ Φιλιππί αδιαμφισβήτητο ειδήμονα των άνυδρων κήπων.




Εκμέκ Κανταΐφι

Εκμέκ Κανταΐφι



Ένα παραδοσιακό γλυκό

Υλικά συνταγής
- 250 γραμμάρια φύλλο κανταΐφι
- 150 γραμμάρια βούτυρο καθαρό λιωμένο

Μείγμα Α
- 4 ποτήρια νερού ζάχαρη
- 2 ποτήρια νερό
- 1/2 λεμόνι
- 1 πρέζα μαστίχα σκόνη
- 1 κουταλάκι της σούπας γλυκόζη

Μείγμα Β
- 1 και 1/2 λίτρο γάλα
- 3 βανίλιες σκόνη

Μείγμα Γ
- 12 κρόκοι αυγών
- 40 γραμμάρια αλεύρι
- 90 γραμμάρια κορν φλάουρ

Μείγμα Δ
- 600 γραμμάρια φυτική κρέμα γάλακτος
- 2 κουταλιές της σούπας άχνη ζάχαρη

Για το Γαρνίρισμα
- σκόνη κανέλα
- 2 φιστίκια



Τρόπος παρασκευής-Εκτέλεση συνταγής

1. Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το μείγμα Α και το ανεβάζουμε στη φωτιά να βράσει, ανακατεύοντας ως που να λιώσει η ζάχαρη. Αφού πάρει βράση το κατεβάζουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε να κρυώσει.
2. Βάζουμε το μείγμα Β σε μια κατσαρόλα και το βάζουμε πάνω στη φωτιά για να ζεσταθεί ένατο μεταξύ βάζουμε το μείγμα Γ σε μια μπασινα . Αφού έχει ζεσταθεί το μείγμα Β προσθέτουμε λίγο-λίγο στο μείγμα Γ ως που τα δυο μείγματα να έρθουν στην ίδια θερμοκρασία ανακατεύοντας συνεχώς με την βοήθεια ενός σύρματος –φουέ .
3. Στη συνέχεια ρίχνουμε το μείγμα Γ στο μείγμα Β και ανακατεύουμε ως που να πήξει η κρέμα. Αφήνουμε να βράσει για 2-3 λεπτά και αποσύρουμε από τη φωτιά για να κρυώσει ανακατεύοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
4. Σε ένα ταψί χτενίζουμε και απλώνουμε ομοιόμορφα το φύλλο κανταΐφι, βουτυρώνουμε από πάνω και το βάζουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς για 25-30 λεπτά (ως που να ροδοκοκκινίσει ). Το βγάζουμε από το φούρνο και το σιροπιάζουμε με τη μέθοδο κρύο το σιρόπι ζεστό το κανταΐφι.
5. Πριν προσθέσουμε την κρέμα πατισερί αφαιρούμε το σιρόπι το οποίο έχει περισσέψει.
6. Αφού έχει κρυώσει η κρέμα την απλώνουμε πάνω από το κανταΐφι και πασπαλίζουμε με την κανέλλα .Βάζουμε το μείγμα Δ στον κάδο του μίξερ και το χτυπάμε σαντιγί. Απλώνουμε την σαντιγί με τη βοήθεια μιας σπάτουλας και με ένα πιρούνι τραβάμε γραμμές διαγώνια προς το ταψί και ξανά διαγώνια από την άλλη πλευρά έτσι ώστε να σχηματιστούν ρόμβοι.
7. Ψιλοκόβουμε με το μαχαίρι τα φιστίκια Αιγίνης και γαρνίρουμε από πάνω. Βάζουμε το εκμεκ στο ψυγείο για περίπου 3 ώρες για να δέσει και να κρυώσει.



 https://www.newsbeast.gr/geuseis/sintages/arthro/549920/ekmek-kadaifi

Φρεντερίκ Ογκίστ Μπερτολτί

O Φρεντερίκ Ογκίστ Μπερτολτί, γάλλος γλύπτης, που σμίλευσε το Άγαλμα της Ελευθερίας. Bartholdi, Auguste, Nadar, GALLICA.jpg
Ο Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί (Frédéric Auguste Bartholdi) (2 Αυγούστου 1834 – 4 Οκτωβρίου 1904) ήταν Γάλλος γλύπτης. Είναι επίσης γνωστός σαν Αμιλκάρ Χάζενφρατζ (Amilcar Hasenfratz), ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε στους εμπνευσμένους από αιγυπτιακά θέματα πίνακές του, προφανώς λόγω του φόβου του ότι η ενασχόλησή του με μία άλλη μορφή τέχνης θα τον αποσπούσε από τη γλυπτική.[1]

Γεννήθηκε στο Κολμάρ της Αλσατίας. Αργότερα πήγε στο Παρίσι για να επεκτείνει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αλλά και στη ζωγραφική.

Πέθανε από φυματίωση στο Παρίσι στις 4 Οκτωβρίου του 1904.
Το έργο για το οποίο είναι γνωστότερος ο Μπαρτολντί είναι το Άγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο δωρήθηκε το 1886 από τη Γαλλοαμερικανική Ένωση, που ιδρύθηκε από τον Εντουάρ ντε Λαμπουλέ, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Υπήρξε έντονη φημολογία σε ολόκληρη τη Γαλλία ότι ο Μπαρτολντί φιλοτέχνησε το πρόσωπο του αγάλματος με βάση τη μητέρα του και το σώμα με βάση την ερωμένη του.[2] Πριν ξεκινήσει την κατασκευή του αγάλματος, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και επέλεξε ο ίδιος το λιμάνι της Νέας Υόρκης ως θέση του αγάλματος.Το 1879, ο Μπαρτολντί απέκτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας[3] για το Άγαλμα της Ελευθερίας. Αυτό κάλυπτε την πώληση μικρών αντιγράφων του αγάλματος. Τα έσοδα από την πώληση των αγαλματιδίων βοήθησαν στο να συγκεντρωθούν τα χρήματα για την ανέγερση του μεγάλου αγάλματος.

Τα υπόλοιπα σημαντικά έργα του Μπαρτολντί περιλαμβάνουν αρκετά αγάλματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κολμάρ (όπου υπάρχει και η οικία του, σήμερα μουσείο Μπαρτολντί), στο Κλερμόν Φεράν, το Παρίσι και άλλα μέρη. Σε αυτά περιλαμβάνονται:

Ο Λέων του Μπελφόρ, στο Μπελφόρ της Γαλλίας, ένα τεράστιο γλυπτό ενός λιονταριού σκαλισμένο στην πλευρά ενός βουνού, που απεικονίζει τη σκληρή μάχη της Γαλλίας να αντισταθεί στην επίθεση της Πρωσίας κατά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Ο Μπαρτολντί ήταν αξιωματικός την περίοδο αυτή, προσκείμενος στον Γκαριμπάλντι.
Η «Ελβετία συμπαραστέκεται στο Στρασβούργο», άγαλμα στη Βασιλεία της Ελβετίας, δώρο της γαλλικής πόλης του Στρασβούργου, σε εκτίμηση της βοήθειας που έλαβε κατά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο.
Το «συντριβάνι Μπαρτολντί» και η «πλατεία Μπαρτολντί» στο Βοτανικό Κήπο των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον.
Το άγαλμα του μαρκήσιου Λαφαγιέτ, στην Πλατεία Ένωσης της Νέας Υόρκης.
Οι τέσσερις άγγελοι με τις σάλπιγγες στον πύργο της Πρώτης Βαπτιστικής Εκκλησίας στη Βοστώνη των ΗΠΑ.
Το μνημείο των Λαφαγιέτ και Ουάσιγκτον, στην πλατεία του Μορνινγκσάιντ στη Νέα Υόρκη.
Το «συντριβάνι Μπαρτολντί», στην Place des Terreaux, στη Λυών της Γαλλίας.
http://el.wikipedia.org/wiki/Ωγκύστ_Μπαρτολντί





Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

"....Τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω..." 3 Αυγούστου 1953 ".... Νίκος Πλουμπίδης

"....Τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω..."
Αποτέλεσμα εικόνας για Νίκος Πλουμπίδης 
Στις 3 Αυγούστου 1953, το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκος Πλουμπίδης καταδικάζεται σε θάνατο για κατασκοπεία και λίγες μέρες αργότερα οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Πλουμπίδης στην γραμμή υπεράσπισής του θα αποδείξει ακόμα για μια φορά το μεγαλείο της ψυχής του. Για το κόμμα του θα πει " Η τιμή είναι η τιμή του Κόμματός μου, ότι πιστεύω ότι είναι σωστό το εφαρμόζω εγώ πρώτος". Αργότερα θα ερωτηθεί γιατί εξακολουθεί να υποστηρίζει ένα κόμμα που τον θεωρεί χαφιέ και πράκτορα. Εκεί ο Πλουμπίδης θα απαντήσει : " Το κόμμα μου κάνει λάθος και με τον καιρό θα το καταλάβει".
Όντως, το κόμμα του το κατάλαβε, αν και τότε ο Πλουμπίδης δεν ήταν στην ζωή.
«Υπήρξα τίμιος αγωνιστής, πάλεψα για το καλό του λαού και για το κόμμα μου. Και αφήνω στο γιο μου φεύγοντας ένα τίμιο όνομα. Νάστε πάντα καλά. Βλέπετε, εγώ σε λίγο φεύγω με ψεύτικες και άδικες κατηγορίες. Το κόμμα μου, το ξέρω, θα βρει την αλήθεια και θα με δικαιώσει. Γεια χαρά παιδιά. Ζήτω το ΚΚΕ».

Νίκος Πλουμπίδης
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος: "Τροπάρια για Φονιάδες"

Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς,

Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,

Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά

Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς.




Σαν σήμερα 3 Αυγούστου 1770 Ο Λάμπρος Κατσώνης...

Σαν σήμερα 3 Αυγούστου 1770
Αποτέλεσμα εικόνας για Λάμπρος Κατσώνης,
Ο Λάμπρος Κατσώνης, πλοίαρχος Α’ Τάξεως και Ιππότης του Στρατιωτικού Παρασήμου του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως, πλήττει τον τουρκικό στόλο έξω από την Ύδρα.

Ήταν παντρεμένος με την Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού. Είχε τρία παιδιά, από τα οποία ο πρώτος δολοφονήθηκε στη Τζια από τους Τούρκους, ο δεύτερος, ο Λυκούργος (1790 – 1863), πραγματοποίησε λαμπρή σταδιοδρομία στο ρωσικό στρατό φτάνοντας έως τον βαθμό του χιλιάρχου, ενώ ανήκε και στην τάξη των ευγενών, και ο τρίτος ο Αλέξανδρος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κριμαία, έφτασε έως τον βαθμό του υπολοχαγού και αργότερα εκλέχτηκε αρχηγός των Ευγενών όλου του Νομού της Ταυρίδας. Επίσης εγγονός του Λυκούργου ήταν ο Σπυρίδων Αλεξάνδρου Κατσώνης, ο οποίος διέπρεψε ως συγγραφέας στην Ρωσία. Σημερινός απόγονος του Λάμπρου Κατσώνη είναι ο Ανατόλι Νικολάεβιτς Κατσώνης, κάτοικος Μόσχας.

Απεβίωσε το 1804, ή κατά άλλους στις αρχές του 1806, στη Κριμαία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λάμπρος Κατσώνης ήταν πνευματικός πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου.




Ανδρέας Εμπειρίκος

AE1920.jpgΟ Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπράιλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.

Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές»[1], κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του[2]. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.
http://el.wikipedia.org/wiki/Ανδρέας_Εμπειρίκο



Henri Cartier-Bresson...Φωτογράφος (22-8-1908 έως 3 - 8- 2004)


https://www.facebook.com/media/set/?set=a.610079795693398.1073741865.108511895850193&type=1

Henri Cartier-Bresson...Φωτογράφος (22-8-1908 έως 3 - 8- 2004)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο
Ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν (Henri Cartier-Bresson, 22 Αυγούστου 1908 - 3 Αυγούστου 2004) ήταν Γάλλος φωτογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα και ειδικότερα ένας από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας. Το έργο του έχει κερδίσει καθολική αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο Μπρεσόν ανήκε σε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γαλλίας. Σπούδασε ζωγραφική την δεκαετία του 1920 και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία την δεκαετία του 1930. Επισκέφθηκε την Ισπανία το 1937 κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην χώρα και το 1940 συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε για 3 χρόνια. Δραπετεύει το 1943, φθάνει στη Γαλλία και μπαίνει στην αντίσταση, όπου συμμετέχει σε φωτογραφικά επιτελεία και καθοδηγεί την κινηματογράφηση και φωτογράφηση της κατοχής και της απελευθέρωσης του Παρισιού. Παράλληλα, κάνει τα φωτογραφικά πορτραίτα διαφόρων καλλιτεχνών. Το 1946 ο Μπρεσόν επέστρεψε στις Η.Π.Α για να πραγματοποιήσει έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (Museum of Modern Art). Το 1947 υπήρξε συνιδρυτής με τους Ρόμπερτ Κάπα και Ντέιβιντ Σέιμουρ, στο διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Μάγκνουμ (Magnum), στο οποίο παρέμεινε μέλος του ως το 1966.

Πέθανε στο σπίτι του στο Παρίσι σε ηλικία 96 ετών.

Ο Καρτιέ Μπρεσόν γεννήθηκε στο Σαντελού-αν-Μπρι (Chanteloup-en-Brie) στο διαμέρισμα Σεν-ε-Μαρν (Seine-et-Marne) της Γαλλίας και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέρφια του. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος παραγωγός κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, του οποίου τα νήματα ήταν παρόντα σε κάθε γαλλικό σετ ραπτικής. Οι οικογένεια από την μεριά της μητέρας του ήταν έμποροι βαμβακιού και γαιοκτήμονες από την Νορμανδία, όπου και πέρασε κομμάτι των παιδικών του χρόνων. Η οικογένεια Καρτιέ Μπρεσόν κατοικούσε σε μία συνοικία της αστικής τάξης στο Παρίσι, κοντά στην Πον ντε λ'Ερόπ (Pont de l' Europe) και του παρείχε οικονομική ενίσχυση για να αναπτύξει το ενδιαφέρον του για την φωτογραφία με έναν πιο ανεξάρτητο τρόπο απ' ότι άλλοι σύγχρονοί του. Επίσης, στον ελεύθερό του χρόνο, σκίτσαρε. Ο ίδιος περιέγραφε την οικογένεια του ως "Καθολικούς σοσιαλιστές".

Όταν ήταν μικρό παιδί, ο Καρτιέ Μπρεσόν, διέθετε μια φωτογραφική μηχανή Box Brownie, που χρησιμοποιούσε για να παίρνει φωτογραφίες στις διακοπές, ενώ αργότερα πειραματιζόταν με μία view camera 3x4 ιντσών. Μεγάλωσε με τον παραδοσιακό γαλλικό αστικό τρόπο και μιλούσε στους γονείς του στον πληθυντικό. Ο πατέρας του ήταν σίγουρος ότι ο γιος του θα συνέχιζε την οικογενειακή επιχείρηση αλλά ο ίδιος ήταν ισχυρογνώμων και απωθούνταν από αυτή την προοπτική.
Τα πρώτα χρόνια

Ο Καρτιέ Μπρεσόν φοίτησε στο Παρίσι στην Εκόλ Φενελόν (École Fénelon), ένα Καθολικό σχολείο. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες να μάθει μουσική, ο θείος του Λουί, ένας ταλαντούχος ζωγράφος, τον εισήγαγε στην ελαιογραφία. «Η ζωγραφική έγινε η εμμονή μου από τότε που ο "Μυθικός μου πατέρας", ο αδερφός του πατέρα μου, με οδήγησε στο στουντιό του στις διακοπές των Χριστουγέννων του 1913, όταν ήμουν 5 ετών. Εκεί έζησα στην ατμόσφαιρα της ζωγραφικής, εισέπνευσα τους καμβάδες». Τα μαθήματα ζωγραφικής του θείου Λουί, όμως, κόπηκαν σύντομα όταν αυτός πέθανε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1927, σε ηλικία 19 ετών, ο Καρτιέ Μπρεσόν μπήκε σε μία ιδιωτική σχολή καλών τεχνών και στην Lhote Academy, το Παριζιάνικο στούντιο του κυβιστή ζωγράφου και γλύπτη Αντρέ Λοτ (André Lhote). Η φιλοδοξία του Lhote ήταν να συνενώσει την κυβιστική άποψη της πραγματικότητας με τις μορφές της κλασσικής τέχνης και να συνδέσει την κλασσική Γαλλική παράδοσης των Νικολά Πουσέν και Ζακ-Λουί Νταβίντ με τον Μοντερνισμό. Ο Καρτιέ Μπρεσόν σπούδασε επίσης ζωγραφική με τον Jacques Émile Blanche, που έκανε πορτέτα κοινωνικών και πολιτικών προσώπων. Την ίδια περίοδο διάβαζε Ντοστογιέφσκι, Σοπενάουερ, Ρεμπώ, Νίτσε, Μαλλαρμέ, Φρόιντ, Προυστ, Τζόις, Χέγκελ, Ένγκελς και Μαρξ. Ο Lhote έπαιρνε τους μαθητές του και επισκέπτονταν το Μουσείο του Λούβρου για να μελετήσουν κλασσική τέχνη και Παριζιάνικες γκαλερί για να δουν καινοτόμα μοντέρνα τέχνη. Το ενδιαφέρον του Καρτιέ Μπρεσόν για την μοντέρνα τέχνη συνδυαζόταν με το θαυμασμό του για τα έργα της Αναγέννησης - όπως τα αριστουργήματα των Γιαν βαν Άικ, Πάολο Ουτσέλλο (Paolo Uccello), Μαζάτσο (Masaccio) και Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα (Piero della Francesca). Ο Καρτιέ Μπρεσόν θεωρούσε πολλές φορές τον Lhote ως τον καθηγητή φωτογραφίας του, χωρίς φωτογραφική μηχανή.




Δημοφιλείς αναρτήσεις