να
ανήκουν σε μια κοινωνική ομάδα ασχολείται στα δύο τελευταία του βιβλία ο
Φίλιππος Μανδηλαράς. Ο καταξιωμένος συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας,
τόσο με το Κάπου ν’ ανήκεις όσο και με τις Ύαινες, το πιο
πρόσφατο μυθιστόρημά του για εφήβους, μιλά, μέσα από τα σύγχρονα τοπία
που περιγράφει, με σκληρότητα –συχνά και σε ευθεία αντιπαράθεση με μια
πραγματικότητα που θυμίζει ζοφερό σενάριο ταινίας επιστημονικής
φαντασίας– για την αναζήτηση της ταυτότητας των έφηβων ηρώων του.
Γίνεται ένα με εκείνους, κάνει δυνατές ψυχολογικές περιγραφές και κρατά
αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών του.
Πώς συνδέονται τα δύο βιβλία σας Κάπου ν’ ανήκεις και Ύαινες, μια και αποτελούν τα δύο πρώτα σκέλη μιας άτυπης τριλογίας;
Στα
δύο αυτά βιβλία οι ήρωες είναι διαφορετικοί, αλλά το περιβάλλον
(αστικό), η χρονική στιγμή (σήμερα) και η θεματική (η αναζήτηση της
ταυτότητας των έφηβων ηρώων) είναι παρόμοιες. Γι’ αυτό το λόγο σκέφτηκα
πως θα ήταν καλό να τα εντάξω σε μια άτυπη τριλογία, που εκφράζεται από
τον τίτλο του πρώτου βιβλίου (Κάπου ν’ ανήκεις), καθώς τόσο ο ήρωας του πρώτου βιβλίου όσο και η ηρωίδα στις Ύαινες,
αλλά και οι ήρωες στο επόμενο, άτιτλο ακόμα, μυθιστόρημα, βρίσκονται
στην αναζήτηση μιας κοινωνικής ομάδας, όπου θα αισθανθούν βολικά, ώστε
να νιώσουν κι αυτοί ότι «κάπου ανήκουν».
Τι μηνύματα θέλατε να δώσετε στο αναγνωστικό κοινό μέσω του βιβλίου σας;
Κανένα
απολύτως. Έτσι κι αλλιώς, θεωρώ ότι ο κάθε αναγνώστης παίρνει από το
μυθιστόρημα αυτό που ο ίδιος θέλει –ή μπορεί– τη συγκεκριμένη στιγμή που
το διαβάζει – αυτή, άλλωστε, είναι και η γοητεία του μέσου. Το πιο
πιθανό, πάντως, είναι ότι ο κάθε αναγνώστης θα ερμηνεύσει αυτά που θα
διαβάσει ανάλογα με το πόσο βαθιά θα θελήσει να μπει στην ιστορία. Είναι
επιλογή του και ποτέ δεν διανοήθηκα να τον καθοδηγήσω στις δικές μου
ερμηνείες, οι οποίες, άλλωστε, είναι πάντοτε μεταγενέστερες της γραφής
του μυθιστορήματος και, ως δημιουργός του, προτιμώ να μην εμπλέκομαι σε
αυτές.
Η ιστορία ξεκινά σε μια χώρα που χρεοκοπεί. Πώς σας έχει επηρεάσει στη συγγραφή η οικονομική κρίση που βιώνουμε στην Ελλάδα;
Η
ιδέα για το μυθιστόρημα βασίστηκε σε μια πολύ απλή υπόθεση που όλοι,
λίγο πολύ, κάνουμε: Τι θα συμβεί στη χώρα μας σε περίπτωση που κηρυχθεί
χρεοκοπία; Από εκεί και πέρα, και καθώς την ηρωίδα την είχα από καιρό
σχηματίσει στο μυαλό μου, δεν χρειάστηκε παρά να την εντάξω στο ζοφερό
αυτό περιβάλλον. Η εικόνα της Ελλάδας που βγαίνει από το μυθιστόρημα
είναι, κατά τη γνώμη μου, το φυσικό επακόλουθο της ηθικής κατάπτωσης
μέσα στην οποία ζούμε. Απλώς εδώ όλα μηδενίζονται, με συνέπεια την
απελευθέρωση των βασικών ενστίκτων του κάθε ατόμου, δίχως καμιά
κοινωνική ή άλλη αναστολή.
Αυτή
τη φορά η βασική ηρωίδα σας είναι μια κοπέλα. Πώς είναι να
προσπαθείτενα μπείτε στη γυναικεία ψυχολογία για να γράψετε; Ποιες
δυσκολίες υπάρχουν και σε ποιες σχέσεις σας με γυναίκες ανατρέξατε
προκειμένου να γράψετε;
Όσο κι αν
φαίνεται παράξενο, μου είναι πιο εύκολο να δημιουργώ γυναικείους
χαρακτήρες, παρά ανδρικούς. Ίσως γιατί μεγάλωσα σε μια οικογένεια με
τέσσερις γυναικείες φιγούρες δίπλα μου κι έναν πατέρα αρκετά
απομακρυσμένο λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, γεγονός που με υποχρέωσε να
συναναστρέφομαι διαρκώς με γυναίκες. Επιπλέον, δουλεύοντας γυναικείες
μορφές στα μυθιστορήματά μου, προσπαθώ να εξερευνήσω το γυναικείο φύλο
και να το κατανοήσω ίσως. Και, σίγουρα, οι γυναικείες μορφές μού είναι
πολύ πιο θελκτικές, με όποιον τρόπο κι αν τις παρουσιάζω σε κάθε
μυθιστόρημα.
Όταν
γράφετε, έχετε στο μυαλό σας μια συγκεκριμένη ηλικία ή, όταν απευθύνεστε
σε εφήβους, γράφετε, κατά κάποιον τρόπο, και για ενήλικες;
Κάθε
φορά που γράφω έχω στο μυαλό μου τον αναγνώστη του βιβλίου και
προσαρμόζω το λόγο αλλά και τους τρόπους μου ανάλογα με τις απαιτήσεις
του. Όταν, λοιπόν, γράφω για εφήβους κι έχω έφηβους ήρωες, γνωρίζω σε
ποιον μιλάω και πώς μιλάω. Οι απαιτήσεις ενός εφηβικού μυθιστορήματος
είναι ακριβώς ίδιες με αυτές ενός μυθιστορήματος για ενήλικες, καθώς ο
συγγραφέας δεν χρειάζεται πια να κρύβει πράγματα –όπως συμβαίνει
κατεξοχήν στο μυθιστόρημα για παιδιά– ούτε να αυτολογοκρίνεται. Κι ένα
εφηβικό μυθιστόρημα είναι πετυχημένο αν καταφέρει να μιλήσει στον έφηβο
αναγνώστη –όχι μόνο λόγω της θεματολογίας του, φυσικά– αλλά και να
γνωρίσει στον ενήλικο αναγνώστη τον έφηβο του 2011.
Η λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους σε ποια κατάσταση είναι σήμερα;
Όσο
εκδίδονται βιβλία γι’ αυτές τις ηλικίες, που θέτουν ειλικρινείς
προβληματισμούς στους αναγνώστες τους, δίχως να προσπαθούν να διδάξουν,
κι όσο οι συγγραφείς πειραματίζονται με το υλικό τους και τη φόρμα,
δίχως να ξεχνούν ούτε στιγμή σε ποιον απευθύνονται, τότε η λογοτεχνία
για παιδιά και εφήβους θα εξακολουθεί να εξελίσσεται. Ευτυχώς, διαβάζω
αρκετά βιβλία τον τελευταίο καιρό που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 19/5/11
|