ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ
Ο Ακρίσιος, ο Βασιλιάς του Άργους, είχε μία μοναχοκόρη, τη Δανάη, αλλά
δεν είχε γιους ώστε να κληρονομήσουν το βασίλειο του. Η επιθυμία του να
αποκτήσει ένα γιο ήταν τόσο μεγάλη, που αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι το
μαντείο των Δελφών για να συμβουλευτεί την Πυθία. «Όχι εσύ, Ακρίσιε,
αλλά η κόρη σου Δανάη θα αποκτήσει ένα γιο. Κι αυτό το παιδί θα είναι η
αιτία του θανάτου σου!» του είπε η ιέρεια του μαντείου
Για να εμποδίσει την πραγματοποίηση του χρησμού, ο Ακρίσιος έδωσε
εντολή να κατασκευαστεί μια υπόγεια φυλακή, στο κέντρο της αυλής του
παλατιού του, όπου έκλεισε την όμορφη Δανάη. Μόνο η τροφός της Δανάης
μπορούσε να την επισκέπτεται καθημερινά σ' αυτό το παράξενο κελί που
έμοιαζε με τάφο, για να της πηγαίνει φαγητό και να τη φροντίζει. Όμως το
σχέδιο του Ακρίσιου δε στάθηκε ικανό να εμποδίσει το Δία να δει την
κοπέλα και να την ερωτευτεί. Για να καταφέρει να την πλησιάσει, ο
πατέρας των θεών μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή που μπήκε μέσα στην
υπόγεια φυλακή από μια σχισμή στη μεταλλική σκεπή της.
Έτσι, έπειτα
από λίγο καιρό η Δανάη έφερε στον κόσμο ένα γιο, τον Περσέα, και με τη
βοήθεια της τροφού της τον κράτησε κρυφό από τον κόσμο.
Είχαν
περάσει τρία με τέσσερα χρόνια, όταν μια μέρα, περπατώντας στην αυλή του
παλατιού του, ο Ακρίσιος άκουσε μια παιδική φωνή κάτω από το έδαφος.
Ήταν η φωνή του Περσέα, που γέλαγε χαρούμενος παίζοντας. Οργισμένος ο
βασιλιάς που εξαπατήθηκε, καταδίκασε σε θάνατο την τροφό της κόρης του
και ανάγκασε τη Δανάη να ομολογήσει μπροστά στο ιερό του Δία το όνομα
του πατέρα του παιδιού της.
«Το όνομα του είναι Δίας» ομολόγησε η Δανάη, αλλά ο Ακρίσιος θύμωσε ακόμα περισσότερο, πιστεύοντας πως η κόρη του έλεγε ψέματα.
«Κλείστε μητέρα και παιδί σε μια λάρνακα, σφραγίστε την και πετάξτε την
στη θάλασσα» διέταξε ο βασιλιάς. Έτσι κι έγινε, αλλά η λάρνακα δεν
βούλιαξε. Παρασυρμένη από τα θαλάσσια ρεύματα, ταξίδεψε στο πέλαγος και
έφτασε έπειτα από καιρό στη Σέριφο, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων. Εκεί
βασιλιάς ήταν ο Πολυδέκτης. Ένας ψαράς που τον έλεγαν Δίκτη είδε τη
λάρνακα να επιπλέει στο νερό και με τη βοήθεια μερικών συντρόφων του
πέταξε στη θάλασσα ένα δίχτυ και την τράβηξε στη στεριά. Έτσι η Δανάη
και ο Περσέας σώθηκαν από βέβαιο πνιγμό, αλλά όχι και από τις συμφορές
που ήταν γραφτό να τους βρουν στο μέλλον.
Ο Περσέας μεγάλωσε στο
νησί και έγινε ένα δυνατό παλικάρι που φρόντιζε τη μητέρα του, η οποία
στο μεταξύ είχε γοητεύσει το βασιλιά Πολυδέκτη. Μια μέρα, ο βασιλιάς
κάλεσε τον Περσέα σε ένα από τα συμπόσια του παλατιού ζητώντας του, όπως
και με τους υπολοίπους καλεσμένους, να του φέρει δώρο ένα άλογο.
Βέβαιος πως ο Περσέας, που είχε μεγαλώσει δίπλα σε έναν απλό ψαρά, δε θα
μπορούσε να εκπληρώσει την επιθυμία του. Ο νέος, όμως, δεν πτοήθηκε και
ανακοίνωσε στο Βασιλιά πως θα ερχόταν στο συμπόσιο, αλλά αντί για άλογο
θα του έφερνε το κεφάλι της Μέδουσας.
Η Μέδουσα ήταν μία από τις
Γοργόνες, τις τρείς τρομακτικές αδελφές με μορφή τεράτων. Στα χέρια τους
είχαν νύχια αρπακτικού, στο κεφάλι τους αντί για μαλλιά ζωντανά φίδια
και στην πλάτη χρυσά φτερά που τους επέτρεπαν να πετούν. Τα μάτια τους,
με βλέμμα ανατριχιαστικό, μεταμόρφωναν σε πέτρα όποιον θνητό τα
κοιτούσε. Από τις τρείς αδελφές η μόνη θνητή ήταν η Μέδουσα.
Όταν ο
Περσέας ξανασκέφτηκε την υπόσχεση που τόσο απερίσκεπτα είχε δώσει στο
βασιλιά, ρίγησε. Ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεση του, αλλά δεν
είχε ιδέα πώς θα τα κατάφερνε! Σκεπτικός, άρχισε να περπατά κατά μήκος
της ακτής του νησιού. Είχε φτάσει στην άκρη της ακτής, αλλά ακόμα δεν
είχε βρει τη λύση.
Αποκαμωμένος, κάθισε σ' ένα βράχο και έβαλε τα
κλάματα. «Αλίμονο, πώς θα βρω τις Γοργόνες; Και με τι τρόπο θα καταφέρω
να πιάσω την τρομερή Μέδουσα;» αναρωτιόταν. Ο πρώτος από τους θεούς που
βοήθησε τον Περσέα ήταν ο Ερμής, ο αγγελιαφόρος των θεών. «Οι Γοργόνες
ζουν στην άλλη άκρη του Ωκεανού, κοντά στους κήπους των Εσπερίδων, εκεί
όπου αρχίζει το Βασίλειο της Νύχτας» είπε ο Ερμής προσφέροντας στον
Περσέα ένα κοφτερό ξίφος.
Μόλις έφυγε ο Ερμής, μπροστά στα έκπληκτα
μάτια του Περσέα εμφανίστηκε η Αθηνά, που τον οδήγησε στις Ναϊάδες, τις
Νύμφες του υγρού στοιχείου, που κατοικούσαν στο νησί, σε μια σπηλιά εκεί
κοντά. «Μόνο εσείς μπορείτε να βοηθήσετε τον Περσέα» τις παρακάλεσε η
Αθηνά. Αμέσως, οι Ναϊάδες έσπευσαν να βοηθήσουν το νέο. Η μία του έδωσε
ένα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια, η άλλη του φόρεσε στο κεφάλι το κράνος του
Άδη που έκανε αόρατο όποιον το φορούσε, ενώ η τρίτη του έδωσε ένα σακί
μέσα στο οποίο θα έπρεπε να βάλει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας.
Ο
Περσέας ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι του. Ελαφρύς σαν πούπουλο χάρη στα
φτερωτά του σανδάλια, μπορούσε να πετάει ψηλά στον αέρα. Διέσχισε με
ευκολία τον Ωκεανό και έφτασε γρήγορα στα σύνορα του βασιλείου της
Νύχτας. Εκεί, στις υπόγειες στοές μιας μυστηριώδους σπηλιάς, που τη
φυλούσαν οι Γραίες, κρύβονταν οι εφιαλτικές Γοργόνες.
Οι Γραίες,
κόρες κι αυτές, όπως και οι Γοργόνες, του θαλασσινού θεού Φόρκη, ήταν
τρεις θεές με μορφή γερασμένων γυναικών. Φαλακρές από τότε που
γεννήθηκαν, είχαν ένα μόνο δόντι και ένα μόνο μάτι, που το δανείζονταν
με τη σειρά. Για το λόγο αυτό, φυλούσαν την είσοδο της σπηλιάς μία κάθε
φορά και ποτέ όλες μαζί. Τη στιγμή, μάλιστα, που η μία από τις Γραίες
έβγαζε το μάτι για να το παραδώσει στην επόμενη ήταν και οι τρεις τους
τυφλές. Ο Περσέας φόρεσε το κράνος του Άδη που τον έκανε αόρατο,
πλησίασε τις θεές και, τη στιγμή που το μοναδικό τους μάτι άλλαζε χέρια,
το άρπαξε σαν αστραπή. «Θα σας επιστρέψω το μάτι σας, αν μου δείξετε
πού κρύβονται οι Γοργόνες» απάντησε αποφασιστικά ο Περσέας στις τρεις
γριές που άρχισαν να διαμαρτύρονται.
Αφού πήρε την απάντηση που
ήθελε, ξεκίνησε το ταξίδι του μέσα στη σπηλιά, με την προστασία της
Αθηνάς, που τον ακολουθούσε σιωπηρά. Περπάτησε αρκετή ώρα μέσα στο
λαβύρινθο με τις υπόγειες σήραγγες, ώσπου έφτασε στην κρυψώνα των
Γοργόνων, που κοιμόνταν ανυποψίαστες. Πλησίασε τη Μέδουσα και,
κοιτάζοντας την αντανάκλαση της στην ασπίδα της Αθηνάς, ώστε να αποφύγει
το θανατηφόρο βλέμμα της, σήκωσε το σπαθί του και με μια γρήγορη κίνηση
έκοψε το φοβερό κεφάλι.
Από το άψυχο σώμα της τερατώδους Μέδουσας
δεν έτρεξε μόνο αίμα. Από τον ακέφαλο λαιμό της πετάχτηκε ένα φτερωτό
άλογο, ο Πήγασος, και ένας γίγαντας, ο Χρυσάορας. Ο Περσέας, αφού έβαλε
το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας στο σακί του, ανέβηκε στη ράχη του
φτερωτού Πήγασου και πέταξε μακριά από τη σπηλιά.
Οι άλλες δύο
Γοργόνες, που στο μεταξύ είχαν ξυπνήσει, Βλέποντας το ακέφαλο σώμα της
αδελφής τους, πήραν στο κυνήγι τον Περσέα. Έτρεξαν οργισμένες έξω από τη
σπηλιά και συνέχισαν την καταδίωξη στον ουρανό. Όμως ο Περσέας,
φορώντας το κράνος του Άδη, έγινε αόρατος και κατάφερε να τους ξεφύγει
και να εξαφανιστεί.
Στον δρόμο της επιστροφής του από την Σέριφο, ο
Περσέας πέρασε από την Αιθιοπία. Εκεί, αντίκρισε μια πανέμορφη κοπέλα
αλυσοδεμένη πάνω σε ένα βράχο, την Ανδρομέδα, κόρη του βασιλιά Κηφέα και
της Κασσιόπειας. Η μητέρα της κοπέλας, περήφανη για την ομορφιά της,
είχε τολμήσει να ανταγωνιστεί τις Νηρηίδες. Εκείνες, θυμωμένες, έτρεξαν
στον πατέρα τους, τον Ποσειδώνα, για να εκδικηθεί την προσβολή. Ο θεός,
οργισμένος, έστειλε ένα φοβερό δράκο που γεννήθηκε από τα αφρισμένα
κύματα, για να καταστρέψει την Αιθιοπία. Ο βασιλιάς της χώρας,
απελπισμένος, έτρεξε στο μαντείο του Άμμωνα για να ζητήσει βοήθεια.
«Η κόρη του Κηφέα και της Κασσιόπειας, η Ανδρομέδα, πρέπει να θυσιαστεί
για να σταματήσει η συμφορά» ήταν ο τρομερός χρησμός που έδωσε το
μαντείο.
Έτσι, η κοπέλα δέθηκε πάνω στο βράχο για να την
κατασπαράξει το θαλάσσιο τέρας του Ποσειδώνα, και εκεί την είδε για
πρώτη φορά ο Περσέας. «Θα ελευθερώσω την κόρη σας, αν μου υποσχεθείτε
ότι θα μου δώσετε το χέρι της» είπε ο Περσέας στους γονείς της κοπέλας.
Έχοντας ακόμα μαζί του τα θεϊκά όπλα που του είχαν δώσει οι Νύμφες, δε
δυσκολεύτηκε καθόλου να σκοτώσει το δράκο. Όμως ο Φινέας, αδελφός του
Κηφέα, που είχε βάλει σκοπό να παντρευτεί εκείνος την Ανδρομέδα,
επιτέθηκε στον Περσέα για να τον εξοντώσει. Εκείνος, όμως,
χρησιμοποιώντας το κεφάλι της Μέδουσας με το θανατηφόρο βλέμμα,
μεταμόρφωσε σε πέτρα το Φινέα και τους στρατιώτες του. Ελεύθερος και με
την όμορφη Ανδρομέδα στο πλευρό του, ο Περσέας μπορούσε πλέον να
επιστρέψει στη Σέριφο.
Όταν έφτασε στο νησί, ο Περσέας χρησιμοποίησε
για άλλη μια φορά τις μαγικές δυνάμεις της Μέδουσας ώστε να γλιτώσει τη
μητέρα του Δανάη από την ενοχλητική πολιορκία του βασιλιά Πολυδέκτη. Ο
ήρωας έβγαλε από το σακί του το κομμένο κεφάλι της Γοργόνας και το
κράτησε μπροστά στα μάτια του βασιλιά, ο οποίος μεταμορφώθηκε αμέσως σε
πέτρα.
«Από εδώ και μπρος βασιλιάς της Σερίφου θα είναι Δίκτης»
ανακοίνωσε ο Περσέας, ανταμείβοντας έτσι τον άνθρωπο που του είχε σώσει
κάποτε τη ζωή και τον είχε μεγαλώσει σαν πατέρας.
Ο Ερμής, που είχε
τόσο βοηθήσει τον Περσέα στις περιπέτειες και τα κατορθώματα του,
ανέλαβε να επιστρέψει στις Ναϊάδες τα μαγικά αντικείμενα που τους
ανήκαν: τα φτερωτά σανδάλια, το σακί και το κράνος του Άδη. Ο Περσέας
εμπιστεύτηκε στην Αθηνά το κεφάλι της Μέδουσας, το οποίο η θεά
τοποθέτησε στο κέντρο , της ασπίδας της.
Οι περιπέτειες του Περσέα,
όμως, δεν είχαν φτάσει στο τέλος τους. Ο χρησμός που τόσα χρόνια πριν
είχε προβλέψει το χαμό του παππού του Ακρίσιου δεν είχε ακόμα
επαληθευτεί.
Ο Περσέας φλεγόταν από την επιθυμία να επιστρέψει στην
πατρίδα του, το Άργος. Ο βασιλιάς Ακρίσιος, μαθαίνοντας τις προθέσεις
του εγγονού του, εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στη Λάρισα ελπίζοντας
να αποφύγει την εκπλήρωση του φοβερού χρησμού. Ο Περσέας, που ήταν ήδη
στο δρόμο για το Άργος ταξιδεύοντας με τη γυναίκα του, την Ανδρομέδα,
αποφάσισε να πάει στη Λάρισα, για να λάβει μέρος στους αγώνες που
διοργάνωνε ο βασιλιάς της πόλης προς τιμήν του πατέρα του. Επέλεξε τη
δισκοβολία, πήρε θέση στον αγωνιστικό χώρο και έριξε με όλη του τη
δύναμη το δίσκο όσο πιο μακριά μπορούσε. Το βαρύ αντικείμενο, όμως,
ξέφυγε από την πορεία του και χτύπησε έναν από τους θεατές στο κεφάλι
σκοτώνοντάς τον στη στιγμή. Ο άτυχος θεατής δεν ήταν άλλος από τον
Ακρίσιο. Έτσι, ο ηλικιωμένος ηγεμόνας του Άργους σκοτώθηκε από το χέρι
του εγγονού του, όπως ακριβώς είχε προβλέψει το μαντείο των Δελφών
χρόνια πριν.
Ο Περσέας δεν δέχτηκε να στεφθεί νέος βασιλιάς του
Άργους. Ο πόνος του για το χαμό του παππού του, που ο ίδιος προκάλεσε
άθελα του, ήταν αβάσταχτος. «Θα γίνω βασιλιάς της Τίρυνθας, στη θέση του
εξαδέλφου μου Μεγαπένθη, ο οποίος με τη σειρά του θα γίνει Βασιλιάς του
Άργους.» αποφάσισε ο Περσέας. Από τον ευτυχισμένο γάμο του με την
Ανδρομέδα, ο Περσέας απέκτησε πολλά παιδιά, από τα οποία ήταν γραφτό να
γεννηθούν πολλοί και σημαντικοί ήρωες, ανάμεσα τους και ο Ηρακλής.
Στο τέλος της επίγειας ζωής τους, οι δύο σύζυγοι τιμήθηκαν ως ημίθεοι και έγιναν αστερισμοί.
Ο Περσέας και η Ανδρομέδα στέλνουν πλέον τη λάμψη τους στον κόσμο από
τον ουρανό, διατηρώντας ζωντανές στη μνήμη των ανθρώπων τις θαυμαστές
τους περιπέτειες.