Της Ελένης Μπετεινάκη
Κι έφτασε μια απλή
καλημέρα που είναι τόσο πολύτιμη πια και ένα μάτσο ανεμόμυλοι για να μπει μπροστά το γρανάζι της θύμησης…
Παραξένες μέρες…Είναι και μια επέτειος, σήμερα, που μας έφερε κοντά και για πρώτη φορά στη
λέξη πόλεμος, όπως την βιώσαμε τότε. Τι και ποιος να φταίει απ όλα…. Ίσως να φταίει ο ίδιος ο Ιούλιος που λένε πως είναι
ο πιο καυτός μήνας του καλοκαιριού μιας και
βράζει στην κυριολεξία από τη ζέστα και τα γεγονότα. Πάντα κάτι πολύ σοβαρό
συνέβαινε τούτον τον μήνα. Να ΄ναι η
αιτία η καλοκαιρινή ραστώνη
πολλών, να φταίει η θάλασσα ή ακόμα και το φεγγάρι που αρχίζει να γίνεται
μεγάλο, πιο φωτεινό και πιο ονειροπόλο; Ίσως να φταίνε τα άστρα κι οι πλανήτες,
οι μάγισσες και τα ξωτικά που αποτρελαίνονται …
Δύσκολος μήνας ο Ιούλιος, κι
ίσως ακόμα να μην έχουμε δει και
ζήσει τίποτα… Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων και ημερών, είναι δουλειά άλλων να τα σχολιάσουν, να τα
κρίνουν , να τα αναλύσουν. Εμείς απλά θυμόμαστε, μικρές στιγμές της καθημερινότητας απλών ανθρώπων, που έζησαν, ένοιωσαν και είδαν χωρίς να το καλοκαταλάβουν τις αλλαγές που έρχονταν. Έγραψαν ιστορία,
χωρίς να το ξέρουν, γιατί η ιστορία δεν
αφορά μόνο τους πολιτικούς και τα συμβάντα που υπερτονίζονται αλλά και τους
απλούς τους καθημερινούς ανθρώπους που την βίωσαν καλύτερα ή χειρότερα από
όλους τους προηγούμενους…
«...Ήταν 20 του Ιούλη, πανηγύρι μεγάλο και πάλι
στο χωριό. Του Προφήτη Ηλία, και γιόρταζε πάνω στο λόφο, το μικρό εκκλησάκι.
Μέρες πριν ετοιμαζόμασταν , είχαμε πολλή δουλειά να κάνομε. Έπρεπε να κατέβουμε
στον ποταμό, στον Κάτω Μύλο, στον Παράδεισο, εκεί που ζούσαν οι νεράιδες και τα ξωτικά και
φοβόμασταν γιατί είχαμε ακούσει πως έπαιρναν τη λαλιά όσων συναντούσαν. Όμως
μόνο εκεί θα βρίσκαμε τα καλάμια που
ήταν τα καλύτερα. Έπρεπε να είναι ξερά, με ρόζους, για να μπορούν εύκολα να
χαραχτούν. Κι έτσι με μπόλικη πραμάτεια και τρεχάλα, λίγο πιο μετά, κλεινόμασταν στο μικρό πλυσταριό για να ξεκινήσουμε την
συναρμολόγηση. Κόβαμε κάθε καλάμι περίπου σαράντα εκατοστά και στην κορυφή του
κάναμε δυο τρύπες και περνούσαμε ένα σύρμα που έδενε στρουφιχτά. Λίγο πριν το
δέσιμο είχαμε έτοιμα τα πολύχρωμα χαρτιά, διπλωμένα με απίστευτη τέχνη και με
προσοχή. Τελευταία μας δουλειά ήταν να κόψουμε από την παλιά καρέκλα της μάνας
μου αυτήν με το πλαστικό δέσιμο σαν μακαρόνι, μικρά κομμάτια πολύχρωμα και να τα περάσουμε στο
σύρμα για να ‘χει απόσταση από το χαρτί και να μπορεί να γυρίζει με τον αέρα.
Τέχνη ήθελε κι αυτό το τόσο απλό παιχνίδι, ο «σβούρος», έτσι τον λέγαμε
ή «μύλος». Αργότερα η λέξη τούτη χάθηκε και όλοι τον έλεγαν ανεμόμυλο.
Ύστερα παίρναμε ένα μεγάλο καλάθι και το γεμίζαμε με όλα όσα είχαμε φτιάξει.
Μέρες κρατούσε η «δουλειά», όλα μας τα πρωινά δουλεύαμε και σαν έφτανε η
παραμονή του προφήτη Ηλία μιας και ήξερα πια να γράφω και να διαβάζω έφτιαχνα
την ταμπέλα. «Σβούρος μικρός, 1 δραχμή - Σβούρος μεγάλος, 2 δραχμές.» Την
άλλη μέρα από το ξημέρωμα περιμέναμε τον θείο Μιχάλη να μας βάλει πάνω στο
γαϊδούρι και να ανηφορήσουμε για το πανηγύρι. Πουλούσαμε όλη μας την πραμάτεια,
όλη! Αμέσως μετά η μάννα, μας έκοβε μια φλούδα πεπόνι του καθενός γιατί ήταν η
μέρα που γιόρταζε τούτο το φρούτο και καθόμασταν πάνω στο πεζούλι το φρεσκοασπρισμένο
πεζούλι να το απολαύσουμε. Τρώγαμε
χαρούμενοι κι άτσαλα από το ζόρι και τη ζέστη, στάζοντας ζουμιά πάνω στα
δάκτυλα και τις μπλούζες μας. Τα μάτια ορθάνοιχτα από περιέργεια κι
ικανοποίηση, κοίταζαν τα πιο μικρά παιδιά που κρατούσαν τους δικούς μας τους
σβούρους και προσπαθούσαν να τα βρουν με τον άνεμο, κατά που φυσούσε, μήπως και τον κατάφερναν να τους « γυρίσει». Κι ήταν τα πρόσωπά τους φωτεινά, τα δικά τους μάτια
τους γελούσαν, εμάς όπως έλεγε ο πατέρας μου γελούσαν και τα μουστάκια μας. Θα ΄μουν
δεν θα ‘μουν εφτά χρόνων κείνο το καλοκαίρι αλλά εγώ νόμιζα πως ήμουν «μεγάλη»
γιατί όταν κάναμε τη μοιρασιά με τον αδελφό μου το μερίδιο μου ήταν πάνω από 20
δραχμές, κι ήταν αρκετό σαν γυρίζαμε πίσω στο χωριό να σταματήσουμε στο
περίπτερο και να αγοράσω την αγαπημένη μου «Μανίνα», περιοδικό αποκλειστικά για
κορίτσια εκείνη την εποχή... Ήταν 20 Ιουλίου 1973...
Την επόμενη χρονιά δεν ανεβήκαμε στο εκκλησάκι, μείναμε με
τους σβούρους μας να τους κοιτάμε σαν χαμένοι. Είχε κηρυχτεί η επιστράτευση και
δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί είχαν συμβεί όλα αυτά ...
Ναι, έναν χρόνο μετά στις
20 Ιουλίου 1974,μείναμε με την απορία στο πρόσωπο μας κι ένα
μεγάλο ψάθινο καλάθι γεμάτο με τον κόπο ενός μήνα, με νέα σχέδια και σχήματα. Όλα
έτοιμα για το πανηγύρι. Από τα χαράματα είχαμε σηκωθεί, η αναστάτωση ήταν
απερίγραπτη, να προλάβουμε να φύγουμε για το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Μας
πρόλαβαν όμως τα γεγόνοτα …Ο πατέρας μας είχε φύγει για το παντοπωλείο, νύχτα
ακόμα, όπου κι εκεί επικρατούσε μια αλλόκοτη εικόνα. Ουρές οι άνθρωποι, από τις
6.00 το πρωί , γέμιζαν τσάντες με πράγματα. Κι όλοι συζητούσαν με μια φοβερή
ανησυχία στα πρόσωπά τους. «Πόλεμος» ήταν η λέξη που ξεχωρίσαμε και ο φόβος μας
παρέλυσε τα πόδια. Μέσα σε πολύ λίγη ώρα άδειασαν τα ράφια του καταστήματος κι
έβλεπα μόνο τους ασβεστωμένους τοίχους… Και τότε αντήχησε εκείνο το κουδούνισμα
από το τηλέφωνο που όσα χρόνια και αν
περάσουν θα μείνει πάντα στ αυτιά μου...
Σε ελάχιστα λεπτά ο πατέρας έπρεπε να φύγει. Είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση
κι έπρεπε να παραδώσει και το φορτηγό μας στον στρατό. Ούτε σκέψη πια για το
πανηγύρι, ούτε σκέψη για τίποτα!
Δεν ξέραμε, δεν καταλαβαίναμε καλά και κανείς δεν μπορούσε
να μας εξηγήσει τι ακριβώς θα γινόταν σε λίγες ώρες ή την επόμενη μέρα. Θυμάμαι
σαν να ΄ταν χθες , το φορτηγό σαν έστριψε στην
κατηφόρα και χάθηκε από τα μάτια μου. Καθόμουν στο πεζούλι, μπροστά στην
μεγάλη ξύλινη πόρτα του μαγαζιού και κοίταζα. Κρατούσα έναν από τους σβούρους μου και τον
φυσούσα να γυρίσει . Κάτι με εμπόδιζε όμως, ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού ήθελε κι εκείνο
να βρει το δρόμο του για όλα όσα συνέβαιναν.
Δεν καταλάβαινα, δεν μου εξηγούσε κανείς. Σκεφτόμουν τον μπαμπά μου που
για πρώτη φορά μας άφηνε μόνους και όπως έλεγε δεν ήξερε πότε θα μας έβλεπε
ξανά.
Για μένα ήταν ήδη ένας ήρωας , ανήμερα του
Προφήτη Ηλία, μεγάλη η Χάρη Του!»*.
Κι ας έχουν περάσει 42
χρόνια από τότε… μοιάζει σα να΄ταν χθες!