Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Διήγημα : Το σκιάχτρο του Στράτου Κ. (Abuno) *

http://www.ideostato.gr/2013/02/blog-post_17.html

Διήγημα : Το σκιάχτρο

του Στράτου Κ. (Abuno) * Ταξίδεψα για χρόνια. Πέρα από τον χρόνο και τον κόσμο. Μόνος. Είδα όσα κανένας άνθρωπος δεν έχει δει, έμαθα μυστικά που άλλοι θα σκότωναν για να μάθουν. Πέρασα περάσματα στενά, ανήλιαγα. Καταδύθηκα στην άβυσσο της παγκόσμιας ψυχής, για να βρω λίγο φως, για να βρω μιαν ελπίδα που θα με κρατήσει ζωντανό, αλώβητο. Είδα βασιλιάδες να πέφτουν, αυτοκρατορίες να γκρεμίζονται σαν τραπουλόχαρτα στο κενό. Ένιωσα τον πόνο, τον ανθρώπινο πόνο. Κουβάλησα το αβάσταχτο φορτίο της ύπαρξης για αιώνες, σαν λίκνο μέσα στο σκοτάδι. Κουβάλησα και αυτό το κορμί, το κουρασμένο, το φθαρτό, αυτό το σκέπασμα της ψυχής, της αιώνιας, της άφθαρτης ψυχής μου. Κατέβηκα στην κόλαση, βούτηξα το πνεύμα μου στον βούρκο της αμαρτίας και το λέρωσα ανεπανόρθωτα και αμετάκλητα. Άλλαξα. Ξέχασα. Έγινα σκληρός σαν πέτρα, για να αντέξω τα δάκρυα του χρόνου. Και άντεξα. Βρέθηκα στην έρημο της ζωής, κάτω από έναν ήλιο που δεν λυπάται τίποτα. Ορδές κοράκων πετούσαν κυκλικά πάνω από το κεφάλι μου. Μαύρα πτηνά, που προλέγουν τον θάνατο και τη λήθη. Περπάτησα σκυφτός αγνοώντας τα. Το δέρμα μου ξεράθηκε και σε λίγο άρχισε να ξεφτίζει και να διαλύεται, αφήνοντας πίσω του ένα άλλο δέρμα, πιο σκληρό, πιο λαμπερό. Βγήκα, σαν μέσα από κουκούλι, ένας καινούργιος άνθρωπος και τότε άρχισε να νυχτώνει, τα χρώματα χάθηκαν. Αστέρες εμφανίστηκαν στο ουράνιο στερέωμα και με κοιτούσαν επίμονα, μα άδολα. Τότε μια μοίρα έπεσε μπροστά μου. Ο σκοπός μου, φανερώθηκε. Ο καιρός σταμάτησε για λίγο και ένα βουνό σκοτεινό και απόκοσμο υψώθηκε μπροστά στα μάτια μου, στα υγρά, άδεια μου μάτια. Κεραυνοί έσκιζαν τους αιθέρες με άκρατη ορμή, κάνοντας την καρδιά μου να ταράσσεται. Τρόμος με κυρίευσε, μα ήταν αργά τώρα πια και δεν υπήρχε γυρισμός. Άρχισα να ανεβαίνω την πλαγιά με βήματα βαριά, με βλέφαρα βαριά. Όσο πλησίαζα στην κορυφή, τόσο πύκνωναν οι κεραυνοί από πάνω μου, καθώς πελέκιζαν τον αέρα με δύναμη ανείπωτη. Έφτασα. Έκατσα πάνω στους αστραγάλους μου, υπό του αστερόεντος ουρανού και προσευχήθηκα για αιώνες. Δίχως να μετρώ τα φεγγάρια που περνούν. Υψώθηκα πάνω απ’ τον κόσμο, στο άπειρο. Εκεί ανακατεύτηκα με τα στοιχεία, έγινα ένα με τις δυνάμεις και εισχώρησα παντού. Η ύλη δεν ήταν πια φραγμός, αλλά γέφυρα, που με ένωσε με κάθε μορφή ζωής, με κάθε ζωντανό μόριο του σύμπαντος. Έμεινα σε αυτή τη κατάσταση για χρόνια αμνημόνευτα, ταξιδεύοντας μέσα στις φλέβες του κόσμου, με ταχύτητες μεγαλύτερες από αυτή του φωτός. Γεννήθηκα σαν γαλαξίας και έσβησα σαν άστρο, ανατινάχτηκα σαν έκρηξη υδρογόνου και συσπειρώθηκα σαν μαύρη τρύπα, την ίδια στιγμή. Όλα σε μια στιγμή. Έγινα ήχος και κύμα και σταγόνα και θάλασσα και ωκεανός. Ήμουν το παν! Έπαρση με κατέλαβε. Και είδα τη Γη και την ερωτεύτηκα, ήθελα να την κατοικήσω. Το είδωλό μου αντικατοπτρίστηκε γυμνό, στα καθαρά της, τρεχούμενα νερά. Η φύση γοητεύτηκε από την παρουσία μου, με ήθελε δικό της. Ο ουρανός με άφησε ελεύθερο και έτσι, μόλις τα φτερά μου πήραν φωτιά, άρχισα να πέφτω με φόρα, περνώντας μέσα από τις σφαίρες, ρουφώντας όλες τους τις ιδιότητες. Μέχρι που προσέκρουσα στο σκληρό χώμα, ανοίγοντας έναν κρατήρα στο έδαφος, που μέχρι και σήμερα ακόμα, αναβλύζει αιωνιότητα. Εκεί ρίζωσε ο Μύθος. Ο θυμός του κόσμου. Το κρυφό μυστικό των αιώνων. Είχα εκπέσει. Εγώ, ο λαμπρότερος όλων, είχα εκπέσει. Μέσα απ’ τις στάχτες, ξαναγεννήθηκα! Ο άνεμος με κουβάλησε στους ώμους του. Η Σελήνη με βύζαξε στην αγκαλιά της και ο Ήλιος με έμαθε να κοιτώ. Πάνω σε ουράνια τόξα έκανα τα πρώτα μου βήματα, βαπτισμένος στο φως και στο ψέμα. Ανδρώθηκα, ήπια κρασί και μέθυσα. Πολέμησα και σκότωσα και αδίκησα και τιμώρησα. Μα πιο πολύ, πόνεσα. Αναγκασμένος να σέρνω το σώμα μου παντού, αυτό το δυσβάσταχτο δώρο της ζωής, το τόσο κουραστικό. Έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Αυτή η τραγωδία, που θυμίζει το μαρτύριο του Σίσυφου. Αυτή η κατάρα που είναι δικιά μου, μόνο δικιά μου. Αυτή η σκιά, που μεγαλώνει μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα, μέχρι να τα σκεπάσει όλα. Έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Έψαξα στην απέραντη, σφαιρική γη για ένα σπίτι, ένα μέρος να ακουμπήσω, να ζεστάνω την ψυχή μου, το ψύχος της ψυχής μου. Έτρεμα από το κρύο. Η ζωή, μου αντιστάθηκε για αιώνες, ήθελε να με εξορίσει. Μα εγώ μόλις τώρα άρχισα να συνηθίζω το καινούργιο μου σώμα. Πολλαπλασιάστηκα γρήγορα. Το αμάρτημά μου ξεχάστηκε και σβήστηκε από τα κιτάπια της ζωής. Λαχταρώ όσο τίποτα τον παλιό μου τόπο, ποθώ διακαώς να γυρίσω στον ουρανό και να λάμψω ξανά, ανάμεσα στα αδέρφια μου, δίπλα στον Πατέρα. Καίγομαι, βασανίζομαι εδώ κάτω, εδώ είναι η κόλαση, η κόλασή μου. Γερνάω μα δεν πεθαίνω, πονάω μα δεν λυτρώνομαι, ουρλιάζω μα δεν ακούγομαι. Με φυλάκισαν στον χρόνο και δεν μπορώ να ξεφύγω, είμαι ένα θύμα της ύλης, ένας Γολγοθάς. Και η φωτιά του, μέσα μου χορεύει ακατάπαυστα, έναν χορό αλλοπρόσαλλο, σκάβοντας μου τα σωθικά, οργώνοντας το είναι μου. Φρίκη και όνειδος, λύπη και τρόμος, ανακατεύτηκαν όλα μαζί σε ένα χαρμάνι μαύρο, σε έναν βούρκο που με πλημμυρίζει εκ των έσω. Είμαι ένα τέρας πια, ένας εφιάλτης. Μόνο εμετούς κουβαλάω στα σπλάχνα μου, μόνο σαπίλα έχω στο κορμί μου, μόνο κακό έχω μέσα μου πια, μόνο κακό. Είμαι ένας δαίμονας, ένα στοιχειό κακόβουλο, μια αρρώστια. Σέρνομαι σαν ερπετό στις παρυφές του κόσμου, προσπαθώντας να κλέψω λίγες σταγόνες ζεστού αίματος, που θα με κάνουν να θυμηθώ τη ζωή. Ψάχνω κάθε τόσο ένα καινούργιο σώμα να κατοικήσω, γιατί σε όποιο μπαίνω, αυτό λιώνει γεννώντας σκουλήκια που του τρώνε τα μάτια και την γλώσσα. Είμαι καταραμένος. Εκλιπαρώ για λίγη γαλήνη. Για ένα κορμί σταθερό, που να μην πονά, να μη νιώθει τίποτα, μόνο να κοιτά άπραγα το κενό, Πώς κατάντησα έτσι; Τι αίσχος; Τι ντροπή! Εγώ! Που κάποτε ήμουν φως. Εγώ, που στο διάβα μου δίπλα, φτερούγιζαν άγγελοι ψέλνοντας μελωδίες θεϊκές. Εγώ, που πατούσα στην χέρσα γη και αυτή άνθιζε και γέμιζε ευωδιές. Τώρα σκιές με τυλίγουν, τώρα βρωμιά με σκεπάζει και μόνο θάνατο μυρίζω πια, μόνο θάνατο. Μαύροι κόρακες με περιγελούν, δεν τους τρομάζω πια.
 Μόνο η απαλή πρωινή αύρα, μόνο αυτή με αγαπά.
Είμαι ένα σκιάχτρο.


* Ο Στράτος Κ. (Abuno) γεννήθηκε στον πλανήτη Γη. Ζει και ονειρεύεται όμως, σε έναν φανταστικό κόσμο. Σε κάποια από τις διαστάσεις, μπορεί να τον συναντήσετε να περιπλανιέται στους δρόμους της Θεσσαλονίκηςιστολόγιο ] [ e-mail ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις