Ο
Γεώργιος Θεοτοκάς (27 Αυγούστου 1906 - 30 Οκτωβρίου 1966) ήταν Έλληνας
λογοτέχνης και δικηγόρος. Αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους
κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30, ίσως και το πιο πολύπτυχο μέλος
της.
Οι
γονείς του, Ανδρονίκη και Μιχάλης κατάγονταν από τη Χίο. Οι παλαιότερες
αναφορές στην οικογένεια Θεοτοκά εντοπίζονται στον 17ο αι. σε κώδικες
αγοραπωλησίας σπιτιών. Ο παππούς του Γεώργιος ήταν δημογέροντας και είχε
έναν αδελφό,τον Κωνσταντίνο που έγινε ιερέας και ονομάστηκε Γερμανός,
φτάνοντας να γίνει Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου.
Ο πατέρας του λογοτέχνη, ήταν ο Μιχαήλ Θεοτοκάς (1872-1924) ο οποίος
μετά από σπουδές νομικής στην Αθήνα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη
και εκεί παντρεύτηκε την Ανδρονίκη Νομικού, κόρη εμπόρου από τα Νένητα
της Χίου, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν
δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Μαρία -Ελένη. Το 1956 ήταν υποψήφιος
βουλευτής της «Δημοκρατικής Ένωσης» στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Χίο.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Αυγούστου το
1906. Φοίτησε στη Σχολή Ζαμαρία την περίοδο 1911-1913 και κατόπιν στο
Εθνικόν Ελληνογαλλικόν Λύκειον, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1922. Μετά
τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, εγγραφόμενος σε αυτήν το 1922 από την οποία
αποφοίτησε στις 26 Νοεμβρίου 1926. Τον Ιανουάριο του 1927 αναχώρησε για
το Παρίσι με σκοπό την πραγματοποίηση ελεύθερων σπουδών στα αντικείμενα
της νομικής, της ιστορίας και της φιλοσοφίας. To 1928 μετακομίζει από το
Παρίσι στο Λονδίνο όπου μελετά το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία
και παρακολουθεί μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού. Επέστρεψε λίγο
αργότερα, το φθινόπωρο του 1929, στην Αθήνα και εργάστηκε ως
δικηγόρος.Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: Το
1929 εξέδωσε το δοκίμιό του «Ελεύθερο Πνεύμα», που εκ των υστέρων
χαρακτηρίστηκε ως «μανιφέστο" της Γενιάς του '30» και συνεργαζόταν με
λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1933 κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του
έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.
Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το «Bραβείο πεζογραφίας» το 1939 για
το μυθιστόρημά του «Το Δαιμόνιο». Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά
λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940: στις 22 Νοεμβρίου 1940
παρουσιαζεται εθελοντής στο Γουδί αλλά του αρνούνται την κατάταξη.Στις 3
Δεκεμβρίου του 1940 κατατάχθηκε στο Έμπεδο και στις 17 Ιανουρίου 1941
αποστρατεύεται. Τον Φεβρουάριο του 1941 κατατάσσεται εκ νέου στον 12ο
λόχο του ΓΕΑ, όπου θα εκπαιδευόταν στους όλμους. Τον Οκτώβριο του 1944
συναντά τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος του ζητάει να αναλάβει όποια
δημόσια θέση επιθυμούσε. Αν και τελικά δεν ανέλαβε ο Θεοτοκάς συνέταξε
Υπομνημα για την κατάσταση των πνευμάτων στην Αθήνα τπ Φθινόπωρο του
1944.Στις 10 Μαΐου 1948 παντρεύεται την βυζαντινολόγο Ναυσικά Στεργίου
στη Θεσσαλονίκη.
Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τις περιόδους: 16 Φεβρουαρίου
1945-10 Μαΐου 1946 (αποπεμφθείς από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, και
1952-1953. Ο Γεώργιος Θεοτοκάς ασχολήθηκε και με την πολιτική: υπήρξε
υποψήφιος βουλευτής του Νομού Χίου το 1955, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει
την εκλογή του. Στις εκλογές του Μαΐου 1958 προσέφερε αυτήν την φορά τη
δημόσια υποστήριξή του στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, χωρίς να θέσει εκ
νέου υποψηφιότητα. Από τον Αύγουστο του 1952 έως τις αρχές Φεβρουαρίου
1953 ταξιδεύει στις ΗΠΑ. Αφορμή του ταξιδιού του ήταν πρόσκληση του
State Department, το οποίο μέσω του προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών
Smith-Mundt, στόχευε στην βελτίωση της εικόνας των ΗΠΑ μέσα στο πλαίσιο
του Ψυχρού Πολέμου. Η επιλογή του είχε να κάνει και με την ιδιότητά του
ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Το 1960 επισκέπτεται την Αίγυπτο, το
Όρος Σινά και το Άγιον Όρος. Το 1961 ταξίδεψε στο Λίβανο και τη Συρία,
το 1962 τη Ρουμανία, τη Σοβιετική Ένωση και την Περσία.Τον Δεκέμβριο του
1962 επισκέπεται την ΕΣΣΔ ως μέλος μιας ομάδας Ελλήνων διανοουμένων, οι
οποίοι είχαν προσκληθεί στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας:
επισκέφθηκε την Οδησσό, τη Μόσχα και το Λένινγκραντ. Τον Σεπτέμβριο του
1963 συμμετείχε μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο στην Υποεπιτροπή
Παιδείας της Ενώσεως Κέντρου, η οποία συνέταξε ένα πλήρες σχέδιο για το
εκπαιδευτικό σύστημα σε περίπτωση που η Ένωση Κέντρου ανελάμβανε την
εξουσία. Το 1964 διορίστηκε πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου
Βορείου Ελλάδος. Το 1965 επισκέπεται τη Βουλγαρία. Η σύζυγός του Ναυσικά
Στεργίου πέθανε τον Ιούλιο του 1959 μετά από νόσο που της είχε
διαγνωσθεί από τα τέλη του 1956. Το 1966 ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά
την Κοραλία Ανδρειάδη. Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1966 στην Αθήνα, σε
ηλικία 61 χρόνων, από καρκίνο στο συκώτι, ο οποίος δεν είχε διαγνωσθεί
έγκαιρα.
Κοραλία Ανδρειάδη - Γιώργος Θεοτοκάς
Πνευματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά
Από τα μαθητικά κι όλας χρόνια εκδηλώνει το πνευματικό στίγμα του ο
Θεοτοκάς. Έτσι μαθητής έδωσε διαλέξεις σχετικά με την ιστορία του
δημοτικισμού και το έργο του Διονύσιου Σολωμού, αποτελώντας προάγγελο
των αγώνων του για τον δημοτικισμό. Στα φοιτητικά του χρόνια μέλος της
Φοιτητικής Συντροφιάς δημοσιέυει με ευκαιρία την επίσκεψη στην Ελλάδα
και την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Χίο του Γιάννη Ψυχάρη (27-29 Αυγούστου
1925) άρθρο στην εφημερίδα Νέα Χίος με τίτλο Η κοινωνική σημασία του
έργου του Ψυχάρη. Υπό το ίδιο περιεχόμενο δίνει διάλεξη και προσφωνεί
τον Ψυχάρη σε τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα της
Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών στις 20 Νοεμβρίου 1925. Παράλληλα
αρθρογραφεί στην ομώνυμη εφημερίδα της Φοιτητικής Συντροφιάς με θέματα
από το γλωσσικό ζήτημα και τη λογοτεχνία, έως το οικογενειακό δίκαιο.
Αργότερα στο Παρίσι αρθρογραφεί από τις στήλες της εφημερίδας Αγών των
αδελφών Καστανάκη. Την περίοδο αυτή διαμορφώνονται οι ιδέες που θα
αποτυπώσει στο Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο αρχίζει να επεξεργάζεται στον
επόμενο σταθμό των σπουδών του το Λονδίνο. To 1931 αρχίζει τη συνεργασία
του με τα περιοδικά Νέα Εστία και Κύκλος. Επίσης από το 1929 έως το
1931 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Πρωΐα και Εργασία. Λίγο πιο πριν
αποπειράθηκε να εκδώσει το περιοδικό Οδυσσέας μαζί με τους Ν.Καλαμάτη,
Κ.Θ.Δημαρά και Ηλ.Τσιριμώκο, αλλά απέτυχαν. Τον Ιανουάριο του 1932
εκδίδει το πολιτικό του πιστεύω, Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα.Από τον
Ιανουάριο του 1933 έως τον Μάιο του 1934 αρθρογραφεί στο περιοδικό Ιδέα.
Από το 1930 έως το 1935 αρθρογραφεί στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Το 1931
εκδίδει το Ώρες αργίας και το 1933 το Αργώ. Μετά την εγκαθίδρυση της
Μεταξικής δικτατορίας διέκοψε τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και
άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Στη
διάρκεια της δεκαετίας του 1940 στρέφεται στο θέατρο: Αντάρα στ'Ανάπλι
(1942), Το Γεφύρι της Άρτας (1942), Πέφτει το βράδυ (γραμμένο το 1941
και δημοσιευμένο το 1943). Το κάστρο της Ωριάς (1944) και το 1947 Το
παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας. Το 1945 προτάθηκε για το Νόμπελ
Λογοτεχνίας από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Sigfrid Siwertz.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
✦Αργώ, τόμος Α 1933, τόμος Β 1936, εκδ.Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998
✦Το Δαιμόνιο, 1938 (βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών), εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2012
✦Λεωνής, (1940), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004
✦Ασθενείς και Οδοιπόροι, μέρος Α (Ιερά Οδός) 1950, ολοκληρωμένη έκδοση 1964, εκδ.Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Οι Καμπάνες, 1970, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002
Το
1985 δημοσιεύτηκε η πρώτη μορφή του Λεωνή μαζί με το ημερολόγιο
εργασίας του Λεωνή και τα διηγήματα της «Παιδικής ηλικίας», με γενικό
τίτλο Σημαίες στον ήλιο.
Διηγήματα
Ευριπίδης Πεντοζάλης και Άλλες Ιστορίες (1937)
Δοκίμια
✦Ελεύθερο Πνεύμα, 1929, με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998
✦Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, Αθήναι: Πυρσός, 1932
✦Στο κατώφλι των νέων καιρών, 1945
✦Προβλήματα του καιρού μας, 1956 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1957)
✦Πνευματική Πορεία, 1961
✦Εθνική κρίση, 1966
✦Αναζητώντας τη διαύγεια. Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Στοχασμοί
και θέσεις. Πολιτικά κείμενα. 1925-1966, τομ. 2, πρόλογος Νίκος
Αλιβιζάτος, επιμ. Νίκος Αλιβιζάτος, -Μ. Τσαπόγας, Αθήνα, Εστία, 1996
Θεατρικά έργα
✦Θεατρικά
έργα Α΄, Νεοελληνικό θέατρο: Αντάρα στ' Ανάπλι, Το γεφύρι της Άρτας,
Όνειρο του Δωδεκάμερου, Το κάστρο της Ωριάς, Το παιχνίδι της τρέλας και
της φρονιμάδας, Συναπάντημα στην Πεντέλη, Το τίμημα της λευτεριάς, εκδ.
Εστία 1965
✦Θεατρικά έργα Β΄, Έργα διάφορα: Πέφτει το βράδυ,
Αλκιβιάδης, Ο τελευταίος πόλεμος, Λάκκαινα, Σκληρές ρίζες, Η άκρη του
δρόμου, εκδ. Εστία 1966
Ταξιδιωτικά
✦Δοκίμιο για την Αμερική, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009
✦Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, (1961)
✦Ταξίδια: Περσία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Βουλγαρία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1971
Άλλα έργα
✦Ώρες Αργίας, 1931
✦Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου», 1939
✦Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά Κείμενα: 1925-1949 Και 1950-1966, Τόμοι Α΄ Και Β΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
✦Η Ορθοδοξία στον Καιρό Μας, εκδ. Εκδόσεις των Φίλων, 1975
✦Μια Αλληλογραφία
Αργώ
|
Εξώφυλλο της πρώτης οριστικής έκδοσης (1936) |
Η Αργώ (τόμος Α΄ 1933, τόμος Β΄ 1936) είναι μυθιστόρημα του λογοτέχνη
και νομικού Γεωργίου Θεοτοκά, ο οποίος θεωρείται από τους
σημαντικότερους εκφραστές της «Γενιάς του ‘30». Ο πρώτος τόμος της
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πυρσός για πρώτη φορά το 1933, ενώ ο
δεύτερος και τελευταίος το 1936. Το γενικό πλαίσιο του έργου, αφορά μια
περιγραφή-τοιχογραφία της Ελλάδας και κυρίως του αστικού περιβάλλοντος
της Αθήνας. Αναφέρεται στις κοινωνικές αναζητήσεις την εποχή του
μεσοπολέμου, όπου μετά τη μικρασιατική καταστροφή, κυριαρχούν η
ιδεολογικό-πολιτική αστάθεια.
Ήρωες και πλοκή
Εκτυλίσσεται κυρίως στο αθηναϊκό περιβάλλον. Υπάρχουν εκτενείς αναφορές
στη Νομική Σχολή Αθηνών, το Σωματείο Φοιτητών Νομικής «Η Αργώ», την
Αθηναϊκή Λέσχη, τη Βουλή, τις αστικές και λαϊκές γειτονιές της
πρωτεύουσας. Περιγράφει ακόμη τα αδιέξοδα της νέας γενιάς, μετά την
κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και της Μικρασιατικής Καταστροφής, την
αδράνεια των ελίτ και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, τις
πολιτικές συγκρούσεις, το πελατειακό κράτος και το ζήτημα της πολιτικής
ηγεσίας.
Ο ίδιος ο Θεοτοκάς στην εισαγωγή του πρώτο τόμου αναφέρει: «Σαν
άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήταν να ζωντανέψω μερικά
ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις
ώρες της σχόλης μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη
να δώσω με αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής
ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η «Αργώ» πήρε διαστάσεις
που δεν τις περίμενα».
Κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι:
Νικηφόρος Νοταράς, λογοτέχνης, γόνος νομικής οικογένειας
Παύλος Σκινάς, πολιτικός
Λάμπρος Χρηστίδης
Δαμιανός Φραντζής, κομμουνιστής φοιτητής
Αλέξης Νοταράς
Μάριος Σφακοστάθης, πρώην διπλωμάτης
Μανώλης Σκυριανός, φοιτητής, πρόεδρος του Σωματείου «Η Αργώ»
Η Αργώ ως πολιτικό κείμενο
Πολλοί μελετητές επισημαίνουν πως το βιβλίο έχει πολιτική θέση και πως
υπάρχουν πολιτικά μηνύματα στις γραμμές του.Κάποιοι αναφέρουν πως ο
συγγραφέας «δεν εκδηλώνει καμία προτίμηση» ή ότι «η απόσταση του είναι
ίδια για όλους»
Ο ίδιος ο Θεοτοκάς , αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί την επιλογή του να γράψει ένα πολιτικό μυθιστόρημα: «Επειδή
συμβαίνει να βρίσκουμαι από καιρό αναστατωμένος σε ορισμένες
ιδεολογικές διαμάχες και υποστηρίζω απόψεις με κοινωνικό και πολιτικό
περιεχόμενο, απόψεις άλλωστε απολύτως φιλελεύθερες (ο όρος αυτός
χρησιμοποιείται εδώ με τη διεθνική σημασία του) , θεωρώ χρήσιμο να δώσω
μια διασάφηση σχετικά με τον τρόπο που νιώθω τον προορισμό του
μυθιστοριογράφου δεν αρμόζει, νομίζω, να χρησιμοποιεί κανείς την τέχνη
για την υπεράσπιση μίας κοινωνικοπολιτικής θέσης. Τούτο νοθεύει την
τέχνη και εξ άλλου αντιβαίνει στις αρχές του fair play, του τιμίου
παιχνιδιού. Οι θεωρητικές συζητήσεις πρέπει να είναι ξερές , τα
επιχειρήματα γυμνά και αγνά, δίχως καλλιτεχνικό επίχρισμα, να μιλούνε
και να πείθουν από μόνα τους».
Από σύγχρονους μελετητές επισημαίνεται πως ναι μεν η στάση του Θεοτοκά
στην «Αργώ» είναι έντιμη απέναντι σε όλες τις ιδέες, αλλά όχι ουδέτερη:
«..οι αποστάσεις δεν είναι –και δεν θα μπορούσαν να είναι- ίδιες» και
παρότι «δεν είναι ένα στρατευμένο βιβλίο, ένα μυθιστόρημα προπαγάνδας»
αποτελεί ένα έργο του «φιλελεύθερου λόγου», ενός συγγραφέα που αποτελεί
έναν από τους ιδρυτές «ενός ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος».
Οι αναφορές στα ζητήματα: της κατάργησης των διαχωρισμών του Εθνικού
διχασμού, της σύγχρονης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, των
μηχανισμών της κοινωνικής κινητικότητας, του κοινωνικού κράτους, της
ηγεσίας στην πολιτική, του σκεπτικισμού έναντι του κομμουνιστικού
κινήματος, κατατάσσουν το έργο και τον συγγραφέα στο ριζοσπαστικό ρεύμα
του ελληνικού φιλελευθερισμού
Αποσπάσματα
Για το Σωματείο η Αργώ: «Η ατμόσφαιρα της αίθουσας είταν πάντα βαριά από
ηλεκτρισμό και η παραμικρή πρόκληση μπορούσε να ανάψει μονομιάς τη
φωτιά –τις ζητωκραυγές, τους γιουχαϊσμούς, τα σφυρίγματα, τα θούρια τις
βρισιές: άτιμοι, προδότες, δολοφόνοι… Το ξύλο έπεφτε για ψύλλου πήδημα
και τα τζάμια αλλάζανε συχνά» (α΄τ., σελ.46)
Για την αδρανούσα ελίτ: (περιγραφή από την Αθηναϊκή Λέσχη) «Αρκετοί
κύριοι τον τριγύριζαν και τον άκουαν, ξαπλωμένοι σε βαθιές πέτσινες
πολυθρόνες, με ύφος πολυάσχολο και βαριεστημένο, μάλλον ηλικιωμένοι οι
περισσότεροι, κοιλαράδες, φαλακροί, κατακόκκινοι, νυσταλέοι όλοι τους.
Έμοιαζαν χορτάτοι άνθρωποι, γεμάτα πουγγιά, καλοφτασμένες καριέρες, που
δεν σκοτιζότανε για τίποτα στον κόσμο παρά μονάχα για την ακεραιότητα
των εισοδημάτων τους» (α’,τ.σελ.201)
Για το θλιβερό περιβάλλον των λαϊκών γειτονιών: «Μα σ’ αυτή τη συνοικία
του Σταθμού της Πελοποννήσου, ο Θεός, το Κράτος και ο Δήμος συνωμότησαν ,
θαρρείς για να μην αφήσουν καμμία παρηγοριά στις ψυχές των ανθρώπων.
Εδώ όλα είναι γκρίζα και ανέκφραστα. Η φύση απουσιάζει και την
αντικατασταίνουνε μερικές μαύρες καμινάδες εργοστασίων, που ξεπροβάλλουν
δώθε-κείθε ανάμεσα από τα ντουβάρια» (α’ τ.140-142)
Για την πολιτική σύγκρουση: «-Ναι, σκέφτηκα, είπε ο Μανόλης Σκυριανός.
Πρέπει να αλλάξουνε πολλά πράματα. Κανένας άνθρωπος λογικός και δίκαιος
δεν μπορεί να δεχτεί το σημερινό καθεστώς ως οριστικό. Μα πρέπει να
βαδίσουμε σιγά- σιγά, με πολλή φρόνηση, να διορθώνουμε πράγματα με τα
μέσα που μας προσφέρει η πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεπεράσουμε τα
όρια του δυνατού και να ριχτούμε τυφλά σε καταστρεπτικές περιπέτειες.
Κι’ ύστερα, η συνείδησή μου δε μου επιτρέπει εμένα να δεχτώ την ωμή βία.
-Κι αν η βία είναι μοιραία; -Τίποτα δεν είναι μοιραίο. Πιστεύω στην
ανθρώπινη θέληση.» (α’τ.73)
Απόσπασμα { Θέλω γράμματα }
Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο και οι ήρωές του είναι στην
πλειονότητά τους νέοι. Η δράση του ξετυλίγεται στην τρίτη δεκαετία του
20ού αιώνα. Η εποχή, μετά το τέλος του Α' Μεγάλου Πολέμου και τη
Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει, με τα κοινωνικά της προβλήματα και
τις πολιτικές τους προεκτάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πλαισίωση
ενός μυθιστορήματος: το προσφυγικό πρόβλημα, η πολιτική αστάθεια και ο
αριβισμός μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου, το στρατιωτικό πραξικόπημα
και η αβεβαιότητα για την επιβίωση του ελληνικού κράτους, αποτελούν το
ιστορικό πλαίσιο της Αργώς. Ο συγγραφέας κινεί τα πρόσωπα του
μυθιστορήματος σε δυο, κυρίως, περιβάλλοντα: στο αστικό οικογενειακό
περιβάλλον του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Θεόφ. Νοταρά και σε ένα φοιτητικό σύλλογο, την Αργώ, που τον αποτελούν
φιλόδοξοι και ζωηροί νέοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων της εποχής.
Ο Θεόφιλος Νοταράς ο Γ', απόγονος της καθηγητικής δυναστείας των
Νοταράδων, που κατάγονταν από την ομώνυμη βυζαντινή οικογένεια, είναι
αφοσιωμένος στην επιστήμη του και τα διδακτικά του καθήκοντα. Η γυναίκα
του Σοφία, μια όμορφη γεμάτη ζωή νέα, ασφυκτιά στο αυστηρό και σκυθρωπό
σπίτι των Νοταράδων. Αφού γέννησε τρία αγόρια, το Νικηφόρο, τον Αλέξη
και το Λίνο, εγκαταλείπει την οικογενειακή στέγη. Τα ίχνη της χάθηκαν
από τότε. Ο Θεόφιλος Νοταράς, για να γεμίσει την ψυχική του ερημιά μετά
την εγκατάλειψή του από τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του,
αφοσιώθηκε με μεγαλύτερη ένταση στο επιστημονικό του έργο. Τα παιδιά του
μεγάλωναν στο ψυχρό περιβάλλον με την επίβλεψη της Λουκίας, ανύπαντρης
εξαδέλφης του Νοταρά.
Κανένας από τους τρεις γιους του δεν είχε έφεση για επιστημονική
καριέρα. Ο πρωτότοκος γιος, ο Νικηφόρος, ένας ακαταστάλαχτος νέος που
φιλοδοξούσε να διαπρέψει στη λογοτεχνία, ζει μια άτακτη ζωή άλλοτε στο
Παρίσι και άλλοτε στην Αθήνα. Αντίθετα ο Αλέξης Νοταράς είναι ένας
ευαίσθητος νέος, κλεισμένος στον εαυτό του με τάση στο ρεμβασμό και τη
μελαγχολία.
Ένα από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Δαμιανός
Φραντζής· κατάγεται από παλιά οικογένεια εμπόρων της Πόλης, που έχει
αυτή την περίοδο ξεπέσει οικονομικά.
Σαν ο Δαμιανός τελείωσε την τρίτη του ελληνικού, ο γερο-Φραντζής είπε
πως αρκετά γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο
μικρός θα ήτανε δεκατριώ ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχιζε να αποκτά μια
συνείδηση κάπως καθαρή του κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της
γνώσης. Ρουφούσε αχόρταστα ό,τι έντυπο του έπεφτε στα χέρια, λαϊκά
αναγνώσματα, εφημερίδες, εκκλησιαστικά βιβλία. Το ασχημάτιστο και
ερεθισμένο πνεύμα του δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά, γλιστρούσε
απάνω απ' όλα αυτά τα απλοϊκά διαβάσματα προς όλες τις μεριές,
προμάντευε θολά και λαχταρούσε κάποιες ανώτερες περιοχές της μάθησης.
Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον
σαγήνευαν τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον
έσερνε προς τα εκεί, και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος
δάσκαλος που να κατέχει καλά, με τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των
ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα», και να μοιράζει γενναιόδωρα
αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του. Η ικανότητά του να μαθαίνει
ήτανε καταπληκτική κι η υπεροχή του αναγνωρισμένη σ' όλο το σχολειό από
δασκάλους και μαθητές.
Μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του πατέρα του, ο μικρός έμπηξε τα
κλάματα και τις φωνές. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αρνηθεί τα βιβλία του
και τα όνειρά του. Ζήτησε βοήθεια τριγύρω του, μα ούτε η μάνα του ούτε
οι αδελφές του ήταν ικανές να καταλάβουν τον καημό του. Τον
ψευτοπαρηγόρησαν λιγάκι κι ύστερα τον κορόιδεψαν και του γύρισαν τις
πλάτες. Ο μικρός μαζεύτηκε σε μια γωνιά, χτυπούσε το στήθος του με τις
γροθίτσες του και ούρλιαζε μες στους λυγμούς του:
— Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!
Ο Παπασίδερος τόλμησε κάποτε να ανακατωθεί.
— Το παιδί αγαπά τα γράμματα, είπε. Πρέπει να σπουδάσει αφού είναι θέλημα Θεού.
— Το γένος δεν έχει ανάγκη από πολλά γράμματα, αποκρίθηκε απότομα και
ξερά ο γερο-Φραντζής, το γένος έχει ανάγκη από παράδες. Με τους παράδες
θα αρματώσουμε καράβια και θα κάνουμε στρατό και θα ξαναπάρουμε την Πόλη
και την Αγια-Σοφιά, να γίνει το θέλημα του Θεού.
Κι ενώ ο παπάς κάτι προσπαθούσε να αντιλογήσει, ο γέρος, βρόντησε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι και ξεφώνισε:
— Σκασμός, παπά! Αφέντης είμαι στο σπιτικό μου και δεν έχω να δώσω λόγο μηδέ σ' εσένα μηδέ στο ντοβλέτι.
Και με τη φωνάρα του ο Δαμιανός τρόμαξε τόσο πολύ που του κοπήκανε
μονομιάς τα δάκρυα και τις γυναίκες τις έπιασε πανικός και βγήκανε στο
δρόμο και κρυφομιλούσανε φοβισμένες με τις γειτόνισσες.
Ο Παπασίδερος μάζεψε τα ράσα του κι έφυγε αμίλητος. Ο γερο-Φραντζής
ήτανε πρεσβύτερός του και το κάτω της γραφής αφέντης ήτανε, όπως έλεγε.
Δικαίωμά του να κανονίζει κατά το κέφι του τις τύχες της γυναίκας του
και των παιδιών του. Οι τριγυρινοί χρωστούσανε να σέβουνται τη νόμιμη
εξουσία του οικογενειάρχη και να μην του δημιουργούνε ζιζάνια. Τέτοια
ήτανε τότε, στις πολίτικες συνοικίες, η καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων.
Ο μικρός στρώθηκε κάποτε στη δουλειά θέλοντας και μη. Βοηθούσε όλη μέρα
τον πατέρα στο μαγαζί ή έτρεχε στα ψούνια και στα θελήματα από τη μιαν
άκρη της Πόλης στην άλλη, φορτωμένος ζεμπίλια και μπόγους. Το βράδυ, σαν
έκλεινε το μαγαζί, καθότανε με τις ώρες στο φως του κεριού, να μετρά
τις εισπράξεις της ημέρας και να κρατά τα κατάστιχα. Γυρνούσε σπίτι του,
αργά τη νύχτα, βουτηγμένος στη λάσπη, κατάκοπος, ζαλισμένος, μην
ακούοντας ποτές έναν καλό λόγο από κανέναν. Μονάχα γρίνες, καβγάδες,
κλαψιαρίσματα και το μουγγρητό του πατέρα, που τον κυνηγούσε παντού.
Αυτή η κατάσταση βάσταξε μερικούς μήνες. Ο Δαμιανός, παρά την κούρασή
του και παρά τις φωνές, που δεν τον άφηναν ούτε μια μέρα να ηρεμήσει,
δεν εννούσε να το βάλει κάτω. Στριφογύριζε συνεχώς τα μεγάλα σχέδιά του
στο κεφάλι του και πάσχιζε να κλέψει καμιάν ώρα από τη δουλειά ή τον
ύπνο για να την αφιερώσει στα αγαπημένα του «γράμματα». Είχε φτιάσει
κρυψώνες στις πιο απόμερες γωνιές του σπιτιού, του μαγαζιού για να χώνει
τις φυλλάδες του και τις ξέθαβε και τις μελετούσε σαν ήτανε μόνος.
Άλλοτε πάλι κατόρθωνε να το σκάσει στις ακτές του Τοπχανά ή του
Ντολμά-Μπαξέ, ξαπλωνότανε σε κανένα έρημο κήπο και διάβαζε ή
ονειροπολούσε, κοιτάζοντας τα νερά του Βοσπόρου. Τον έπιανε τότες ένα
βαρύ παράπονο κι έκλαιγε μοναχός του με το πρόσωπο χωμένο στα χορτάρια. Ο
γερο-Φραντζής, σαν τον τσάκωνε να διαβάζει, τον έδερνε και του έσκιζε
τα βιβλία, φωνάζοντάς τον τεμπέλη, χασομέρη και παράσιτο. Οι γυναίκες
παρακολουθούσαν τις σκηνές από μακριά, χωρίς να μιλούν, μα, σαν
ξεθύμαινε ο γέρος, μάλωναν κι αυτές το αγόρι με τη σειρά τους:
— Γιατί μωρέ πεισματάρικο, δεν κάνεις το θέλημα του αφέντη σου, να
ησυχάσει κι αυτός, να ησυχάσουμε κι εμείς από τα νεύρα του και τις
φωνάρες του, που πάει να μας ξεμυαλίσει; Γιατί, μωρέ μυξιάρικο, δε
λυπάσαι τη μάνα σου και τις αδερφές σου;
— Θέλω γράμματα! αποκρινότανε κλαίγοντας το παιδί.
Ένα τέτοιο ξυλοκόπημα πιο γερό ίσως από τα άλλα, έκρινε την κατάσταση. Ο
Δαμιανός, ένα βράδυ, το 'σκασε από το σπίτι του και κανείς δεν τον είδε
τρεις ολόκληρες μέρες. Περιπλανήθηκε μες στην Πόλη, χειμώνα καιρό, σα
χαμένο σκυλί, και κοιμήθηκε ο Θεός ξέρει πού. Μονάχα το τρίτο βράδυ
πρόβαλε στην πύλη της Παναγιάς, κουρελιασμένος, καταλασπωμένος, δαρμένος
από τον πυρετό κι από την πείνα. Η εκκλησία ήτανε σχεδόν άδεια και
μισοσκότεινη. Μερικές γυναίκες του λαού και τρεις τέσσερις γέροι
προσευχότανε και σταυροκοπιότανε εμπρός στο Ιερό, ενώ ο Παπασίδερος
διάβαζε τον εσπερινό:
— Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του αγίου Οίκου τούτου και των μετά πίστεως, ευλαβείας και φόβου Θεού εισιόντων εν αυτώ του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ της Πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς του Κυρίου δεηθώμεν...
Ο μικρός σταμάτησε στην είσοδο και δεν τολμούσε ή δεν είχε τη δύναμη να
προχωρήσει. Στεκότανε και κοίταζε εκστατικά την ιεροτελεστία, χωρίς να
σκέπτεται τίποτα, παραδομένος στην αργή ψαλμωδία και στη δυνατή μυρωδιά
του θυμιάματος. Τα κεριά των πολυελαίων κι οι καντήλες σκορπούσανε στο
Ιερό και στο κέντρο της εκκλησίας ένα δειλό, κοκκινοκίτρινο φως που
έκανε να γυαλίζει το ασήμι των εικονισμάτων. Οι ίσκιοι των ανθρώπων
έτρεμαν απάνω στο δάπεδο και στις κολόνες. Ένα ελαφρό, διάφανο σύννεφο
αρωματισμένου καπνού τα σκέπαζε όλα και σα να τα εξαΰλωνε. Ο
Παπασίδερος, μαύρος, μακρύς κι αδύνατος, ξεχώριζε απότομα, στο φόντο της
σκηνής, απάνω στα θαμπά χρώματα της Ιερής Πύλης δεσπόζοντας από ψηλά
τους σκυμμένους πιστούς. Κουνούσε μονάχα το κεφάλι και ολοένα
προσφωνούσε τον Θεό του με βραχνή φωνή:
—Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν
αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και
εις τους αιώνας των αιώνων...
Το αστραφτερό μάτι του δεν άργησε να διακρίνει το Δαμιανό στην άλλην
άκρη του ναού, μα δεν του έκανε κανένα νόημα. Τελείωσε την ακολουθία του
ο παπάς χωρίς να βιαστεί κι ύστερα μπήκε στο Ιερό, περιμένοντας να
αδειάσει ολότελα η εκκλησιά. Και σαν ξαναβγήκε, είδε το παιδί, που
στεκότανε πάντα στην ίδια θέση, έρημο και θλιβερό, με γουρλωμένα τα
μάτια κι ανοιχτό το στόμα, σαν αποβλακωμένο.
Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του γυάλιζε μες
στο ημίφως. Ήτανε πολύ νευριασμένος κι έμοιαζε απειλητικός.
— Τι θες εδώ; ρώτησε βίαια.
— Θέλω γράμματα! αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να
σκεφτεί τι έλεγε, με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος.
— Γιατί έφυγες, μωρέ, από το σπίτι σου;
— Θέλω γράμματα! ξανά 'πε το παιδί.
— Πήγαινε να με περιμένεις στο προαύλιο! πρόσταξε ο παπάς.
Κι ενώ ο μικρός στεκότανε απολιθωμένος και τον κοίταζε κατάματα δίχως να
καταλαβαίνει τα λόγια του, ο παπάς του φώναξε ακόμα πιο βίαια,
σηκώνοντας κιόλας την κοκαλιάρικη χερούκλα του:
— Πήγαινε έξω αμέσως, να μη σε σπάσω στο ξύλο!
Ο μικρός, σαν να ξύπνησε από τη νάρκη του μπροστά στην απειλή του ξύλου,
τινάχτηκε μονομιάς προφυλάγοντας το κεφάλι του με τα χεράκια του κι
έτρεξε έξω. Ο Παπασίδερος στάθηκε μια στιγμή στη μέση της εκκλησίας,
έβγαλε το καλυμμαύκι του, σφούγγισε τον ιδρώτα του προσώπου του με το
ρασομάνικό του κι αναστέναξε βαθιά. Ύστερα βάδισε αργά προς την Ιερή
Πύλη, σταμάτησε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και σωριάστηκε χάμω
γονατιστός κρατώντας το κεφάλι του μες στις παλάμες του. Έμεινε έτσι
λίγες στιγμές, τρέμοντας σύγκορμος. Σαν συνήρθε κάπως, σήκωσε το κεφάλι
και κοίταξε την εικόνα.
— Παναγιά Μαρία, είπε, βοήθησε αυτό το έρημο πλάσμα του θεού. Προστάτεψέ
το από τα χτυπήματα της μοίρας κι από τους πειρασμούς του Σατανά.
Βοήθησε να γίνει άνθρωπος ενάρετος και περισπούδαστος και να δουλέψει
για την πίστη του Χριστού και για τη δόξα του γένους. Σε υπηρέτησα πιστά
όλην τη ζωή μου, Παναγιά μου, ας είναι αυτή η αμοιβή μου.
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ : Γιώργος Θεοτοκάς
Η
εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ διασώζει στιγμές αλλά και παρουσίες που χαρακτήρισαν
την πνευματική και πολιτιστική ζωή της ΕΛΛΑΔΑΣ. Το επεισόδιο αυτό έχει
ως στόχο να παρουσιάσει τη ζωή, αλλά, κυρίως, να φωτίσει την
προσωπικότητα του ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑ, ο οποίος, τόσο με τα γραπτά κείμενα
που εξέδωσε, όσο και με τις επιλογές του ως διευθυντής του Εθνικού
Θεάτρου της χώρας, έδωσε το στίγμα του στη πνευματική ζωή της. Η
προσωπική του στάση απέναντι σε θέματα ποίησης, γλώσσας, ανθρωπισμού και
πολιτικής αναδεικνύουν μια προσωπικότητα αξιομνημόνευτη: πραγματικά
μορφωμένος, καλλιεργημένος, ακέραιος, τίμιος, πνεύμα ανήσυχο και βαθιά
δημοκρατικός. Στη διάρκεια της παρουσίασης ακούγονται αποσπάσματα από
ραδιοφωνικές εκπομπές όπου παρουσιάζονται έργα του όπως o «ΛΕΩΝΗΣ»,
εμφανίζονται πολλές φωτογραφίες με τη μοναδική συντροφιά της εποχής,
τους περίφημους εκπροσώπους της γενιάς του '30, καθώς και πολλές
φωτογραφίες από την προσωπική του ζωή με τον ίδιο και τη γυναίκα του,
σχέση που τόσο τον καθόρισε.
Το γνωστό εξομολογητικό μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά, όπου τα
προσωπικά βιώματα μετατρέπονται σε καθολική θεώρηση μιας εποχής. Γράφει ο
Απόστολος Σαχίνης:
"Ο "Λεωνής" είναι ο Γιώργος Θεοτοκάς, αλλά είναι γενικότερα και ο
ευαίσθητος έφηβος που έζησε και αναπτύχθηκε κάτω από τη σκιά και τον ήχο
του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου... Η σύνθεση, η εξέλιξη και η πορεία του
"Λεωνή" είναι περιγραφική και αφηγηματική, και ο αναγνώστης χαίρεται
αυτή την ελευθερία και αυτή την άνεση που υπάρχουν στην αφήγηση και στις
περιγραφές...
Το καινούργιο που έφερε ο "Λεωνής" στο μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας
υπάρχει σ' αυτήν την θαυμάσια ανάπλαση και αναπαράσταση του πνεύματος
και του κλίματος μιας συνταρακτικής εποχής όπου πρωταγωνιστούσε η
Ιστορία."
http://www.biblionet.gr/
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Ο
Λεωνής κατοικεί σ΄έναν δρόμο μυθικό. Όπως η οδός Ερεσού όταν πνίγεται
την άνοιξη και όταν ξυπνά μες στα βιβλία. Όλοι οι τόποι της καρδιάς μας
έχουν πια χαθεί. Μια γη που κάηκε, παρανάλωμα στις δεκαετίες. Ο Λεωνής
θυμάται κήπους κρεμαστούς, τη μικρή και απέραντη Γεσθημανή του. Δίπλα
του κυλά το ποτάμι, χιλιάδες νεκρές πόλεις στις κοίτες και περιβόλια. Η
Πόλη, ο Παύλος, η Ελένη, η τελευταία κόρη των αυτοκρατόρων, το τελευταίο
μοντέλο της λουνέτα όταν ανάβει με τα χιλιάδες, ηλεκτρικά της φώτα και
αναδύεται. Η σκληρή πορεία του πλήθους συνεχίζεται. Οι ελπίδες σου Λεωνή
ξερά φύλλα, σπαράγματα μιας εποχής που πέρασε μαζί με τα ονόματά της.
Σκύβει ο Λεωνής, διαβάζει με κατάνυξη το πρόσωπό του μες στις σελίδες
της ιστορίας που συντρίβει χώρες και ανθρώπους. Κάθε μέρα ξαναζεί εντός
του όλο το φάσμα της ζωής. Στην ίδια αγωνία δοκιμάζεται ο Λεωνής
καρτερικά, κλείνει τα μάτια και υπομένει, σαν σκιά και σαν όνειρο στο
βάθος της οδού Ερεσού, όταν πνίγεται στο βάθος και αναδύεται.Σ΄όλους
τους καιρούς.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς εκδίδει τον αυτοβιογραφικό του Λεωνή το 1961. Η Ελλάς
έχει πια διέλθει στη φάση της ανάπτυξης και της προόδου. Η ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση φαντάζει στόχος ρεαλιστικός.Η πόλη των Αθηνών, επαρχιακή και
γερασμένη, αλλάζει όψη. Οι παλιές γειτονιές μεταβάλονται σε εργοτάξια,
καινούριες λεωφόροι χαράσσονται στο σώμα της Αθήνας.Η ιστορία συνεχίζει
τις καταγραφές της, ο Λεωνής γερνά με την ίδια, παιδική του αγωνία.
Είναι πια κάπως πιο καρτερικός, έμαθε να υπομένει. Όσα θυμάται τα
χωρίζει ένα παράξενο ίχνος. Μια απόσταση απ΄εκείνα τα χρόνια της
ευεργετικής, ελληνικής παρουσίας κρατά σήμερα τον Λεωνή στην απέραντη
μοναξιά του. Οι παλιές πατρίδες, η Ελένη, ο Παύλος, οι γραμμές της
άμυνας, οι ήττες, όλα ξαναζούν μες στην καρδιά του Λεωνή. Η δική του
εποχή είχε τη χάρη των κήπων και των αρωμάτων. Τώρα τούτο το εργοτάξιο
που το φωνάζουν πόλη του ταράζει με την όψη της την καρδιά Καπνός,
πρόστυχα αρώματα και νεροχύτη μυρίζει η πόλη του Λεωνή. Η άρρυθμη,
ευτυχισμένη βοή της νιότης, η πολύγλωσση πατρίδα του μπορεί ακόμη να
κρατά κάτι ζωντανό απ΄την οικουμενικότητα του παλιού κόσμου. Ο Ιταλός
καθηγητής, ο πρώτος έρωτάς του, τα ωραία, υπαίθρια κτήματα που φύλαξαν
για πάντα τα καλοκαίρια του πιο πικραμένου κομματιού του ελληνισμού
συνιστούν πράγματα με αξία αναμνηστική. Λίγο ακόμη και θα γίνουν σύμβολα
μαζί με τον Λεωνή για την Ελλάδα που αφήνει το φως της για να περάσει
σε μια άλλη εποποιία.
Ο Λεωνής ανήκει σήμερα σ΄εκείνα τα πράγματα που τα θωρούμε μυθικά. Όπως η
τριανταφυλλιά της οδού Ερεσού και το τρίτο στεφάνι της σοφής
δημοκρατίας μας. Ο Λεωνής έρχεται απ΄τους δρόμους που κάποτε άνοιξε το
ελληνικό στοιχείο στ΄ανατολικά της καρδιάς μας. Ο έρωτας, η φιλία, η
μοναξιά, ο ξεριζωμός είναι για εκείνον συστατικά του κόσμου και της
μοίρας μας. Τα μαθήματα της ζωής συνταράσσουν τον νεαρό Λεωνή, όταν η
τέχνη αδυνατεί πια να μεταφράσει τον βαθύτερο καημό του. Ο Λεωνής
εγκαταλείπει την ζωγραφική, ποτέ δεν θα βρει το χρώμα του. Κάπως έτσι ο
αιώνας μες στον οποίο ο νεαρός ήρωας πορεύεται περιφρονεί τα οράματα που
άλλοτε έθελξαν τη φιλοδοξία του. Κάπως ανάπηρος, κάπως κουρασμένος και
εξίσου με πάντα γοητευτικός ο κόσμος του Λεωνή, αυτή η απαράμιλλη
ήπειρος στην άλλη πλευρά του αιγαιακού μας μύθου, πάλλεται μες στην
καρδιά ενός Ορέστη. Κόσμοι που φεύγουν και γυρνούν στ΄αργά γυρίσματα του
αιώνα. Πλήθη που εναλάσσονται, χοροί θεάτρων μυστικών, μορφές χαμένες
για πάντα μες στο απολιθωμένο μεγαλείο. Ο Λεωνής θα μπορούσε ν΄αποτελεί
τον πρίγκιπα των κρίνων ή τον ανυπέρβλητο ηνίοχο του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου. Ή ακόμη κάποιον από εμάς καθώς έρχεται και
ακουμπά τρυφερά στην σφραγισμένη του ζωή η σκαπάνη της αρχαιολογίας
δεκάδες χρόνια μετά. Η γενιά στην οποία ανήκει ο Λεωνής αποτελεί το
χαμένο, συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον του
ελληνισμού Οι απώλειες υπήρξαν μεγαλοπρεπείς. Ο Λεωνής όμως κατορθώνει
και διοχετεύεται στον παρόν της μ΄όλα τα απαραίτητα υλικά μιας άλλης
εκδοχής. Οι πόλεις και οι ακτές που εμείς ορίσαμε, τώρα μακραίνουν και ο
Λεωνής που δεν έχει πια άλλο όραμα να φορέσει καταγράφει τον εαυτό του
μες στο ρυθμό της αστικής Αθήνας. Το παράξενο πλοίο της πόλης τον
συνεπαίρνει. Εκείνος ο τόπος που κάποτε συναντιότουσαν όλα τα έθνη,
παζαρεύοντας βιλία, όνειρα, παιχνίδια σβήστηκε. Τους πήραν τα ωραία,
πολύχρωμα βαγονέττα, που συνηθίζουν να κορνάρουν, να κάνουν πάταγο όπως
οι αναμνήσεις του Λεωνή, όπως σήμερα τα μαλλιά σου.
Μ΄αφηγηματική λιτότητα, με την περιεκτικότητα της νιότης που όλα τα
χωρεί και όλα τα ζει, με ύφος καρτ ποστάλ και αίσθημα ο Λεωνής του
Θεοτοκά εικονογραφεί εκείνες τις στιγμές που η ιστορία μας αλλάζει το
πρόσωπο και το δρόμο. Το παιδί των κήπων γίνεται τώρα σπάραγμα της
αγέλης που γυρνά τις σελίδες στο μεγάλο, ιστορικό βιβλίο. Ο Λεωνής
έρχεται να υπογραμμίσει την εποχή εκείνη που η Ελλάδα από οικουμενική
καθίσταται εθνική.Και κάτι ακόμη, έτσι για ν΄αποκτήσει αυτό το σημείωμα
το βάθος και την επικαιρότητα που του αρμόζει. Ο Λεωνής σήμερα φορεί
άλλα ρούχα, άλλες αφορμές τον ορίζουν για να λάβει και πάλι την κεντρική
του θέση μες στο μεγάλο άθροισμα των συνθηκών του κόσμου μας. Παιδί της
Συρίας, της αμετάφραστης ανατολής σκαρφαλώνει τους λόφους της Αθήνας,
πικραίνεται, αντικρίζει τον κόσμο και επιλέγει με την πιο καταφατική
στάση την πορεία του. Ο Λεωνής, τότε και τώρα σημαίνει τη ζωή που
κόβεται, που παλεύει, που παρατηρεί, που ανασταίνεται σαν νεύρο μες
στους κεραυνούς της μοίρας της.Λίγα παραμένουν όμοια απ΄όσα αφηγείται ο
Λεωνής με την Ελλάδα του καινούριου αιώνα. Ίσως μονάχα πως τούτος ο
τόπος δεν μπορεί να φτιαχτεί ξέχωρα απ΄την αίσθηση, το φως και το βάθος
της μυθολογίας του. Πως άλλο δεν υπήρξε ποτέ απ΄τη θλίψη και την έκστασή
μας, ενώ συντρίβαμε δεσμούς και μνήμες μες στη δίνη των καιρών. Οι
απέραντες ώρες των καθοριστικών στιγμών, τα ψεύτικα οράματα που
ακυρώνονται, το μέλλον που στέκει πίσω, ένα κομματιασμένο, αρχαίο
σύμπαν, μια ιστορία αμυθοποίητη. Αυτά σημαδεύουν την ελληνική ψυχή του
Λεωνή που μας συστήνει ο Γ. Θεοτοκάς. Μιας ψυχής που κέρδισε το σεβασμό
και τη μεγαλοπρέπειά της τις ώρες των μεγάλων και γι΄αυτό, γλυκών πόνων.
Σαν άλλο Βυζάντιο η ιδέα αυτού του αρχαίου τόπου σώζεται. Σαν
ονειρεμένος ο Λεωνής με την σειρά του ερωτεύεται την αειθαλή Ελένη,
πληγώνεται, αφοσιώνεται στην υπεράσπισή της και πεθαίνει. Η Ελένη για
όσους απορούν δεν είναι παρά η δική μας Ελλάς, η παθιασμένη, η άπιστη, η
αμετανόητη χώρα. Ένα δείγμα της εξαίσιο μπορεί κανείς να δει στα
περίπτερα των εξοχών, τα πνιγμένα απ΄ασβέστη και ήλιο.
Απόσπασμα
Ο παππούς χαιρότανε να βλέπει το Λεωνή με στολή, ακούμπησε το χέρι του
στον ώμο του και τον παρουσίασε στην κυρία με καμάρι. Ναι, βέβαια, του
άρεζε πολύ να φορεί ο Λεωνής ελληνική στολή και δίκωχο1 με εθνόσημο και
να κάνει παρέλαση με σημαίες μπροστά. Αυτό είτανε κάτι καλό, ο παππούς
δεν μπορούσε να έχει καμιά αντίρρηση, μάλιστα αν συλλογιζότανε κανείς
όλα εκείνα τα περασμένα, τις κρεμάλες στις πλατείες και τα πατριωτικά
τραγούδια τη νύχτα, μυστικά, μες στο φόβο και τον τρόμο. Τώρα όλα είχαν
αλλάξει, η νέα γενεά άνοιγε δρόμο με τις σημαίες της προς έναν κόσμο
καινούριο και καλύτερο, έναν κόσμο ελευθερίας και χαράς. Η τελευταία
λόξα του παππού είτανε να σταματά στο δρόμο Άγγλους και Γάλλους ναύτες
(όχι στρατιώτες, αλλά ναύτες, τέτοια είταν η ιδιοτροπία του) και να τους
παίρνει στις μπιραρίες και να τους κερνά. Με τους Γάλλους μάλιστα,
επειδή ήξερε τσάτρα-πάτρα τη γλώσσα τους, έφτανε σε μεγάλη οικειότητα
και στο τέλος σηκωνότανε απάνω και φώναζε: Vive la France!2
– Ελένη!
Είταν η φωνή της ηλικιωμένης νόστιμης κυρίας.
Κι αμέσως η απόκριση:
– Ναι, θεία.
Ο Λεωνής δε στράφηκε να κοιτάξει. Αισθάνθηκε ένα ελαφρό φουστάνι δίπλα
του, μια πλούσια ανοιχτόχρωμη κόμη, ξέμπλεκη κάτω από μια μεγάλη ψάθα,
ένα πρόσωπο ωραίο, δροσερό και γελαστό, μια μεγάλη γλυκύτητα σ’ όλα τα
πράματα τριγύρω του.
– Να σας παρουσιάσω μια χαριτωμένη ανηψούλα μου, είπε η κυρία στον παππού. Είναι η Ελένη Φωκά.
– Ποιανού Φωκά; ρώτησε ο παππούς ενώ έπαιρνε το χέρι του κοριτσιού.
Η κυρία έδωσε όλες τις πληροφορίες. Ο καημένος ο πατέρας της μικρής
είτανε πρώτος της εξάδελφος, είταν ο Φωκάς των σιταριών, που πέθανε τον
καιρό του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Ο παππούς τον θυμήθηκε. Πώς,
βέβαια, τον ήξερε καλά, είχε σχέσεις μαζί του, επαγγελματικές σχέσεις.
Ποιος ξέρει αν δεν τον είχε δείρει και καμιά φορά στη Γέφυρα ή σε κανένα
άλλο πολυσύχναστο πέρασμα του Γαλατά;
Ύστερα η κυρία παρουσίασε το Λεωνή στην ανηψιά της.
– Αυτός ο νέος πολεμιστής, είπε, είναι εγγονός του κ. Μπιλαρίκη.
Η Ελένη Φωκά τον κοίταξε μες στα μάτια επίμονα, όπως συνήθιζε.
Χαμογελούσε με οικειότητα. Ο Λεωνής βάλθηκε να συλλογίζεται διάφορα
πράματα που του φάνηκαν, εκείνη τη στιγμή, ως τα πιο καταπληκτικά
πράματα που μπορούσανε να συμβούνε στον κόσμο.
“Είμαι κοντά της. Είμαι κοντά της για πρώτη φορά. Την κοιτάζω, με
κοιτάζει, χαμογελά για μένα, για κανέναν άλλον, μου τείνει το χέρι της,
πιάνω το χέρι της, εγώ ο Λεωνής κρατώ το χέρι της μες στο χέρι μου, δεν
είναι παραμύθι, δεν είναι όνειρο, είναι κάτι που συμβαίνει πραγματικά,
που το νιώθω στο δέρμα του χεριού μου, στους χτύπους της καρδιάς μου.
Πώς χτυπά η καρδιά μου! Είμαι κατακόκκινος, τα αυτιά μου βράζουν, είμαι
αδέξιος, είμαι γελοίος, δεν ξέρω πώς να σταθώ αντίκρυ της, πού να βάλω
τα χέρια μου. Πόσο με στενοχωρούν τα χέρια μου! Μα δε θα βρω τίποτα να
πω;”
“Η τύχη σου δουλεύει” έλεγε η ηχώ μες στη μνήμη του. “Γάμος από έρωτα… Ογδόντα χρονώ… Ενενήντα χρονώ…”
Τι αστείο! Ο Λεωνής ενενήντα χρονώ, με μια μεγάλη άσπρη γενειάδα σαν
Άγιος Βασίλης και με κάμποσες ενωμοτίες3 εγγόνια και δισέγγονα… Θα
είτανε κάτι ωραίο, ωστόσο, ένας γάμος από έρωτα, να βαστά σ’ όλη τη ζωή
αυτή η μεγάλη γλυκύτητα που σκέπαζε τώρα τα δέντρα, τον Κήπο, την Πόλη
ολόκληρη, αυτό το εξαίσιο σφίξιμο μες στο στήθος κι εκείνη έτσι να
χαμογελά ολοένα, να τον κοιτάζει μες στα μάτια και να χαμογελά…
Η Ελένη Φωκά είτανε πολύ βιαστική, ζητούσε συγγνώμη, είχε υπηρεσία στα
περίπτερα, δεν μπορούσε να μείνει μαζί τους πιο πολύ. Αποχαιρέτησε τη
θεία της, τον παππού, στράφηκε ξανά προς το Λεωνή.
– Ελπίζω, είπε, να μην αργήσουμε να ξαναϊδωθούμε.
Τότε ο Λεωνής συλλογίστηκε, για πρώτη φορά στη ζωή του: “Είμαι
ερωτευμένος!”. Και του φάνηκε όλος ο κόσμος τριγύρω του σαν ένα πλήθος
μυρμήγκια.
Αθήνα, Εστία, 2002
Οι καμπάνες
Τα μεγάλα μυθιστορήματα δεν χάνουν ποτέ την επικαιρότητά τους. Στις
Καμπάνες ο Γιώργος Θεοτοκάς εκφράζει (όπως λέει ο ίδιος σε μια
συνέντευξή του) την «αγωνία του καιρού μας». Ο ήρωάς του, κορυφαίος
επιστήμονας και άνθρωπος της δράσης, κυριεύεται κάθε τόσο από το αίσθημα
ότι τριγύρω του καταρρέει ο πολιτισμός.
Στη Νέα Υόρκη, μια μέρα, «εμπρός στα μάτια μου, συνέβηκε ένα γεγονός που
δεν το είχα φανταστεί ούτε ονειρευτεί ποτέ μου, κάτι που δεν ξέρω πώς
να το χαρακτηρίσω, γιατί ήταν ολωσδιόλου απίθανο και -για να
κυριολεκτήσω- αδιανόητο. Ο κεντρικός ουρανοξύστης του Rockefeller Center
άρχισε να κουνιέται, στην αρχή αργά κι ελαφρότατα, στον ήχο της
ξεκούραστης μελωδίας που γέμιζε την ατμόσφαιρα, ύστερα όμως πιο γοργά κι
όλο πιο γοργά, με τρόπο που μ' έβαλε σε μεγάλη ανησυχία.[...]
»Όχι, αυτό που συνέβαινε δεν ήτανε σεισμός. Ο άσφαλτος ήτανε
στερεότατος, ασάλευτος κάτω απ' τα πόδια μου. Στον αέρα γινότανε ό,τι
γινότανε.[...]
»Οι ουρανοξύστες έπεφταν σαν χάρτινοι πύργοι».
"Ο Θεοτοκάς, με το ογκώδες και καλοδουλεμένο του μυθιστόρημα "Ασθενείς
και Οδοιπόροι", πρότυπο, πάντα, διαύγειας, φραστικής ισορροπίας και
αρμονίας, γεφύρωσε την απόστασή που τον χωρίζει από την πολυδιαβασμένη
"Αργώ". Σ' αυτό το μυθιστόρημα (εμείς θα το χαρακτηρίζαμε πνευματικό και
ψυχολογικό χρονικό, άκρως ιδεαλιστικό και εξανθρωπισμένο της πιο
τραγικής νεοελληνικής περιόδου) μυθοποιούνται η πολεμική αντίσταση της
Ελλάδας κατά των Ιταλών και των Γερμανών, προβάλλεται η Κατοχή,
σκιτσάρονται φυσιογνωμίες που τις δίχασαν ηθικά τα γεγονότα, δίνονται
πολλές πλευρές του μεγάλου ηθικού μας δράματος, με ευγένεια και ανθρωπιά
που είναι σχεδόν αποκλειστικά προτερήματα του Θεοτοκά."
(Ανδρέας Καραντώνης, "Το λογοτεχνικό 1964", 1.1.1965)
"Η γενιά μας και οι γονείς που μας διαδέχονται πρέπει να είναι
ευγνώμονες στον κ. Θεοτοκά. Είναι, έως την ώρα, ο πρώτος που κατόρθωσε
να συλλάβει με πολυεδρική όραση, με ασφάλεια κρίσεως που την βοηθάει η
ψυχραιμία της εποπτείας, με ιδεολογική ανιδιοτέλεια και με ψυχολογική
εισδυτικότητα το έμψυχο σχήμα και νόημα μιας ολόκληρης εποχής και
δίνοντας στη σύλληψη του τη μυθική διάσταση μπορεί να εκβιάζει την
κατάφαση της ιστορικής κυρώσεως."
(Αιμίλιος Χ. Χουρμούζιος, "Η Καθημερινή", 16.4.1964)
Αποσπάσματα από το Ελεύθερο Πνεύμα
…]
Η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα από άπειρες αντιθέσεις. Διαφορετικές και
πολύ συχνά αντίθετες ψυχικές διαθέσεις γεννιούνται στο Βορρά και στη
μεσημβρία, στη Δύση και στην Ανατολή. Διαφορετικούς τρόπους του
αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι εκδηλώνουν οι Λατίνοι, οι Αγγλοσάξονες,
οι Γερμανοί, οι Σλαύοι. Δεν ακούει κανείς την ίδια μουσική στις όχθες
του Δούναβη, του Σηκουάνα, του Τάμεση. Κάθε νότα της ευρωπαϊκής
συναυλίας μοιάζει να είναι μια παραφωνία και κάθε παραφωνία περιέχει
νέες αντιθέσεις. Στα Βρετανικά νησιά παραφωνεί η Ιρλανδία. Η Αυστρία
παραφωνεί ανάμεσα στους γερμανικούς λαούς. Στη Γαλλία ο Νότος διαψεύδει
το Βορρά. Στη Βαλκανική, που υπήρξε ολόκληρους αιώνες μια χώρα με
πολιτισμό σχεδόν ενιαίο, παραφωνεί σήμερα η Ελλάδα που πετά μονομιάς στη
θάλασσα όλες τις βυζαντινές και βαλκανικές παραδόσεις της και γυρεύει
ένα δρόμο καινούργιο. […]
[…]
Αυτός ο σχολαστικισμός των τοπικών σχολών δείχνει καλά τη στενότητα των
οριζόντων μας. Έχουμε διανοούμενους γερμανομαθείς, γαλλομανείς,
αγγλομανείς, μοσχοβίτες, όπως έχουμε και αγνούς εντόπιους
διαννοούμενους, προσκολλημένους στις στενά τοπικές παραδόσεις μας
(προγονολατρεία, βυζαντινή παράδοση, δημοτικό τραγούδι) μα δεν έχουμε
πολλούς αληθινούς Ευρωπαίους. […]
[…] Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η
Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που
καταβάλλουνται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις
περάσουμε τα σύνορά μας πώς δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν
μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση
που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα
χτηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο.
Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μες στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε
στο σπίτι με σφιγμένη καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε
παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά. […]
[…] Πολύς κόσμος διδάσκει στην Ελλάδα, από τις έδρες, τις επίσημες και
τις ανεπίσημες, από τα μπαλκόνια, από τα πεζοδρόμια, από παντού. Πολλοί,
πάρα πολλοί σοβαρότατοι και κατσουφιασμένοι άνθρωποι ιδρύουν σχολές και
απειλούν το σύμπαν με κοινωνικά, φιλοσοφικά, αισθητικά συστήματα,
αρχαϊκά ή νεογέννητα, σε μια εποχή που η Ευρώπη αμφισβητεί την αξία
όλων, συλλήβδην και αθρόως, των συστημάτων και γυρεύει το δρόμο της έξω
απ’ αυτά. Σεβόμαστε βέβαια όπως ταιριάζει τους ανθρώπους που διδάσκουν
με αξιωματικό ύφος και τα βιβλία τα φορτωμένα με παραπομπές, μα προκοπή
δεν βλέπουμε. Αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος των θεωριών που
μας έχουν πλημμυρίσει, δεν κατορθώνει να μας δώσει δυνάμεις. Παρά την
τόση σοφία, παρά τις ογκώδεις βιβλιογραφίες που κουβαλά το εξπρές στο
σταθμό Λαρίσης από τα πανεπιστήμια της Εσπερίας, η πνευματική ζωή στην
Ελλάδα εξακολουθεί να είναι τρομερά φτωχή και στείρα. Είμαστε σαν ένας
άρρωστος που τον έχουν σκεπάσει οι γιατροί με συνταγές, που στερείται
όμως τις φυσικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, τον ήλιο, τον καθαρό αέρα,
την υγιεινή τροφή. Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις
της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού,
στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και
με σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλατείς ορίζοντες, ο πλούτος κι η
γενναιότητα της καρδιάς. Όταν δεν χτυπούν οι καρδιές, όταν ο νους δεν
έχει τη δύναμη να απλωθεί ελεύθερα και πλατιά στους κόσμους των ιδεών,
οι πιο επιβλητικές θεωρίες, οι πιο περισπούδαστες βιβλιογραφίες, είναι
γράμμα κενό. […]
[…] Δυστυχώς λείπουν από τους Έλληνες οι πνευματικοί ορίζοντες, η
παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη, και δεν
μπορούν να συζητήσουν χωρίς να ριχτούν μεσ’ στο δόγμα. Δεν έχουν ακόμα
οι ελληνικοί εγκέφαλοι τη δύναμη να απλωθούν ελεύθερα στον κόσμο των
ιδεών και σε κάθε βήμα, στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην ιστορία,
στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στη γλωσσολογία, γυρεύουν την
απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή. Αυτή η μανία του απόλυτου, του
οριστικού, του ασάλευτου, που εκδηλώνεται σε όλες τις ελληνικές
συζητήσεις, φανερώνει καλά το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξης μας. […]
[…] Θέλω να αποφύγω μια παρεξήγηση που τη βλέπω να έρχεται. Δεν λέω: η
τέχνη για την τέχνη. Τουναντίο, πιστεύω πως η τέχνη γίνεται για τους
άλλους, πως ο ποιητής δημιουργεί για να δοθεί. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η
δημοσίευση, εξόν βέβαια από το κερδοσκοπικό νόημά της, μα εδώ συζητούμε
για τους δημιουργούς κι όχι για τους καλλιτεχνικούς βιομηχάνους. Η
τέχνη είναι μια προσφορά. Χαρίζει στους άλλους ό,τι πολυτιμότερο έχει ο
δημιουργός μέσα του, τους βοηθεί να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους,
τους κάνει να συναισθανθούν την αξία της ζωής, τους εξυψώνει. Ίσως η
διάθεση αυτή του ποιητή να δοθεί, κατά βάθος δεν είναι άλλο τίποτα παρά
μια ανάγκη να αγαπηθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα και βαθύτερα, μια
ανάγκη του έρωτα ασυγκρίτως πιο εντατική παρά στους κοινούς ανθρώπους.
Γιατί ο ποιητής δεν δίνεται μονάχα σ’ ένα ορισμένο πλάσμα αλλά στην
απέραντη και άγνωστη ανθρώπινη μάζα, και σ’ εκείνους που δεν γεννήθηκαν
ακόμα, κι η μεγαλύτερη λαχτάρα της ζωής του (αυτή η διαβολική διάθεση
που τη λένε φιλοδοξία) είναι να εξακολουθήσει να δίνεται μετά το θάνατό
του. Σκοπός κοινωνικός, αν θέλετε, γιατί αυτή η ανώνυμη μάζα αποτελεί
μια κοινωνία, και μπορεί να πει κανείς ότι ο ποιητής δίνεται στην
κοινωνία. Εκείνο που αρνούμαι είναι η κοινωνική αντίληψη της τέχνης με
την τρέχουσα έννοια αυτής της λέξης κοινωνική. Δεν μπορώ να θέσω
κοινωνικούς ωφελιμιστικούς σκοπούς σ’ αυτό το ξεχείλισμα εσωτερικών
δυνάμεων που κάνει την αληθινή δημιουργία. Και δεν μπορώ να υποτάξω σε
εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες το Δαιμόνιο, που είναι Δαιμόνιο γιατί δεν
υποτάσσεται σε τίποτα, γιατί αναγνωρίζει μονάχα τη δική του λογική και
υπακούει μονάχα στο δικό του νόμο. […]
[…] Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την συντηρούν οι φυλακισμένοι φύλακες
της κληρονομιάς των νεκρών, ούτε οι λογικοί και πραχτικοί που περπατούν
πάντα στα σίγουρα και αποφεύγουν να κάνουν ένα βήμα εκεί που το έδαφος
κουνιέται κάτω από τα πόδια τους, ούτε οι ήρεμοι επιστήμονες οι
φορτωμένοι σοφία μα χωρίς μακρινά οράματα και καμιά ανησυχία στην ψυχή,
ούτε οι μικροί φιλόδοξοι, που έταξαν ως σκοπούς της ζωής τους τους
επαίνους των πρεσβύτερων, την κοινωνική υπόληψη κι ένα τιμητικό αξίωμα.
Είναι γεμάτοι τέτοιους ανθρώπους οι δρόμοι της Αθήνας κι ωστόσο η Ελλάδα
δεν δημιουργεί, η Ελλάδα δεν πραγματοποιεί τίποτα το όμορφο. Η Ελλάδα –
ας πω την τρομερή λέξη – δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά τη
συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής
και τους πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των
δυνάμεών τους πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο
του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας
όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε δεν θα αξίζει πολλά.
Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες
των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικός τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά
μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς
καμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμιά τρέλα, καμιά δημιουργική πνοή.
Μα είναι δυνατόν να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; […]
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ο Γιώργος Θεοτοκάς περιγράφει τη θαυμαστή ιστορία της εύρεσης των
Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη: Η οικογένεια Μακρυγιάννη δεν
ήξερε την ύπαρξη των Απομνημονευμάτων. Ο Βλαχογιάννης, οδηγημένος από
κάποια πληροφορία που είχε βρει σε κάποιο παλιό βιβλίο ή χειρόγραφο (δε
θυμάται πια) αποτάθηκε στο συνταγματάρχη Κίτσο Μακρυγιάννη, γιο του
Στρατηγού, και τον παρακίνησε να ψάξει. Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες ο
Κίτσος τον ειδοποίησε πως είχε βρει ένα χειρόγραφο, χωμένο σ’ ένα τενεκέ
παραριγμένο σε μια απόμερη γωνιά του σπιτιού. Το χειρόγραφο ήτανε
μουχλιασμένο από την υγρασία, μα δεν είχε ακόμα αποσυντεθεί. Υπό τις
συνθήκες αυτές είναι θαύμα πως διατηρήθηκε απάνω από πενήντα χρόνια.
✦ ✦ ✦ ✦
22 Νοεμβρίου 1941
Το θέαμα ανθρώπων που πέφτουν στο δρόμο από την πείνα έχει γίνει κάτι
απλό, καθημερινό. Μερικοί στέκουνται, προσπαθούν να βοηθήσουν με κάτι
φαγώσιμα ή με λίγα χρήματα, ξέροντας πόσο ασήμαντη είναι η βοήθειά τους.
Οι περισσότεροι κάνουν πως δε βλέπουν. Με τι εκπληκτική ευκολία γίναμε
αναίσθητοι!
Σε ορισμένες στιγμές νιώθω τόση ντροπή, σα να ήμουνα εγώ ο υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει.
4 Δεκεμβρίου 1941
Χειμώνας δυνατός και πρόωρος.
Η πείνα έχει απλώσει τη φοβερή σκιά της παντού.
Η Αθήνα γίνεται ένας τόπος φρίκης.
Στην οδό Κηφισίας, στην οδό Σταδίου, στην οδό Πανεπιστημίου άνθρωποι πέφτουν αναίσθητοι από την πείνα.
Το κάρο που κουβαλά τους πεθαμένους.
✦ ✦ ✦ ✦
1943
Γενικά το πλήθος έδειξε συμπόνια και συμπάθεια στους Ιταλούς και
προσπάθησε να τους βοηθήσεις, δίνοντάς τους ρούχα πολιτικά και, σε
πολλές περιπτώσεις, κρύβοντάς τους όπως έκρυβε στα 1941 τους Άγγλους για
να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Είναι παράξενος λαός οι συμπατριώτες
μου, με αντιδράσεις απροσδόκητες και, όπως είδαμε τόσες φορές τα
τελευταία χρόνια, μ’ ένα βάθος ανθρωπισμού εξαιρετικού. Ενώ, δυο χρόνια
τώρα, όλος ο πληθυσμός βυσσοδομούσε εναντίον των Ιταλών και απειλούσε
πως, όταν θα φεύγουν θα τους κάνει και θα τους δείξει, ξαφνικά, μόλις
τους είδε πεσμένους, τους λυπήθηκε. Κανέναν δεν πείραξε και ίσια – ίσια
τους βοηθεί με κάθε τρόπο, θαρρείς πως μόλις καταθέσανε τα όπλα και
διαλύθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς η ατμόσφαιρα του πολέμου,
ξαναήρθε αυτόματα στην επιφάνεια κάποια κρυμμένη αλληλεγγύη προς τους
“ανθρώπους που μας μοιάζουν”.
Ίσως πάλι, κατά πρώτο λόγο, είναι η απλή αλληλεγγύη ανθρώπου προς
άνθρωπο, προς τον εχθρό που, πέφτοντας, ξαφνικά ξαναγίνεται “άνθρωπος”.
Χαίρουμαι γι’ αυτό που σημειώνω. Είναι κάτι πολύτιμο. Φανερώνει πως η
ηθική ζωή αυτού του λαού έχει ορισμένες γερές βάσεις, πως τα βαθύτερα
ένστικτά του είναι καλά.
✦ ✦ ✦ ✦
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει για τα Δεκεμβριανά και το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου:
3 Δεκεμβρίου. Εκτροχιαστήκαμε. Κουτή τακτική της δεξιάς, που, με την
εμπάθειά της, εμπόδισε, όσο ήτανε στο χέρι της, την πολιτική του
κατευνασμού να επιτύχει, δηλητηριάζοντας ολοένα την ατμόσφαιρα με την
προκλητικότητά της. (…) Κουτή τακτική της αριστεράς που, την τελευταία
στιγμή, έσπρωξε τα πράματα στα άκρα, χωρίς να είναι τούτο αληθινά
αναπόφευκτο. (…) Κουτή, λέω, εξόν αν η αριστερά υπακούει σ’ εντολές απ’
έξω, που αποβλέπουν στην εφαρμογή μυστικών διεθνών σχεδίων. Και τούτο
βέβαια θα ήτανε το χειρότερο ενδεχόμενο, το πιο επικίνδυνο για την
εθνική μας ύπαρξη. Υπερβολική αδιαλλαξία των Άγγλων που εκδηλώθηκε και
με πράξεις και με λόγια και που με ξενίζει βαθιά. (…) Όλοι αυτοί οι
παράγοντες μας οδήγησαν στο ξέσπασμα της πολιτικής κρίσης και στα
σημερινά θλιβερά γεγονότα. Η Κυβέρνηση απαγόρευσε το συλλαλητήριο που
είχε καλέσει το ΕΑΜ για σήμερα. Το ΕΑΜ περιφρόνησε τη διαταγή κι η
αστυνομία πυροβόλησε τους διαδηλωτές στο Σύνταγμα και σποραδικά στη
λεωφόρο Κηφισίας. (…) Το ηλεκτρικό δε λειτουργεί, ούτε το τηλέφωνο. Για
αύριο αναγγέλεται γενική απεργία. Το απόγευμα είδα νέους που
τοιχοκολλούσαν εαμικές προκηρύξεις τραγουδώντας: «Τα όπλα δεν τα
δίνουμε!» Ένας λαϊκός τύπος, που τους συνόδευε, εξηγούσε στους διαβάτες:
«Μόνοι μας τα πήραμε! Γιατί να τα δώσουμε;»
Ο Γιώργος Θεοτοκάς με την πρώτη του σύζυγο Ναυσικά Στεργίου.