Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ( 13 Ιανουαρίου 1859 - 27 Φεβρουαρίου 1943 )

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
homouniversalisgr.blogspot.com
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός κα...
 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ( 13 Ιανουαρίου 1859 - 27 Φεβρουαρίου 1943 )


Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και ήταν κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.

Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι.
 Ο ποιητής σε ηλικία 10 χρονών

Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: «Σ' αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ' αστράπτον βλέμμα /Μη — μ' απεκρίθης — μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον / …».

Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και το 187 6υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".

Χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά
 με τις τρεις πρώτες στροφές
από το ποίημά του «Οι Αιώνες»,
γνωστό και με τον τίτλο
«Ο Ύμνος των Αιώνων».
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. Το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου τωνΟλυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.
Το σπίτι του Παλαμά
στην Πάτρα
Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. Τρία χρόνια πριν τη γέννηση του Παλαμά στο ίδιο σπίτι γεννήθηκε η μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο.
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940).Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).
Σήμερα "τιμής ένεκεν" φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.

Έργο

Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάςεπίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

 Οι ποιητές της γενιάς του 1880, Ελαιογραφία του Γεωργίου Ροϊλού (1919), Γραφεία Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος απαγγέλλει έχοντας δεξιά του τον Γεώργιο Σουρή. Στο κέντρο ο Κωστής Παλαμάς και από αριστερά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης και Ιωάννης Πολέμης.

Ποιητικό έργο
Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα ενώ υποχώρησε και το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.
Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις τουρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898), αποτελείται από ποιήματα - μοιρολόγια για τον θάνατο του γιου του Άλκη. Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά(αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων Πατρίδες.
Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.

'Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' ("Βουλγαροκτόνου") στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.
Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα). Στις επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίες, Ο κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου(1935) αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα τετράστιχα ποιήματα.


Στα γραφεία της Ακαδημίας Αθηνών, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ο Παλαμάς. Από αριστερά: ο Σωκράτης Κουγέας, όρθιος ο Παλαμάς και καθιστός δεξιά ο Νικόλαος Πολίτης.

Η σχέση με το δημοτικισμό

Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα. Το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου-Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου. Μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο "Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη" εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη. Συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε τη δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα. Όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν "μαλλιαρός" και στην υπηρεσία του "αττικιστής απ' την κορφή ως τα νύχια". Η επίσημη θέση του, όπως ήταν φυσικό, δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στο δημοτικισμό. Βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά τα "Ευαγγελικά" (1901) και τα "Ορεστειακά" (1903). Παρά ταύτα ο ίδιος δε δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908).https://el.wikipedia.org/

Δείτε επίσης :

Κ ΠΑΛΑΜΑΣ - Λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες για τον θάνατό του εδώ 


Ο Κωστής Παλαμάς, η σύζυγος του Μαρία και η κόρη τους Ναυσικά στη δεκαετία του ’30


ΟΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ 

(απόσπασμα από τον Προφητικό)

ΟΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ είναι ένα συνθετικό ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1907. Σ' αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά.
Ο Προφητικός είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97 . Σ' αυτόν ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος, εκφράζει τη συνείδηση του έθνους του. Το σκηνικό τοποθετείται στο Βυζάντιο και τα γεγονότα μετατρέπονται σε προφητείες. Βλέπουμε στην Πόλη το βασιλιά να διασκεδάζει, να παίρνει μέρος σε αγώνες σαν άλλος Νέρωνας και να αποθεώνεται από τους κόλακες και τους αυλόδουλους. Ο Τούρκος πλησιάζει, αλλά όλοι μένουν αδιάφοροι, παραδομένοι στη διαφθορά. Κανένας δεν ακούει τη φωνή των ακριτών. Ο ποιητής-προφήτης τα βλέπει όλ' αυτά, αγανακτεί και προλέγει το χαμό της πολιτείας. Ο πόνος του για τον ξεπεσμό και το κατάντημα που βλέπει, φτάνει ως τα όρια της απελπισίας και από κει αναδύεται ένα όραμα ελπίδας και αισιόδοξο μήνυμα εθνικής αναγέννησης.

Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.

Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
.................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα 'βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,

κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

http://digitalschool.minedu.gov.gr/


Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ 

  ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.
Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά,τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς,πάει κ' η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια,
κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα
και πιο πολύ από τη γωνιάπου του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ' έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν' άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάϊ του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.

Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων!
Απάνου από τ' απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα διείς απάνου σου ν' απλώσει,
να θρέψη σε, να ζεσταθεί, να πάρει απ' το θυμό σου,
να σπείρει σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάσει στην καρδιά, στο κάστρο, στ' αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ' έρμη εσύ φλόγα,κρύψου,
και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη,και μη σβήσεις!
Γιατί θα ρθεί κάποιος καιρός,και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη· άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί; Δεν ξέρω.
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη Δύση,
ποιος ξέρει μην απ' το βορία, μην απ' τα Μεσημέρια·
τάχα θα βγει απ' τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ' άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πως θα ρθεί,και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ' αποκαΐδια, Απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φυλή ο κυρ Ήλιος,
(Απόλλωνας αυτός, Χριστός θαρρώ,ή Διόνυσος νομίζω·
Ορφέας λένε οι πυρές όλοι τους ένας είναι)
και σα χλωρά ισκιερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, να τα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί,να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προφήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ' εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της Χώρας,
και στης ψυχής τ' απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ' τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια,
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα!Εμπρός, τραγούδι!
Σβησμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!

Φωτογραφία του Άλκη Παλαμά, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο Σκόκου για το έτος 1899

Ο ΤΑΦΟΣ 

Μήτε μὲ τὸ σίδερο,
Μήτε μὲ τὸ χρυσάφι,
Μήτε μὲ τὰ χρώματα
Ποὺ σπέρνουν οἱ ζωγράφοι

Μήτε μὲ τὰ μάρμαρα
Τὰ τεχνοσκαλισμένα·
Τὸ σπιτάκι σου ἔπλασα
Παντοτινὸ γιὰ σένα

Μόνο μὲ τοῦ πνεύματος
Τὰ μάγια! Σοῦ τὸ ὑψώνω
Σ᾿ ἕνα τόπον ἄϋλον,
Ἀπείραχτο ἀπ᾿ τὸ χρόνο.

Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο

Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου


Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!


Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!

Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·
δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.

Μιὰ πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912

Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
(1908)

Ἀνατολή


Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.


Πατρίδες

...
Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.

Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.

Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,

ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει,
τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου
καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου

...
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!

1895


Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα


Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.


Οἱ λύκοι

Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.

(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ

ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).

Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ

τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ

τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.

Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.


Ὁ Δελφικὸς Ὕμνος


Τὸν κιθαρίσει κλυτὸν παίδα μεγάλου Διὸς
ἐρῶ σ᾿ ἄτε παρ᾿ ἀκρονιφῆ τόνδε πάγον ...

Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο
θὰ ψάλω, τοῦ τρανοῦ Διὸς Ἐσένα τὸ βλαστάρι,
τὰ λόγια Σου τ᾿ ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω, ἐκεῖνα
ποῦ φανερώνεις, ὦ Θεέ, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους,
κοντὰ στὸ χιονοστέφανο τὸ βράχο! Θὰ κηρύξω
τὸ μαντικὸ τὸν τρίποδα πὼς ὤρμησες καὶ πῆρες,
τὸν τρίποδα, ποὺ ὁ δράκοντας ὁ ἐπίβουλος κρατοῦσε
σφυρίζοντας, ἀλύπητος καὶ πὼς μὲ τὸ δοξάρι
τοῦ τρύπησες τὸ παρδαλό, τὸ στρηφογυρισμένο
κορμί! Καὶ πὼς ἐκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ᾿ ὅλη του τὴν παλληκαριά, τὸν ἄπιστο Γαλάτη!
Τοῦ βροντεροῦ Διὸς Ἐσεῖς πανώριες θυγατέρες,
ποὺ ὁρίζετε πυκνόδεντρο τὸν Ἑλικώνα, ἐλᾶτε,
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χορούς, ὑμνεῖτε, διαλαλεῖτε
τ᾿ ἀδέρφι Σας τὸ θεϊκό, τὸ χρυσομάλλη Φοῖβο.
Ἀπάνου ἐκεῖ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς δίκορφους στοὺς θρόνους
στὰ κρυσταλλένια τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας προβάλλει
ἀνάμεσα στὰ Δελφικὰ τὰ πανηγύρια, ἀφέντης
τοῦ φημισμένου αὐτοῦ βουνοῦ, τοῦ μαντικοῦ του βράχου.
Καὶ χαῖρε, ὦ πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Ἀθήνα,
τῆς πολεμόχαρης θεᾶς λάτρισσα, ριζωμένη
σὲ γῆν ἀπάνου ἀσάλευτη γι᾿ αὐτή σου τὴ λατρεία!
Καίει τῶν ταύρων τὰ μηριὰ στοὺς ἱεροὺς βωμούς Του
ὁ Ἤφαιστος, καὶ ἀραβικὸ θυμίαμα σκορπίζει
ψηλὰ ψηλὰ ὡς τὸν Ὄλυμπο μαζὶ μὲ τὴ φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ὁ αὐλὸς ὁ λυγερὸς κυλάει,
ὕμνους κ᾿ ἡ γλυκερόφωνη χρυσὴ κιθάρα ἁπλώνει
τῶν Ἀθηναίων ὁ λαός, Θεέ, Σὲ προσκυνάει!
1894

Ρόδου Μοσκοβόλημα

Ἐφέτος ἄγρια μ᾿ ἔδειρεν ἡ βαρυχειμωνιὰ
ποὺ μ᾿ ἔπιασε χωρὶς φωτιὰ καὶ μ᾿ ηὗρε χωρὶς νιάτα,
κι ὥρα τὴν ὥρα πρόσμενα νὰ σωριαστῶ βαριὰ
στὴ χιονισμένη στράτα.

Μὰ χτὲς καθὼς μὲ θάρρεψε τὸ γέλιο τοῦ Μαρτιοῦ
καὶ τράβηξα νὰ ξαναβρῶ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ μονοπάτια,
στὸ πρῶτο μοσκοβόλλημα ἑνὸς ρόδου μακρινοῦ
μοῦ δάκρυσαν τὰ μάτια.
1905

Τὰ σκολειὰ χτίστε

… Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα,
μεγάλα, γερὰ θεμελιωμένα,
ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης,
πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά.
Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια,
τὰ σκολειὰ χτίστε.

Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νά ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται,
νὰ φεύγει, ὀνειρεμένο πίσω του
ἀργοσέρνοντας τὸ φεγγάρι.

Γιομίζοντάς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν
μαϊστράλια καὶ βοριάδες καὶ μελτέμια
μὲ τοὺς κελαηδισμοὺς καὶ μὲ τοὺς μόσκους,
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς
καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…

Ὁ Ὀλυμπιακὸς Ὕμνος


Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο, ἁγνὲ πατέρα
τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τ᾿ ἀληθινοῦ,
κατέβα, φανερώσου κι ἄστραψε ἐδῶ πέρα
στὴ δόξα τῆς δικῆς σου γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ.

Στὸ δρόμο καὶ στὸ πάλεμα καὶ στὸ λιθάρι,
στῶν εὐγενῶν Ἀγώνων λάμψε τὴν ὁρμὴ
καὶ μὲ τ᾿ ἀμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
καὶ σιδερένιο πλάσε κι ἄξιο τὸ κορμί.

Κάμποι, βουνὰ καὶ πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σὰν ἕνας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Καὶ τρέχει στὸ ναὸ ἐδῶ προσκυνητής σου,
Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο κάθε λαός.
(Ἀσάλευτη Ζωή, 1896)
* Ὁ ὕμνος παραγγέλθηκε στὸν ποιητὴ τὸν Μάϊο τοῦ 1895 ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν Δημ. Βικέλα καὶ Τιμ. Φιλήμονος. Ἡ παραγγελία θεωρήθηκε σὰν μία νίκη τῆς Δημοτικῆς. Μελοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Κερκυραῖο μουσουργὸ Σπύρο Σαμάρα καὶ ἀπετέλεσε τὸν ὕμνο τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ποὺ ὠργανώθηκαν στὸ Στάδιο τὸ 1896. Ἀπὸ τὸ 1952 εἶναι ὁ ἐπίσημος ὕμνος τῶν Ἀγώνων καὶ ἀκούγεται ἀπὸ τότε σὲ ὅλες τὶς τελετὲς ἔναρξης στὰ Ἑλληνικά.


Ὁ γκρεμιστής


Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!



Σατιρικά γυμνάσματα

A5

Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη,
με τα καράβια και με τα φουσάτα
της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.

Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα,
το νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε,
και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.

Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι.
Σε μια Βαβέλ δεμένους μάς κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμα τους λύσε.

και στα χείλια οι καρδιές μας πάλε ας πάνε.
Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής!
Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θα ’ναι.

Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.


Β2

Πρόγονους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,
όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,
όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,

όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,
του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,
τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,

Όμηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,
καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,
Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.

Όλα φκιάστα γκιουβέτσι και σαλάτα,
νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,
και τα βιολιά, και ρίξου τους και φά’ τα.

Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

Β6

Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.

Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.

Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.

Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος

μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.

http://www.sarantakos.com/
http://users.uoa.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις