Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Μωσαϊκό: Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ "Η Προσευχή του Διάκου"

Μωσαϊκό: Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ "Η Προσευχή του Διάκου": Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ "Η Προσευχή του Διάκου" την παραμονή της μάχης της Αλαμάνας ΠΙΝΑΚΑΣ Κ ΠΑΡΘΕΝΗΣ "Αποθέωση του Αθανασίου Δ...

 ΠΙΝΑΚΑΣ Κ ΠΑΡΘΕΝΗΣ "Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου" (1931). Ελαιογραφία

Μωσαϊκό: Το τραγούδι της Ελένης

Μωσαϊκό: Το τραγούδι της Ελένης: Το τραγούδι της Ελένης Η Ελένη σώπαινε χαρούμενη μεσ’ στη νυχτιά γρικώντας το παραμύθι της να κλώθεται στης φαντασι...

 Αποτέλεσμα εικόνας για Sir Edward Poynter: " Η Ελένη της Τροίας"

Μωσαϊκό: ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ -απόσπασμα

Μωσαϊκό: ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ -απόσπασμα: Γ ΣΕΦΕΡΗΣ (13 Μαρτίου 1900 – 20 Σεπτεμβρίου 1971) Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους- ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακ...

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

"Ο Χαρταετός!"

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
homouniversalisgr.blogspot.com
Ζηλεύω πάντα τα πουλιά. Ήθελα να έχω δυο φτερά για να πετάω εκεί…
Ζηλεύω πάντα τα πουλιά.
Ήθελα να έχω δυο φτερά
για να πετάω εκεί ψηλά στα σύννεφα.
Στον ουρανό, στα αστέρια...
Ακούς;
Γι’ αυτό πετάω χαρταετούς.
Έτσι η ψυχή πετάει στα σύννεφα ακουμπάει.
Νιώθω τότε τέτοια χαρά και ας μου λεν...
Βρε μασκαρά δεν πας καλά.
Μεγάλωσες!
Μαζέψου!
Αμ μεγαλώνει η ψυχή;
Για σκέψου... 
*Εύη*
 
 

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Μωσαϊκό: Ο. ΕΛΥΤΗΣ –ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (απόσπασμα)

Μωσαϊκό: Ο. ΕΛΥΤΗΣ –ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (απόσπασμα): Ο. ΕΛΥΤΗΣ –ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (απόσπασμα) Πίνοντας ήλιο κορινθιακό Διαβάζοντας τα μάρμαρα Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες Σημαδεύοντα...

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
eoniaellhnikhpisti.blogspot.com
 

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1859 - 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1943) : ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΤΙΤΑΝΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΟΥ Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΘΑ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΕΣ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΝΘΕΟ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Πηγὲς πληροφοριῶν: Θ. Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία, Ὑδρία, Δομή καὶ Πάπυρος Larousse Britannica

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς εἶναι ὁ νεότερος ἐθνικὸς ποιητής μας καὶ μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες πνευματικὲς φυσιογνωμίες τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν θεμελίωση τῆς νέας λογοτεχνίας μας.
Γεννήθηκε στὴν Πάτρα, στὶς 13 Ἰανουαρίου 1859. Ἦταν ὅμως Μεσολογγίτης, καὶ στὸ Μεσολόγγι πῆγε νὰ μείνει, ὅταν ἔγινε ὀχτὼ χρονῶν, ὁπότε ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ γονεῖς. Ἐκεῖ τελείωσε τὶς γυμνασιακές του σπουδές. Τὸ 1875 ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ γράφτηκε στὴ Νομικὴ σχολή. Παράλληλα ἐργαζόταν σὲ διάφορα περιοδικά, κι ὕστερα μπῆκε ὡς συντάκτης ἢ συνεργάτης σὲ διάφορες ἐφημερίδες. Ἡ ἐργασία του στὸν τύπο δὲν ἦταν μόνο ἐπαγγελματική, ἀλλὰ καὶ λογοτεχνικῆς μορφῆς. Τὰ γράμματα, ἡ ποίηση, ἡ κριτική, ἡ τέχνη τὸν ἀπασχολοῦσαν τόσο, ὥστε τελικὰ ἐγκατέλειψε τὶς νομικὲς σπουδές, γιὰ ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὴ λογοτεχνία.
Ἡ ποίηση ἦταν ἀκόμα τότε ρομαντική, φλύαρη καὶ πλαστογραφοῦσε τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Ὁ Παλαμᾶς φιλοδόξησε κάτι καινούργιο, ἑλληνικό, πραγματικό. Καὶ τὸ πέτυχε, μὲ τὸν ὄγκο τοῦ ποιητικοῦ ἔργου του, μὲ τὴν ποιότητα τῆς προσφορᾶς του καὶ μὲ τὶς κάθε εἴδους ἐργασίες, μὲ τὶς ὁποῖες γνώρισε στὸ ἑλληνικὸ κοινὸ τὶς προόδους τῶν Εὐρωπαίων, καὶ ἀνέβασε τὴ στάθμη τῆς ἐγχώριας λογοτεχνικῆς παραγωγῆς.
Γιὰ πολλὰ χρόνια ἔγραφε ἄρθρα στὴν «Ἀκρόπολη» καὶ χρονογραφήματα στὸ «Ἐμπρός». Ὡς κύριο ὅμως βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα εἶχε τὴ θέση του στὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου διορίστηκε Γενικὸς Γραμματέας τὸ 1897 καὶ ὑπηρέτησε μέχρι τὸ 1928. Δηλαδὴ πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια, τὰ πιὸ ἀποδοτικὰ τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἐργαζόταν ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ, μόνο τὴ νύχτα, ξαγρυπνώντας, μποροῦσε ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὰ δικά του γραψίματα. Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τὸ 1926, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἱδρυτικὰ μέλη της, καὶ τὸ 1930 ἔγινε Πρόεδρός της.
Ἐπίσης ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ἔμενε στὸ ἴδιο σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἀσκληπιοῦ ἀριθ.3. Ἀπὸ τὸ παράθυρό του ἔβλεπε πάντα τὴν ἴδια εἰκόνα μὲ τὸ κυπαρίσσι, ποὺ μᾶς ζωγραφίζει στὸ σχετικὸ ποίημα, στὴ συλλογὴ Ἀσάλευτη ζωή. Τὸ γραφεῖο του, τὸ «κελλί» του ὅπως τὸ ἔλεγε, ἦταν ὁ ναός του. Ἀπ᾿ ἐκεῖ πέρασε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς του, νὰ τὸν ἰδεῖ. Γιατί ὁ ἴδιος, δύσκολος στὶς ἀλλαγές, στὰ ταξίδια, στὶς μετακινήσεις, εἶχε καθηλωθεῖ σὲ μίαν «ἀσάλευτη ζωή». Ὅλες του οἱ μετακινήσεις καὶ τὰ ταξίδια γίνονταν μὲ τὴ φαντασία, στοὺς κόσμους τοῦ πνεύματος καὶ στὸ βάθος τῆς ἱστορίας. Ὅταν τὸ σπίτι αὐτὸ χρειάσθηκε νὰ γκρεμιστεῖ, ὁ Παλαμᾶς «μετώκησε» στὴν ὁδὸ Περιάνδρου 5, ὅπου καὶ πέθανε κατὰ τὴν Κατοχή, σεβάσμιος πρεσβύτης, 84 ἐτῶν, στὶς 27 Φεβρουαρίου 1943.
Ὁ θάνατός του ἀποτέλεσε ἐθνικὸ πένθος. Χιλιάδες κόσμος συγκεντρώθηκαν αὐθόρμητα στὸ νεκροταφεῖο, νὰ τὸν ξεπροβοδίσουν στὴν τελευταία του κατοικία. Ἐκεῖ ὁ Σικελιανὸς τὸν ἀποχαιρέτησε μὲ τὸ βροντερὸ ποίημά του, ποὺ ἀρχίζει: «Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες»…, ἐνῶ ἡ λαοθάλασσα τῶν θαυμαστῶν του τραγουδοῦσε τὸν Ἐθνικό μας ὕμνο. Ἀπὸ τότε μύριες ὅσες τιμητικὲς ἐκδηλώσεις ἔχουν γίνει στὴ μνήμη του. Κυκλοφόρησαν ἀναμνηστικὰ τεύχη, στήθηκε ἡ προτομή του, γιορτάστηκε τὸ Ἔτος Παλαμᾶ, κυκλοφόρησαν γραμματόσημο μὲ τὴν εἰκόνα του, καί, τέλος, ἱδρύθηκε τὸ Ἵδρυμα Παλαμᾶ, γιὰ νὰ ἐκδώσει πλήρη, ὑπεύθυνα καὶ σχολιασμένα τὰ Ἅπαντά του, καὶ τὰ ὁποῖα τελικὰ ἐκδόθηκαν σὲ δεκαέξι τόμους, 8986 σελίδες!
Τὴν ἐποχὴ ποὺ παρουσιάστηκε ὁ Παλαμᾶς στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, γύρω στὰ 1876, τὴν πνευματικὴ ζωὴ τὴν ἔπνιγε ἡ συμφορὰ τοῦ ἄκρατου ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ ἄχαρου καὶ ἄψυχου «ἠθογραφισμοῦ». Ἡ ποίηση ἄψυχη, ρηχή, καὶ ψεύτικη ρητορεία, δὲν εἶχε οὔτε ὕφος, οὔτε οὐσία. Ὅλη ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ Σολωμοῦ ἔμενε ἄγνωστη κι ἄγονη πνευματικὴ κληρονομιά, ἀχρησιμοποίητη καὶ παραπεταμένη. Ὁ Παλαμᾶς ἔβγαλε τὴν ποίηση ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο. Ἔγινε ὁ ἀνακαινιστὴς κι ἀναγεννητής της, καὶ τῆς ἄνοιξε ξανὰ διάπλατους τοὺς δρόμους της. Ὁ Παλαμᾶς ἦταν γεννημένος ποιητής.
Γράφει στίχους ἀπὸ τὰ 17 του χρόνια κι ὕστερα ἀπὸ τὰ Τραγούδια τῆς πατρίδος μου, τοὺς Ἰάμβους καὶ Ἀνάπαιστους, φθάνει τὴν ποίηση στὸ μεσουράνημα μὲ τὴ συλλογὴ Ἀσάλευτη ζωή. Μὲ τὴν πολυμορφία του, μὲ τὴν πολύτροπη τεχνική του, μὲ τὴν ἐξαιρετικὴ ποικιλία τῶν ρυθμῶν, τὰ ἐκφραστικὰ μέσα τοῦ ἔμμετρου λόγου, πλούτισε τὴν ποιητικὴ γλώσσα ὅσο κανένας ἄλλος ἴσαμε σήμερα. Ὁ Παλαμᾶς στάθηκε πενήντα χρόνια ὁ μεγάλος δάσκαλος καὶ ὁ μεγάλος δημιουργός, καὶ γιατί καλλιέργησε καὶ προίκισε τὴν ποίησή μας μ᾿ ἕνα παντοδύναμο ἐκφραστικὸ ὄργανο, τὴ νεοελληνικὴ δημοτική μας γλώσσα, καὶ γιὰ ὅσα συντέλεσε ὁ ἴδιος καὶ γιὰ ὅσα βοήθησε γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῆς χώρας του καὶ γιὰ τοὺς σπόρους ποὺ ἄφησε νὰ βλαστήσουν στὸ μέλλον.
Ὁ Παλαμᾶς μέχρι τὸ 1890, περίπου, δούλευε τὸ στίχο στὴ δημοτικὴ καὶ τὰ γραπτά του στὴν καθαρεύουσα. Τὴ μεγάλη κι ὁλοκληρωτικὴ στροφὴ πρὸς τὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ τὴν ἔκαμε μετὰ τὸ Ταξίδι τοῦ Ψυχάρη, ἂν καὶ εἶχε βαθιὰ συγκινηθεῖ, ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Ροΐδη στὰ 1877, μὲ τὶς διαλέξεις του «Περὶ συγχρόνου Ἑλληνικῆς ποιήσεως» καὶ «Περὶ συγχρόνου Ἑλληνικῆς κριτικῆς». Ποτίστηκε μὲ ἀνησυχίες καὶ γλυκοχάραξαν στὴ φαντασία του ἄπειρες φιλοδοξίες γιὰ τὸ μέλλον. Ὁ Ψυχάρης μὲ τὸ «Ταξίδι» του ἔριξε τὴν κανονιὰ ποὺ ἔφερε ἀναστάτωση πρωτοφανῆ στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους, καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων τῆς ἐποχῆς καὶ γενικότερα στὴν κοινωνία. Ἔγινε ὁ ἡγέτης, ὁ πολεμιστής, ποὺ διακήρυξε: «Θέλω δόξα καὶ γροθιές». Ὁ Παλαμᾶς ὅμως ἦταν προορισμένος νὰ λύσει τὸν γόρδιο δεσμὸ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὴ φιλολογία τῆς νέας γενιᾶς πρὸς νέους δρόμους, πρὸς καινούργια ἀπάτητα μονοπάτια, ἀφοῦ περνοῦσε ἀπὸ μία κάθαρση, ποὺ χρόνια περίμενε τὸ ἔθνος. Καὶ πραγματικά, ὁ ποιητὴς στάθηκε ὁ Μεσσίας τοῦ στίχου καὶ τοῦ τραγουδιοῦ, ποὺ ἔφερε τὴν ποθητὴ ἀναγέννηση καὶ σύνδεσε τὸν «Ἐρωτόκριτο» μὲ τὸν Σολωμό, καὶ τὴν ἐποχή του.
Ἡ παλαμικὴ σκέψη καὶ ἡ παλαμικὴ ποίηση στάθηκαν ὡς μιὰ προσπάθεια, γιὰ νὰ νιώσουμε τὸ ἔργο τοῦ Σολωμοῦ, μὲ τὸ ἀνέβασμα ποὺ ἔφερε γενικὰ στὴ στάθμη τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, στὴ σύνδεσή μας μὲ τὶς νέες ἰδέες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος καὶ στὸ αἰσθητικό μας ὡρίμασμα. Τὸ κριτικὸ ἔργο τοῦ Παλαμᾶ ἀγκαλιάζει ὄχι μόνο τὴν ἑλληνική, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι σχεδὸν ἴσο σὲ ἔκταση μὲ τὸ ἔργο τῆς ποιητικῆς δημιουργίας του καὶ στὰ Ἁπαντά του, ποὺ βγῆκαν σὲ δεκαέξι τόμους, καλύπτουν σχεδὸν τοὺς ὀχτώ. Ὁ Παλαμᾶς στάθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωή του μὲ τὴν πένα καὶ τὸ καλέμι στὸ χέρι, ἔγραφε καὶ χτένιζε τὸν πεζό του λόγο μὲ τὴν ὑπομονὴ τῆς μέλισσας καὶ σμίλευε τὸ στίχο του μὲ «νεραϊδοδέματα καὶ ἡλιαχτίδες».
Ἀναμφισβήτητα, ὁ θεωρητικὸς ἀγώνας τοῦ Ψυχάρη ἐνίσχυσε τὴ θέση τῶν λίγων δημοτικιστῶν καὶ τόνωσε τὶς πεποιθήσεις μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ πολεμική του. Ἡ πεζογραφία κέρδισε κι ἔδωσε ἀφορμὴ στοὺς πρωτοπόρους νὰ δοκιμάσουν τὶς δυνάμεις τους καὶ στὸν πεζὸ λόγο. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἦταν κι ὁ Παλαμᾶς, «ὁ ἐθνικότερος καὶ πατριωτικότατος τῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς», ὅπως τὸν εἶχε ὀνομάσει ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης. Βέβαια γιὰ νά ῾μαστε δίκαιοι – ὁ Χριστοβασίλης, ὁ Ἐφταλιώτης, ἀκόμα κι ὁ Καρκαβίτσας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ γράφουν διηγήματα στὴ δημοτική.
Νά, ὅμως, κι ὁ Παλαμᾶς στὰ 1891 δημοσιεύει στὴν «Ἑστία» τὸ διήγημα Ὁ Θάνατος τοῦ παλικαριοῦ, ποὺ στάθηκε καὶ τὸ ἀριστούργημά του, παρόλο ποὺ ἔγραψε ἀργότερα κι ἄλλα διηγήματα. Οὐσιαστικὰ τὸ διήγημα αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ σὰν ἕνα ἔπος στὸν πεζὸ λόγο, ποὺ συνεχίζει στὴν πρόζα τὶς ἰδέες τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς χώρας. Ἐπιστροφὴ στὸ λαὸ καὶ τὴ δημοτικὴ παράδοση. Τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα τῆς Ρούμελης, ἡ λεβεντιά, τὰ νιάτα, ἡ μητρικὴ ἀγάπη, ἡ ἀφοσίωση, ὁ καημὸς τέλος τοῦ Μήτρου, τοῦ ἥρωα τοῦ διηγήματος, γιὰ τὴ χαμένη ὀμορφιὰ καὶ ἀρτιότητα τῆς σωματικῆς του διάπλασης ἀναπηδοῦν σὲ κάθε σελίδα του. Μὰ σύγχρονα καὶ οἱ προλήψεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἡ ἀντιπάθεια πρὸς τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅλα μαζὶ ἀπαρτίζουν τὸ σύνολο τοῦ διηγήματος. Μὲ τὸ διήγημα αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς θέλησε νὰ στηλιτεύσει τὴν πραγματικότητα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδας κλείνεται μέσα στὴ λεβέντικη ψυχὴ τοῦ Μήτρου. Ὅπως ἐκεῖνος σαπίζει πάνω στὸ κρεβάτι του, θύμα τῶν κομπογιαννίτικων γιατρῶν, ἔτσι καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι θύμα τῆς πολιτικῆς ψευτιᾶς καὶ ἀκολασίας, τῶν κοινωνικῶν προλήψεων καὶ τῶν φανατισμῶν χωρὶς περιεχόμενο, μὲ μόνο τὸ πάθος γιὰ ὁδηγό. Ἡ γλώσσα τοῦ διηγήματος εἶναι ρουμελιώτικη, πλουτισμένη μὲ ἄπειρα στοιχεῖα δανεισμένα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἰδιώματα, μ᾿ ἐκλεκτικότητα καὶ καλαισθησία. Καὶ τόσο καλὰ τοποθετημένα ποὺ θυμίζουν ἔμμετρο καὶ ὄχι πεζὸ λόγο. Ἔτσι, «Ὁ θάνατος τοῦ παλικαριοῦ», εἶναι ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε, μὰ καὶ σήμερα ἀκόμα, κάτι τὸ μοναδικὸ γιὰ τὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἀκόμα κι ὁ Ψυχάρης, ποὺ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀπαρνήθηκε τὸν Παλαμᾶ, τὸ διήγημα αὐτὸ τὸ θεωροῦσε πραγματικὸ ἀριστούργημα. Ὁ πεζογράφος Παλαμᾶς ποτὲ δὲν θὰ ξαναγράψει πεζὸ κείμενο μὲ τέτοια γλώσσα καὶ τέτοια παραστατικὴ δημοτικὴ μουσική. Ἡ καταπληκτική του ἐξέλιξη θὰ φανεῖ πιὰ στὸ στίχο, ὄχι στὴν πρόζα. Ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ πέρα ὁ ποιητὴς ὅλο κι ἀνεβαίνει στὸν Παρνασσὸ γιὰ νὰ φτάσει στὴν κορφή του μὲ τὸ Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου, καὶ νὰ γίνει ὁ «ποιητὴς τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ Γένους του», ὅπως ἔγραψε κι ὁ ἴδιος.
Τὸ 1897 ὁ Παλαμᾶς διορίζεται Γενικὸς Γραμματέας τοῦ Πανεπιστημίου. Ὁ διορισμός του ἦταν ἄσχετος πρὸς κάθε πολιτικὸ μέσο καὶ ὑπαγορεύτηκε ἀπὸ τιμητικὴ διάθεση πρὸς ἕναν ποιητή, ποὺ ὁλοένα κέρδιζε καὶ μεγαλύτερη θέση στὸν ἑλληνικὸ Παρνασσό. Κι ὅμως, ἡ ὑπαλληλική του αὐτὴ ἐξάρτηση – ποὺ τοῦ ἔδινε κάποια οἰκονομικὴ ἀξιοπρέπεια – τοῦ στάθηκε πολλὲς φορὲς ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Πολέμησε γιὰ τὶς ἰδέες του μὲ φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρηση καὶ δὲν σάλεψε βῆμα ἀπὸ τὸ μετερίζι του. Κι ὅταν ὅλοι ξεσηκωμένοι ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς δημαγωγοὺς καὶ τὸν πνευματικὸ σκοταδισμὸ (Μιστριώτης κ.ἄ.), ὅταν τὸ κράτος κι ἡ ἐκκλησία καὶ σχεδὸν τὸ Ἔθνος ὁλόκληρο, παρασυρμένο ἀπὸ τὸ πάθος ἐξεγέρθηκε στὰ Εὐαγγελικὰ (1901) καὶ Ὀρεστειακὰ (1903) μὲ ἀφορμὴ τὴ μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονα, τῆς Ὀρέστειας τοῦ Αἰσχύλου στὴ δημοτικὴ γλώσσα, μόνος ὁ Παλαμᾶς ἔμεινε στὶς ἐπάλξεις, παρὰ τὶς ἀπειλές, τὶς καταδιώξεις καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς. Εἶχε τὴ δύναμη, καὶ τότε ἀκόμα, νὰ διακηρύξει μεγαλόφωνα, ὅταν τὸν σταμάτησε ὁ ὄχλος τῆς Ἀθήνας, τὸ πολυσήμαντο καὶ ἐπικὸ ἐκεῖνο «Εἶμαι δημοτικιστὴς καὶ τὸ καυχῶμαι»!.
«Κι ὅταν ὁ Ψυχάρης ἡσύχαζε στὸ Παρίσι – γράφει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος – κι ὁ Πάλλης, ὁ Ἑφταλιώτης κι ὁ Βλαστὸς ζοῦσαν πλούσια στὶς Ἰνδίες κι οἱ ἄλλοι δημοτικιστὲς τά ῾στριβαν καὶ κρύβονταν, μόνος ὁ Παλαμᾶς δέχτηκε ὅλα τὰ χτυπήματα καὶ τοῦ Κράτους καὶ τῆς Πολιτείας καὶ δυστυχῶς καὶ τῆς κοινωνίας, μ᾿ ἐλάχιστες ἑξαιρέσεις. Ἦταν πεπρωμένο αὐτὸς ὁ μικροκαμωμένος ἄνθρωπος… νὰ σταθεῖ ἀλύγιστος καὶ νὰ ὑψωθεῖ σὲ πραγματικὸ ἥρωα τῆς ἰδέας τοῦ δημοτικισμοῦ, κατὰ τὴν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή. Ὁ Παλαμᾶς κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀνέβηκε στὸ ψηλότερο βάθρο τοῦ ἥρωα καὶ τοῦ μάρτυρα, μόνος αὐτός».
«Κατάλαβε βαθιὰ τὴν ἀποστολή του – γράφει ὁ Μάρκος Αὐγέρης – καὶ δείχτηκε πνευματικὸς ἥρωας καὶ ὁδηγὸς πανάξιος, ἀποφασιστικὸς μ᾿ ὅλη τὴ φυσική του ἀσθενικότητα, ἀδίστακτος μ᾿ ὅλη τὴν κοινωνική του συστολή, ἄφοβος μπροστὰ στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ χρέος». Τὴν πίκρα του αὐτῆς τῆς ἐποχῆς μᾶς τὴν ἔδωσε στοὺς παρακάτω σφοδρούς, ἐπιτιμητικοὺς καὶ καυτεροὺς στίχους γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δημοτικιστὲς καὶ τοῦ ἀγώνα καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, στὴ συλλογή του Ἀσάλευτη ζωή:

Τὸ χέρι τ᾿ ἀκριβό της Ὁδηγήτρας μου
ποῦ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάδια… Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας,
τῶν ἀσκητάδων ὁ χορός, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου καὶ τοῦ δασκάλου ἡ μανία…
Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαγοῆς ἀσώπαστη φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος, – Νάτος! – Κατ᾿ ἐπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά, ριχτῆκαν.
Μὲ ὅλους ὅμως τοὺς κατατρεγμοὺς ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς δὲν κλονίστηκε. Γνώριζε πὼς ὁ δημοτικισμὸς δὲν ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπικράτηση μονάχα τῆς δημοτικῆς γλώσσας, ἀλλ᾿ ἀγώνας εὐρύτερος γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κράτους ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ παρελθόντος καὶ τὰ δεσμὰ τῶν προλήψεων, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ Παλαμᾶς γίνεται ἡ φωνὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, γίνεται ὁ ἐθνικὸς βάρδος, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης, ποὺ ἀγωνίζεται μὲ τὸ στίχο καὶ μὲ τὸ λόγο ἀδιάκοπα, γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῆς πατρίδας του καὶ τὴ συμφιλίωσή της μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης.
Μὲ τὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογή του, «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδας μου», ὁ ποιητὴς ἔκαμε ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση, καὶ γιὰ τὴ ζωντανὴ ποιητική του γλώσσα καὶ γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν θεμάτων του. «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδας μου», φέρνουν μέσα τους τὸν νέο λυρισμὸ καὶ τὴν ἔντεχνη παλαμικὴ τελειότητα. Ἀπὸ τὴν πρώτη του αὐτὴ συλλογὴ ἀναγνωρίζει κανεὶς ποιὰ εἶναι τὰ μεγάλα θέματα, ποὺ θὰ θρέψουν τὸ λυρισμὸ τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ: ἡ ἔγνοια τῆς πατρίδας, τὸ τραγούδι τοῦ λαοῦ, τὸ ὑλικὸ τῆς ἱστορίας. Ἀπὸ τὴν πρώτη συλλογὴ καταπιάνεται μὲ τὰ ποικίλα μέτρα καὶ ρυθμικὰ γυμνάσματα, ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξουν ἀργότερα τὸν ἄφταστο καὶ ἀξεπέραστο δάσκαλο στὴν τέχνη τοῦ ἑλληνικοῦ στίχου. Ἀκολουθεῖ ὁ «Ὕμνος πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν» καὶ ὕστερα ἢ συλλογὴ «Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου», ποὺ βραβεύτηκε στὸν Φιλαδέλφειο ποιητικὸ διαγωνισμό. Ὁ στίχος του πιὰ γίνεται πλουσιότερος, καὶ τὸ ὕφος του λυρικότερο καὶ εὐγενέστερο. Στὸ ποίημα Ἀσκραῖος καὶ στὸ μικρότερο τὸν Ὀλυμπιακὸ Ὕμνο, ἀσκεῖται στὸ ἀρχαιότροπο ὕφος, μὲ τὴ λιτότητα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.
Καὶ ἡ ἀνοδικὴ πορεία τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ ποιητὴ φτάνει στοὺς «Ἴαμβους καὶ Ἀνάπαιστους» καὶ ὕστερα στὸν «Τάφο», σὲ πρωτόφαντη μορφικὴ τελειότητα, ποὺ θεμελιώνει γιὰ πάντα τὴν ὑπόστασή του ὡς δημιουργοῦ καὶ μεγάλου τεχνίτη. Στοὺς «Ἴαμβους καὶ Ἀνάπαιστους» ἡ πλαστικότητα στὴν ἔκφραση, ἡ λαμπρότητα τῶν εἰκόνων, συνταιριαγμένη μὲ τὴν ποικιλία τῶν ρυθμῶν, δημιουργοῦν μία κλασικὴ διαύγεια καὶ μία τέτοια ἐξισορρόπηση τῶν ποιητικῶν στοιχείων, ποὺ ἡ ποίηση ξαναβρίσκει τὴν αὐθεντική της συγγένεια μὲ τὴν ἀρχαία. Γιὰ τοὺς «Ἴαμβους καὶ Ἀνάπαιστους» ὁ Jean Moreas (Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) ἔγραψε μὲ θαυμασμὸ ποὺ ξεπερνάει κάθε ὅριο: «Ὁ Παλαμᾶς ἔχει δώσει πάρα πολλὰ ἔργα. Προτιμῶ ἕνα μικροσκοπικό του βιβλίο ποὺ ἐπιγράφεται «Ἴαμβοι καὶ Ἀνάπαιστοι». Γιὰ μένα εἶναι ἀριστούργημα, πὼς ἀνταμώνονται ἀξεχώριστα τὸ παθητικὸ καὶ τὸ συνηθισμένο! Ἡ τέχνη ποὺ ξέρει τί θέλει, ἀκριβόλογη, γεμάτη χάρη!». Στὴ συλλογὴ αὐτὴ ὑπάρχει καὶ τὸ περίφημο τραγούδι «Καβάλα πάει ὁ χάροντας τὸ Διγενῆ στὸν Ἅδη…».
Στὸ πολύστιχο ποίημά του «Τάφος», ἕνα ἀπροσδόκητο γεγονός, ὁ θάνατος τοῦ τετράχρονου παιδιοῦ του Ἄλκη, ἔδωσε ἀφορμὴ στὸν ποιητὴ νὰ μοιρολογήσει τὸ χαμό του καὶ γενικότερα τὸ θάνατο, μὲ κάποιους ἀγνώριστους καὶ πρωτάκουστους ἤχους, ποὺ ἀγγίζουν ὅλες τὶς καρδιές, καθολικεύουν τὸ προσωπικὸ αἴσθημά του καὶ τὸ κάνουν κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους.
Στὰ 1903, ὁ Παλαμᾶς ἐκδίδει τὸ μοναδικὸ θεατρικό του ἔργο τὴν «Τρισεύγενη», ἕνα ποιητικὸ δράμα, γραμμένο στὸ πρότυπό του «Ἐρωτόκριτου», ποὺ ἡ κυριαρχικὴ ἰδέα του εἶναι ἡ ἀναγέννηση, ἡ καλυτέρευση καὶ ἡ πρόοδος, τὸ γκρέμισμα τῶν παλιῶν ἀξιῶν, τὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἀνέβασμα τοῦ λαοῦ καὶ ἡ πραγματικὴ λευτεριά του. Τὸ ἔργο, βέβαια, δὲν ἔχει μεγάλη δραματικὴ πλοκὴ καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ δεδομένα τῆς σκηνικῆς τέχνης. «Τὸ δράμα δὲν ἔγινε μὲ τὸ μονάκριβο σκοπὸ νὰ παρασταθεῖ» ἔγραψε ὁ ἴδιος. Ἔγινε γιὰ νὰ δημιουργήσει ἀνησυχίες καὶ νὰ ἐνισχύσει τὰ πνεύματα πρὸς μία κοινωνική, καὶ μία πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους.
Τὸν ἑπόμενο χρόνο 1904, ὁ ποιητὴς κυκλοφόρησε μία νέα ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο «Ἀσάλευτη Ζωή», στὴν ὁποία συμπεριέλαβε πολλὰ ποιήματα, κι ἀνάμεσά τους τὶς περίφημες «Ἑκατὸ Φωνές», ἑκατὸ ὀχτάστιχα, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μουσικότερα καὶ λυρικότερα ποιήματα τῆς συλλογῆς. «Μέσα στὰ ποιήματα τῆς «Ἀσάλευτης Ζωῆς» – γράφει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος – βρίσκουμε τὸν πατριώτη καὶ τὸν διεθνιστή, τὸν γκρεμιστῆ καὶ τὸν πλάστη, τὸ θρῆσκο καὶ τὸν ἄθεο, τὸν εἰδωλολάτρη καὶ τὸ χριστιανό, τὸν ἀηδιασμένο ἀπὸ τὸ παρὸν καὶ τὸν ὁραματιστὴ τοῦ μέλλοντος, ἑνὸς μέλλοντος ἐλπιδοφόρου τὸ δημιουργὸ μιᾶς νέας ζωῆς (…). Κι ἂν ὅλες οἱ μεταγενέστερες ἢ προγενέστερες συλλογές του χάνονταν, κι ἔμενε μονάχα ἡ «Ἀσάλευτη Ζωή», ἀρκοῦσε αὐτὴ γιὰ νὰ τὸν ἀποθανατίσει καὶ νὰ μᾶς περισώσει ἀνάγλυφο τὸν Παλαμᾶ ὅλων τῶν ἐποχῶν».
Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὰ δυὸ ἀριστουργηματικὰ ποιητικὰ σύνολα τοῦ Παλαμᾶ: «Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» (1907) καὶ «Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» (1910). Καὶ τὰ δυὸ ποιήματα ὁ ποιητὴς τὰ δούλευε ἀπὸ καιρό, ἴσως πρὶν ἀπὸ τὸ 1900. «Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» δημοσιεύτηκε πρὶν ἀπὸ τὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» κι ὅμως εἶναι ὑστερότοκος. Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής. «Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» εἶναι ἡ ἀναβίωση τοῦ ἡρωικοῦ πνεύματος στὴν πατρίδα του, εἶναι ἕνα τραγούδι ἐπικό, μὲ σκοπὸ τὸ ξύπνημα τοῦ ἡρωικοῦ πνεύματος (ὕστερα μάλιστα ἀπὸ τὸ φιάσκο τοῦ 1897), ἕνας ἀπέραντος ὕμνος πρὸς τὸν πόλεμο, γιὰ τὸ ξεσκλάβωμα τῶν ἑλληνικῶν περιοχῶν πέρα ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, γιὰ τὰ μεγάλα ἰδανικά μας. Μέσα στοὺς δώδεκα λόγους τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιλιᾶ», τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐποποιίας ἢ ραψωδίας, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ἴδιος, προσπαθεῖ νὰ ζωντανέψει τὶς μεγάλες μορφὲς τοῦ παρελθόντος, καὶ μὲ τὸ παράδειγμά τους νὰ συνεπάρει καὶ νὰ ἐνθουσιάσει τὸ πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων. Σὲ ὅλο τὸ ποίημα ἕνα πρόσωπο ἢ καλύτερα ἕνα ὄργανο μιλάει μὲ τὸ στόμα τοῦ ποιητῆ: ἡ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ. Περιγράφει τὶς πόλεις, τὰ διάφορα μέρη, τοὺς πολέμους, τὶς θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ τῆς Ἑλλάδας μὲ τόση μουσικότητα καὶ λυρισμό, ποὺ μαγεύει τὸν ἀναγνώστη. Ποιὸς δὲν νιώθει βαθιὰ συγκίνηση, ὅταν περιγράφει τὴν Ἀθήνα στὸν ἕβδομο Λόγο:
«Πρωί, καὶ λιοπερίχυτη καὶ λιόκαλη εἶναι ἡ μέρα,
κι ἡ Ἀθήνα ζαφειρόπετρα στῆς γῆς τὸ δαχτυλίδι.
Τὸ φῶς παντοῦ κι ὅλο τὸ φῶς, κι ὅλα τὸ φῶς τὰ δείχνει..».
Στὸν ἔνατο Λόγο, ποὺ εἶναι ἕνας ὕμνος στὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ συμβολίζεται μέσα στὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου, ὁ ποιητὴς ἀφιέρωσε τέτοιους στίχους ποὺ μοιάζουν σὰν τὰ ὡραιότερα τροπάρια τῆς ἐκκλησίας μας:
«Μητέρα τῶν ἀνέλπιδων κι ὅλου τοῦ κόσμου σκέπη,
νικήτρια Ἐσὺ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ σκέπη τῆς Ἀθήνας!
Στὸν πόλεμο ὁδηγήτρια Ἐσύ, μεσίστρα στὴν εἰρήνη,
Ὑπέρμαχη. Στρατήγισσα, σ᾿ Ἐσὲ τὰ νικητήρια!».
Στὸν ἑνδέκατο Λόγο ὁ ποιητὴς ξαναφέρνει μπρὸς στὰ μάτια μας τὴν εἰκόνα τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα καὶ μᾶς διηγεῖται τοὺς μεγάλους ἀγῶνες του. Μὲ τοὺς στίχους του αὐτοὺς τονώνει τοὺς ἀπελπισμένους καὶ φλογίζει ὅλες τὶς ἑλληνικὲς καρδιές:
«Ὅπου κλεισούρα καρτερῶ καὶ στέκουμαι ὅπου πόρτα,
κι ὅλο κρατῶ τ᾿ ἀπόμακρα μὲ τὴ γυμνὴ ρομφαία
τῆς Ρωμιοσύνης τὸν ἐχθρό…».
Καὶ τὸ ποίημα τελειώνει μ᾿ ἕναν ὕμνο γιὰ τὸν μεγάλο θρύλο τοῦ Μαρμαρωμένου βασιλιά.
Ἂν ἡ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» εἶναι τὸ σάλπισμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ ἡρωικοῦ πνεύματος, ὁ «Δωδεκάλογοs» εἶναι ἡ κραυγὴ γιὰ τὴν ἀπολύτρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν ἠθικῶν καὶ κοινωνικῶν προλήψεων, καὶ τὴ δημιουργία ἑνὸς νέου Γένους ἀνθρώπων, ἐλεύθερων, ἀνώτερων καὶ πιὸ εὐτυxισμένων. Ὁ ἴδιος ὁ Παλαμᾶς μιλώντας γιὰ τὸ «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου» τὸν θεώρησε ὡς, τὸ ὁλοκληρωτικὸ τῶν ἰδεῶν του ποίημα. Ἔχουν γραφεῖ δεκάδες κριτικὲς γιὰ τὸν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου», στὶς ὁποῖες καθένας τὸν κρίνει ἀπὸ τὴ σκοπιά του, χωρὶς νὰ ὑπάρξει ἀκόμα συμφωνία. Αὐτὸ δείχνει πὼς ὁ «Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» μένει ἀγέραστος ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ πάντα νέος καὶ ἄξιος θαυμασμοῦ. Ἔτσι, δίκαια εἰπώθηκε ὅτι εἶναι τὸ χαρακτηριστικότερο καὶ τὸ θαυμασιότερο ἐπίτευγμα τοῦ ἑλληνικοῦ λυρικοῦ Λόγου. Γιατί, ὁ «Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» ἀποτελεῖται ἀπὸ ὑπέροχα λυρικὰ κομμάτια, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ποὺ ἔχουμε στὴ γλώσσα μας, δόξα ὄχι μόνο του ἑλληνικοῦ μὰ καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ λυρισμοῦ. Στοὺς δώδεκα Λόγους τοῦ «Δωδεκάλογου τοῦ Γύφτου», ὁ Παλαμᾶς πραγματοποίησε πέρα ὡς πέρα τὸ Πλατωνικὸ ἀξίωμα, «Μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου», ποὺ πρόταξε στὸ ἔργο. Σὰν ἀπὸ μακρινὲς κι ὁλόφωτες χῶρες ἀκοῦμε νὰ φτάνουν ὡς ἐμᾶς οἱ πρωτάκουστες μελωδίες τοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν μουσικοῦ αὐτοῦ συνθέματος.
«Δὲν σταμάτησε καμιὰ πηγὴ – γράφει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος – δὲν ἔκλεισε καμιὰ βρύση ἀπὸ τὴν πλούσια νερομάνα τῆς ψυχῆς του, τὴ μουσική. Κι ἔτσι πλημμύρισε τὸ τραγούδι του ἀπὸ μελωδίες καὶ συγχορδίες. Καὶ μία τέτοια ρυθμικὴ καὶ μετρικὴ ταίριαξε, σ᾿ ἕνα τόσο ποικίλο περιεχόμενο, τόσο ὑψηλὸ καὶ μεγαλόπνοο».
Ὁ Παλαμᾶς, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια, δὲν ἔπαψε νὰ πρωταγωνιστεῖ στὴ φιλολογικὴ κίνηση καὶ νὰ δημοσιεύει ὅλο καὶ νέα ἔργα. Ἀναγνωρισμένος ἀπ᾿ ὅλους ὡς ὁ Ἀρχηγός, ὁ Δάσκαλος, ὁ Ὁδηγητής, ὁ Πατριάρχης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἐπὶ ἑξήντα χρόνια κράτησε τὴ δάδα τοῦ πνευματικοῦ ἱεροφάντη, μυώντας στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης τρεῖς ὁλόκληρες γενεές. Πολὺ πρὶν κλείσει τὰ μάτια του, εἶχε περάσει στὴν ἀθανασία, σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες τῶν τελευταίων χρόνων. Ἡ Δόξα του δὲν ἦταν πιὰ ἑλληνική, μὰ εὐρύτερη. Ὁ Παλαμᾶς εἶχε νωρὶς μεταφραστεῖ καὶ τὸν γνώριζε καλὰ τὸ Εὐρωπαϊκὸ κοινό. Γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ αὐτὴ ἀναγνώρισή του καὶ τὴ δόξα του, θὰ μποροῦσε νὰ τὸν προσφωνήσει κανεὶς μὲ τοὺς στίχους τοῦ «Ἀσκραίου», ποὺ περιέχονται στὴ συλλογὴ «Ἀσάλευτη Ζωή», ποὺ λὲς καὶ γράφτηκαν γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του:
«Βασανισμένε, ταπεινέ, καὶ λυτρωμένε, καὶ ἴσε!
Σὲ ξέρω, εἶναι τὸ στόμα σου τῆς ἁρμονίας κρουνιᾶ,
Θνητέ, ἂν δὲν ἔγινες Θεός, ἄνθρωπος πιὰ δὲν εἶσαι,
γιατί νοεῖς τ᾿ ἀθάνατα καὶ ζεῖς μαζὶ μ αὐτά…»
Καὶ ὅταν ὁ ποιητὴς ἔβλεπε γύρω του νὰ σκεπάζει τὰ πάντα ἡ μαυρίλα καὶ τὸ χάος τῆς ἀπελπισίας, ἄφηνε τὰ τραγούδια του γιὰ τὴν Ἱστορία, τὴ Φιλοσοφία, τὴν Ἐπιστήμη, καὶ τὸν Ἐθνικισμό, καὶ ἅρπαζε τὸ φραγγέλιο γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει ἀπὸ τὸ λήθαργο. Μὲ βαριὲς φράσεις, μὲ πικρόχολες βρισιές, μᾶς ἐλέγχει καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει πάλι στὸ δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς τιμῆς. Ἀπὸ τὸ 1910 κι ἔπειτα ὁ Παλαμᾶς δὲν μᾶς ἔδωσε πιὰ μεγάλα ποιήματα, ὅπως τὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» καὶ τὸν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου». Ξαναγύρισε στὸ κομματιασμένο, μικρότερο καὶ γοργὸ λυρικὸ τραγούδι, κι ἔγραψε μερικὰ ἀπὸ τὰ αἰσθαντικότερα καὶ τρυφερότερα ποιήματα ποὺ ἔχουμε στὴ γλώσσα μας. Ἀπὸ τὸ 1913 κι ἐδῶθε τύπωσε ἑφτὰ ἀκόμα ποιητικὲς συλλογές: «Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας», «Βωμοί», «Παράκαιρα», «Δεκατετράστιχα», «Σκληροὶ καὶ δειλοὶ στίχοι», «Ὁ κύκλος τῶν τετραστίχων», «Περάσματα καὶ χαιρετισμοί», «Ξαντονισμένη μουσικὴ» (μεταφράσεις ξένων ποιητῶν).
Ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνας ὠκεανός, ὅπου συναντιοῦνται τὸ ἐπικὸ καὶ τὸ λυρικό, τὸ δραματικὸ καὶ τὸ φιλοσοφικό. Δοκίμασε ὅλους τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὰ μέτρα, ὅλες τὶς ἐμπνεύσεις καὶ τραγούδησε τὸ αἰώνιο καὶ τὸ πρόσκαιρο, τὸ μεγάλο καὶ τὸ μικρό, τὸ προσωπικὸ καὶ τὸ ἀντικειμενικό. Τρυφερὸς καὶ λεπτός, ζωγραφικὸς καὶ αἰσθηματικὸς στὰ λυρικά του ποιήματα, ξέρει, ὅμως, κυρίως νὰ γίνεται μεγαλόπνευστος καὶ προφητικὸς μὲ τὰ μεγάλα ποιητικά του συνθέματα. Μέσα σ᾿ αὐτὰ περνάει ἡ δόξα καὶ ἡ τέφρα, ἡ αἴγλη καὶ τὰ ἐρείπια, ἡ μοίρα καὶ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας, τῆς αἰώνιας Ἑλλάδας ἀρχαίας – βυζαντινῆς – τουρκοκρατούμενης – ἐπαναστατημένης, ἐλευθερωμένης.
«Ὅπως ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ του – γράφει ὁ Κ. Τσάτσος, πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας – ἔχει καὶ ἡ δική του ἕνα βαθύτατο ἄρωμα βυζαντινοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ μεσαιωνικῆς μυστικοπάθειας. Ἔχει ἀκόμα ἕνα στρῶμα ὅπου κλείνεται ὅλη ἡ θλίψη τῆς πολυαίωνης δουλείας, καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ κάτω κρύβεται ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Ἡ θέα τῆς Ἀττικῆς, σὲ ὅποιαν ὥρα, εἶναι ἡ μόνη ποὺ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπ᾿ ὅλα, αὐτὰ τὰ ὑπερκείμενα στρώματα, τὸν κάνει ἐθνικὸν στὴν πίστη, κλασικὸν στὴ μορφή, Ἕλληνα δεμένον μὲ τὸ Λόγο μὲ τὴ χθόνια ζωή, τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν τραγικότητά της».
«Γόνιμος καὶ πολύπλευρος, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς – γράφει ὁ Μιχ. Περάνθης – ἀνησυχεῖ γιὰ ὅλα τὰ ἐρωτήματα ποὺ βασανίζουν τὴν ἀνθρώπινη σκέψη. Εὐρυμαθὴς καὶ κριτικότατος, ἀνακινεῖ διαρκῶς μέσα μας καὶ νέα προβλήματα. Μᾶς γνώρισε πρόσωπα καὶ ρεύματα τῆς ξένης φιλολογίας, καὶ ἐπέβαλε μὲ τὸ κύρος του τὴ δημοτικὴ γλώσσα (…). Πρῶτος καὶ σχεδὸν μόνος, μέσα στὸ σκάφος τῶν νέων πεπρωμένων, ἔζησε τὴ θέρμη τοῦ μισοῦ αἰώνα ἑλληνικῶν ὁραματισμῶν, διερμήνευσε τὰ ἰδανικὰ τῆς γενεᾶς του καὶ ἔγινε ἡ ποιητικὴ συνείδηση τῆς φυλῆς του…».
«Ἡ πολυσύνθετη φύση τοῦ Παλαμᾶ – γράφει ὁ Μάρκος Αὐγέρης – χαράζει πλατιὰ σύνορα στὴν πνευματική μας γεωγραφία. Στὴν πνευματική μας γεωγραφία, ἂν ὁ Σολωμὸς εἶναι ἕνα ὁρόσημο σὲ ὕψος, ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἕνα ὁρόσημο σὲ πλάτος. Ὁ Παλαμᾶς εἶναι οἰκοδόμος καὶ δημιουργὸς μεγάλων κτισμάτων. Ἀνήκει στοὺς Πατέρες τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς κι ἔθρεψε καὶ θὰ θρέψει γενιές. Εἶναι ἕνας πνευματικὸς Ἐθνάρχης ἀπὸ τοὺς πιὸ αὐθεντικούς, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους χτίστες τοῦ σημερινοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ. Ὁ Παλαμᾶς, ποὺ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ μισὸν αἰώνα ὁ πνευματικὸς φάρος τῆς χώρας, θὰ ἐξακολουθήσει νά ῾ναι πάντα, μὲ μερικὰ ζωτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἔργου του, ἐνεργητικὴ πνευματικὴ δύναμη καὶ γιὰ τοὺς μελλούμενους καιρούς».
«Ὁ Παλαμᾶς – γράφει ὁ Κ. Βάρναλης – ἄνοιξε καινούργιους δρόμους καὶ στὴν κοινωνική μας ἐξέλιξη. Κίνησε τὸν τροχὸ τῆς ἱστορίας πρὸς τὰ μπρός, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὅλες οἱ δυνάμεις, πολιτικές, ἐκκλησιαστικές, πνευματικές, τραβούσανε τὴν Ἱστορία μας πρὸς τὰ πίσω. Ὁ Παλαμᾶς βρισκόταν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ σὲ ἄμεση καὶ ἀδιάκοπη συνάφεια καὶ μὲ τὰ τωρινὰ συμβάντα καὶ μὲ τὰ μελλούμενα. Ὁ Παλαμᾶς ἐπὶ ἑξήντα χρόνια ἦταν ἡ «ἐθνικὴ φωνή». Τὸν ὀνομάζει: «Πνευματικὸ πατέρα ὅλων» καὶ ὑπογραμμίζει:
«Ὅλοι πατήσανε στὰ φτερά του γιὰ νὰ πρωτοπετάξουν». Παρατηρεῖ ἀκόμα : «Ὁ Παλαμᾶς δὲν ἦταν μονάχα ἕνας ποιητὴς καινοτόμος μὲ πλατιὲς ἀντιλήψεις, δὲν εἶχε μονάχα τὴν ὑπέρτατη ἀρετὴ τοῦ λόγου καὶ τοῦ ἤθους. Ἦταν, καὶ προπαντός, μέγας γλωσσοπλάστης. Τὸ ἔργο του τὸ ποιητικό, τὸ πεζογραφικὸ καὶ τὸ κριτικὸ εἶναι ἀπέραντο».
Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀληθινὸς Τιτάνας τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ποὺ ἡ μορφή του θὰ φαντάζει πάντοτε ἀνάμεσα στὶς φωτεινότερες, μέσα στὸ πνευματικὸ Πάνθεο τῶν νεοτέρων χρόνων.

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΒΕΡΩΦ Nektarios
 

Μωσαϊκό: Ο. ΕΛΥΤΗΣ "Τὸ παράπονο" (ἀπόσπασμα)

Μωσαϊκό: Ο. ΕΛΥΤΗΣ "Τὸ παράπονο" (ἀπόσπασμα): Ο. ΕΛΥΤΗΣ "Τὸ παράπονο" (ἀπόσπασμα) Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου ε...

 

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Μωσαϊκό: Μολιέρος

Μωσαϊκό: Μολιέρος: Μολιέρος Παρίσι 15 Ιανουαρίου 1622 - Παρίσι 17 Φεβρουαρίου 1673. Γάλλος ποιητής, ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας. Τη θεατρική του σταδ...

 Molière - Nicolas Mignard (1658).jpg

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ( 13 Ιανουαρίου 1859 - 27 Φεβρουαρίου 1943 )

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
homouniversalisgr.blogspot.com
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός κα...
 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ( 13 Ιανουαρίου 1859 - 27 Φεβρουαρίου 1943 )


Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και ήταν κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.

Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι.
 Ο ποιητής σε ηλικία 10 χρονών

Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: «Σ' αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ' αστράπτον βλέμμα /Μη — μ' απεκρίθης — μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον / …».

Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και το 187 6υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".

Χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά
 με τις τρεις πρώτες στροφές
από το ποίημά του «Οι Αιώνες»,
γνωστό και με τον τίτλο
«Ο Ύμνος των Αιώνων».
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. Το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου τωνΟλυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.
Το σπίτι του Παλαμά
στην Πάτρα
Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. Τρία χρόνια πριν τη γέννηση του Παλαμά στο ίδιο σπίτι γεννήθηκε η μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο.
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940).Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).
Σήμερα "τιμής ένεκεν" φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.

Έργο

Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάςεπίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

 Οι ποιητές της γενιάς του 1880, Ελαιογραφία του Γεωργίου Ροϊλού (1919), Γραφεία Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος απαγγέλλει έχοντας δεξιά του τον Γεώργιο Σουρή. Στο κέντρο ο Κωστής Παλαμάς και από αριστερά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης και Ιωάννης Πολέμης.

Ποιητικό έργο
Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα ενώ υποχώρησε και το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.
Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις τουρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898), αποτελείται από ποιήματα - μοιρολόγια για τον θάνατο του γιου του Άλκη. Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά(αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων Πατρίδες.
Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.

'Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' ("Βουλγαροκτόνου") στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.
Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα). Στις επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίες, Ο κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου(1935) αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα τετράστιχα ποιήματα.


Στα γραφεία της Ακαδημίας Αθηνών, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ο Παλαμάς. Από αριστερά: ο Σωκράτης Κουγέας, όρθιος ο Παλαμάς και καθιστός δεξιά ο Νικόλαος Πολίτης.

Η σχέση με το δημοτικισμό

Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα. Το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου-Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου. Μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο "Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη" εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη. Συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε τη δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα. Όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν "μαλλιαρός" και στην υπηρεσία του "αττικιστής απ' την κορφή ως τα νύχια". Η επίσημη θέση του, όπως ήταν φυσικό, δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στο δημοτικισμό. Βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά τα "Ευαγγελικά" (1901) και τα "Ορεστειακά" (1903). Παρά ταύτα ο ίδιος δε δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908).https://el.wikipedia.org/

Δείτε επίσης :

Κ ΠΑΛΑΜΑΣ - Λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες για τον θάνατό του εδώ 


Ο Κωστής Παλαμάς, η σύζυγος του Μαρία και η κόρη τους Ναυσικά στη δεκαετία του ’30


ΟΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ 

(απόσπασμα από τον Προφητικό)

ΟΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ είναι ένα συνθετικό ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1907. Σ' αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά.
Ο Προφητικός είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97 . Σ' αυτόν ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος, εκφράζει τη συνείδηση του έθνους του. Το σκηνικό τοποθετείται στο Βυζάντιο και τα γεγονότα μετατρέπονται σε προφητείες. Βλέπουμε στην Πόλη το βασιλιά να διασκεδάζει, να παίρνει μέρος σε αγώνες σαν άλλος Νέρωνας και να αποθεώνεται από τους κόλακες και τους αυλόδουλους. Ο Τούρκος πλησιάζει, αλλά όλοι μένουν αδιάφοροι, παραδομένοι στη διαφθορά. Κανένας δεν ακούει τη φωνή των ακριτών. Ο ποιητής-προφήτης τα βλέπει όλ' αυτά, αγανακτεί και προλέγει το χαμό της πολιτείας. Ο πόνος του για τον ξεπεσμό και το κατάντημα που βλέπει, φτάνει ως τα όρια της απελπισίας και από κει αναδύεται ένα όραμα ελπίδας και αισιόδοξο μήνυμα εθνικής αναγέννησης.

Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.

Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
.................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα 'βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,

κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

http://digitalschool.minedu.gov.gr/


Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ 

  ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.
Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά,τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς,πάει κ' η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια,
κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα
και πιο πολύ από τη γωνιάπου του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ' έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν' άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάϊ του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.

Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων!
Απάνου από τ' απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα διείς απάνου σου ν' απλώσει,
να θρέψη σε, να ζεσταθεί, να πάρει απ' το θυμό σου,
να σπείρει σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάσει στην καρδιά, στο κάστρο, στ' αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ' έρμη εσύ φλόγα,κρύψου,
και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη,και μη σβήσεις!
Γιατί θα ρθεί κάποιος καιρός,και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη· άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί; Δεν ξέρω.
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη Δύση,
ποιος ξέρει μην απ' το βορία, μην απ' τα Μεσημέρια·
τάχα θα βγει απ' τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ' άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πως θα ρθεί,και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ' αποκαΐδια, Απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φυλή ο κυρ Ήλιος,
(Απόλλωνας αυτός, Χριστός θαρρώ,ή Διόνυσος νομίζω·
Ορφέας λένε οι πυρές όλοι τους ένας είναι)
και σα χλωρά ισκιερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, να τα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί,να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προφήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ' εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της Χώρας,
και στης ψυχής τ' απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ' τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια,
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα!Εμπρός, τραγούδι!
Σβησμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!

Φωτογραφία του Άλκη Παλαμά, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο Σκόκου για το έτος 1899

Ο ΤΑΦΟΣ 

Μήτε μὲ τὸ σίδερο,
Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα
Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι

Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα
Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα
Παντοτινὸ γιὰ σένα

Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος
Τὰ μάγια! Σοῦ τὸ ὑψώνω
Σ᾿ ἕνα τόπον ἄϋλον,
Ἀπείραχτο ἀπ᾿ τὸ χρόνο.

Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο

Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου


Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!


Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!

Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·
δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.

Μιὰ πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912

Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
(1908)

Ἀνατολή


Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.


Πατρίδες

...
Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.

Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.

Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,

ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει,
τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου
καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου

...
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!

1895


Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα


Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.


Οἱ λύκοι

Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.

(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ

ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).

Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ

τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ

τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.

Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.


Ὁ Δελφικὸς Ὕμνος


Τὸν κιθαρίσει κλυτὸν παίδα μεγάλου Διὸς
ἐρῶ σ᾿ ἄτε παρ᾿ ἀκρονιφῆ τόνδε πάγον ...

Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο
θὰ ψάλω, τοῦ τρανοῦ Διὸς Ἐσένα τὸ βλαστάρι,
τὰ λόγια Σου τ᾿ ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω, ἐκεῖνα
ποῦ φανερώνεις, ὦ Θεέ, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους,
κοντὰ στὸ χιονοστέφανο τὸ βράχο! Θὰ κηρύξω
τὸ μαντικὸ τὸν τρίποδα πὼς ὤρμησες καὶ πῆρες,
τὸν τρίποδα, ποὺ ὁ δράκοντας ὁ ἐπίβουλος κρατοῦσε
σφυρίζοντας, ἀλύπητος καὶ πὼς μὲ τὸ δοξάρι
τοῦ τρύπησες τὸ παρδαλό, τὸ στρηφογυρισμένο
κορμί! Καὶ πὼς ἐκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ᾿ ὅλη του τὴν παλληκαριά, τὸν ἄπιστο Γαλάτη!
Τοῦ βροντεροῦ Διὸς Ἐσεῖς πανώριες θυγατέρες,
ποὺ ὁρίζετε πυκνόδεντρο τὸν Ἑλικώνα, ἐλᾶτε,
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χορούς, ὑμνεῖτε, διαλαλεῖτε
τ᾿ ἀδέρφι Σας τὸ θεϊκό, τὸ χρυσομάλλη Φοῖβο.
Ἀπάνου ἐκεῖ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς δίκορφους στοὺς θρόνους
στὰ κρυσταλλένια τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας προβάλλει
ἀνάμεσα στὰ Δελφικὰ τὰ πανηγύρια, ἀφέντης
τοῦ φημισμένου αὐτοῦ βουνοῦ, τοῦ μαντικοῦ του βράχου.
Καὶ χαῖρε, ὦ πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Ἀθήνα,
τῆς πολεμόχαρης θεᾶς λάτρισσα, ριζωμένη
σὲ γῆν ἀπάνου ἀσάλευτη γι᾿ αὐτή σου τὴ λατρεία!
Καίει τῶν ταύρων τὰ μηριὰ στοὺς ἱεροὺς βωμούς Του
ὁ Ἤφαιστος, καὶ ἀραβικὸ θυμίαμα σκορπίζει
ψηλὰ ψηλὰ ὡς τὸν Ὄλυμπο μαζὶ μὲ τὴ φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ὁ αὐλὸς ὁ λυγερὸς κυλάει,
ὕμνους κ᾿ ἡ γλυκερόφωνη χρυσὴ κιθάρα ἁπλώνει
τῶν Ἀθηναίων ὁ λαός, Θεέ, Σὲ προσκυνάει!
1894

Ρόδου Μοσκοβόλημα

Ἐφέτος ἄγρια μ᾿ ἔδειρεν ἡ βαρυχειμωνιὰ
ποὺ μ᾿ ἔπιασε χωρὶς φωτιὰ καὶ μ᾿ ηὗρε χωρὶς νιάτα,
κι ὥρα τὴν ὥρα πρόσμενα νὰ σωριαστῶ βαριὰ
στὴ χιονισμένη στράτα.

Μὰ χτὲς καθὼς μὲ θάρρεψε τὸ γέλιο τοῦ Μαρτιοῦ
καὶ τράβηξα νὰ ξαναβρῶ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ μονοπάτια,
στὸ πρῶτο μοσκοβόλλημα ἑνὸς ρόδου μακρινοῦ
μοῦ δάκρυσαν τὰ μάτια.
1905

Τὰ σκολειὰ χτίστε

… Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα,
μεγάλα, γερὰ θεμελιωμένα,
ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης,
πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά.
Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια,
τὰ σκολειὰ χτίστε.

Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νά ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται,
νὰ φεύγει, ὀνειρεμένο πίσω του
ἀργοσέρνοντας τὸ φεγγάρι.

Γιομίζοντάς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν
μαϊστράλια καὶ βοριάδες καὶ μελτέμια
μὲ τοὺς κελαηδισμοὺς καὶ μὲ τοὺς μόσκους,
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς
καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…

Ὁ Ὀλυμπιακὸς Ὕμνος


Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο, ἁγνὲ πατέρα
τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τ᾿ ἀληθινοῦ,
κατέβα, φανερώσου κι ἄστραψε ἐδῶ πέρα
στὴ δόξα τῆς δικῆς σου γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ.

Στὸ δρόμο καὶ στὸ πάλεμα καὶ στὸ λιθάρι,
στῶν εὐγενῶν Ἀγώνων λάμψε τὴν ὁρμὴ
καὶ μὲ τ᾿ ἀμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
καὶ σιδερένιο πλάσε κι ἄξιο τὸ κορμί.

Κάμποι, βουνὰ καὶ πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σὰν ἕνας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Καὶ τρέχει στὸ ναὸ ἐδῶ προσκυνητής σου,
Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο κάθε λαός.
(Ἀσάλευτη Ζωή, 1896)
* Ὁ ὕμνος παραγγέλθηκε στὸν ποιητὴ τὸν Μάϊο τοῦ 1895 ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν Δημ. Βικέλα καὶ Τιμ. Φιλήμονος. Ἡ παραγγελία θεωρήθηκε σὰν μία νίκη τῆς Δημοτικῆς. Μελοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Κερκυραῖο μουσουργὸ Σπύρο Σαμάρα καὶ ἀπετέλεσε τὸν ὕμνο τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ποὺ ὠργανώθηκαν στὸ Στάδιο τὸ 1896. Ἀπὸ τὸ 1952 εἶναι ὁ ἐπίσημος ὕμνος τῶν Ἀγώνων καὶ ἀκούγεται ἀπὸ τότε σὲ ὅλες τὶς τελετὲς ἔναρξης στὰ Ἑλληνικά.


Ὁ γκρεμιστής


Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!



Σατιρικά γυμνάσματα

A5

Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη,
με τα καράβια και με τα φουσάτα
της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.

Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα,
το νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε,
και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.

Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι.
Σε μια Βαβέλ δεμένους μάς κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμα τους λύσε.

και στα χείλια οι καρδιές μας πάλε ας πάνε.
Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής!
Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θα ’ναι.

Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.


Β2

Πρόγονους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,
όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,
όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,

όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,
του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,
τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,

Όμηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,
καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,
Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.

Όλα φκιάστα γκιουβέτσι και σαλάτα,
νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,
και τα βιολιά, και ρίξου τους και φά’ τα.

Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

Β6

Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.

Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.

Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.

Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος

μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.

http://www.sarantakos.com/
http://users.uoa.gr/

Δημοφιλείς αναρτήσεις