Από το 1919, στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει
έργα της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας
ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες
δημιουργίες του. Όμως, την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του
έγιναν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι
αποκήρυξαν τη στροφή του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Η
διάσταση των απόψεων του ντε Κίρικο με τους υπερρεαλιστές
επισημοποιήθηκε το 1926, όταν τον χαρακτήρισαν ως μία «μεγαλοφυΐα που
χάθηκε».
Το 1925 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα
παραγωγική περίοδος. Η δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το
1929, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε τη διακόσμηση του σπιτιού τού
Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια
περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros),
ενώ φιλοτέχνησε και μία σειρά λιθογραφιώνΈζησε για ένα διάστημα στην
Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι
το 1934. Το 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για τα επόμενα δύο χρόνια
και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους,
επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.
Για ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου,
έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1940, με νέο ύφος με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και με
πολεμική διάθεση ενάντια στη μοντέρνα τέχνη, συμμετείχε στην 23η
Μπιενάλε της Βενετίας. To έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη αμφισβήτηση
από τους κριτικούς. Τότε ο ντε Κίρικο εξέφρασε την αντίθεσή του στη
«δικτατορία» του μοντερνισμού μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων. Μάλιστα,
κατά την περίοδο 1950-3 οργάνωσε την «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας
έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα
τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε στη Ρώμη το 1978.
Οι μεταφυσικοί πίνακές του εικονίζουν τα αντικείμενα αποξενωμένα από τον
πραγματικό τους χώρο και τοποθετημένα σε κάποιον φανταστικό, ο οποίος
φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με τα πραγματικά του συναισθήματα. Επίσης
χρησιμοποιούνται συχνά κούκλες-ανδρείκελα, που έχουν στόχο να
απογυμνώσουν την ανθρώπινη μορφή από το συναισθηματικό της περιεχόμενο,
να τονίσουν το στοιχείο της σιωπής και να παρουσιάσουν τη ζωή σαν ένα
ασήμαντο και μάταιο κουκλοθέατρο. Έλεγε σχετικά: «Με δεδομένη την ολοένα
πιο υλιστική και πιο πραγματιστική προσέγγιση της σύγχρονης εποχής, δε
θα με εξέπληττε στο μέλλον μια κοινωνία στην οποία, όσοι ζουν για τις
πνευματικές απολαύσεις δε θα έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση
στον ήλιο».
[Επιμέλεια: Βικτωρία Κουτσουπιά, για το Ινστιτουτο Μελετων Ελληνικης Τέχνης, Artem]