πηγή : http://www.onestory.gr/post/28009581507
Ο ΤΥΧΕΡΟΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
του Δημήτρη Κανονίδη *
Έβγαλε το κράνος και το άφησε πάνω στο πεζούλι της σκοπιάς. Οι
σκέψεις , που τόσες μέρες του τυραννούσαν το μυαλό , θαρρείς και
λεύτερες άρχισαν να πετούν από το κεφάλι του. Ήδη αισθανόταν καλύτερα…
Γύρισε και κοίταξε τον ουρανό. Ένα τεράστιο , ολόγιομο φεγγάρι του
χαμογελούσε με κατανόηση. Η βραδιά, όλο γλύκα , του ζέστανε για λίγο την
καρδιά.
…«Τι υπέροχη βραδιά!!..», σιγοψιθύρισε… και ας είμαστε στην καρδιά του χειμώνα…
ΓΕΝΑΡΗΣ… ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ…
Πριν δυο ώρες είχε μπει ο καινούριος χρόνος.
Καινούργιος χρόνος… καινούρια όνειρα.. καινούρια σχέδια…μα αλλοίμονο , όχι γι’ αυτόν… γι’ αυτόν ένα απέραντο κενό…
Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί… εδώ και μερικές μέρες είχε πάψει
να βλέπει γύρω του… αισθανόταν σαν χαμένος. Το μάτι του πέφτει στο
κτίριο του Λόχου Διοικήσεως. Μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα βλέπει τους
φαντάρους να το γλεντούν ακόμα.. Σήμερα δεν έχει ύπνο. Η διαταγή του
Διοικητή ήταν σαφής … «ΓΛΕΝΤΙ ΜΕΧΡΙ ΠΡΩΙΑΣ».
-Τι παράλογη λογική… σκέφτηκε.. ακόμη και για να γλεντήσει κανείς
έπρεπε να υπάρχει η διαταγή του Διοικητή… έχεις δεν έχεις κέφι…
μαλακίες….
Το βλέμμα του στάθηκε στο παράθυρο της Διμοιρίας του. Εκεί το γλέντι
ήταν στο φόρτε του. Μπορούσε να διακρίνει το Λουκά να παίζει το
μπουζούκι και τον Γεωργίου να τον συνοδεύει με την κιθάρα του, ενώ οι
άλλοι γύρω, να χορεύουν , προσπαθώντας για λίγες στιγμές να
απομακρυνθούν από την πραγματικότητα… Μια πραγματικότητα που στυγνή,
τυραννική κατέγραφε…
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1978.. Λ ή μ ν ο ς .. Μ ο ύ δ ρ ο ς.. ακριτικό φυλάκιο..
Άφησε κάτω το FN και άναψε τσιγάρο…
Το γλέντι μέσα συνεχιζόταν..
«Όταν θα γυρίσω ρε Μαριώ
γλέντι που θα γίνει στο χωριό..»
η φωνή του Νικολάκη του Μυτιληνιού μονότονη, φάλτσα, εξωτερίκευε τους μύχιους πόθους της καρδιάς.
Η ώρα περνούσε και ο δείκτης του κεφιού ανέβαινε συνεχώς. Και να σκεφθεί κανείς ότι η βραδιά λίγο έλειψε να τιναχτεί στον αέρα.
Ήταν 12 ακριβώς όταν τα φώτα σβήσανε για να υποδεχτούν τον καινούργιο
χρόνο. Μετά τις καθιερωμένες ευχές, ο λοχαγός Αποστολόπουλος πήρε
σοβαρός το μαχαίρι για να κόψει την πρωτοχρονιάτικη πίττα. Πριν κόψει το
πρώτο κομμάτι, ανακοίνωσε στους φαντάρους ότι «ο τ υ χ ε ρ ό ς τ η ς
χ ρ ο ν ι ά ς» θα ‘χει εκ μέρους του, προσφορά, 10ήμερη άδεια με 5 μέρες οδοιπορικά.
-«ολοοοοοοοοοο!!!!!» Οι χαρούμενες φωνές των φαντάρων διακόψανε τα
τελευταία λόγια του λοχαγού. Καθένας εκείνη τη στιγμή έβλεπε την επόμενη
κιόλας μέρα τον εαυτό του, φορτωμένο με πλυμένα κι άπλυτα, στο δρόμο
για την πόλη ή το χωριό του.
Μοιράστηκαν όλα τα κομμάτια της πίττας και ο καθένας έψαχνε με αγωνία να ανακαλύψει το θησαυρό.
-Ρε μαλάκα, τι έγινε; βρήκες τίποτα;
-Τίποτα…
-Εσύ;…
-Ούτε…
-Εσύ;
-Tίποτα.. τίποτα… τίποτα… κανένας..
-«Για ψάχτε όλοι καλά….», ο λοχαγός με το αυστηρό υπηρεσιακό του ύφος
τους προτρέπει για νέες «ανασκαφές» στα ήδη διαλυμένα κομμάτια της
πίττας.
-«Τον πούστη, μας την έφερε…» τόλμησε να ψιθυρίσει ο Λουκάς στον
κολλητό του, «είπα κι εγώ… 15 μέρες άδεια.. τόσο γενναιόδωρος ξαφνικά ο…
-«Σκάσε ρε μαλάκα, θα ακούσει ο τσάτσος του ο Παντελιάδης… δίπλα σου
είναι.. δεν τον βλέπεις;..» του ψιθυρίζει ο Στράτος στο αυτί…
-«Στα αρχίδια μας…» απαντά ο Λουκάς και γυρίζοντας καρφώνει με το βλέμμα του τον Παντελιάδη.
Εντωμεταξύ σ’ όλα τα πηγαδάκια οι φαντάροι είχαν σαν πρώτο θέμα το «νόμισμα-φάντασμα».
Και τελικά βγήκε το συμπέρασμα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά μια πλάκα
του «Μεγάλου» - έτσι αποκαλούσαν το λοχαγό Αποστολόπουλο οι φαντάροι του
λόχου Διοικήσεως.
-«Δε γαμιέται… έλα ρε Λουκά, πιάσε το μπουζούκι…»
«Να απολυθώ να φύγω
τι θ’ απογίνω, τι θα βγει
τούτο το καψόνι
μοιάζει να’ ναι ολόκληρη η ζωή..»
-«Γειά σου ατέλειωτε Λουκά με το τέλι σου..»
-«Γειά σας ρε μάγκες…»
-«Καλή χρονιά ρεεεεεεε..και του χρόνου στα σπίτια μας…» ευχήθηκε ο Θάνος μόλις μπήκε γυρνώντας από τη σκοπιά…
Άφησε όπλα, παλάσκες, κράνη και πήρε ένα ποτήρι κρασί στα χέρια , που μετά τις καθιερωμένες ευχές, το κατέβασε μονορούφι.
-«Έλα ρε Θάνο, πάρε το κομμάτι της πίττας σου.»
Ξαφνικά όλων τα πρόσωπα φωτίστηκαν και τα μάτια τους καρφώθηκαν πάνω
στο κομμάτι που κρατούσε ο Θάνος. Μα βέβαια… πως δεν το ‘χαν σκεφθεί…
εδώ θα ‘ναι το νόμισμα… ήταν το μοναδικό κομμάτι που δεν ψάξανε…
-«Α ! ρε κωλόφαρδε Θάνο!… πετάχτηκε ο Χριστόφορος.. την τσίμπησες την 15άρα.
-«Τι λες ρε Χριστόφορε;»
-«Ναι ρε μαλάκα.. ο Μεγάλος έταξε 10ήμερη με 5 μέρες οδοιπορικά στον τυχερό της χρονιάς».
-«Ε και;….;;»
-«Τι ε και ρεεεεε.. το φλουρί δεν βρέθηκε , και ο μόνος που δεν έψαξε το κομμάτι του είσαι εσύ….»
Τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα στα χέρια του Θάνου, που αργά-αργά,
τελετουργικά , μαδούσε τη βασιλόπιτα, ψάχνοντας για το νόμισμα. Και όταν
πια το κομμάτι ήταν παρελθόν και ένα μικρό βουναλάκι ψίχουλα είχε
φτιαχτεί μπρος στα πόδια του Θάνου, ενώ τα χέρια του έχασκαν άδεια από
την ευτυχία του νομίσματος, νέα απογοήτευση σε όλους, νέα μουρμουρητά….
-«Το μαλάκα, μας την έφερε… από Πελοποννήσιους τι περιμένεις..» πέταξε ο Νικητίδης ο πόντιος…
Μα σε λίγο το μπουζούκι του Λουκά και η κιθάρα του Γεωργίου φρόντισαν
για την αποκατάσταση της «έννομης τάξης» και την επαναφορά του κεφιού
σ’ όλους.
-«Ρε παιδιά, ο Λευτέρης που είναι;» η φωνή του Θάνου διέκοψε το τραγούδι των υπολοίπων.
-«Ταξιδεύει..» απάντησε ειρωνικά ο Μυτιληνιός.
-«Σκάσε»… τον έκοψε μονομιάς ο Θάνος… «Ο Λευτέρης ρε που είναι;» ξαναρώτησε
-«Σκοπιά.. γερμανικό 2-4 στα καύσιμα..» απάντησε ο επιλοχίας.
-«Φέρτε ρε ένα μπουκάλι κρασί», λέει ο Θάνος, και ενώ ο Γιάννης του
δίνει ένα μπουκάλι, αυτός είχε κιόλας φορέσει το στρατιωτικό του
μπουφάν, γέμισε τις τσέπες με λίγες σταφίδες και στραγάλια και έκλεινε
την πόρτα πίσω του.
Με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς τα καύσιμα, εκεί που ο φίλος του ο
Λευτέρης γιόρταζε μονάχος του την Πρωτοχρονιά. Ο Θάνος ήξερε ότι ο φίλος
του τούτη την ώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχε ανάγκη από
συντροφιά. Τον ήξερε άλλωστε τον φίλο του πολύ καλά. Συνομήλικοι, μένανε
στη Θεσσαλονίκη στην ίδια γειτονιά, εκεί δίπλα στα νεκροταφεία στην
Βαγγελίστρα… μαζί στο Δημοτικό σχολείο στη θρυλική παράγκα, μαζί έπειτα
στο ίδιο θρανίο στο Γ΄ Γυμνάσιο, μαζί στο Ρήγα Φεραίο στη διάρκεια της
δικτατορίας, μόνο ο ύπνος τους χώριζε, όπως λέγανε στη γειτονιά . Ώσπου
έπειτα οι δρόμοι τους χωρίσανε.. Ο Θάνος έφυγε για αρκετά χρόνια στη
Γερμανία, ο Λευτέρης μπήκε στην Ιατρική, πήρε το πτυχίο του και
ανταμώσανε ξανά φαντάροι στη Λήμνο.
Τη μέρα εκείνη που ήρθε ο Λευτέρης, ο Θάνος, 6 μήνες παλιότερος στο
στρατό, είχε υπηρεσία σκοπού στην Πύλη. Μόλις τον είδε κουρασμένο,
φορτωμένο με το στρατιωτικό του σάκο, παράτησε τη σκοπιά κι έτρεξε να
τον αγκαλιάσει.
-«Λευτεράκη, τι γίνεται ρε… μετάθεση… εδώ κι εσύ;»
-«Τι κάνεις ρε Θάνο; ..εδώ είσαι παλιόφιλε..»
Και από τη μέρα εκείνη γίνανε και πάλι «κολλητοί». Μαζί στο φαγητό,
μαζί στις αγγαρείες, μαζί στις εξόδους να αναπολούν παλιές ωραίες
στιγμές, να κάνουν όνειρα για το μέλλον.. τώρα πια ούτε ο ύπνος τους
χώριζε. Ο Θάνος, σαν “παλιοσειρά”, φρόντισε και τακτοποίησε το “νεούλι”,
έτσι τον φώναζε τον Λεύτερη χαϊδευτικά, στο διπλανό κρεβάτι.
-«Νεούλι.. Λευτεράκη… τι γίνεται ρε; Χρόνια πολλά ..καλή χρονιά..»
-«Χρόνια πολλά ρε Θάνο. Να ‘σαι καλά.. και του χρόνου στο σπίτι σου…»
-Σ π ι τ ι α μας ρε νεούλι… Σ π ί τ ι α μας… μη ξεχνάς ότι και ΣΥ του χρόνου τέτοια μέρα θα ‘σαι πολίτης…
Ο Λευτέρης κούνησε με απογοήτευση το κεφάλι του…
-«Έλα ρε Λευτεράκη ..τι γίνεται αγόρι μου, ακόμα τη σκέφτεσαι;»
-«Ναι ρε Θάνο, πως μπορώ να την ξεχάσω …τη σκέφτομαι ..και μάλιστα
ακόμα πιο πολύ …τη σκέπτομαι κάθε δευτερόλεπτο …κάθε λεπτό.. κάθε ώρα
που περνά… δεν μπορώ.. Δ Ε Ν Μ Π Ο Ρ Ω..»
Ο Λευτέρης ξέσπασε σε λυγμούς…
Ο Θάνος τον κοιτούσε και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη..
-«Λευτέρη..» ..ψιθύρισε μετά από λίγο… «συγνώμη Λευτέρη ..εγώ φταίω…»
-«Εσύ; ..εσύ γιατί ρε Θάνο;..»
-«Αν δεν σού ‘φερνα εκείνο το καταραμένο γράμμα…»
-«Τι σημασία έχει ρε Θανούλη…. αν δεν ήσουν εσύ θα μου το ‘φερνε
κάποιος άλλος, ο ταχυδρόμος ίσως… θ’ άλλαζε άραγε τίποτα; Η Μυρτώ ήταν
αποφασισμένη έτσι κι αλλιώς.. η Μυρτούλα, Θάνο, αυτήν την ώρα
αρραβωνιάζεται και σε λίγο καιρό θα ‘ναι και επίσημα σύζυγος κ. Λυμπέρη…
-«Η Μυρτούλα»… πως μπορείς και τη λες ακόμα έτσι…
-«…Μα την αγαπώ Θάνο… την α γ α π ώ… πριν λίγες μέρες περίμενα πως
και πως την ώρα που θα ‘παιρνα την άδειά μου να πάω να την βρω… να τη
σφίξω στην αγκαλιά μου… και όταν δεν μου δώσανε την άδεια τα
Χριστούγεννα, ένιωσα να χάνομαι… την ήθελα αυτή την άδεια τόσο πολύ… για
μένα …για τη Μυρτώ …για τους δυο μας… Να ‘ξερες ρε Θάνο, πως μετρούσα
μια-μια τις μέρες, τις ώρες, που θα επέστρεφες από την άδειά σου, για να
μου φέρεις νέα ..είχα καιρό να πάρω νέα της κι ανησυχούσα…και με πόση
λαχτάρα άνοιξα το γράμμα που μου ‘φερες γραμμένο από τα χέρια της ..και
έπειτα ένοιωσα τον κόσμο να χάνεται, καθώς στο γράμμα λιτά, παγερά μου
έγραφε…
“ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΖΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΛΥΜΠΕΡΗ.
ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΙ ΣΥΝΤΟΜΑ. ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ….
Μυρτώ..”
Ο Λευτέρης αποκαμωμένος σταμάτησε να μιλά… έκρυψε το πρόσωπό του με
τις παλάμες του.. ο Θάνος τον πλησίασε και του χάιδεψε το κεφάλι..
-«Έλα ρε Λευτεράκη, έλα ρε νεούλι, υπομονή…»
-«Άσε με Θάνο, σε παρακαλώ…άσε με..»
Ο Θάνος κατάλαβε ότι ο φίλος του ήθελε να μείνει μονάχος. Του ‘δωσε να πιει μια γουλιά κρασί και τον καληνύχτισε.
Το γλέντι στο Λόχο Διοικήσεως συνεχιζόταν….
Ο Θάνος άνοιξε την πόρτα….
-«Έλα ρε Λουκά , πιάσε το “Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα…”»
Ο Θάνος άνοιξε το πουκάμισό του και άρχισε να χορεύει στο ρυθμό του τραγουδιού.
“Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα
εσύ που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά….
Θεσσαλονίκη μου ποτέ δεν σ’ απαρνιέμαι ,
Είσαι η πατρίδα μου στο λέω και καυχ…”
Ξαφνικά ο ήχος μιας τουφεκιάς ακούστηκε ..και έπειτα κι άλλη κι άλλη και έπειτα σιωπή…
«Λ ε υ τ έ ρ η η η η η η .! ! ! ! !» ούρλιαξε ο Θάνος, και ξεχύθηκε
αμέσως έξω… Τρέχοντας μ’ όλη τη δύναμή του κατευθύνθηκε προς τη σκοπιά
στα καύσιμα ουρλιάζοντας συνεχώς… «Λ ε υ τ έ ρ η η η η …Λ ε υ τ έ ρ η η η
η η ….»
Μόλις πλησίασε είδε το φίλο του πεσμένο κάτω μέσα σε μια λίμνη αίματος… Έσκυψε πάνω του…
-«Λευτέρη.. Λευτεράκη ..μίλα μου ..νεούλη …μίλα μου ..σε παρακαλώ, πες μου κάτι …Λευτεράκηηηηη..»
Μα ο Λευτέρης κοίτωνταν ακίνητος, αμίλητος, με τα μάτια ορθάνοιχτα,
παγερά, με μια τρύπα κάτω από το σαγόνι του, και τα μυαλά του τιναγμένα.
-«Λευτέρη… Λευτεράκη..» ούρλιαξε ο Θάνος… «όχι…. όχι… Λευτέρη, δεν
είναι δυνατόν.. δεν είναι αλήθεια….Λευτέρη μίλα μου… Λευτέρη… Μυρτώ…
Μυρτώ… γιατί του το ‘κανες αυτό …γιατί….Λευτέρη.. Λευτέρη…»
Στο μεταξύ φτάσανε κι άλλοι φαντάροι από το Λόχο Διοικήσεως, και
προσπαθούσαν απεγνωσμένα να απομακρύνουν το Θάνο, που βρισκόταν σε
έξαλλη κατάσταση , από το άψυχο σώμα του Λευτέρη. Κάποια στιγμή
κατάφεραν και πήραν το Θάνο αποκαμωμένο πίσω στο Λόχο Διοικήσεως, ενώ
άλλοι άρχισαν να φροντίζουν το νεκρό Λευτέρη. Σε λίγο έφτασε και ο
Αξιωματικός Υπηρεσίας..
-«Πάρτε ότι έχει επάνω του και να μου τα παραδώσετε..»
Ο Επιλοχίας του Λόχου Διοικήσεως , σαν αρμοδιότερος έψαξε τις τσέπες
του Λευτέρη, και έβγαλε τα προσωπικά του αντικείμενα. Το πορτοφόλι του,
τη στρατιωτική του ταυτότητα, ένα μικρό ασημένιο κομπολογάκι και ένα
χαρτί που μέσα του είχε τυλιγμένο κάτι..
Πλησίασε στο φως του φαναριού…Άνοιξε με τρεμάμενα χέρια το χαρτί που έγραφε…
“…Μάννα συγχώρα με…
Μυρτούλα σ αγαπώ…
Γεια σας…..ΛΕΥΤΕΡΗΣ..”
..και μέσα στο χαρτί, το τυχερό νόμισμα της πίττας, που όλοι με αγωνία ψάχνανε…….
Ήταν ο “Τ υ χ ε ρ ό ς τ η ς χ ρ ο ν ι ά ς”….
…ήταν πρωτοχρονιά του 1978…
…και ήταν μόλις 26 χρονών…
Ο Δημήτρης Κανονίδης είναι οδοντίατρος,
γεννήθηκε και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Τον ελεύθερό του χρόνο
ασχολείται με το γράψιμο και τη φωτογραφία, έχοντας κάνει ατομικές και
συμμετέχοντας σε ομαδικές εκθέσεις. Έχει γράψει την ποιητική συλλογή
“ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ”.