Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.



ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ( 2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975 )



Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Τριαντάφυλλα στο παράθυρο 

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Μπραΐλα της Ρουμανίας γιος του εφοπλιστή και πολιτικού Λεωνίδα Εμπειρίκου από την Άνδρο και της ρωσικής καταγωγής Στεφανίας Κυδωνιέως. Από το 1902 ως το 1908 έζησε στη Σύρο. Το 1908 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του ίδρυσε την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος, ενώ διατηρούσε επαφή με τη Ρωσία ως το 1914. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και υπηρέτησε στο Ναυτικό. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Λονδίνο και Οικονομικές Επιστήμες στην Ελβετία. Στο Λονδίνο έμεινε από το 1921 ως το 1925 εργαζόμενος παράλληλα με τις σπουδές του στις επιχειρήσεις της οικογένειάς του. Το 1926 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στην Ψυχανάλυση κοντά στο R.Laforgue, ήρθε σε επαφή με τις θεωρίες του Χέγκελ, του Μαρξ και του Έγκελς, γνωρίστηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και μπήκε στον κύκλο των υπερρεαλιστών. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1931) εργάστηκε στα ναυπηγεία Βασιλειάδη ως το 1935 (ταξίδεψε την περίοδο αυτή με ένα φορτηγό πλοίο του πατέρα του στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας). Στην Αθήνα σχετίστηκε στενά με τους επίσης προσανατολισμένους προς τον υπερρεαλισμό ποιητές Ελύτη, Καλαμάρη και Εγγονόπουλο. Το 1935 ο Εμπειρίκος πραγματοποίησε την πρώτη διάλεξη για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα στην αίθουσα Ατελιέ και με τον τίτλο Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική Σχολή, ενώ οργάνωσε επίσης έκθεση με έργα υπερρεαλιστών ζωγράφων στο σπίτι του. Τον ίδιο χρόνο πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο από τις στήλες του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα, όπου δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Υψικάμινος. Ακολούθησαν συνεργασίες του στα περιοδικά Τετράδιο, Εποχές, Πάλι, Λωτός, Τραμ και Ηριδανός. Το 1954 εξέδωσε την Ενδοχώρα και ακολούθησαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1960), Αrgo (1967) και Ο Δρόμος (1974). Από το 1935 ως το 1951 ασχολήθηκε επαγγελματικά με την ψυχανάλυση και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της πρώτης ελληνικής ψυχαναλυτικής ομάδας, η οποία έγινε δεκτή (1948-1949) από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (ο Εμπειρίκος έγινε μέλος της το 1950). Το 1940 παντρεύτηκε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, από την οποία πήρε διαζύγιο το 1946. Το 1941 υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο για δύο μήνες, το 1944 συλλήφθηκε από την πολιτοφυλακή του ΕΑΜ και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κρώρα, από όπου κατάφερε τελικά να διαφύγει. Το 1947 παντρεύτηκε τη Βιβίκα Ζήση, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Λεωνίδα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρακολούθησε ψυχαναλυτικά συνέδρια στη Ζυρίχη και το Άμστερνταμ και έδωσε πολλές διαλέξεις. Το 1962 ταξίδεψε στη Ρωσία μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον γιατρό Σπηλιόπουλο στη Ρωσία, μετά από πρόσκληση του συνδέσμου Ε.Σ.Σ.Δ. - Ελλάς. Πέθανε στην Κηφισιά το 1975 από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στάθηκε ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα (με ορόσημο την Υψικάμινο) και ένας από τους πρώτους έλληνες ψυχαναλυτές. Έντονη επίδραση στη σκέψη του και τη γραφή του άσκησε η φροϋδική θεωρία, η οποία μαζί με τα υπερρεαλιστικά μηνύματα τον οδήγησε στο να υιοθετήσει μια γραφή που βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό και την άμεση έκφραση συναισθημάτων χωρίς τη διαμεσολάβηση της λογικής σκέψης ( τη λεγόμενη αυτόματη γραφή). Ένα μεγάλο μέρος του έργου του παρέμεινε ανέκδοτο ως το θάνατό του ενώ μέχρι σήμερα πολλά κείμενά του παραμένουν αδημοσίευτα ή αποσπασματικά δημοσιευμένα στον Τύπο.












Εργογραφία



(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Υψικάμινος. Αθήνα, Κασταλία, 1935.
• Ενδοχώρα · 1934-1937. Αθήνα, Το τετράδιο, 1945.
• Ρωμύλος και Ρώμος · ή Άνθρωποι εν πλω εις μητρικήν αγκάλην. Αθήνα, Το τετράδιο, 1947.
• Γραπτά · ή Προσωπική Μυθολογία. Αθήνα, Δίφρος, 1960.
• Ο δρόμος. Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1974.
• Οκτάνα. Αθήνα, Ίκαρος, 1980.
• Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες. Αθήνα, Άγρα, 1984.
• Ες Ες Ερ Ρωσία. 
• Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης. Αθήνα, Άγρα, 1998.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Αργώ · ή Πλους αεροστάτου · Υψικάμινος · επιμέλεια Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Ύψιλον, 1980. 
• Ο Μέγας Ανατολικός1-8· Φιλολογική επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης. Αθήνα, Άγρα, 1990-1992.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Πάμπλο Πικάσσο, Τα τέσσερα κοριτσάκια · Θεατρικό έργο σε έξι πράξεις. Αθήνα, Άγρα, 1979.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιήματα. Αθήνα, Γαλαξίας, 1962 (Βιβλιοθήκη ελλήνων και ξένων συγγραφέων) 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, βλ. Βούρτσης Ιάκωβος Μ., Βιβλιογραφία Ανδρέα Εμπειρίκου (1935-1984). Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1984. 

ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας




Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας

1
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Φρουροί ασάλευτοι προσμένουν διαταγές
Και αν μερικοί συμπολιτεύονται με τους ολέθρους
Και άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν
Κι ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα
Γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

Και το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.

Συν γυναιξί και τέκνοις
Οι κάτοικοι των πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα
Γιατί τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των πλέγματα
Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη γη ξεχύνονται
Σπάργωσιν φέρνοντας στα σώματα και τις ψυχές.

- 2-
Και το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται.
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Άλλοι παλεύουν παίζοντας στα χώματα
Πίδακες αναπηδούν από τη γη
Επιταχύνειται η έκκρισις των σιελογόνων
Τα ντέφια των αθιγγανίδων πάλλονται
Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς ρυθμούς
Με όρθιες τις ρώγες στους αρσενικούς ανέμους
Με όρθιους τους στημόνες των μυστικών ανθέων
Κάτω απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή στο στόμα
Και ο Σείριος καλεί την Ανδρομέδα
Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

- 3 -

Τι κι αν δε φαίνονται του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ακούονται οι φωνές των ουρανίων σωμάτων
Και πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της πανηγύρεως τα πλήθη
Και ενώ με λόγια αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί
Εκθλίβεται απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι μόσχοι
Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες

Και αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς τ' αγόρια
Ολίγος κόσμος έμεινες στις πόλεις
Μες στις αυλές στους δρόμους στις πλατείες
Οι απομένοντες καρατομούν τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια
Διότι οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια

- 4 -

Τα ριζικά των νέων εποχών
Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα υψώνονται
Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.

Κι αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει
Ως άνθρωπος Νεαντερντάλειος
Ως άνθρωπος απόλυτος οριστικώς erectus

Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ
Μ' ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο
Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει
Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ο νέος αιών.



ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ

Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
Μια νύχτα Δυο νύχτες
Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιών
http://empirikos.blogspot.gr/


ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ

Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλω
του χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ' έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα
και τα συνθλίβει
επί του στήθους της
'Ισως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος καημός
απ' τον δικό της
'Ισως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτω-
μένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
'Ισως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
'Εκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστο- ρία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο
της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ' τα νερά της αναδύεται μια πολύ μκρή
παιδίσκη ωραιοτάτη
Ελπίδα μας αυριανή.
http://empirikos.blogspot.gr/



[Τρία αποσπάσματα]

1

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ  εγεννήθη μας αναγγέλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

2

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

3

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Ενδοχώρα (1945)
http://ebooks.edu.gr/

Μαυροϊδής Γιώργος - Ανδρέας Εμπειρίκος, 1957


ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ

Όταν δια της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά
και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν
αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις
την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών
οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και
θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του
ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει
με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή,
ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη
και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας
αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν,
πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι
βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον
θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των
ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την
μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας.....

....................

Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να
ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας
και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν
οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον
της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες
και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των,
ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες
και πνιγόμενοι να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από
όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει
τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το
αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και
στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως
όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την αλήθειαν.
Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε
βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη,
αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α .
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα; 

.............................

Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν :
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πή πύρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον
εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και
την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως
το "εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν
μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που
εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας
εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει
βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.

.................................

Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.

..................................

Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.

...............................
Γλυφάδα, 20. 8. 1965
http://empirikos.blogspot.gr/





Εις την Οδόν των Φιλελλήνων

Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".
(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980) http://empirikos.blogspot.gr/

https://www.youtube.com/watch?v=U4J18BlM0C4



Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο - Από την Υψικάμινο

α. Παρουσία αγγέλων εντός ατμομηχανής β. Έλυτρον γ. Χειμερινά σταφύλια δ. Ισπαχάν ε. Θρυλικόν ανάκλιντρον στ. Τριαντάφυλλα στο παράθυρο ζ. Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους Παρθένου η. Κλωστήριον νυκτερινής ανάπαυλας




Ο Δρόμος

Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ' έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ' στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ' από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ' από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ' ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο !" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ' στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ' το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ' απ' την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ' από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ' ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε, κύριοι, απ' εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων. 

Ο Μέγας Ανατολικός



Ο Μέγας Ανατολικός είναι μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, την περίοδο 1990-92, σε οκτώ τόμους. Η συγγραφή του διήρκεσε από το 1945 μέχρι το 1951, ενώ η τελική του μορφή οριστικοποιήθηκε περίπου το 1970. Χαρακτηρίζεται ως το «έργο ζωής» του Εμπειρίκου και ένα από τα τολμηρότερα βιβλία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Αποτελεί το ογκωδέστερο ελληνικό μυθιστόρημα, το οποίο περιλαμβάνει, στην τελική μορφή του, πέντε μέρη που εκτείνονται σε 100 αριθμημένα κεφάλαια και περίπου 2.100 σελίδες. Η ελευθεροστομία του και το άκρως ερωτικό περιεχόμενό του προκάλεσαν αντιδράσεις, επιτρέποντας τη σύγκρισή του με άλλα γνωστά έργα της ερωτικής λογοτεχνίας, όπως τις 120 Μέρες των Σοδόμων του Μαρκήσιου ντε Σαντ
Το μυθιστόρημα πραγματεύεται το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεανίου «Μέγας Ανατολικός» από το λιμάνι του Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη, το οποίο ξεκινά στις 22 Μαΐου του 1867, στην ακμή της Βικτωριανής εποχής. Σύμφωνα με την περιγραφή που δίνεται, το εκτόπισμα του πλοίου υπερβαίνει τους 25.000 τόννους, το μήκος του είναι άνω των 690 ποδιών, το πλάτος του άνω των 80, ενώ το βάθος του αγγίζει τα 58 πόδια, μεγέθη που το καθιστούν το μεγαλύτερο πλοίο της υφηλίου.Το ταξίδι του «Μεγάλου Ανατολικού» του Ανδρέα Εμπειρίκου συνδέεται με τον ιστορικό πλου του τροχήλατου Great Eastern που συνέδεσε τη Μεγάλη Βρετανία με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 1860. Με αυτό το πλοίο ταξίδεψε ο Ιούλιος Βερν στην Αμερική το 1867, περιγράφοντας αργότερα το ταξίδι του στο μυθιστόρημα Πλωτή Πολιτεία (Une Ville flottante, 1871). Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του «Μεγάλου Ανατολικού» παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με εκείνα του Great Eastern, το οποίο διέθετε μήκος 211 μέτρα (692 πόδια), πλάτος 37 μέτρα (120 πόδια), βάθος 18 μέτρα (58 πόδια) και εκτόπισμα 32.160 τόννων,ωστόσο η ιστορία των δύο ταξιδιών τους διαφέρει σημαντικά.
Τα συμβάντα που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, καλύπτουν χρονικά δέκα ημέρες, από το απόγευμα της 21ης Μαΐου του 1867 μέχρι το μεσημέρι της 1ης Ιουνίου. Η αφήγηση είναι σχεδόν γραμμική, χωρίς να λείπουν χρονικές παρεκβάσεις που οφείλονται σε αφηγήσεις των χαρακτήρων, και πραγματοποιείται σε τρίτο πρόσωπο, αν και ορισμένες φορές ο αφηγητής εμφανίζεται να διαδραματίζει ένα ρόλο στα δρώμενα. Σε όλη την έκταση του έργου, επιχειρείται μία εξαιρετικά λεπτομερής περιγραφή όλων των γεγονότων. Τα τρία πρώτα μέρη του έργου περιγράφουν αντίστοιχα τις τρεις πρώτες ημέρες του ταξιδιού του «Μεγάλου Ανατολικού». Στο τέταρτο μέρος, πληροφορούμαστε για μία καταιγίδα που ξεσπά το βράδυ της τρίτης ημέρας, διάρκειας δύο ημερών, καθώς και τις εξελίξεις στο πλοίο κατά την έκτη και έβδομη ημέρα. To πέμπτο και συντομότερο μέρος του μυθιστορήματος εξιστορεί τα γεγονότα της δέκατης και τελευταίας ημέρας, περιγράφοντας την άφιξη του υπερωκεανίου στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, το ταξίδι που περιγράφει ο Εμπειρίκος στο «Μέγα Ανατολικό», αποτελεί στην πραγματικότητα μία αφορμή «για να δημιουργήσει μία κινούμενη μονάδα-νησίδα όπου, χωρίς τους περιορισμούς της πιθανοφάνειας, θα συσσωρεύσει όλες τις παραλλαγές και τις εκφάνσεις της σαρκικής ομιλίας από την ονείρωξη και τον αυνανισμό αρχινώντας, ως την επιδειξιομανία, τον ηδονοβλεπτισμό, τον λεσβιασμό, την παιδεραστία, την αιμομιξία, τον φετιχισμό, τον σαδισμό, τον μαζοχισμό, την κοπροφαγία και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου αποβλέποντας στην ικανοποίηση του ερωτικού ενστίκτου».
Πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι οι επιβάτες του υπερωκεανίου που διαπλέουν τον Ατλαντικό ωκεανό, απολαμβάνοντας τον έρωτα χωρίς όρια και σε όλες τις μορφές του. Ανήκουν σε όλες τις τάξεις και οι περισσότεροι από αυτούς είναι Αγγλοσάξονες, Βρετανοί και Βορειοαμερικανοί, αν και συνολικά εκπροσωπείται μία πληθώρα εθνικοτήτων, με την εμφάνιση Γάλλων, Πορτογάλων, Ισπανών, Ολλανδών, Σκώτων, Ιρλανδών, Ιταλών, Πολωνών, ενός ζεύγους Σουηδών, μίας οικογένειας Λαπώνων, ενός Ινδού μεγιστάνα, τριών Ελλήνων, Ρώσων, Γερμανών, Εβραίων, ενός Ελβετού, ενός ζεύγους Ούγγρων, μίας οικογένειας από τη Χαβάη, ενός Μεξικανού, Νοτιοαμερικανών και Βορειοαμερικανών αφρικανικής καταγωγής. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ο χαρακτήρας του Έλληνα ποιητή Ανδρέα Σπερχή, που κατά γενική ομολογία είναι εν μέρει αυτοβιογραφικός 

Αποσπάσματα 

Τὰ πράγματα ποὺ ὁ Ἀνδρέας ἠγάπα ὑπεράνω ὅλων τῶν ἄλλων, ἦσαν κατὰ σειράν, αἱ ἡδοναὶ τοῦ ἔρωτος, ἡ ποίησις καὶ τὰ μεγάλα ταξίδια - ὅμως, ὄχι ἐκεῖνα ποὺ ἐπιτρέπουν, ἁπλῶς, τὴν μουσειακήν, τρόπον τινά, διαπίστωσιν καὶ ταξινόμησιν τοῦ λεγομένου «ἐντοπίου χρώματος», ἀλλὰ τὰ ἐπιτρέποντα τὴν προέκτασιν, τὴν προβολὴν καὶ τὴν συμμετοχὴν ἑκάστου «Ἑνός», ἑκάστου «Ἐγώ», ἑκάστου Ἀτόμου, διὰ τῆς βιουμένης προσωπικῆς κατανοήσεως τῆς ὁλοκληρωτικῆς οὐσίας καὶ τῆς οἰκουμενικῆς ἐννοίας, εἰς τὴν καθολικότητα καὶ τὸν πλήρη ρυθμὸν τοῦ Κόσμου. Οὕτω, μὲ πρῶτον μέλημα τὸν ἔρωτα καὶ μὲ σύντροφον τὴν ποίησιν - ἥτις, εἰς τὴν βαθυτέραν τῆς ὑπόστασιν, δὲν διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν ἵμερον - ὁ Ἀνδρέας Σπερχής, εἶχε πραγματοποιήσει πολλὰ ταξίδια εἰς τὴν Δύσιν καὶ τὴν Ἀνατολήν, ἐξ ὧν, τὸ ἀνωτέρω ρηθέν, ὑπῆρξε τὸ μεγαλύτερον. Μετὰ τὴν ἀτυχῆ ἔκβασιν τῆς ἐρωτικῆς τοῦ περιπετείας εἰς τὰς Ἀθήνας, ἐπιστρέψας εἰς τὸ Λονδίνον, ἀπεφάσισε νὰ ἐπιβιβασθῆ ἐπὶ τοῦ «Μεγάλου Ἀνατολικοῦ», καὶ ἅμα τὴ ἀφίξει του εἰς τὸν Νέον Κόσμον, νὰ διασχίση ἀπ ἄκρου εἰς ἄκρον τὰς Ἠνωμένας Πολιτείας, τὰς ὁποίας δὲν εἶχε ἀκόμη ἐπισκεφθεῖ, καί, θέτων ἄλλην μίαν φορὰν εἰς ἐνέργειαν τὴν περὶ ταξιδίων θεωρίαν του, νὰ προσπαθήση νὰ λησμονήση τὴν νεάνιδα ποὺ ἔκαμνε τὴν καρδίαν του νὰ αἰμάσση.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, τόμος 1ος, σελ. 52

Ἀναπνέουσα βαθειά, ἡ Ὑβόννη ἐκοίταζε ἀκόμη τὸν οὐρανόν. Αἴφνης μία ἄλλη σκέψις, εἰς ἀδιάπτωτον ἀλληλουχίαν μὲ τὰς προηγουμένας ἐρχόμενη, ἔλαμψε εἰς τὸν νοῦν της. Ἧτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σὰν αἷμα σφύζοντος νεανικοῦ ὀργανισμού... Μήπως ἂν ἤλλασσε πεποιθήσεις καὶ ἰδίως τὴν συμπεριφορᾶν της εἰς τὴν ζωὴν ὡς πρὸς τὸν ἔρωτα, εἰς τὸν ὁποῖον ἕως σήμερον ὑπῆρξε τόσον πολὺ ἐλλειμματίας, θὰ ἤρχιζε δι αὐτὴν νέα ζωή, μία ζωὴ πανήδονη, γλυκύτατη -ἡ μόνη ὀρθή, ἀληθινὴ καὶ φυσική. Ἀλήθεια, μήπως τοῦτο ἧτο δυνατόν; Ἀκόμη ὀλίγα δευτερόλεπτα ἐκοίταξε τὸν οὐρανὸν ὡς ἐν ἐκστάσει ἡ Ὑβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη καὶ ἀναπνεόυσα βαθειὰ τὴν θαλασσίαν αὔραν... Ὤ, ναί, αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθη ἧτο ἀπολύτως δυνατόν. Ἀλλέως, δὲν θὰ ἔλαμπαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄστρα· ἀλλέως δὲν θὰ περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικὰ καὶ μὲ τόσην εὐρυθμίαν οἱ τρόχοι τοῦ «Μεγάλου Ἀνατολικοῦ»· ἀλλέως δὲν θὰ ἐσκόρπιζε τόσον θωπευτικᾶ, τόσον ἠδονικᾶ, κατὰ διαστήματα, εἰς τὸ πρόσωπόν της, τὸ ὑγρὸν ψιμμύθιν τοῦ θαλασίου ἀφροῦ, ἡ ἁπαλὴ πνοὴ τοῦ ἀνέμου... Ὤ, ναί, αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθη, ἧτο δυνατὸν νὰ γίνη κι ἡ ἀλλαγῆ αὐτή, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀρχίση ἀμέσως, θὰ ἧτο ὁ λυτρωμός της.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, τόμος 1ος, σελ. 111-12

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ 

Διάφανες αυλαίες
Στίχοι: Ανδρέας Εμπειρίκος
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου


Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω, βλέπω μπρος μου ό,τι ποθώ


Ποίηση Ανδρέας Εμπειρίκος
Moυσική Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

Με την ριπή του ανέμου στα μαλλιά
Της γυναικός που στροβιλίζεται μεσ’ το σαλόνι
Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τ’ όνομά της
Και με τους άντρες που σηκώνουν
Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
Μεσ’ την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας



Στίχοι: Ανδρέας Εμπειρίκος
Μουσική: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας
Πρώτη εκτέλεση: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας


Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ' τον ήλιο
με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνάντησε το νεαρό τιτάνα
με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα
Μες στο στήθος του...
στο στήθος του...

Το ρήμα κρουσταλλώθηκε και φέγγει
κι ακόμα τρέχουν τα κορίτσια
Μες στα πλατιά φουστάνια τους
στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα στο ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
σ' ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια

Φωνές θερμές, γλυκές παιδίσκες των ερώτων
πάνω στη γη κι επί των χόρτων ή στα φύλλα
βιβλίου γιομάτου δένδρα πράσινα σαν παραθύρια
που βλέπουν προς την ʼνοιξη
προς την Άνοιξη...
προς την Άνοιξη...

Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας
Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη
σφυγμένα δυνατά στη μέση της ημέρας

Πλατιά τα στέρνα μας
και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα

Ο φωτογράφος ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
(από την Όλγα Ντέλλα )






«Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι»

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο πεζογράφος και ποιητής, αλλά και φωτογράφος. Φωτογράφος σημαντικός και όχι μόνο αξιόλογος (γιατί αυτό το γνώρισμα εμπεριέχει κάτι το μέτριο, που απαιτεί τη συγκατάβαση και τη συμπάθεια μας). Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε, και είναι, φωτογράφος πολύτιμος. Γιατί η φωτογραφική ματιά του είναι προέκταση της ποιητικής του ματιάς. Ο φωτογραφικός φακός του λειτουργεί όπως περίπου το χαρτί και το μελάνι. Με την εικόνα αιχμαλωτίζει στίχους της ποίησης του. Και το αντίστροφο. Η φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου έχει τραβηχτεί από την ψυχή του και αγγίζει το υπερρεαλιστικό όραμα του, δηλ. το Εσαεί και το Τώρα, το χτίσιμο των Νέων Παραδείσων, την ανάγκη να υπάρξουν αυτοί οι Νέοι Παράδεισοι.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού αποκαλύπτεται σταδιακά και ως μανιώδης φωτογράφος, ένα γνώρισμα του που δεν το εγκατέλειψε ως το τέλος της ζωής του:
« Από τον Ιούλιο του 1954, στην Πάρο, κει που προχωρούσαμε το καταμεσήμερο μες στα στενά, είδαμε να μας έρχεται από αντίκρυ με ελάχιστο ρούχο μια ξανθή παιδούλα, θα έλεγες μόλις βγαλμένη από τον Όμηρο, μια σωστή «Ίρις Αγγελέουσα», που τσακίστηκες να την φωτογραφίσεις αλλά σου ξέφυγε. «Είναι σαν έμπνευση» μου είπες. «Δεν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε». Τα παραπάνω είναι λόγια του Οδυσσέα Ελύτη και απευθύνονται στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Είναι μιας πρώτης τάξεως μαρτυρία για μια όχι τόσο γνωστή συνήθεια του Εμπειρίκου: τη συνήθεια να καταγράφει με τη φωτογραφική του μηχανή διάφορα στιγμιότυπα, που βρίσκονταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του. Αυτή η όχι τόσο γνωστή συνήθεια του Εμπειρίκου ήταν μια αγαπημένη ασχολία για τον ποιητή και φωτογράφο, πλέον, Ανδρέα Εμπειρίκο. Σύμφωνα με μαρτυρία του γιου του ποιητή, Λεωνίδα Εμπειρίκου, ο πατέρας του έχει «τραβήξει» χιλιάδες φωτογραφίες, ενώ τα αρνητικά, που σιγά- σιγά αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια, είτε με εκθέσεις είτε με λευκώματα, μέρος μόνο αυτής της πολύτιμης ασχολίας μπορούν να αναδείξουν. Αν γίνει γνωστό, σε όλο του το βάθος, το φωτογραφικό έργο του ποιητή, θα μπορούμε πλέον να μιλάμε όχι μόνο για τον ποιητή Εμπειρίκο, αλλά και για έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους του 20ου αιώνα.
Την αγαπημένη του αυτή συνήθεια μία τουλάχιστον φορά κινδύνεψε να την πληρώσει πολύ ακριβά. Ήταν τον Δεκέμβριο του 1962, όταν ταξίδεψε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά στην τότε Σοβιετική Ένωση. Τη στιγμή που φωτογράφιζε στην Οδησσό τις σκάλες της πόλης που απαθανατίστηκαν στην ταινία «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Σεργκέι Αΐζενστάιν, συνελήφθηκε ως ύποπτος από το Σοβιετικό καθεστώς. Η ρωσομάθεια του αλλά, κυρίως, η ιδιότητα του επίσημου προσκεκλημένου του Eλληνοσοβιετικού Συνδέσμου, τον απάλλαξαν, μετά από λίγες ώρες γραφειοκρατικών διατυπώσεων, από την κατηγορία και τις ανακρίσεις. Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ 

Δημοφιλείς αναρτήσεις