Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Μωσαϊκό: ΦΡΙΝΤΕΝΣΡΑΙΧ ΧΟΥΒΕΡΤΒΑΣΕΡ

Μωσαϊκό: ΦΡΙΝΤΕΝΣΡΑΙΧ ΧΟΥΒΕΡΤΒΑΣΕΡ: ΦΡΙΝΤΕΝΣΡΑΙΧ ΧΟΥΒΕΡΤΒΑΣΕΡ (15 Δεκεμβρίου 1928 - 19 Φεβρουαρίου 2000) Ο Φριντενσράιχ Χουντερτβάσερ, ήταν αυστριακός ζωγράφος και αρ...

 Hundertwasser nz 1998 hg.jpg

Μωσαϊκό: Κωνσταντίνος Μπρουμίδης

Μωσαϊκό: Κωνσταντίνος Μπρουμίδης:   Ο Κωνσταντίνος Μπρουμίδης (1805-19 Φεβρουαρίου 1880) γεννήθηκε στην Ιταλία από Έλληνα πατέρα και Ιταλίδα μητέρα και ήταν ζωγράφος. Τ...

 Constantino brumidi.jpg

Μωσαϊκό: Αντρέ Μπρετόν

Μωσαϊκό: Αντρέ Μπρετόν:   O Αντρέ Μπρετόν (19 Φεβρουαρίου 1896-28 Σεπτεμβρίου 1966) ήταν σημαντικός Γάλλος λογοτέχνης. Ποιητής και δοκιμιογράφος, είναι ο...

 AndreBreton.jpg

Σήμερα...19/2


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΦΙΛΟΘΕΗ

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Σήμερα...18/2

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΛΕΩΝ  ΑΓΑΠΗΤΟΣ

Ανεπιθύμητοι στη Νέα Υόρκη...

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.


pronews.gr
Ανεπιθύμητοι στη Νέα Υόρκη για τις εορταστικές εκδηλώσεις για την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου οι Έλληνες βουλευτές σύμφωνα με απόφαση της  οργανωτικής επιτροπής.  
Οι εορτασμοί θα κορυφωθούν  με  τη μεγαλειώδη παρέλαση του Ελληνισμού στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης προς τιμήν της 198ης επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας και σε αυτή την παρέλαση δεν πρόκειται να προσκληθεί κανένας Έλληνας βουλευτής!
Η φετινή Παρέλαση θα είναι αφιερωμένη στην 100η επέτειο της Γενοκτονίας των Ποντίων με συνθήματα και για τα εθνικά θέματα της Μακεδονίας, της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου.
Τις επόμενες ημέρες θα ανακοινωθούν και τα ονόματα των Τελεταρχών και σύμφωνα με πληροφορίες θα πρόκειται για επιλογές που θα κάνουν πάταγο.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Παρέλασης Πέτρος Γαλάτουλας ανακοίνωσε πως φέτος για πρώτη φορά αποφασίστηκε ομόφωνα να μην σταλεί η οποιαδήποτε πρόσκληση προς τα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, καθώς η ψήφιση της συμφωνίας στις
Πρέσπες  έχει εξοργίσει την πλειοψηφία της ομογένειας.
Σε αποκλειστικές του δηλώσεις στο crashonline, ο πρώην Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης και νύν αντιπρόεδρος της Οργάνωσης Πέτρος Γαλάτουλας τόνισε:
«Για εμάς τους ομογενείς αποτελεί μία μαύρη σελίδα στην ιστορία η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αποφασίσαμε ομόφωνα, η μεγαλύτερη παρέλαση του Ελληνισμού, να γίνει χωρίς την παρουσία μελών της Κυβέρνησης αλλά και γενικότερα χωρίς Βουλευτές.
Είναι μία απόφαση που στέλνει και ένα ηχηρό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι η ομογένεια που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις ενάντια της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι σφόδρα δυσαρεστημένη με τον τρόπο που αγνοείται ο Ελληνικός λαός στα εθνικά μας θέματα.
Είμαστε στην διαδικασία λήψης και άλλων αποφάσεων καθώς η στάση μας απέναντι στην Ελληνική πολιτική σκηνή αναμένεται να σκληρύνει ακόμη περισσότερο».
Την απόφαση της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης, επικροτεί και η Παμμακεδονική Ένωση ΗΠΑ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόσκληση θα σταλεί μόνο σε εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, που συμμετείχαν στις αντιδράσεις για να μην περάσει η Συμφωνία. Ειδικότερα, το παρών θα δώσουν ο Δήμαρχος Αμαρουσίου Γιώργος Πατούλης ως Πρόεδρος των Δημάρχων της Ελλάδος, ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας ως εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Βόρεια Ελλάδα και ο Δήμαρχος Σάμου Μιχάλης Αγγελόπουλος ως Αντιπρόεδρος των Δημάρχων της Ευρώπης.
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!Τέλος όπως έγινε γνωστό και φέτος οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς θα καθηλώσουν τους θεατές στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Η ημερομηνία της παρέλασης ορίστηκε για τις 14 Απριλίου

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος "Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν "

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
Πληροφορίες για αυτόν τον ιστότοπο
homouniversalisgr.blogspot.com
Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὀναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ…
 
Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὀναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικὰς μας πανηγύρεις, τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. Ὁποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνές της, γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδημένοι, εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτον ἐκείνη ἄνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…
Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε κ’ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποὶ της ἔρωτα θείας ἀκμῆς, κ’ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφὴ της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον.

Ἠσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. Ἐφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνες, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθη». Μ’ ἔθελγε, μ’ ἐκήλει, μ’ ἐκάλει ἐγγύς της. Ἐπόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω• νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμόν της, ὅστις θὰ ἦτον ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν΄ ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἁδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν’ ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της, ν’ ἀνέλθω εἰς τοὺς κλῶνας, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας… Καὶ ἂν δὲν μ’ ἐδέχετο, καὶ ἂν μ’ ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμα της, καὶ μ’ ἔρριπτε κάτω, ἂς ἐπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαυὶδ θεολήπτου.
Ἐπόθουν, ἀλλ΄ ἡ συνοδία τῶν οἰκείων μου, μεθ’ ὧν ἐτέλουν τὰς ἐκδρομὰς ἐκείνας ἀνὰ τὰ ὄρη, δὲν θὰ ἤθελε νὰ μοὶ τὸ ἐπιτρέψει. Καὶ μίαν χρονιάν, ἦτο κατὰ τὰς ἐορτὰς τοῦ σωτηρίου ἔτους 186… , καθὼς εἴχομεν διέλθει πλησίον τοῦ δένδρου, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μέγα Μανδρί· – ἦτο δὲ τὸ Μέγα Μανδρὶ μικρὸς συνοικισμός, θερινὸν σκήνωμα τῶν βοσκῶν τοῦ τόπου. Ἑκατοίκουν ἐκεῖ ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ οἰκογένειαι ἀγροτῶν. Δύο ἐκ τῶν οἰκογενειῶν τούτων συνεδέοντο πρὸς τοὺς γονεῖς μου διὰ δεσμῶν βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. καὶ ὅλοι ἦσαν φίλοι καὶ συμπατριῶται μας.
Κατηρχόμεθα ἐκεῖ συνήθως τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, εἶτα πάλιν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἢ τὴν Πρωτομαγιάν, ἄλλοτε δὲ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἢ τῆς Ἀναλήψεως. Ἐπὶ τερπνοῦ λόφου ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἐλειτουργούμεθα.

Ἤγοντο ἐκεῖ χοροὶ καὶ πανηγύρεις· δρόσος καὶ ἀναψυχὴ καὶ χάρμα ἐβασίλευεν. Ἐθύοντο ἀρνία καὶ ἐρίφια, καὶ σπονδαὶ ἐγίνοντο πυροξάνθου ἀνθοσμίου. Ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἁμίλλης, δισκοβολίαι καὶ ἅλματα. Ἔπληττε τὰς πραείας ἠχοὺς ὁ φθόγγος τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς λύρας, συνοδεύων τὸ ἔρρυθμον βῆμα τῶν παρθένων πρὸς κύκλιον χορόν. Καὶ ξανθαί, ἐρυθρόπεπλοι βοσκοποῦλαι ἐπήδων, ἐπέτων, ἐκελάδουν.
Καθὼς εἴχομεν φθάσει ἐκεῖ, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, μὲ εἶχε κυριεύσει ζωηρότερον ἡ ἐντύπωσις ἡ μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα ἑκάστοτε οὐχὶ μακράν τοῦ δένδρου, ἀπέχοντος ἡμισείας ὥρας ὁδὸν ἀπὸ τὸ Μέγα Μανδρί. Ὁ δρόμος μας ἦτον ἐπὶ τῆς κλιτύος, ὀλίγον ὑψηλότερόν τῆς θέσεως ὅπου ἵστατο τὸ δένδρον, ἔτεμνε δὲ πλαγίως τὸ βουνόν… καὶ ἡ δρῦς ἡ μαγική, καθὼς ἐξηκολούθουν νὰ τὴν βλέπω ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν, μὲ ἐγοήτευε καὶ μὲ ἐκάλει, ὡς νὰ ἦτο πλάσμα ἔμψυχον, κόρη παρθενική τοῦ βουνοῦ.
Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἢ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους, καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας – καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἢ ἀπεμακρυνόμην ἀπ΄ αὐτῆς, τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δένδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος· ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον, προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη.
Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρῦν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν… Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας, καὶ εἶχε κρουσθεῖ τρελὰ ἀπὸ παιδικᾶς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων…εἶτα, πρὶν ἀπολύσει ἡ λειτουργία, ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος.
Δία πλαγίου, κρυφοῦ δρομίσκου τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ… διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. Ἐπίστευον ὅτι ἐγνώριζα καλὰ τὸν δρόμον.
Ἦτον ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερής, κ’ ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν΄ ἀσπασθῶ τὴν ἐρωμένην μου – ἐπειδὴ ἡ δρῦς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη παιδική μου ἐρωμένη – καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο, καὶ δὲν θὰ εἶχον ν΄ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους.

Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολλήγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὀψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν, καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινὰς κὰθ΄ ὁδόν. Πλὴν πὰρ΄ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐν συνοδίᾳ γυναικῶν καὶ παίδων καὶ ὑποζυγίων· οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν.
Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ, κ’ ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἂν μὲ συνήντων, μεμονωμένον, μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο, καὶ ἂν δὲν μ΄ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ΄ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον εἰς τοὺς γονεῖς μου, τοὺς ὁποίους θὰ εὕρισκον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδίον.
Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον, κ’ ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ΄ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἓν σταυροδρόμιον ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ΄ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοὶ ἔνευε μακρόθεν, καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.
Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερον, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα, καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι, μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἱμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας… Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.
Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ΄ ὅμως ἠσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλῶνάς της τοὺς κραταιούς, καὶ ἠνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. Ἑκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλῶνάς της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια… Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου….
Ἤμην ἀποσταμένος, καὶ δὲν εἶχον κοιμηθεῖ καλὰ τὴν νύκτα. Ὁ ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ΄ ἐβαυκάλησε, καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας, ὡς εἰς περίεργον παιδίον.

Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ δένδρον –ἔσωζον καθ΄ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου– μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι εὔτορνοι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα κατ΄ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν κ’ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο· ὁ κορμός μοῦ ἐφάνη ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον, μὲ δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι εἰς τὸ ἄπειρον, εἴτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ΄ ἧς ἐγὼ ἐκείμην· καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα, μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ΄ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.
Τὸ πόρισμά μου, τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθέν, καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο: «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη· καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν, εἶναι γυναῖκες!»
Ὅταν μετ΄ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Καταρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά…»
Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα· ἡ κόρη – ἡ δρῦς, εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγεν:
-Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν….διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ΄ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον…
Ἐξύπνησα ἔντρομος, κι ἔφυγον… Ἦτο ἤδη μεσημβρία, καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει…. Ἔκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος… Ἀπὸ τὸν ἀντικρινὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλεῖ ἐξ ὀνόματος.
Ἦτον εἷς μικρὸς βοσκός, μὲ τὴν κάππαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν του, καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὠδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος, καί, νὰ τρέξω, νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω….
Δὲν ἐνόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργότερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας ὅτι ἡ Ἀμαδρυὰς συναποθνήσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη…

Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου, κ’ ἐπεσκέφθην τὰ τοπία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον ἔνθα ἦτόν ποτε ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.
Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.
Ὅταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ «Μεγάλο Δέντρο», τὸ ὁποῖον ἦτον ἕνα καιρὸν ἐκεῖ, μοὶ ἀπήντησεν:
-Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργένης τὸ ἔκοψε…μὰ κ’ ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκούρι του· ὅλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα… Σὰν τὸ ΄κοψε κι ὕστερα, δὲν εἶδε χαΐρι καὶ προκοπή. Ἀρρώστησε, καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε… Τὸ Μεγάλο Δέντρο ἦτον στοιχειωμένο.
(1901)

http://papadiamantis.net/

Γλυκές και νηστίσιμες καριόκες

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

eisaimonadiki.gr
Γλυκές και νηστίσιμες καριόκες με λίγα υλικά. Φτιάξε και εσύ τις πιο…

Γλυκές και νηστίσιμες καριόκες με λίγα υλικά

Γλυκές και νηστίσιμες καριόκες με λίγα υλικά. Φτιάξε και εσύ τις πιο νόστιμες και εύκολες καριόκες για να γλείφεις τα δάχτυλα σου.

νηστίσιμες καριόκες

kariokes-gika-sintagi-diatrofi-nisitisima-eisaimonadikigr


Οι καριόκες είναι από τα πιο νόστιμα και τα πιο γρήγορα γλυκά που υπάρχουν. Θυμάμαι από παλιά που τις αγοράζαμε από το ζαχαροπλαστείο και πέφταμε με τα μούτρα και τις εξαφανίζαμε. Το πιο ωραίο γλυκό των παιδικών μας χρόνων που όταν μεγαλώσαμε, μάθαμε πως να το φτιάχνουμε και μόνες μας.
Συνέχισε να διαβάζεις και μάθε εσύ πως μπορείς να φτιάξεις αυτό το λατρεμένο γλυκό για εσένα και την οικογένεια σου.
  

Τι θα χρειαστείς για τις νηστίσιμες καριόκες 

1 πακέτο μπισκότα της επιλογής σου ή 2 πακέτα φρυγανιά τριμμένη
3 κουταλιές της σούπας ζάχαρη άχνη
2 κουταλιές της σούπας κακάο σε σκόνη
200 γραμμάρια καρυδόψιχα
1 βανίλια
λίγο λικέρ
2 ποτήρια νερό
2 κούπες ζάχαρη

Τι θα χρειαστείς για την επικάλυψη σοκολάτας:

  • 1 σοκολάτα μαύρη
  • 200 γραμμάρια κρέμα γάλακτος (αν θέλετε να γίνουν νηστίσιμες, μην βάλετε κρέμα γάλακτος)

Διαδικασία

nistisimes-kariokes-glika-diatrofi-sintagi-eisaimonadikigr
Για αρχή παίρνουμε το νερό και το βάζουμε μαζί με τη κανονική ζάχαρη σε ένα κατσαρολάκι. Τα αφήνουμε να βράσουν για 10-15 λεπτά μέχρι να πάρει χρώμα και αποσύρουμε το σιρόπι στην άκρη για να κρυώσει μιας και το θέλουμε σχετικά παγωμένο.

Στη συνέχεια σπάμε στο μπλέντερ μας, τα μπισκότα και τα καρύδια αν δεν έχουμε κανονική καρυδόψιχα. Τα βάζουμε σε ένα μεγάλο μπολ και προσθέτουμε μέσα, τη ζάχαρη άχνη, το κακάο και τη βανίλια. Ανακατεύουμε όλα μαζί τα στερεά υλικά και αφού έχει κρυώσει το σιρόπι μας το ρίχνουμε σιγά σιγά μέσα στο μείγμα ανακατεύοντας ταυτόχρονα μέχρι να γίνει μία μαλακή ζύμη που θα μπορούμε να πλάσουμε. Μπορεί να μην χρειαστεί και όλο το σιρόπι μας. Αν θέλετε να γίνει πιο σφιχτή, απλά προσθέστε και άλλο τριμμένο μπισκότο. Τέλος, ρίχνουμε και το λικέρ και η ζύμη μας είναι έτοιμη.

Έπειτα, άπλωσε ένα κομμάτι λαδόκολλα σε ένα ταψί και βάλε μέσα τη ζύμη δουλεύοντας τη μέχρι να πάρει ένα σχήμα κορμού σοκολάτας. Τύλιξε τη σφιχτά με τη λαδόκολλα και άφησε τη στο ψυγείο να παγώσει για μία ώρα.

Μέχρι να παγώσει ο κορμός, λιώσε τη μαύρη σοκολάτα σε μπέν μαρί και πρόσθεσε και τη κρέμα γάλακτος ανακατεύοντας συνεχόμενα. Αν θέλεις να γίνουν νηστίσιμα, μην προσθέσεις τη κρέμα γάλακτος.
kariokes-kormos-diadikasia-glika-sintages-nistisima-eisaimonadikigr
Μόλις βγει ο κορμός από το ψυγείο, κόψε τον σε φέτες, πέρασε τη καθεμία από τη σοκολάτα και βάλε τα σε λαδόκολλα σε ένα ταψί και άσε τα να κρυώσουν για 3-4 ώρες στο ψυγείο. Οι καριόκες μας είναι έτοιμες να τις απολαύσουμε.
Καλή επιτυχία!

Δημοφιλείς αναρτήσεις