http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.vivlia&id=16460
Προδημοσίευση: "Γάτα και ποντίκι", Γκύντερ Γκρας (Καστανιώτης)
02/07/2012
1 εικόνα
Ο Γιόζεφ Μάλκε είναι ορφανός από
πατέρα και μοναχοπαίδι. Ζει με την υπερπροστατευτική μαμά του και
την αδερφή της, που τον στέλνουν σχολείο με καθυστέρηση ενός
χρόνου· είναι φιλάσθενος, πιστεύουν, γι’ αυτό και ζητούν να πάρει
απαλλαγή απ’ το μάθημα της γυμναστικής. Σαν να μην φτάνουν όλα
αυτά, ο Μάλκε έχει κι ένα παράξενο σωματικό κουσούρι: ένα
τεράστιο μήλο του Αδάμ, ένα «ποντίκι» στο λαιμό του, που του
δημιουργεί σοβαρά αισθήματα μειονεξίας. Ο Μάλκε αποδύεται σ’ έναν
αδυσώπητο αγώνα με τον εαυτό του· θέλει να γίνει ήρωας, να τον
θαυμάζουν, να τον σέβονται. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειές του, είτε
να κρύψει το σωματικό του ελάττωμα ή να το υπεραναπληρώσει με τους
εκκεντρικούς άθλους του, τελικά αποτυχαίνουν. Κι ακόμα χειρότερα:
τον παρασύρουν σε μια επιθετική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
Στο τέλος της ιστορίας τα ίχνη του νεαρού χάνονται: η
κοινωνία-γάτα κατάφερε τελικά να τον ξεσκίσει.
Το δημοφιλέστερο μετά το Ταμπούρλο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα.
Προδημοσίευση
Μια φορά λοιπόν, ο Μάλκε είχα μάθει στο μεταξύ κολύμπι, ήμασταν ξάπλα στο γρασίδι, δίπλα στο γήπεδο του σλάγκμπαλ.* Εγώ θα ’πρεπε κανονικά να είμαι στον οδοντίατρο αλλά δεν με άφησαν, γιατί έπαιζα επιθετικός και δεν είχαν να με αντικαταστήσουν. Το δόντι μου με πέθαινε. Μια γάτα διέσχισε διαγώνια το γήπεδο χωρίς, περιέργως, να φάει καμιά πέτρα. Μερικοί ξερίζωναν καλάμια και τα μασούλαγαν. Η γάτα ανήκε στον φύλακα του γηπέδου και ήταν μαύρη. Ο Χότεν Ζόνταγκ έτριβε το ρόπαλό του με μια μάλλινη κάλτσα. Το δόντι μου δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Το τουρνουά κρατούσε πάνω από δυο ώρες. Χάσαμε πανηγυρικά και περιμέναμε τη ρεβάνς. Η γάτα ήταν νεαρή, ενήλικη ωστόσο, όχι γατάκι. Κάποιοι στο γήπεδο ψιλόπαιζαν βόλεϊ. Το δόντι μου ’δωσε πάλι μια σουβλιά. Αθλητές δοκίμαζαν το ξεκίνημα στο κατοστάρι ή απλώς περιφέρονταν νευρικοί. Η γάτα έφερνε γύρους. Κι ένα τρικινητήριο αεροπλάνο έφερνε αργά, με θόρυβο, γύρους πάνω απ’ το κεφάλι μας. Όμως το δόντι μου έκανε ακόμα πιο πολύ θόρυβο. Η μαύρη γάτα του φύλακα έδειχνε πίσω απ’ τα χορταράκια ένα άσπρο πανάκι. Ο Γιόαχιμ Μάλκε κοιμόταν. Το κρεματόριο ανάμεσα στα ενωμένα κοιμητήρια και την Ανώτατη Τεχνική Σχολή δούλευε με τον ανατολικό άνεμο. O καθηγητής Μάλενμπραντ σφύριξε: φάουλ. Η γάτα συνέχιζε κι αυτή την προπόνηση. Ο Μάλκε κοιμόταν ή παρίστανε πως κοιμάται. Κι εγώ εκεί, δίπλα του, υπέμενα τον πονόδοντο. Η γάτα πλησίασε. Το καρύδι του Μάλκε ξεχώριζε γιατί ήταν μεγάλο, πάντα σε κίνηση, κι έριχνε τη σκιά του στο γήπεδο. Η γάτα του φύλακα τεντώθηκε ανάμεσα σε μένα και στον Μάλκε, έτοιμη να ορμήσει. Ήμασταν ένα τρίγωνο. Το δόντι μου σώπαινε, η γάτα κοίταζε το καρύδι του Μάλκε, μάλλον το πήρε για ποντίκι. Η γάτα ήταν μικρούλα, το ποντίκι δεν έμενε στιγμή ήσυχο, δεν άντεξε λοιπόν, όρμησε καταπάνω του. Ή κάποιος από μας έπιασε τη γάτα και την έβαλε στο λαιμό του Μάλκε. Ή εγώ ξέχασα τον πονόδοντο, έπιασα τη γάτα και της έδειξα το ποντίκι του Μάλκε. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά τη γλίτωσε με λίγες γρατζουνιές.
Εγώ όμως, που έδειξα το ποντίκι σου σε αυτή τη γάτα, και σε όλες τις γάτες, πρέπει τώρα να στρωθώ να γράψω. Και φανταστικά πρόσωπα να ήμασταν κι οι δυο μας, και πάλι θα όφειλα να το κάνω. Αυτός που μας επινόησε, για δικούς του, επαγγελματικούς λόγους, με πιέζει να πάρω στα χέρια μου το καρύδι σου και να το πάω σ’ εκείνο το μέρος όπου θεάθηκε να κερδίζει ή να χάνει· βάζω λοιπόν πρώτα το κατσαβίδι να χοροπηδάει πάνω απ’ το καρύδι, βάζω κι ένα κοπάδι χορτασμένους γλάρους να πετούν ψηλά πάνω από τη χωρίστρα του Μάλκε κόντρα στον άστατο άνεμο, ας πούμε πως έχει πιάσει καλοκαιράκι, το ναυάγιο είναι το παλιό καράβι της κλάσης Τσάικα, τη Βαλτική τη βάζω να έχει χρώμα ίδιο με χοντρό γυαλί μπουκαλιών νερού· και μιας και η δράση τοποθετείται νοτιοδυτικά από το σημείο όπου βρίσκεται η τελευταία σημαδούρα της διώρυγας Νοϊφαρβάσερ, βάζω να τρέχουν ρυάκια νερού πάνω από την ανατριχιασμένη επιδερμίδα του Μάλκε, σαν καλυμμένη είναι με μικρούτσικα γρομπαλάκια κοντά κοντά, ή με μεγαλύτερες μπαλίτσες σαν χαλάζι. Δεν ήταν από φόβο η ανατριχίλα αυτή που είχε αφαιρέσει τη λεία υφή του δέρματος, από το κρύο ήταν, γιατί είχε μείνει ώρα στο νερό.
Εμείς καθόμασταν ανακούρκουδα πάνω στα σανίδια που είχαν απομείνει από τη γέφυρα με χέρια και πόδια ανοιχτά σαν αράχνες στη γέφυρα επάνω. Πάντως δεν ήμασταν εμείς που του ζητήσαμε να ξαναβουτήξει κάτω από την πλώρη του βυθισμένου ναρκαλιευτικού, ούτε στο μηχανοστάσιο στη μέση του κήτους, για να σκαλίσει, να ψαχουλέψει, να βρει κάτι να φέρει με το κατσαβίδι του: καμιά βίδα, καμιά ροδέλα, μια μπρούντζινη ταμπελίτσα με πυκνογραμμένες επάνω της τις οδηγίες χρήσης κάποιου μηχανήματος, στα αγγλικά και στα πολωνέζικα· το λέω γιατί το μέρος όπου καθόμασταν ήταν η επιπλέουσα γέφυρα ενός πολωνέζικου ναρκαλιευτικού της κλάσης Τσάικα, που είχε ναυπηγηθεί στο Μοντλίν και η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί στο Γκντίνγκεν και το οποίο είχε βυθιστεί πέρυσι νοτιοδυτικά από τη σημαδούρα της διώρυγας, δηλαδή έξω από τη διώρυγα, χωρίς να εμποδίσει την κυκλοφορία των άλλων πλοίων.
Από τότε σκέπαζαν τη σκουριά οι ξεραμένες κουτσουλιές των γλάρων, που πετούσαν με κάθε καιρό ξυστά πάνω απ’ την γκριζόλα,* με αυτά τους τα γυάλινα μάτια, ύστερα τινάζονταν πάλι ψηλά σαν σαΐτες, σαν να ακολουθούσαν ένα ανεξιχνίαστο σχέδιο πτήσης, και εκτόξευαν τις υγρές κουτσουλιές, σημαδεύοντας πάντα τη σκουριά των υπολειμμάτων της γέφυρας και ποτέ το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα. Έτσι μαζεύονταν οι κουτσουλιές, άμορφοι, σκληροί σβόλοι. Κι όταν καθόμασταν εμείς πάνω στο πλοίο υπήρχαν πάντα δάχτυλα και νύχια, ποδιών και χεριών, που πάλευαν να τις ξεκολλήσουν. Γι’ αυτό έσπαζαν τα νύχια μας κι όχι επειδή τα τρώγαμε όλοι – εκτός βέβαια από τον Σίλινγκ, που είχε παρανυχίδες. Μόνο ο Μάλκε είχε μακριά νύχια, κιτρινισμένα απ’ τις πολλές βουτιές, και τα κράταγε μακριά γιατί ούτε τα ’τρωγε, ούτε έξυνε κουτσουλιές. Ήταν επίσης ο μόνος που δεν μασούλαγε τα ξύσματα, ενώ εμείς τα βάζαμε στο στόμα αυτά τα ασβεστώδη μπαλάκια, που ήταν σαν τρίμματα από όστρακο και τα φτύναμε με αφρισμένο σάλιο στη θάλασσα. Γεύση δεν είχαν, θα ’λεγα όμως πως κάτι στη γεύση τους θύμιζε γύψο ή ιχθυάλευρο ή οτιδήποτε φανταζόταν ο καθένας από μας: ευτυχία, κορίτσια, το Θεό τον ίδιο. Ο Βίντερ, που είχε καλή φωνή, έλεγε: «Το ξέρετε πως οι τενόροι τρώνε κάθε μέρα κουτσουλιές γλάρων;» Συχνά οι γλάροι έπιαναν τα ασβεστώδη φτυσίματά μας στον αέρα – δεν ήξεραν τι είναι.
Στην αρχή του πολέμου, όταν ο Μάλκε έγινε δεκατεσσάρων χρονών, δεν ήξερε ούτε κολύμπι ούτε ποδήλατο· τότε ακόμα δεν τον πρόσεχε κανείς, ούτε βέβαια και το περίφημο μήλο του Αδάμ, που το τράβηξε αργότερα τη γάτα. Είχε πάρει απαλλαγή από τα μαθήματα της γυμναστικής και της κολύμβησης με χαρτί από γιατρό. Στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, πριν ακόμα μάθει ποδήλατο (ήταν απίστευτη η εικόνα του στις πρώτες δοκιμές, με αυτιά κατακόκκινα και πεταχτά και γόνατα που ανοιγόκλειναν σαν σπαστικά στο πλάι καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του), ερχόταν στο κλειστό κολυμβητήριο στην Κάτω Πόλη, τον έβαζαν όμως να μαθαίνει έξω απ’ το νερό, μαζί με πιτσιρίκια οχτώ δέκα χρονών. Έφτασε το καλοκαίρι και δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κανονικό μάθημα. Ο προπονητής του κολυμβητηρίου Μπρέζεν, με χαρακτηριστική κοψιά που θύμιζε σημαδούρα και με αδύνατα, άτριχα πόδια, τον έβαλε κι αυτός πρώτα να κάνει ασκήσεις έξω απ’ το νερό και μετά τον έβαλε μέσα, και πάλι όμως τον κράταγε με το σκοινί. Ύστερα όμως, αφού του κάναμε τους έξυπνους κάθε απόγευμα κομπάζοντας για τα κατορθώματά μας στο βυθισμένο ναρκαλιευτικό, έβαλε τα δυνατά του και σε δυο βδομάδες τα είχε καταφέρει.
Τις επόμενες μέρες βάλθηκε να βελτιώσει την αντοχή του – τον βλέπαμε να κάνει με ζήλο τη διαδρομή από την προβλήτα ως την εξέδρα, κι αργότερα που άρχισε να ασκείται στις καταδύσεις πηδώντας από τον κυματοθραύστη της προβλήτας. Στην αρχή έφερνε επάνω όστρακα, ύστερα ένα μπουκάλι μπίρας γεμάτο άμμο, που το πέταξε μάλιστα αρκετά μακριά πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Προφανώς έμαθε να βουτάει και να την ξαναπιάνει με άνεση, γιατί όταν βρεθήκαμε όλοι μαζί στο ναρκαλιευτικό ήταν ήδη έμπειρος στην κατάδυση.
Μας ικέτεψε να ’ρθει μαζί μας για μπάνιο. Είχαμε μαζευτεί εφτά οχτώ μαντράχαλοι για την καθημερινή μας βουτιά και βρεχόμασταν σε μια ρηχή μπανιέρα των οικογενειακών λουτρών όταν ήρθε και μας βρήκε: «Πάρτε με μαζί σας – θα τα καταφέρω σίγουρα».
Είχε κρεμάσει ένα κατσαβίδι στο λαιμό του, για να αποσπά την προσοχή απ’ το περίφημο μήλο του Αδάμ.
«Άντε, έλα!» Ο Μάλκε ήρθε μαζί μας. Μας προσπέρασε ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη αμμοσύρτη, αλλά τον φτάσαμε πάλι άνετα: «Θα ξεθεωθεί έτσι που πάει».
Όταν ο Μάλκε κολυμπούσε πρόσθιο, το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Στο ανάσκελα, το ξύλινο πιαστράκι απ’ όπου είχε περάσει το κορδόνι τραμπαλιζόταν στο στήθος του, χωρίς ωστόσο να κρύβει ποτέ αυτό τον μοιραίο χόνδρο κάτω απ’ το σαγόνι και πάνω από την κλείδα, ο οποίος κουνιόταν σαν ραχιαίο πτερύγιο χαράζοντας το νερό στο πέρασμά του.
Σίγουρα ο Μάλκε είπε μέσα του «τώρα θα σας δείξω εγώ» – και πράγματι: βούτηξε κάμποσες φορές απανωτά κι έφερε πάνω πολλά και διάφορα που κατάφερε να αποσπάσει με το κατσαβίδι του απ’ το βυθισμένο πλοίο: καπάκια, κομματάκια σανίδες, ένα τμήμα της γεννήτριας. Μ’ ένα φαγωμένο σκοινάκι που βρήκε κατάφερε κι έδεσε έναν αυθεντικό πυροσβεστήρα γερμανικής κατασκευής, που λειτουργούσε μάλιστα μια χαρά. Μας έδειξε πώς πιέζεις και βγαίνει αφρός, κι ακόμα πώς σβήνεις τη φωτιά με τον αφρό, μόνο που δεν είχε φωτιά να σβήσει κι έτσι έκανε τη δοκιμή του πυροσβεστήρα στο νερό της θάλασσας με τις πρασινωπές ανταύγειες. Με αυτά και με κείνα έγινε ο ήρωάς μας.
Οι νιφάδες του αφρού σχεδίαζαν νησάκια και σύννεφα πάνω στη λεία επιφάνεια του νερού, που τη χάραζε λίγο μόνο ένα απαλό αεράκι, τραβούσαν για λίγο τους γλάρους κι ύστερα τους απόδιωχναν, λίγο λίγο ξεφούσκωναν και πήγαιναν όλες μαζί προς την αμμουδιά, μια λευκή μάζα όμοια με χαλασμένη σαντιγί. Τότε έκανε κι ο Μάλκε διάλειμμα, κούρνιαζε στη σκιά της γκριζόλας ενώ το δέρμα του είχε ήδη (πριν τα κομματάκια του αφρού μαζευτούν κι εκείνα σαν κυνηγημένα κρυουλιάρικα λευκά προβατάκια κάτω απ’ τη γέφυρα) τη γνωστή ανώμαλη όψη με τα γρομπαλάκια.
O Μάλκε τουρτούριζε, το λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε όλο και πιο γρήγορα και το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στα κόκαλα της κλείδας. Αλλά και η πλάτη του, μια επιφάνεια τόπους τόπους ωχροκίτρινη, κατακόκκινη από καψίματα κάτω απ’ τους ώμους, ξεφλούδιζε κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, γέμισε πάλι γρομπαλάκια χοντρά σαν χαλάζι και τραντάζονταν από ρίγη. Τα κάτωχρα, μπλάβα στις άκρες χείλη ανοιγόκλειναν αποκαλύπτοντας δόντια που κροτάλιζαν κι αυτά απ’ το κρύο. Τα τεράστια, εξουθενωμένα απ’ την προσπάθεια χέρια του πάλευαν να σφίξουν τα γόνατά του, τα πληγιασμένα απ’ τα όστρακα που είχαν κολλήσει στα διαφράγματα του πλοίου, για να μπορέσει έτσι να σταθεροποιήσει το σώμα του και να σταματήσουν να χτυπάνε και τα δόντια του.
Ο Χότεν Ζόνταγκ (ή μήπως εγώ;) βάλθηκε να του τρίβει την πλάτη: «Έλα τώρα φιλάρα, φτάνει. Πάμε να γυρίσουμε πίσω».
Είκοσι πέντε λεπτά κάναμε να γυρίσουμε απ’ το μόλο, τριάντα πέντε απ’ το κολυμβητήριο. Ας πούμε τρία τέταρτα όλο μαζί. Παρά την εξάντληση προπορευόταν τουλάχιστον ένα λεπτό όσο ήμασταν στον γρανιτένιο μόλο, διατηρώντας σταθερά το προβάδισμα της πρώτης μέρας. Και κάθε φορά, πριν ακόμα φτάσουμε εμείς στο καράβι μας (έτσι λέγαμε το βυθισμένο ναρκαλιευτικό) εκείνος είχε κάνει ήδη την πρώτη του κατάδυση. Κι ενώ εμείς παλεύαμε με χέρια πλύστρας, ξύνοντας σκουριές και ξεραμένες κουτσουλιές γλάρων στη γέφυρα και σε σιδηροκοχλίες που εξείχαν, εκείνος ερχόταν και μας έδειχνε αμίλητος μεντεσέδες και ό,τι άλλο εξάρτημα κατάφερνε να ξηλώσει και να φέρει επάνω. Κρύωνε πάντα και είχε πάντα τα γρομπαλάκια στο δέρμα, παρόλο που φρόντιζε να αλείφεται με μια παχιά στρώση Nivea πριν βουτήξει. Του περίσσευε χαρτζιλίκι για Nivea· πάντα είχε αρκετό.
Ο Μάλκε ήταν μοναχοπαίδι.
Ο Μάλκε ήταν ορφανός από πατέρα.
Ο Μάλκε φορούσε χειμώνα καλοκαίρι παλιομοδίτικα παπούτσια, που μάλλον είχε κληρονομήσει απ’ τον μακαρίτη.
Και το κατσαβίδι που φορούσε στο λαιμό του το είχε κρεμάσει με ένα κορδόνι για μαύρα παπούτσια.
Τώρα μόλις θυμάμαι πως, εκτός απ’ το κατσαβίδι, ο Μάλκε φορούσε και κάτι άλλο στο λαιμό – κάτι που είχε λόγο να φοράει· όμως το κατσαβίδι χτυπούσε πιο πολύ στο μάτι.
Είναι πιθανό να μην είχαμε προσέξει πως ήδη την πρώτη φορά που τον είχαμε δει στο κολυμβητήριο να μαθαίνει κολύμπι έξω απ’ το νερό και ξεθεωνόταν να κάνει τις ασκήσεις του πάνω στην άμμο φορούσε στο λαιμό του μια ασημένια αλυσιδίτσα με ένα, ασημένιο επίσης, μενταγιόν, με χαραγμένη επάνω την Παρθένο Μαρία.
Ο Μάλκε δεν το ’βγαζε ποτέ από πάνω του το μενταγιόν αυτό – ούτε την ώρα της γυμναστικής· το λέω γιατί από τότε που άρχισε να μαθαίνει κολύμπι στο κλειστό κολυμβητήριο της Κάτω Πόλης άρχισε να έρχεται και στο γυμναστήριο κι έπαψε να φέρνει δικαιολογητικά γιατρών για απαλλαγή. Το μενταγιόν πότε εξαφανιζόταν κάτω απ’ το άσπρο μπλουζάκι της γυμναστικής, πότε ξεχώριζε πάνω απ’ την κόκκινη ρίγα στη μέση του στήθους.
O Μάλκε δεν ίδρωνε ποτέ, ούτε στις ασκήσεις στο δίζυγο. Συμμετείχε ακόμα και στις ασκήσεις στο εφαλτήριο, στις οποίες έπαιρναν μέρος μόνο οι καλύτεροι της ομάδας· κι όταν εκτινασσόταν κι ύστερα προσγειωνόταν άγαρμπα –ήταν και χοντροκόκαλος– στο στρώμα, πάντα με την αλυσιδίτσα με την Παναγία στο λαιμό, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης. Κάποια στιγμή κατάφερε στο μονόζυγο (με άθλιο βέβαια στιλ) να κάνει δυο περισσότερες περιστροφές με τα γόνατα στη σειρά απ’ ό,τι ο Χότεν Ζόνταγκ, που ήταν ο καλύτερος αθλητής. Μια φορά, στην τριακοστή έβδομη περιστροφή, το μενταγιόν πετάχτηκε έξω απ’ το μπλουζάκι κι έκανε κι αυτό άλλες τόσες περιστροφές γύρω απ’ το μονόζυγο που έτριζε, και γύρω απ’ το λαιμό του· σε κάθε περιστροφή εμφανιζόταν πρώτα αυτό και μετά τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του, χωρίς ωστόσο να του φεύγει ποτέ· διότι ο Μάλκε, εκτός από το μήλο του Αδάμ, που σταματούσε τη φόρα του μενταγιόν, είχε και ένα προτεταμένο ινίο με χαμηλά τις ρίζες των μαλλιών, που συγκρατούσαν το αλυσιδάκι στις περιστροφές. Το κατσαβίδι ήταν κρεμασμένο πάνω απ’ το μενταγιόν, κι έτσι το κορδόνι μπερδεύονταν στην αλυσίδα. Όμως το κατσαβίδι δεν εκτόπιζε το μενταγιόν, διότι δεν επιτρεπόταν να το φοράει στο γυμναστήριο. Του το απαγόρεψε ρητά ο γυμναστής μας, κάποιος Μάλενμπραντ, πολύ διάσημος στον κύκλο των συναδέλφων του από ένα σπουδαίο εγχειρίδιο εκμάθησης σλάγκμπαλ που είχε συγγράψει. Για το φυλαχτό που είχε επίσης κρεμασμένο στο λαιμό του ο Μάλκε δεν έφερε ποτέ καμιά αντίρρηση· διότι ο Μάλενμπραντ, εκτός από γυμναστική και γεωγραφία, δίδασκε και θρησκευτικά. Ως το δεύτερο έτος του Πολέμου διηύθυνε ό,τι είχε απομείνει από έναν γυμναστικό σύλλογο καθολικών εργατών.
Έτσι, το μεν κατσαβίδι όφειλε να περιμένει, κρεμασμένο μαζί με το πουκάμισο του Μάλκε στα αποδυτήρια, ενώ το ελαφρά φθαρμένο μενταγιόν με την Παναγία διατηρούσε το δικαίωμα να συμπαρίσταται στον κάτοχό του στις επικίνδυνες ασκήσεις στις οποίες επιδίδονταν.
Ήταν ένα συνηθισμένο κατσαβίδι: ανθεκτικό εργαλείο και βέβαια φθηνό. Συχνά ο Μάλκε αναγκαζόταν να βουτήξει πέντε κι έξι φορές για να μπορέσει να ξεβιδώσει μια ταμπελίτσα μεγέθους όσο κι αυτές με τα ονόματα δίπλα στο κουδούνι μιας εξώπορτας, γιατί οι βίδες που τη συγκρατούσαν είχαν σκουριάσει. Άλλοτε χρησιμοποιούσε το κατσαβίδι σαν λοστό, για να σπάσει σαπια ξύλα όπου ήταν στερεωμένες ταμπέλες μεγαλύτερες και με πολύ κείμενο. Ιδιαίτερο ζήλο δεν έδειχνε πάντως για τη συλλογή του: χάριζε στον Βίντερ και στον Γιούργκεν Κούπκα κάμποσες ταμπελίτσες (αυτοί μάζευαν με λύσσα οτιδήποτε ξεβίδωνε, ακόμα κι απ’ τις δημόσιες τουαλέτες) και κρατούσε μόνο ό,τι ταίριαζε στη σαβούρα που μάζευε ο ίδιος το σπίτι του.
Ο Μάλκε ήταν σκληρός με τον εαυτό του: όταν εμείς λαγοκοιμόμασταν πάνω στη βάρκα εκείνος δούλευε κάτω απ’ το νερό. Εμείς ξύναμε τις κουτσουλιές των γλάρων, το δέρμα μας έπαιρνε ένα χρώμα κιτρινοκαφέ σαν του πούρου, και σε όσους από μας ήταν ξανθοί το μαλλί τους γινόταν άχυρο· όμως ο Μάλκε αποκτούσε κάθε μέρα κι άλλο έγκαυμα από τον ήλιο. Όταν ακολουθούσαμε την πορεία των πλοίων βόρεια απ’ τη σημαδούρα στην είσοδο του καναλιού, ο ίδιος είχε το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο: βλέφαρα κοκκινισμένα, ερεθισμένα, με λίγες βλεφαρίδες, νομίζω ανοιχτογάλαζα μάτια, που μόνο κάτω απ’ το νερό τα ζωντάνευε η περιέργεια. Πολλές φορές ο Μάλκε ανέβαινε επάνω χωρίς ταμπελίτσες, χωρίς λάφυρα, αλλά με σπασμένο ή στραβωμένο κατσαβίδι. Ακόμα κι αυτό το έδειχνε, και με αυτό ακόμα κατάφερνε να μας εντυπωσιάζει. Ο τρόπος με τον οποίο το πέταγε στη θάλασσα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι προς τα πίσω, πίσω απ’ τον ώμο, δεν έδειχνε ούτε παραίτηση ούτε άσκοπη οργή. Ο Μάλκε δεν πετούσε ποτέ φθαρμένα αντικείμενα με προσποιητή ή πραγματική αδιαφορία. Ακόμα και όταν πετούσε πράγματα ήταν σαν να έλεγε «περιμένετε και θα σας δείξω εγώ!».
Μια φορά λοιπόν που κατέπλευσε στο κανάλι ένα καράβι του στρατιωτικού νοσοκομείου με διπλή καμινάδα, που δεν αργήσαμε να το ταυτίσουμε με τον «αυτοκράτορα» του Ναυτικού της Ανατολικής Πρωσίας, ο Μάλκε μπήκε χωρίς κατσαβίδι στο καμπούνι, εξαφανίστηκε κάτω απ’ την ανοιχτή μπροστινή μπουκαπόρτα που είχε το πράσινο του σχιστόλιθου κι ήταν κλειστή σχεδόν ως επάνω απ’ τα νερά, έκλεισε με τα δυο του δάχτυλα τη μύτη του, πέρασε πρώτα με το κεφάλι (τα μαλλιά του ήταν εντελώς κολλημένα στο πρόσωπο απ’ τα πολλά νερά και τις βουτιές και χωρισμένα στη μέση), ύστερα τράβηξε μέσα την πλάτη και τη λεκάνη του δίνοντας με τα πόδια του μια κλοτσιά στο κενό, έσπρωξε πάλι πιέζοντας τα πέλματά του στις δυο πλευρές της μπουκαπόρτας και βυθίστηκε λοξά μέσα στο σκοτεινό, κρύο ενυδρείο: νευρικά αγκαθερά, ένα ακίνητο κοπάδι λάμπρενες, αιώρες στερεωμένες ακόμα γερά στη θέση τους, χνουδιασμένες και με άφθονα φύκια μπλεγμένα επάνω τους, όπου φώλιαζαν ρέγκες. Λιγοστό φως από δυο φινιστρίνια. Πού και πού περνούσε και κανένας μπακαλιάρος, που είχε χαθεί απ’ τους ομοίους του. Και χέλια υπήρχε η φήμη πως περνούσαν από κει. Ιππόγλωσσες ποτέ.
Κρατούσαμε τα γόνατά μας, που έτρεμαν ελαφρά, μασάγαμε τις ξεραμένες κουτσουλιές φτιάχνοντας μπαλάκια, είμαστε σε σχετική, όχι ιδιαίτερη υπερδιέγερση, λίγο κουρασμένοι, λίγο ενθουσιασμένοι με τη φάση, μετρούσαμε μικρά σκάφη που έπλεαν σε σχηματισμό, χαζεύαμε τις καμινάδες του στρατιωτικού πλοίου, που κάπνιζαν ακόμα κάθετα, κοιταζόμασταν με λοξές ματιές –ο Μάλκε ήταν ήδη πολλή ώρα κάτω–, γλάροι έκοβαν κύκλους από πάνω μας, ένα κυματάκι γουργούριζε στην πλώρη, έσπαζε πάνω στη βάση του ξεμονταρισμένου πυροβόλου της πλώρης, θόρυβοι έρχονταν απ’ τη γέφυρα, όπου το νερό περνούσε ανάμεσα στους αεραγωγούς γλείφοντας συνέχεια τα ίδια πριτσίνια· τα νύχια μας είχαν μαζέψει μπόλικο πουρί, η φαγούρα στο κατάξερο δέρμα μας ήταν αφόρητη· φώτα τρεμόφεγγαν, κοφτοί θόρυβοι μηχανής έσκιζαν τη σιωπή· σημάδια από χτυπήματα παντού στο σώμα μας, το μόριο μισοσηκωμένο, δεκαεφτά λεύκες ανάμεσα στο Μπρέζεν και στο Γκλέτκαου. Ώσπου, ξαφνικά, ο Μάλκε εκτινάχτηκε στην επιφάνεια: με σαγόνι μπλάβο και κιτρινωπά σημάδια στα μήλα του προσώπου άδειασε νερό απ’ την μπουκαπόρτα –η χωρίστρα ανέπαφη, αυστηρά στη μέση–, προχώρησε τρεκλίζοντας με τα γόνατα μες στο νερό, κρατιόταν όσο μπορούσε απ’ τη βάση του πυροβόλου που προεξείχε, συνέχισε να προχωράει στα γόνατα, το βλέμμα του ήταν σαν χαμένο και χρειάστηκε να τον τραβήξουμε εμείς πάνω στη γέφυρα. Του ’τρεχε ακόμα νερό από τη μύτη κι απ’ τις γωνίες των χειλιών όταν μας έδειξε το εύρημά του: ένα ατσάλινο κατσαβίδι, με την εγγλέζικη μάρκα χαραγμένη επάνω: Sheffield. Ούτε ίχνος σκουριάς, ούτε χτυπήματα, προστατευμένο ακόμα από ένα στρώμα λίπους, απ’ όπου το νερό κυλούσε χωρίς να το διαποτίζει.
*Το νέο βιβλίο του Νομπελίστα Γκύντερ Γκρας "Γάτα και Ποντίκι" κυκλοφορεί τη Δευτέρα 2 Ιουλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Το δημοφιλέστερο μετά το Ταμπούρλο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα.
Προδημοσίευση
Μια φορά λοιπόν, ο Μάλκε είχα μάθει στο μεταξύ κολύμπι, ήμασταν ξάπλα στο γρασίδι, δίπλα στο γήπεδο του σλάγκμπαλ.* Εγώ θα ’πρεπε κανονικά να είμαι στον οδοντίατρο αλλά δεν με άφησαν, γιατί έπαιζα επιθετικός και δεν είχαν να με αντικαταστήσουν. Το δόντι μου με πέθαινε. Μια γάτα διέσχισε διαγώνια το γήπεδο χωρίς, περιέργως, να φάει καμιά πέτρα. Μερικοί ξερίζωναν καλάμια και τα μασούλαγαν. Η γάτα ανήκε στον φύλακα του γηπέδου και ήταν μαύρη. Ο Χότεν Ζόνταγκ έτριβε το ρόπαλό του με μια μάλλινη κάλτσα. Το δόντι μου δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Το τουρνουά κρατούσε πάνω από δυο ώρες. Χάσαμε πανηγυρικά και περιμέναμε τη ρεβάνς. Η γάτα ήταν νεαρή, ενήλικη ωστόσο, όχι γατάκι. Κάποιοι στο γήπεδο ψιλόπαιζαν βόλεϊ. Το δόντι μου ’δωσε πάλι μια σουβλιά. Αθλητές δοκίμαζαν το ξεκίνημα στο κατοστάρι ή απλώς περιφέρονταν νευρικοί. Η γάτα έφερνε γύρους. Κι ένα τρικινητήριο αεροπλάνο έφερνε αργά, με θόρυβο, γύρους πάνω απ’ το κεφάλι μας. Όμως το δόντι μου έκανε ακόμα πιο πολύ θόρυβο. Η μαύρη γάτα του φύλακα έδειχνε πίσω απ’ τα χορταράκια ένα άσπρο πανάκι. Ο Γιόαχιμ Μάλκε κοιμόταν. Το κρεματόριο ανάμεσα στα ενωμένα κοιμητήρια και την Ανώτατη Τεχνική Σχολή δούλευε με τον ανατολικό άνεμο. O καθηγητής Μάλενμπραντ σφύριξε: φάουλ. Η γάτα συνέχιζε κι αυτή την προπόνηση. Ο Μάλκε κοιμόταν ή παρίστανε πως κοιμάται. Κι εγώ εκεί, δίπλα του, υπέμενα τον πονόδοντο. Η γάτα πλησίασε. Το καρύδι του Μάλκε ξεχώριζε γιατί ήταν μεγάλο, πάντα σε κίνηση, κι έριχνε τη σκιά του στο γήπεδο. Η γάτα του φύλακα τεντώθηκε ανάμεσα σε μένα και στον Μάλκε, έτοιμη να ορμήσει. Ήμασταν ένα τρίγωνο. Το δόντι μου σώπαινε, η γάτα κοίταζε το καρύδι του Μάλκε, μάλλον το πήρε για ποντίκι. Η γάτα ήταν μικρούλα, το ποντίκι δεν έμενε στιγμή ήσυχο, δεν άντεξε λοιπόν, όρμησε καταπάνω του. Ή κάποιος από μας έπιασε τη γάτα και την έβαλε στο λαιμό του Μάλκε. Ή εγώ ξέχασα τον πονόδοντο, έπιασα τη γάτα και της έδειξα το ποντίκι του Μάλκε. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά τη γλίτωσε με λίγες γρατζουνιές.
Εγώ όμως, που έδειξα το ποντίκι σου σε αυτή τη γάτα, και σε όλες τις γάτες, πρέπει τώρα να στρωθώ να γράψω. Και φανταστικά πρόσωπα να ήμασταν κι οι δυο μας, και πάλι θα όφειλα να το κάνω. Αυτός που μας επινόησε, για δικούς του, επαγγελματικούς λόγους, με πιέζει να πάρω στα χέρια μου το καρύδι σου και να το πάω σ’ εκείνο το μέρος όπου θεάθηκε να κερδίζει ή να χάνει· βάζω λοιπόν πρώτα το κατσαβίδι να χοροπηδάει πάνω απ’ το καρύδι, βάζω κι ένα κοπάδι χορτασμένους γλάρους να πετούν ψηλά πάνω από τη χωρίστρα του Μάλκε κόντρα στον άστατο άνεμο, ας πούμε πως έχει πιάσει καλοκαιράκι, το ναυάγιο είναι το παλιό καράβι της κλάσης Τσάικα, τη Βαλτική τη βάζω να έχει χρώμα ίδιο με χοντρό γυαλί μπουκαλιών νερού· και μιας και η δράση τοποθετείται νοτιοδυτικά από το σημείο όπου βρίσκεται η τελευταία σημαδούρα της διώρυγας Νοϊφαρβάσερ, βάζω να τρέχουν ρυάκια νερού πάνω από την ανατριχιασμένη επιδερμίδα του Μάλκε, σαν καλυμμένη είναι με μικρούτσικα γρομπαλάκια κοντά κοντά, ή με μεγαλύτερες μπαλίτσες σαν χαλάζι. Δεν ήταν από φόβο η ανατριχίλα αυτή που είχε αφαιρέσει τη λεία υφή του δέρματος, από το κρύο ήταν, γιατί είχε μείνει ώρα στο νερό.
Εμείς καθόμασταν ανακούρκουδα πάνω στα σανίδια που είχαν απομείνει από τη γέφυρα με χέρια και πόδια ανοιχτά σαν αράχνες στη γέφυρα επάνω. Πάντως δεν ήμασταν εμείς που του ζητήσαμε να ξαναβουτήξει κάτω από την πλώρη του βυθισμένου ναρκαλιευτικού, ούτε στο μηχανοστάσιο στη μέση του κήτους, για να σκαλίσει, να ψαχουλέψει, να βρει κάτι να φέρει με το κατσαβίδι του: καμιά βίδα, καμιά ροδέλα, μια μπρούντζινη ταμπελίτσα με πυκνογραμμένες επάνω της τις οδηγίες χρήσης κάποιου μηχανήματος, στα αγγλικά και στα πολωνέζικα· το λέω γιατί το μέρος όπου καθόμασταν ήταν η επιπλέουσα γέφυρα ενός πολωνέζικου ναρκαλιευτικού της κλάσης Τσάικα, που είχε ναυπηγηθεί στο Μοντλίν και η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί στο Γκντίνγκεν και το οποίο είχε βυθιστεί πέρυσι νοτιοδυτικά από τη σημαδούρα της διώρυγας, δηλαδή έξω από τη διώρυγα, χωρίς να εμποδίσει την κυκλοφορία των άλλων πλοίων.
Από τότε σκέπαζαν τη σκουριά οι ξεραμένες κουτσουλιές των γλάρων, που πετούσαν με κάθε καιρό ξυστά πάνω απ’ την γκριζόλα,* με αυτά τους τα γυάλινα μάτια, ύστερα τινάζονταν πάλι ψηλά σαν σαΐτες, σαν να ακολουθούσαν ένα ανεξιχνίαστο σχέδιο πτήσης, και εκτόξευαν τις υγρές κουτσουλιές, σημαδεύοντας πάντα τη σκουριά των υπολειμμάτων της γέφυρας και ποτέ το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα. Έτσι μαζεύονταν οι κουτσουλιές, άμορφοι, σκληροί σβόλοι. Κι όταν καθόμασταν εμείς πάνω στο πλοίο υπήρχαν πάντα δάχτυλα και νύχια, ποδιών και χεριών, που πάλευαν να τις ξεκολλήσουν. Γι’ αυτό έσπαζαν τα νύχια μας κι όχι επειδή τα τρώγαμε όλοι – εκτός βέβαια από τον Σίλινγκ, που είχε παρανυχίδες. Μόνο ο Μάλκε είχε μακριά νύχια, κιτρινισμένα απ’ τις πολλές βουτιές, και τα κράταγε μακριά γιατί ούτε τα ’τρωγε, ούτε έξυνε κουτσουλιές. Ήταν επίσης ο μόνος που δεν μασούλαγε τα ξύσματα, ενώ εμείς τα βάζαμε στο στόμα αυτά τα ασβεστώδη μπαλάκια, που ήταν σαν τρίμματα από όστρακο και τα φτύναμε με αφρισμένο σάλιο στη θάλασσα. Γεύση δεν είχαν, θα ’λεγα όμως πως κάτι στη γεύση τους θύμιζε γύψο ή ιχθυάλευρο ή οτιδήποτε φανταζόταν ο καθένας από μας: ευτυχία, κορίτσια, το Θεό τον ίδιο. Ο Βίντερ, που είχε καλή φωνή, έλεγε: «Το ξέρετε πως οι τενόροι τρώνε κάθε μέρα κουτσουλιές γλάρων;» Συχνά οι γλάροι έπιαναν τα ασβεστώδη φτυσίματά μας στον αέρα – δεν ήξεραν τι είναι.
Στην αρχή του πολέμου, όταν ο Μάλκε έγινε δεκατεσσάρων χρονών, δεν ήξερε ούτε κολύμπι ούτε ποδήλατο· τότε ακόμα δεν τον πρόσεχε κανείς, ούτε βέβαια και το περίφημο μήλο του Αδάμ, που το τράβηξε αργότερα τη γάτα. Είχε πάρει απαλλαγή από τα μαθήματα της γυμναστικής και της κολύμβησης με χαρτί από γιατρό. Στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, πριν ακόμα μάθει ποδήλατο (ήταν απίστευτη η εικόνα του στις πρώτες δοκιμές, με αυτιά κατακόκκινα και πεταχτά και γόνατα που ανοιγόκλειναν σαν σπαστικά στο πλάι καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του), ερχόταν στο κλειστό κολυμβητήριο στην Κάτω Πόλη, τον έβαζαν όμως να μαθαίνει έξω απ’ το νερό, μαζί με πιτσιρίκια οχτώ δέκα χρονών. Έφτασε το καλοκαίρι και δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κανονικό μάθημα. Ο προπονητής του κολυμβητηρίου Μπρέζεν, με χαρακτηριστική κοψιά που θύμιζε σημαδούρα και με αδύνατα, άτριχα πόδια, τον έβαλε κι αυτός πρώτα να κάνει ασκήσεις έξω απ’ το νερό και μετά τον έβαλε μέσα, και πάλι όμως τον κράταγε με το σκοινί. Ύστερα όμως, αφού του κάναμε τους έξυπνους κάθε απόγευμα κομπάζοντας για τα κατορθώματά μας στο βυθισμένο ναρκαλιευτικό, έβαλε τα δυνατά του και σε δυο βδομάδες τα είχε καταφέρει.
Τις επόμενες μέρες βάλθηκε να βελτιώσει την αντοχή του – τον βλέπαμε να κάνει με ζήλο τη διαδρομή από την προβλήτα ως την εξέδρα, κι αργότερα που άρχισε να ασκείται στις καταδύσεις πηδώντας από τον κυματοθραύστη της προβλήτας. Στην αρχή έφερνε επάνω όστρακα, ύστερα ένα μπουκάλι μπίρας γεμάτο άμμο, που το πέταξε μάλιστα αρκετά μακριά πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Προφανώς έμαθε να βουτάει και να την ξαναπιάνει με άνεση, γιατί όταν βρεθήκαμε όλοι μαζί στο ναρκαλιευτικό ήταν ήδη έμπειρος στην κατάδυση.
Μας ικέτεψε να ’ρθει μαζί μας για μπάνιο. Είχαμε μαζευτεί εφτά οχτώ μαντράχαλοι για την καθημερινή μας βουτιά και βρεχόμασταν σε μια ρηχή μπανιέρα των οικογενειακών λουτρών όταν ήρθε και μας βρήκε: «Πάρτε με μαζί σας – θα τα καταφέρω σίγουρα».
Είχε κρεμάσει ένα κατσαβίδι στο λαιμό του, για να αποσπά την προσοχή απ’ το περίφημο μήλο του Αδάμ.
«Άντε, έλα!» Ο Μάλκε ήρθε μαζί μας. Μας προσπέρασε ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη αμμοσύρτη, αλλά τον φτάσαμε πάλι άνετα: «Θα ξεθεωθεί έτσι που πάει».
Όταν ο Μάλκε κολυμπούσε πρόσθιο, το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Στο ανάσκελα, το ξύλινο πιαστράκι απ’ όπου είχε περάσει το κορδόνι τραμπαλιζόταν στο στήθος του, χωρίς ωστόσο να κρύβει ποτέ αυτό τον μοιραίο χόνδρο κάτω απ’ το σαγόνι και πάνω από την κλείδα, ο οποίος κουνιόταν σαν ραχιαίο πτερύγιο χαράζοντας το νερό στο πέρασμά του.
Σίγουρα ο Μάλκε είπε μέσα του «τώρα θα σας δείξω εγώ» – και πράγματι: βούτηξε κάμποσες φορές απανωτά κι έφερε πάνω πολλά και διάφορα που κατάφερε να αποσπάσει με το κατσαβίδι του απ’ το βυθισμένο πλοίο: καπάκια, κομματάκια σανίδες, ένα τμήμα της γεννήτριας. Μ’ ένα φαγωμένο σκοινάκι που βρήκε κατάφερε κι έδεσε έναν αυθεντικό πυροσβεστήρα γερμανικής κατασκευής, που λειτουργούσε μάλιστα μια χαρά. Μας έδειξε πώς πιέζεις και βγαίνει αφρός, κι ακόμα πώς σβήνεις τη φωτιά με τον αφρό, μόνο που δεν είχε φωτιά να σβήσει κι έτσι έκανε τη δοκιμή του πυροσβεστήρα στο νερό της θάλασσας με τις πρασινωπές ανταύγειες. Με αυτά και με κείνα έγινε ο ήρωάς μας.
Οι νιφάδες του αφρού σχεδίαζαν νησάκια και σύννεφα πάνω στη λεία επιφάνεια του νερού, που τη χάραζε λίγο μόνο ένα απαλό αεράκι, τραβούσαν για λίγο τους γλάρους κι ύστερα τους απόδιωχναν, λίγο λίγο ξεφούσκωναν και πήγαιναν όλες μαζί προς την αμμουδιά, μια λευκή μάζα όμοια με χαλασμένη σαντιγί. Τότε έκανε κι ο Μάλκε διάλειμμα, κούρνιαζε στη σκιά της γκριζόλας ενώ το δέρμα του είχε ήδη (πριν τα κομματάκια του αφρού μαζευτούν κι εκείνα σαν κυνηγημένα κρυουλιάρικα λευκά προβατάκια κάτω απ’ τη γέφυρα) τη γνωστή ανώμαλη όψη με τα γρομπαλάκια.
O Μάλκε τουρτούριζε, το λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε όλο και πιο γρήγορα και το κατσαβίδι χόρευε ανάμεσα στα κόκαλα της κλείδας. Αλλά και η πλάτη του, μια επιφάνεια τόπους τόπους ωχροκίτρινη, κατακόκκινη από καψίματα κάτω απ’ τους ώμους, ξεφλούδιζε κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, γέμισε πάλι γρομπαλάκια χοντρά σαν χαλάζι και τραντάζονταν από ρίγη. Τα κάτωχρα, μπλάβα στις άκρες χείλη ανοιγόκλειναν αποκαλύπτοντας δόντια που κροτάλιζαν κι αυτά απ’ το κρύο. Τα τεράστια, εξουθενωμένα απ’ την προσπάθεια χέρια του πάλευαν να σφίξουν τα γόνατά του, τα πληγιασμένα απ’ τα όστρακα που είχαν κολλήσει στα διαφράγματα του πλοίου, για να μπορέσει έτσι να σταθεροποιήσει το σώμα του και να σταματήσουν να χτυπάνε και τα δόντια του.
Ο Χότεν Ζόνταγκ (ή μήπως εγώ;) βάλθηκε να του τρίβει την πλάτη: «Έλα τώρα φιλάρα, φτάνει. Πάμε να γυρίσουμε πίσω».
Είκοσι πέντε λεπτά κάναμε να γυρίσουμε απ’ το μόλο, τριάντα πέντε απ’ το κολυμβητήριο. Ας πούμε τρία τέταρτα όλο μαζί. Παρά την εξάντληση προπορευόταν τουλάχιστον ένα λεπτό όσο ήμασταν στον γρανιτένιο μόλο, διατηρώντας σταθερά το προβάδισμα της πρώτης μέρας. Και κάθε φορά, πριν ακόμα φτάσουμε εμείς στο καράβι μας (έτσι λέγαμε το βυθισμένο ναρκαλιευτικό) εκείνος είχε κάνει ήδη την πρώτη του κατάδυση. Κι ενώ εμείς παλεύαμε με χέρια πλύστρας, ξύνοντας σκουριές και ξεραμένες κουτσουλιές γλάρων στη γέφυρα και σε σιδηροκοχλίες που εξείχαν, εκείνος ερχόταν και μας έδειχνε αμίλητος μεντεσέδες και ό,τι άλλο εξάρτημα κατάφερνε να ξηλώσει και να φέρει επάνω. Κρύωνε πάντα και είχε πάντα τα γρομπαλάκια στο δέρμα, παρόλο που φρόντιζε να αλείφεται με μια παχιά στρώση Nivea πριν βουτήξει. Του περίσσευε χαρτζιλίκι για Nivea· πάντα είχε αρκετό.
Ο Μάλκε ήταν μοναχοπαίδι.
Ο Μάλκε ήταν ορφανός από πατέρα.
Ο Μάλκε φορούσε χειμώνα καλοκαίρι παλιομοδίτικα παπούτσια, που μάλλον είχε κληρονομήσει απ’ τον μακαρίτη.
Και το κατσαβίδι που φορούσε στο λαιμό του το είχε κρεμάσει με ένα κορδόνι για μαύρα παπούτσια.
Τώρα μόλις θυμάμαι πως, εκτός απ’ το κατσαβίδι, ο Μάλκε φορούσε και κάτι άλλο στο λαιμό – κάτι που είχε λόγο να φοράει· όμως το κατσαβίδι χτυπούσε πιο πολύ στο μάτι.
Είναι πιθανό να μην είχαμε προσέξει πως ήδη την πρώτη φορά που τον είχαμε δει στο κολυμβητήριο να μαθαίνει κολύμπι έξω απ’ το νερό και ξεθεωνόταν να κάνει τις ασκήσεις του πάνω στην άμμο φορούσε στο λαιμό του μια ασημένια αλυσιδίτσα με ένα, ασημένιο επίσης, μενταγιόν, με χαραγμένη επάνω την Παρθένο Μαρία.
Ο Μάλκε δεν το ’βγαζε ποτέ από πάνω του το μενταγιόν αυτό – ούτε την ώρα της γυμναστικής· το λέω γιατί από τότε που άρχισε να μαθαίνει κολύμπι στο κλειστό κολυμβητήριο της Κάτω Πόλης άρχισε να έρχεται και στο γυμναστήριο κι έπαψε να φέρνει δικαιολογητικά γιατρών για απαλλαγή. Το μενταγιόν πότε εξαφανιζόταν κάτω απ’ το άσπρο μπλουζάκι της γυμναστικής, πότε ξεχώριζε πάνω απ’ την κόκκινη ρίγα στη μέση του στήθους.
O Μάλκε δεν ίδρωνε ποτέ, ούτε στις ασκήσεις στο δίζυγο. Συμμετείχε ακόμα και στις ασκήσεις στο εφαλτήριο, στις οποίες έπαιρναν μέρος μόνο οι καλύτεροι της ομάδας· κι όταν εκτινασσόταν κι ύστερα προσγειωνόταν άγαρμπα –ήταν και χοντροκόκαλος– στο στρώμα, πάντα με την αλυσιδίτσα με την Παναγία στο λαιμό, σήκωνε ένα σύννεφο σκόνης. Κάποια στιγμή κατάφερε στο μονόζυγο (με άθλιο βέβαια στιλ) να κάνει δυο περισσότερες περιστροφές με τα γόνατα στη σειρά απ’ ό,τι ο Χότεν Ζόνταγκ, που ήταν ο καλύτερος αθλητής. Μια φορά, στην τριακοστή έβδομη περιστροφή, το μενταγιόν πετάχτηκε έξω απ’ το μπλουζάκι κι έκανε κι αυτό άλλες τόσες περιστροφές γύρω απ’ το μονόζυγο που έτριζε, και γύρω απ’ το λαιμό του· σε κάθε περιστροφή εμφανιζόταν πρώτα αυτό και μετά τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του, χωρίς ωστόσο να του φεύγει ποτέ· διότι ο Μάλκε, εκτός από το μήλο του Αδάμ, που σταματούσε τη φόρα του μενταγιόν, είχε και ένα προτεταμένο ινίο με χαμηλά τις ρίζες των μαλλιών, που συγκρατούσαν το αλυσιδάκι στις περιστροφές. Το κατσαβίδι ήταν κρεμασμένο πάνω απ’ το μενταγιόν, κι έτσι το κορδόνι μπερδεύονταν στην αλυσίδα. Όμως το κατσαβίδι δεν εκτόπιζε το μενταγιόν, διότι δεν επιτρεπόταν να το φοράει στο γυμναστήριο. Του το απαγόρεψε ρητά ο γυμναστής μας, κάποιος Μάλενμπραντ, πολύ διάσημος στον κύκλο των συναδέλφων του από ένα σπουδαίο εγχειρίδιο εκμάθησης σλάγκμπαλ που είχε συγγράψει. Για το φυλαχτό που είχε επίσης κρεμασμένο στο λαιμό του ο Μάλκε δεν έφερε ποτέ καμιά αντίρρηση· διότι ο Μάλενμπραντ, εκτός από γυμναστική και γεωγραφία, δίδασκε και θρησκευτικά. Ως το δεύτερο έτος του Πολέμου διηύθυνε ό,τι είχε απομείνει από έναν γυμναστικό σύλλογο καθολικών εργατών.
Έτσι, το μεν κατσαβίδι όφειλε να περιμένει, κρεμασμένο μαζί με το πουκάμισο του Μάλκε στα αποδυτήρια, ενώ το ελαφρά φθαρμένο μενταγιόν με την Παναγία διατηρούσε το δικαίωμα να συμπαρίσταται στον κάτοχό του στις επικίνδυνες ασκήσεις στις οποίες επιδίδονταν.
Ήταν ένα συνηθισμένο κατσαβίδι: ανθεκτικό εργαλείο και βέβαια φθηνό. Συχνά ο Μάλκε αναγκαζόταν να βουτήξει πέντε κι έξι φορές για να μπορέσει να ξεβιδώσει μια ταμπελίτσα μεγέθους όσο κι αυτές με τα ονόματα δίπλα στο κουδούνι μιας εξώπορτας, γιατί οι βίδες που τη συγκρατούσαν είχαν σκουριάσει. Άλλοτε χρησιμοποιούσε το κατσαβίδι σαν λοστό, για να σπάσει σαπια ξύλα όπου ήταν στερεωμένες ταμπέλες μεγαλύτερες και με πολύ κείμενο. Ιδιαίτερο ζήλο δεν έδειχνε πάντως για τη συλλογή του: χάριζε στον Βίντερ και στον Γιούργκεν Κούπκα κάμποσες ταμπελίτσες (αυτοί μάζευαν με λύσσα οτιδήποτε ξεβίδωνε, ακόμα κι απ’ τις δημόσιες τουαλέτες) και κρατούσε μόνο ό,τι ταίριαζε στη σαβούρα που μάζευε ο ίδιος το σπίτι του.
Ο Μάλκε ήταν σκληρός με τον εαυτό του: όταν εμείς λαγοκοιμόμασταν πάνω στη βάρκα εκείνος δούλευε κάτω απ’ το νερό. Εμείς ξύναμε τις κουτσουλιές των γλάρων, το δέρμα μας έπαιρνε ένα χρώμα κιτρινοκαφέ σαν του πούρου, και σε όσους από μας ήταν ξανθοί το μαλλί τους γινόταν άχυρο· όμως ο Μάλκε αποκτούσε κάθε μέρα κι άλλο έγκαυμα από τον ήλιο. Όταν ακολουθούσαμε την πορεία των πλοίων βόρεια απ’ τη σημαδούρα στην είσοδο του καναλιού, ο ίδιος είχε το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο: βλέφαρα κοκκινισμένα, ερεθισμένα, με λίγες βλεφαρίδες, νομίζω ανοιχτογάλαζα μάτια, που μόνο κάτω απ’ το νερό τα ζωντάνευε η περιέργεια. Πολλές φορές ο Μάλκε ανέβαινε επάνω χωρίς ταμπελίτσες, χωρίς λάφυρα, αλλά με σπασμένο ή στραβωμένο κατσαβίδι. Ακόμα κι αυτό το έδειχνε, και με αυτό ακόμα κατάφερνε να μας εντυπωσιάζει. Ο τρόπος με τον οποίο το πέταγε στη θάλασσα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι προς τα πίσω, πίσω απ’ τον ώμο, δεν έδειχνε ούτε παραίτηση ούτε άσκοπη οργή. Ο Μάλκε δεν πετούσε ποτέ φθαρμένα αντικείμενα με προσποιητή ή πραγματική αδιαφορία. Ακόμα και όταν πετούσε πράγματα ήταν σαν να έλεγε «περιμένετε και θα σας δείξω εγώ!».
Μια φορά λοιπόν που κατέπλευσε στο κανάλι ένα καράβι του στρατιωτικού νοσοκομείου με διπλή καμινάδα, που δεν αργήσαμε να το ταυτίσουμε με τον «αυτοκράτορα» του Ναυτικού της Ανατολικής Πρωσίας, ο Μάλκε μπήκε χωρίς κατσαβίδι στο καμπούνι, εξαφανίστηκε κάτω απ’ την ανοιχτή μπροστινή μπουκαπόρτα που είχε το πράσινο του σχιστόλιθου κι ήταν κλειστή σχεδόν ως επάνω απ’ τα νερά, έκλεισε με τα δυο του δάχτυλα τη μύτη του, πέρασε πρώτα με το κεφάλι (τα μαλλιά του ήταν εντελώς κολλημένα στο πρόσωπο απ’ τα πολλά νερά και τις βουτιές και χωρισμένα στη μέση), ύστερα τράβηξε μέσα την πλάτη και τη λεκάνη του δίνοντας με τα πόδια του μια κλοτσιά στο κενό, έσπρωξε πάλι πιέζοντας τα πέλματά του στις δυο πλευρές της μπουκαπόρτας και βυθίστηκε λοξά μέσα στο σκοτεινό, κρύο ενυδρείο: νευρικά αγκαθερά, ένα ακίνητο κοπάδι λάμπρενες, αιώρες στερεωμένες ακόμα γερά στη θέση τους, χνουδιασμένες και με άφθονα φύκια μπλεγμένα επάνω τους, όπου φώλιαζαν ρέγκες. Λιγοστό φως από δυο φινιστρίνια. Πού και πού περνούσε και κανένας μπακαλιάρος, που είχε χαθεί απ’ τους ομοίους του. Και χέλια υπήρχε η φήμη πως περνούσαν από κει. Ιππόγλωσσες ποτέ.
Κρατούσαμε τα γόνατά μας, που έτρεμαν ελαφρά, μασάγαμε τις ξεραμένες κουτσουλιές φτιάχνοντας μπαλάκια, είμαστε σε σχετική, όχι ιδιαίτερη υπερδιέγερση, λίγο κουρασμένοι, λίγο ενθουσιασμένοι με τη φάση, μετρούσαμε μικρά σκάφη που έπλεαν σε σχηματισμό, χαζεύαμε τις καμινάδες του στρατιωτικού πλοίου, που κάπνιζαν ακόμα κάθετα, κοιταζόμασταν με λοξές ματιές –ο Μάλκε ήταν ήδη πολλή ώρα κάτω–, γλάροι έκοβαν κύκλους από πάνω μας, ένα κυματάκι γουργούριζε στην πλώρη, έσπαζε πάνω στη βάση του ξεμονταρισμένου πυροβόλου της πλώρης, θόρυβοι έρχονταν απ’ τη γέφυρα, όπου το νερό περνούσε ανάμεσα στους αεραγωγούς γλείφοντας συνέχεια τα ίδια πριτσίνια· τα νύχια μας είχαν μαζέψει μπόλικο πουρί, η φαγούρα στο κατάξερο δέρμα μας ήταν αφόρητη· φώτα τρεμόφεγγαν, κοφτοί θόρυβοι μηχανής έσκιζαν τη σιωπή· σημάδια από χτυπήματα παντού στο σώμα μας, το μόριο μισοσηκωμένο, δεκαεφτά λεύκες ανάμεσα στο Μπρέζεν και στο Γκλέτκαου. Ώσπου, ξαφνικά, ο Μάλκε εκτινάχτηκε στην επιφάνεια: με σαγόνι μπλάβο και κιτρινωπά σημάδια στα μήλα του προσώπου άδειασε νερό απ’ την μπουκαπόρτα –η χωρίστρα ανέπαφη, αυστηρά στη μέση–, προχώρησε τρεκλίζοντας με τα γόνατα μες στο νερό, κρατιόταν όσο μπορούσε απ’ τη βάση του πυροβόλου που προεξείχε, συνέχισε να προχωράει στα γόνατα, το βλέμμα του ήταν σαν χαμένο και χρειάστηκε να τον τραβήξουμε εμείς πάνω στη γέφυρα. Του ’τρεχε ακόμα νερό από τη μύτη κι απ’ τις γωνίες των χειλιών όταν μας έδειξε το εύρημά του: ένα ατσάλινο κατσαβίδι, με την εγγλέζικη μάρκα χαραγμένη επάνω: Sheffield. Ούτε ίχνος σκουριάς, ούτε χτυπήματα, προστατευμένο ακόμα από ένα στρώμα λίπους, απ’ όπου το νερό κυλούσε χωρίς να το διαποτίζει.
*Το νέο βιβλίο του Νομπελίστα Γκύντερ Γκρας "Γάτα και Ποντίκι" κυκλοφορεί τη Δευτέρα 2 Ιουλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω