Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Ὁ Πολύφημος δέν ἦταν μονόφθαλμος


Μήπως τελικῶς μᾶς προκύψῃ κάπως ἔτσι ὁ Πολύφημος; Λέτε νά ξέχασε καί τό κέρατο ὁ Ὅμηρος;

Ἔχω μάθει ὅταν ἰσχυρίζομαι κάτι νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ τεκμηριώσω. 
Σήμερα λοιπὸν ἀπεφάσισα νὰ σας παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, ποὺ οὐσιαστικῶς καταρρίπτουν τὸν μῦθο περὶ μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου.
Κατ’ ἀρχὰς ὁ Κύκλωψ εἶναι αὐτὸς ποὺ διαθέτει κύκλο+ὀπὴ ἢ ποὺ κυκλικῶς ὀρᾶ (ἐποπτεύει). Δῆλα δή, αὐτὸς ποὺ ἢ διαθέτει ὀφθαλμοὺς κυκλικούς, (πόσοι ἄρα γέ ἀπό ἐμᾶς διαθέτουν κυκλικούς ὀφθαλμούς;) στρογγυλούς ἢ αὐτὸς ποὺ μπορῇ καὶ κυκλικῶς βλέπει. Δῆλα δή, σὲ καμμίαν περίπτωσιν τὸ ὄνομά του δὲν δηλώνει μονοφθαλμία!
Ἀπό ποῦ μᾶς προέκυψε αὐτή ἡ ἐκδοχή;
Χάνεται κάπου στὰ βάθη τῶν …συμφορῶν καὶ τῶν καταστροφῶν τῆς Ἑλληνικῆς γραμματείας. Κάποιος, κάπου, κάποτε τὸ ἔγραψε κι ἀπὸ τότε, ἀντὶ νὰ ἀνατρέχουμε στὸν Ὅμηρο, παπαγαλίζουμε αὐτὴν τὴν βλακεία.
Κι ἐρωτῶ, ὁ Ὅμηρος τί λέει; Γιατί νά παρουσιάζουμε ἕνα κάρο ἑρμηνεῖες, ὑποθέσεις, ἐκτιμήσεις καί νά μήν ἀνατρέχουμε στόν ἴδιον τόν Ὅμηρο;
Ὁ παπποῦς Ὅμηρος εἶχε μίαν πολὺ σοβαρὴ «παραξενιά»!  Ἢταν ἀπίστευτα σχολαστικὸς καὶ λεπτομερὴς στὶς περιγραφές του! Τόσο ποὺ μᾶς «ἀναγκάζει» νὰ ζήσουμε κάθε του περιγραφή, σὰν νὰ ἤμασταν παρόντες. 
Εἶναι λοιπόν ποτέ δυνατόν νά ἔχῃ γράψῃ γιά κάποιον μονόφθαλμο καί νά μήν στέκεται στό γεγονός τῆς μονοφθαλμίας  πρό κειμένου νά τόν περιγράψῃ μέ κάθε λεπτομέρεια; 
Μήπως τελικῶς ὅλοι ἦταν μονόφθαλμοι ἐκείνην τήν ἐποχή καί κατ’ ἐπέκτασιν δέν τοῦ ἔκανε ἐντύπωσιν ἢ μήπως δέν ἀσχολήθηκε μέ κάτι ….ἀνύπαρκτον;
Πρὶν σᾶς παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα τοῦ  Ὁμήρου ποὺ ἀποσαφηνίζουν  αὐτὲς τὶς «περίεργες» παρακάμψεις τῶν «ἐπιστημόνων» ποὺ τὸν «μετέφρασαν», θὰ σᾶς προτείνω ἀνεπιφύλακτα νὰ μελετήσετε Ὅμηρο. Ὄχι ὅμως ἀπὸ κάποιο κείμενον κάποιου «μεταφραστοῦ» ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπον!
Διότι ἔχουμε ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε κἂν τὰ ὅσα μᾶς μεταφέρει ἡ Ἑλληνικὴ γραμματεία! Ἀμόρφωτοι, ἀπαίδευτοι, τεμπέληδες! Ναί, τεμπέληδες! (Μὴν παρεξηγηθῇ κάποιος! Ξέρετε πὼς γράφω ἀλήθειες! Κι ἂς πονοῦν!)
Ἂντὶ νὰ πιάσουμε λοιπὸν μόνοι μας νὰ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ἀρκούμαστε στὰ ὅσα ἄλλοι κάνουν γιὰ ἐμάς! Καὶ θεωροῦμε, (ἄκου θεωροῦμε!!!) τὶς «μεταφράσεις τους» ὥς θέσφατα! Μετάφρασιν δὲν χρειάζεται ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα μας! Μελέτη κι ἀνάγνωσιν χρειάζεται! Μεταφράσεις χρειάζονται οἱ λοβοτομημένοι καὶ οἱ τεμπέληδες!!! Καθῶς κι ἐρμηνεῖες!!! Καθῶς καὶ ….ἀποκωδικοποιήσεις! Καθαρὸ μυαλὸ χρειαζόμαστε Ἕλληνες καὶ ΔΟΥΛΕΙΑ!!! ΜΟΝΟΝ!!!

Νὰ κάτσουμε λοιπὸν  νὰ σκεφθοῦμε ὅλοι μας τὸ γιατὶ μᾶς ἔχουν ἀποκρύψει τόσο οὐσιώδεις πληροφορίες. Νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατὶ μᾶς ἀφήνουν στὶς «μεταφράσεις» καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν (ναί, δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν διότι μᾶς ἔχουν λοβοτομήσει καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε τὴν ἴδια μας τὴν γλώσσα!!!) νά κάνουμε μίαν ἀπλῆν ἀνάγνωσιν! Μίαν ἀνάγνωσιν βρὲ παιδιά! Μόνον!
Ἔχει καταντήσει πολυτέλεια πλέον νὰ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τοὺς κλασσικούς μας. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζητούμενον. Νὰ τὸ ἀλλάξουμε! Νὰ γίνουμε ἐμεῖς αὐτοὶ ποὺ θὰ στρωθοῦν κάτω καὶ θὰ ἀναζητήσουν τὶς ἀλήθειες ποὺ τόσο ἐπιμελῶς μᾶς κρύβουν!
Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε πίσω τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ πάντα ὥς ἡμιμαθεῖς. Ἢ θὰ γίνουμε ΟΛΟΙ Ἕλληνες ἢ θὰ πᾶμε στὸν ἀγύριστον νὰ ἡσυχάσουμε κι ἐμεῖς κι ὁ πλανήτης.
Ἡ μονοφθαλμία λοιπόν τοῦ Κύκλωπος εἶναι τόσο σοβαρόν θέμα γιά νά καταπιαστῇ κάποιος; Δέν ὑπάρχουν σοβαρότερα;
Σαφῶς καὶ ὑπάρχουν! Πάντα ὑπάρχουν! Ἀλλὰ λέγοντας διαρκῶς ΝΑΙ, σκύβοντας καθημερινῶς καὶ χαμηλότερα τὴν κεφαλή,  δεχόμενοι ὅλο καὶ περισσότερες παραπληροφορίες ἀδιαμαρτύρητα, ξυπνᾶμε μίαν ὠραίαν ἡμέρα καὶ διαπιστώνουμε πὼς στὴν παραλία τῆς Σμύρνης τελικῶς ἔγινε συνωστισμός! Ἢ πὼς ὁ Διᾶκος ἐρωτεύτηκε τὴν Διάκαινα καὶ τὴν κοπάνησε μαζύ της, ψήνοντας καὶ τρώγοντας ἀρνιά! Ἢ πὼς ὁ Ὅμηρος δὲν ἦταν ἕνας καὶ δὲν ἦταν Ἕλλην, ἀλλὰ λεγόταν Ὁμέρ καὶ ἦταν ἀπὸ τὰ βόρεια τῆς Κίνας, τὴν γνωστή μας Μογγολία! 
Παραθέτω τὸ κείμενον ἀπὸ τὴν σελίδα καὶ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Κώστα Δούκα ἀπ’ εὐθείας. Γραμμὴ γραμμή! Τὴν θεωρῶ μίαν ἀπὸ τὶς ἐντιμότερες καὶ καθαρότερες ἀποδόσεις, διότι πορεύεται βῆμα τὸ βῆμα, παραμένοντας στὰ τῆς γλώσσης κληροδοτήματα. Ἀξιολογότατον πόνημα. 
(Ἡ ἄλλη ἐκδοχὴ εἶναι νὰ πιάσουμε μόνοι μας τὸν Ὅμηρο. Τὸ εἴπαμε! Ἀλλὰ αὐτὸ  θέλει ὑποδομὴ καὶ ἡ ὑποδομὴ κερδίζεται, δὲν χαρίζεται!)
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,
Στῶν Κυκλώπων  τὴν γῆν ἐφθάσαμεν καθὼςἐγγὺς εἴμαστε,  
καπνόν τ᾽ αὐτῶν τε φθογγὴν ὀίων τε καὶ αἰγῶν.
στὸν καπνὸν αὐτῶν καὶ τὴνφθογγὴ προβάτων καὶ αἰγῶν. 
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
Ὅμως ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ σκότος ἐπῆλθε, 
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
καὶ τότε κοιμηθήκαμε στὸ ῥῆγμα τῆς θαλάσσης 
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,              170
Ὅμως ἡ πρωϊγενὴς φάνη ῥοδοδάκτυλη αὐγή, 
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον·
καὶ τότε ἐγὼ ἀγορὰ συγκάλεσα καὶ σὲ ὅλους εἶπα: 
“᾽ἄλλοι μὲν νῦν μίμνετ᾽, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι·
«Ἄλλοι ἐδῶ νὰ μείνετε, ἀγαπητοὶ ἑταῖροι, 
αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηί τ᾽ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισιν
ἐγὼ πάλι μὲ τὴν νῆα μου καὶ τοὺς ἑταίρους μου 
ἐλθὼν τῶνδ᾽ ἀνδρῶν πειρήσομαι, οἵ τινές εἰσιν,
θὰ πάω αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες νὰ δοκιμάσω, ποιοὶ εἶναι 
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,               175
μήπως ὑβριστὲς καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι 
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.᾽
ἢ φιλόξενοι, καὶ ἄν ὁ νοῦς τους εἶναι θεοσεβής». 
“ὣς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην, ἐκέλευσα δ᾽ ἑταίρους
Ἔτσι ὥς εἶπα στὴν νῆα ἀνέβηκα, ἐκέλευσα καὶ τοὺς ἑταίρους 
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
ν’ ἀνεβοῦν κι αὐτοὶ καὶ τὰ πρυμνήσια νὰ λύσουν. 
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,
Αὐτοὶ στὸ ἆψε ἀνέβηκαν καὶ στὰ κουπιὰ κάθισαν,  
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.           180
κι ἐφ’ ἐξῆς καθεζόμενοι τὴν σταχτιὰ θάλασσαν ἔτυπταν μὲ τὰ κουπιά. 
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾽ ἐγγὺς ἐόντα,
 Ἀλλὰ ὅταν σὲ χῶρο ἀφικόμεθαποὺἐγγὺς ἦταν
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,
τότε στὴν ἐσχατιὰ σπήλαιον εἴδαμε, κοντὰ στὴν θάλασσαν, 
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές. ἔνθα δὲ πολλὰ
ὑψηλό, μὲ δάφνες κατάσπαρτον. Ἐκεῖ πολλὰ  
μῆλ᾽, ὄιές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ δ᾽ αὐλὴ
ποίμνια, πρόβατα καὶ αἶγες κοιμόντουσαν. Γύρω αὐλὴ  
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι                          185
ὑψηλή εἶχε δομηθῇ μὲ καταχωμένους λίθους 
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
μὲ μακριὰ παῦκα καὶ δρῦς ὑψικόρυφες. 
ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
Ἐκεῖ ἄνδρας ἀναπαυόταν πελώριος, ποὺ τὰ πρόβατα 
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οὐδὲ μετ᾽ ἄλλους
μόνος ποίμαινε χωριστά. Οὐδὲ μὲ τοὺς ἄλλους 
πωλεῖτ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
σύχναζεν, ἀλλὰ μακριὰ ἦταν καὶ τὰ ἄνομα ἤξερε. 
καὶ γὰρ θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐᾐκει           190
Καὶ ἦταν ἀλήθεια ἕνα θαῦμα πελώριον, οὔτε ἔμοιαζε  
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
μὲ ἄνδρα σιτοφάγο, ἀλλὰ μὲ κορυφὴ δασώδη 
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾽ ἄλλων.
ὑψηλῶν ὀρέων, ποὺ φαίνεται μόνη ἀπὸ τὶς ἄλλες. (6) 
 Κάθεται λοιπὸν ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ περιγράφει μὲ τόσες λεπτομέρειες τὸν Πολύφημο ἀλλὰ τοῦ διαφεύγει νὰ γράψῃ κάτι γιὰ τὴν μονοφθαλμία του!
Εἴμαστε σοβαροί;
Προσέξτε καὶ παρακάτω πόσο ἀναλυτικὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ «ἄτιμος» δὲν «καταδέχεται» νὰ ἀναφερθῇ σὲ κάτι τέτοιον! Μήπως τελικῶς μᾶς δουλεύουν; 
Καρπαλίμως δ᾽ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾽, οὐδέ μιν ἔνδον   216
Βιαστικά, σὲ ἄντρον ἀφικόμεθα, ὅμως ἔνδον 
εὕρομεν, ἀλλ᾽ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.
δὲν (τόν) εὔρομεν, ἀλλ’ ἔβοσκε σὲ νομὴ παχειὰ πρόβατα 
ἐλθόντες δ᾽ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα.
Ἐλθόντες στὸ ἄντρο κυττάζαμε τὸ κάθε τι. 
ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ
τυρόβολα ἀπὸ τυριὰ ἔβριθαν, στένευαν καὶ οἱ μάντρες 
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται                 220
ἀπὸ ἀρνιὰ κι ἐρίφια, διακεκριμένα τὸ κάθε ἕνα 
ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,
ἦσαν μαντρωμένα, χωριστὰ τὰ πρωτογέννητα, χωριστὰ τὰ μεσαῖα 
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ ἕρσαι. ναῖον δ᾽ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,
χωριστὰ πάλι τὰ ὄψιμα. Κι ἦταν γεμᾶτα τυρόγαλα τ’ ἀγγεῖα πάντα,  
γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.
γαβάθες καὶ σκαφίδια, καλόφτιαχτα, ὅπου ἄρμεγε. 
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾽ ἕταροι λίσσοντ᾽ ἐπέεσσιν
Τότ’ ἐμὲ πρώτιστα οἱ ἑταῖροι παρεκάλεσαν λέγοντας 
τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα            225
τυριὰ παίρνοντας νὰ γυρίσωμε πίσω, καὶ πάλιν ἔπειτα  
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας
ἁρπαχτὰ στὴν ταχειὰ νῆα ἐρίφια καὶ ἀρνιὰ 
σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ·
ἀπὸ τὰ μαντριὰ ἐλαύνοντας νὰ ἐπιπλεύσωμε στὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ 
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,
ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουσα -καὶ πολὺ ἐπικερδὲς θὰ ἦταν-  
ὄφρ᾽ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.
γιὰ νὰ ἰδῶ κι αὐτὸν, μήπως δῶρα ξένια μοῦ δώσῃ.  
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλ᾽ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι.     230
δὲν ἔμελλεν ὅμως στοὺς ἑταίρους φανεὶς ἀρεστὸς νὰ εἶναι. 
“ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
 Ἐκεὶ πῦρ καύσαντες θυσιάσαμε καὶ οἱ ἴδιοι
τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον
τυριὰ παίρνοντας φάγαμε, καὶ μείναμε ἔνδον 
ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων. φέρε δ᾽ ὄβριμον ἄχθος
καθήμενοι ὥς ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὴν νομή. Βαρειὰ σὰν ἀχθοφόρος
ὕλης ἀζαλέ ς, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη,
ἔφερε ξύλα ξερά, γιὰ τὸ δεῖπνο του.  
ἔντοσθεν δ᾽ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν·       235
Ἐντὸς τοῦ ἄντρου πετῶντας τα ὀρυμαγδὸ σήκωσε 
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽ ἐς μυχὸν ἄντρου.
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος σπεύσαμε στὸ μυχὸ τοῦ ἄντρου 
αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα
Αὐτὸς πάλι στὸ εὐρὺ σπήλαιον εἰσήλαε παχειὰ πρόβατα 
πάντα μάλ᾽ ὅσσ᾽ ἤμελγε, τὰ δ᾽ ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν,
ὅλα ὅσα ἄρμεγε, καὶ τὰ ἀρσενικὰ κατέλιπε πρὸς τὴν θύραν, 
ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.
ἀρνιὰ καὶ τράγους, ἔξω στὴν βαθειὰν αὐλήν.  
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας,        240
Ἔπειτα πάλιν ἐπέθεσε θυρόπετρα μεγάλη ὑψηλὰ σηκώνοντας, 
ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἄμαξαι
βαρειὰν αὐτὴν οὔτε εἰκοσιδύο ἅμαξες 
ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν·
δυνατὲς τετράκυκλες ἀπὸ τὴν ὁδὸ θὰ μποροῦσαν νὰ κουνήσουν! 
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
τόση ἀπόκρημνη πέτρα ἐπέθεσε στὴν θύρα.  
ἑζόμενος δ᾽ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,
Καὶ καθιστὸς ἄρμεγε πρόβατα καὶ μυκώμενες αἶγες, 
πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.     245
τὰ πάντα κατὰ τὸ πρέπον, καὶ τὸ ἔμβρυον ἔβαλε κάτω ἀπὸ ἑκάστην 
αὐτίκα δ᾽ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος
Ἀμέσως τὸ ἥμισυ πήζοντας τοῦ λευκοῦ γάλακτος  
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,
σὲ πλεκτὰ τελάρα μαζεύοντας ἔβαλε 
ἥμισυ δ᾽ αὖτ᾽ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη
καὶ τὸ ἥμισυ πάλιν ἔθεσε σὲ ἀγγεῖα, γιὰ νὰ τὸ ἔχῃ 
πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
νὰ πίνῃ παίρνοντας καὶ προσδόρπιο νὰ τοῦ εἶναι. 
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,       250
Ἔπειτ’ ἀφοῦ ἔσπευσε νὰ κάμῃ αὐτὰ τὰ ἔργα, 
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσιδεν, εἴρετο δ᾽ ἡμέας·
τότε πῦρ καίγοντας  μᾶς εἶδε καὶ μᾶς ἐρώτησε.
” ᾽ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾽ ὑγρὰ κέλευθα;
«Ξένοι, ποιοί εἶστε; Ἀπό ποῦ πλέετε στούς ὑγρούς δρόμους; 
ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε,
Μήπως γιά καμιά πρᾶξιν ἢ ἄσκοπα γυρίζετε 
οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾽ ἀλόωνται
ὅπως οἱ ληστές στήν θάλασσα, πού περιπλανῶνται 
ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;”       255
τίς ψυχές τους ξεγράφοντας, κακὸ σ’  ἀλλοδαπούς φέροντες;» 
“ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
Ἔτσι εἶπε, καὶ σὲ ἐμᾶς πάλιν ἔσπασε τὸ φυλλοκάρδι 
δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.
ἀπὸ δέος στὴν βαρειὰ φθογγή  του κι ἀπ‘ αὐτὸν τὸν πελώριον.
Ὅπως ἴσως διαπιστώνετε κι ἐσεῖς, ὁ Πολύφημος εἶναι μόνον ΠΕΛΩΡΙΟΣ!!! 
Ἔχει  κάτσει ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ μᾶς διηγεῖται τὸ κάθε τί, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ Κύκλωψ κι …ἀγνοεῖ τὸ «σημαντικότερον»!!! Πᾶμε καλά;)
Σᾶς κούρασα, τὸ γνωρίζω. Ἀλλὰ πιστεύω πὼς ἔπρεπε νὰ διαπιστώσουμε ὅλοι μας πόσο λεπτομερῶς καταγράφει τὰ πάντα ὁ παπποῦς Ὅμηρος. Γιατί «ξεχνᾶ» τήν μονοφθαλμία;
Λίγο πιὸ κάτω ἀπαντᾶ ὁ Ὀδυσσεύς σχετικὰ μὲ τοὺς λόγους ποὺ τὸν ὁδηγησαν στὸν ἄνδρον τοῦ Πολυφήμου. 

Ἄλλες λεπτομέρειες ἐπίσης! Μέσα σὲ 10-15 στίχους τὰ λέει ὅλα! Καὶ δὲν τοῦ περισσεύει μία μόνον λέξι γιὰ τὴν μονοφθαλμία!!! Τς τς τς… Σοβαρά;
Προσέξτε ἀκόμη μίαν περιγραφή ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀνεύρεσιν τοῦ μέσου γιὰ τὴν τύφλωσιν:
Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ,
Γιατὶ κοντὰ στοῦ Κύκλωπος τὴν μάντρα ἔκειτο μέγα ῥόπαλο,
χλωρὸν ἐλαΐνεον· τὸ μὲν ἔκταμεν, ὄφρα φοροίη        320
χλωρό, ἀπὸ ἐλιά. Τὸ εἶχεν ἐκτάμει, γιὰ νὰ τὸ φέρῃ 
αὐανθέν. τὸ μὲν ἄμμες ἐίσκομεν εἰσορόωντες
σὰν ξεραθῇ. Ἐμεῖς τὸ νομίζαμεν εἰσορῶντας το 
ὅσσον θ᾽ ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης,
ὅσον ὁ ἱστὸς νηὸς εἰκοσάκωπης μελανῆς 
φορτίδος εὐρείης, ἥ τ᾽ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα·
φορτηγίδος, εὐρείας, ποὺ διαπερνᾶ τὰ μεγάλα βάθη.  
τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.
τόσον ἦταν τὸ μῆκος, τόσο τὸ πάχος εἰσορῶντας το.  
τοῦ μὲν ὅσον τ᾽ ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα παραστὰς    325
Τοῦ ἀπέκοψα ὅσο μία ὀργιὰ πλησιάζοντας,  
καὶ παρέθηχ᾽ ἑτάροισιν, ἀποξῦναι δ᾽ ἐκέλευσα·
καὶ τὸ ἔδωσα στοὺς ἑταίρους, νὰ τὸ ἀποξύσουν κελεύοντας. 
οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν· ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα παραστὰς
ἐκεῖνιο τὸ ὁμαλοποίησαν κι ἐγὼ πῆγα καὶ τοῦ ἔκανα 
ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
ἄκρη, καὶ ἀμέσως πιάνοντας πυράκτωσα σὲ πῦρ καυτερό. 
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ,
Μετὰ τὸκαλόθεσα κατακρύβοντας στὴν κοπριὰ 
ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ᾽ ἤλιθα πολλή·         330
ποὺ στὸ σπήλαιον ἦταν χυμένη πάρα πολλή. 
αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον,
Ἔπειτα τοὺς ἄλλους νὰ βάλουν κλῆρο πρόσταξα,  
ὅς τις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀείρας
ποιὸς θὰ τολμοῦσε μαζὺ μὲ ἐμένα τὸν μοχλὸ σηκώνοντας 
τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, ὅτε τὸν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι.
νὰ τρίψῃ στον ὀφθαλμό του, ὅταν ὁ γλυκὸς ὕπνος τοῦ ἔλθῃ. 
Διαβάσατε κάτι γιά ΜΟΝΟφθαλμία; Μὴν βιάζεστε… Ἔχει καὶ συνέχεια!
Διότι ὁ παπποῦς Ὅμηρος περιγράφει τὰ πάντα! Τὸ μόνον στὸ ὁποῖον δὲν στέκεται εἶναι ἡ βλακεία ποὺ ἀναμασοῦμε ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Κι ἐπεὶ δὴ ἐγὼ μόνον τὸν Ὅμηρο παραδέχομαι ὥς Ὅμηρο, κι ὄχι κάποιον ὁποιονδήποτε ἄλλον, στὸν Ὅμηρον δὲν  διεπίστωσα κάτι τέτοιο!
Τὸ ἐπόμενον ἐπιμαχον ἀπόσπασμα ἀφορᾷ στὴν τύφλωσιν τοῦ Κύκλωπος. Γιὰ νὰ δοῦμε, λέει κάτι γιά τό «μοναδικόν» μάτι ἢ δέν λέει;
“ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα    371
 Εἶπε κι ἀνακλινθεὶς ἔπεσεν ὕπτιος, ἔπειτα πάλιν 
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ἔγειρε πλαγιαστὰ τὸν παχὺν αὐχένα, καὶ ὕπνος 
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
τὸν ἔπιασε ποὺ τὰ πάντα δαμάζει. Κι ἀπὸ τὸν φάρυγγά ἔβγαινεν οἶνος 
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
καὶ κομμάτια ἀνθρωπίνου  κρέατος καὶ ῥευόταν οἰνοβαρεμένος. 
καὶ τότ᾽ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,   375
Τότε ἐγὼ τὸν μοχλὸν  ὑπὸ τὴν πολλὴ στάχτην ἔθεσα, 
ἧος θερμαίνοιτο· ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους
ἕως νὰ θερμανθῇ καὶ μὲ ἔπη πάντας τοὺς ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη.
θάρρυνα, μήπως φοβηθῇ κανείς καὶ φύγῃ. 
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν
Ἀλλὰ ὅταν ταχειὰ ὁ ἐλάϊνος μοχλὸς στὴν πυρὰν ἔμελλε  
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾽ αἰνῶς,
ν’ ἀνάψῃ, κι ἂς ἦταν χλωρός, καὶ διαφαινόταν τρομερά,  
καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι  380
τότ’ ἐγὼ πιὸ πέρα ἔφερα ἐκ τοῦ πυρός, καὶ γύρω οἱ ἑταῖροι 
ἵσταντ᾽· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
ἵσταντο. Τότε θάρρος μέγα μοῦ ἐνέπνευσε κάποιος θεός.  
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾽ ἄκρῳ,
Ἐκεῖνοι τὸν ‘λάϊνο μοχλὸ πιάνοντας, ὀξὺ  στὴν ἄκρη 
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ᾽ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
στὸν ὀφθαλμὸν ἔμπηξαν. Κι ἐγὼ ἀπὸ ‘πάνω στηριζόμενος 
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ
περιδινοῦσα, ὅπως ὅταν τρυπᾶ ξύλο καραβίσιο κάποιος ἄνδρας 
τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾽ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι         385
μὲ τρυπάνι, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ κάτω γύριζαν τὸν ἱμάντα 
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί.
κρατῶντας ἑκατέρωθεν, κι ἐκεῖνο τρέχει σταθερὰ διαρκῶς. 
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
Ἔτσι ἐκείνου στὸν ὀφθαλμὸ τὸν πυρόκαυστο μοχλὸ κρατῶντας 
δινέομεν, τὸν δ᾽ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
περιδινούσαμε, κι αὐτὸν αἷμα περιέρρεε θερμὸς καθὼς ἦταν. 
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾽ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀυτμὴ (7)
Κι ὅλα τὰ βλέφαρα γύρω καὶ τὰ φρύδια τσουρούφλιζεν ὁ ἀτμός 
γλήνης καιομένης, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.          390
καθὼς ἡ γλήνα καιγόταν. Κι ἔσκαγαν ἀπὸ τὸ πῦρ οἱ ῥίζες του.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
Ὅπως ὅταν ὁ χαλκουργὸς μεγάλο πέλεκυ ἢ σκεπάρνι 
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
σὲ ψυχρὸν ὕδωρ βαπτίζῃ καὶ δυνατὰ συρίζει 
φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν
γιὰ νὰ σκληρύνῃ. Γιατὶ τοῦτο εἶναι ἡ δύναμι τοῦ σιδήρου.  
ὣς τοῦ σίζ᾽ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
Ἔτσι σύριξεν ὁ ὀφθαλμός του γύρω ἀπὸ τὸν ‘λάϊνο μοχλό.  
σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,     395
Τρομεὰ οἴμωξε, κι ἀντήχησε γύρω ἡ πέτρα, 
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽· αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος ἀποσυρθήκαμε. Ἐκεῖνος πάλι τὸν μοχλό 
ἐξέρυσ᾽ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
ξέσυρεν ἀπὸ τὸν ὀφθαμόν, αἱμόφυρτον πολύ. 
(ῥαψωδία ι’  Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια, ἐκδόσεις Ἰδεοθέατρον, Ἀθῆναι 1999, ἀπόδοσις (κι ὄχι μετάφρασις) εἰς τὴν νεοελληνική Κωνσταντῖνος Δούκας, μεταφορὰ κειμένου ἐκ τοῦ διαδικτύου ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὴν σελίδα Ὁμήρου Ὀδύσσεια.)
Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὰ σχόλια τοῦ Δούκα, ποὺ παρατίθενται στὸ τμῆμα τῶν σημειώσεων.  (σελίδα 695)
6. Παρέχεται ἡ εὐκαιρία στὸν ποιητὴ περιγράφοντας τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι τοῦ Κύκλωπος, νὰ ἐπισημάνῃ τὸ ὅλως ἀξιοπερίεργο καὶ ἐντυπωσιακό, ὅτι ὁ ἄγριος γίγας ἦταν μονόφθαλμος. Δὲν τὸ πράττει, οὔτε ἐδῶ οὔτε σὲ ὁποιδήποτε ἄλλη περικοπὴ τοῦ ἔπους. Ὁ λόγος κατὰ τὸν Σχολιαστὴ εὐνόητος. Ὁ Κύκλωψ δὲν ἦταν μονόφθαλμος! Ἡ μονοφθαλμία εἶναι ἐπινόημα τῆς φαντασίας τῶν μεταγενεστέρων ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι τερατολόγησαν γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ. Κύκλωψ εἶναι ὁ κυκλοτερῶς ὁρῶν, ἢτοι ὁ πανάρχαιος κτηνοτρόφος, ὁ ὁποῖος κυκλοτερῶς ὥριζε τὴν γῆ τῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ἰδιοκτησίας του. 
7. Ἀπὸ τὸν στίχο αὐτόν (Ὀδ. ι. 389) προκύπτει σαφῶς ὅτι ὁ Κύκλωψ εἶχε δύο μάτια, ἀφοῦ ἀναφέρονται «βλέφαρα» καὶ «φρύδια»  καὶ ὄχι «βλέφαρο» καὶ «φρύδι» ἂν ὁ γίγας εἶχε ἕνα μάτι. Οἱ μετέπειτα τερατολογοῦντες ποιητὲς ἀπεφάσισαν τὸν Κύκλωπα μονόφθαλμο. Ἄλλωστε μὲ τέτοια κακοποίησι τοῦ ὀφθαλμοῦ, ποὺ συμπληρώνεται καὶ στὸν ἐπόμενον στίχο, ὁ Κύκλωψ θὰ τυφλώθηκε ἐντελῶς λόγῳ μεγάλου ἐρεθισμοῦ. Ἐξυπακούεται ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς περιστάσεις αὐτές, ὁ Ὀδυσσεύς καὶ οἱ σύντροφοί του, μὲ τὸν Κύκλωπα ὀδυρόμενο ἐκ τοῦ πόνου, δὲν θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἀπαίτησι νὰ σταθῇ ὁ Κύκλωπας γιὰ νὰ τοῦ βγάλουν καὶ τὸ ἄλλο μάτι. 

Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπεικόνισιν ἐγὼ διακρίνω ἕναν θεόρατο ἄντρα ποὺ, βάσει σχεδιασμοῦ πάντα, δὲν φαίνεται γιὰ μονόφθαλμος! Πόθεν λοιπόν ἡ μονοφθαλμία;
Λογικά; Τί λέτε; εὐδοκιμεῖ ἀκόμη ἡ λογική σέ αὐτόν τόν τόπο;
Δὲν συνηθίζω νὰ ἔχω γνώμη ἀλλὰ γνώσιν. Ὅταν δὲν ξέρω δὲν μιλῶ! Ὅταν ὅμως ξέρω κι ἔχω γνώσιν, τότε αὐτομάτως ἀκυρώνονται ἐμπρός μου ὅλοι αὐτοὶ ποὺ διαδίδουν φῆμες!!! (Ὅπως γιὰ παράδειγμα κάτι ἀπαίδευτοι κι ἀμόρφωτοι καὶ τεμπέληδες καὶ λοβοτομημένοι καὶ ἀσυνείδητοι καὶ ἀνεύθυνοι δάσκαλοι!!!)
Ἂς ἔλθῃ κάποιος δάσκαλος ποὺ ἀμφισβητεῖ, διότι ὥς σύνηθως ἀγνοεῖ, νὰ μᾶς μιλήσῃ τώρα γιὰ εἰδικούς, ἐπιστήμονες καὶ ἐγκεκριμένα κείμενα τοῦ ὑπουργείου. Ὁ Ὅμηρος τί λέει; Αὐτὸν ἀκολουθοῦμε! Μόνον! Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀκυρώνονται ἐφ’ ὅσον δὲν παραμένουν στὰ ὅσα ὁ Ὅμηρος  γράφει! Σκέτο!
Ἀλλά κι ἔτσι νά εἶναι, νὰ πάρουμε τοὺς ἐπισήμως ἀποδεκτοὺς ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον ἀ-παιδείας. Γράφει ἀκόμη κι ὁ Καζαντζάκης κάτι γιά τήν μονοφθαλμία; Καί ποῦ; (Στὸ τέλος τοῦ κειμένου παραθέτω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ τοῦ Καζαντζάκη, τὴν ὁποίαν μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ.) 
Ὥς συμπλήρωμα στὰ παραπάνω. Τὴν περίοδον ποὺ ξεκίνησα νὰ μελετῶ Ὅμηρο, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Δούκα, ἀλλὰ ἀπο τοῦ Καζαντζάκη τὴν μετάφρασιν κι ἐγώ, ἔπαθα στὸ ἕνα ΜΟΝΟΝ μάτι (ἀρχικῶς) μίαν ἐπιπεφυκίτιδα ἀρκετὰ σοβαρή. Ἀλλὰ στραβώθηκα κι ἀπὸ τὰ δύο. Τὸ μὲν ἀσθενὲς δὲν ἄνοιγε διόλου, τὸ δὲ ὑγιές ἄνοιγε μετὰ μεγάλης δυσκολίας καὶ μὲ πάρα πολλὰ δάκρυα καὶ πόνο!!!
Πῆγα σὲ ὀφθαλμίατρο καὶ μοῦ ἐξήγησε πὼς ἦταν φυσικότατον κάτι τέτοιο διότι τὸ ἕνα νεῦρον ἐπηρέαζε ἄμεσα τὸ ἄλλο. (Δὲν εἶμαι ἰατρός, τὸ ἔχουμε ξαναπεῖ! Ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβω τοὺς λόγους!)
Τότε μοῦ μπῆκε ἀρχικῶς ἡ ἰδέα περὶ τῆς μουσαντένιας μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου! Ἔψαξα στὸν Καζαντζάκη νὰ βρῶ κάτι γιὰ μονοφθαλμίες, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Καὶ μετὰ ἔπεσα ἐπάνω στὸν Δούκα! 
Ὁ Ὅμηρος ἀπὸ τὴν ἄλλην μεριὰ γνωρίζει ΑΡΙΣΤΩΣ ἰατρική, ἀνατομία καὶ φυσιολογία! Αὐτὸ μπορῶ νὰ σᾶς τὸ διαβεβαιώσω. Μόνον οἱ περιγραφὲς ποὺ δίδει γιὰ τὶς μάχες στὴν Ἰλιάδα εἶναι ἀνατριχιαστικές! Εἶναι κυριολεκτικῶς τόσο παραστατικές, ποὺ ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται πὼς σχεδὸν  …παρίσταται ὁ ἴδιος! 
Λέτε λοιπόν ὁ παπποῦς Ὅμηρος νά ἦταν ἠλίθιος; Νά περιέγραφε λεπτομερῶς ἐπιλεκτικά; Νά παρέκαμπτε κάτι τόσο οὐσιῶδες;
Γιατί κανένας δέν τό ἔχει λάβει  ὑπ’ ὄψιν του; Μήπως διότι διαβάζουν ὅλοι ἀλλά δέν καταλαβαίνουν τί διαβάζουν;
Σίγουρα εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαιτήσω ἀπὸ κάποιον φιλόλογο νὰ ἔχῃ γνώσεις ἰατρικῆς. Παράλογον! Ἀλλά τί στά κομμάτια; Οὔτε τῆς δικῆς του ἐπιστήμης τίς βασικές γνώσεις δέν διαθέτει; Μόνον νά παπαγαλίζῃ ξέρει;  Τί διαβάζει; Διαβάζει ἢ νομίζει πώς διαβάζει;
Ξέρετε κάτι φίλοι μου;
Ναί, δὲν εἶναι τὸ σημαντικότερον ἡ μονοφθαλμία τοῦ Κύκλωπος. Ἄλλα εἶναι τὰ σημαντικότερα. Ἀλλὰ ἔχω ἀποφασίσει νὰ ἀποσαθρώσω κάθε κομμάτι αὐτοῦ τοῦ πλαστοῦ οἰκοδομήματος, ποὺ καταχρηστικῶς ἔλαβε τὸν τίτλο «παιδεία». Εἶναι τὸ χειρότερον μέσον χειραγωγήσεώς μας. Εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπάτη!
Κι ἐὰν ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε στὸ ὅλον τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχουν ἐπιφέρει κάποιοι ἐπιτήδειοι, σίγουρα κομμάτια της διακρίνουμε ὁπουδήποτε.
Φιλονόη.  
Υ.Γ. Ὅπως βλέπετε παρέθεσα ἀρκετὰ μεγαλύτερα τμήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν στὰ ἐπίμαχα σημεῖα περὶ ΜΗ ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΙΑΣ τοῦ Κύκλωπος. 
Θὰ ἦταν ὅμως ἄδικο γιὰ τὸν ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ Νίκο Καζαντζάκη νὰ μὴν ἀντιπαραβάλλω  τὸ ἀντίστοιχον κείμενόν του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ποιητικῶς, κι ὄχι κυριολεκτικῶς (δῆλα δή, δὲν ἀποδίδει κατὰ λέξιν) τὰ ὅσα τὸ κείμενον ἀναφέρει. Ὄχι διότι δὲν λαμβάνουμε τὰ αὐτὰ νοήματα περὶ μονοφθαλμίας, ἀλλὰ διότι ἁπλούστατα ΟΥΔΕΙΣ δύναται νὰ τὰ παρατηρήσῃ!! (Τόση ἡ λοβοτομή; Τόση κι ἄλλη τόση κι ἄλλη τόση….)
Σιμά μας των Κυκλώπων βλέπαμε τη γη και τους καπνούς της      166
κι απ᾿ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων. 
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια, 
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,              170
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα: 
,, Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι, 
κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου 
θα πάω να μάθω, εδώ ποιοι κάθουνται, σαν τι λογής ανθρώποι.
Άνομοι να ‘ναι τάχα, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,         175
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;” 
Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους, 
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες. 
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.          180
Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε — μακριά μαθές δεν ήταν — 
στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας σπήλιο 
ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο᾿ πολλά κοπάδια μέσα, 
γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα᾿ και τρογύρα
μια αυλή αψηλή, που την περίζωναν στη γη χωμένες πέτρες          185
κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα. 
Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾿ αρνιά του 
βοσκούσε μοναχός, παράμερα᾿ κι που δ᾿ έσμιγε τους άλλους 
ποτέ, μον᾿ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα
Τόσο θεόρατος που τα ‘χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι, 
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο 
βουνού αψηλού, που στ᾿ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
…….
τ᾿ αρνιά, τα ρίφια᾿ κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα,       220
χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα, 
και τα ψιμάρνια χώρια᾿ ξέχειλα τ᾿ αγγειά από ορό θωρούσες — 
λεβέτια, σκάφες, όλα, που ‘φτιανε, να τα ‘χει και ν᾿ αρμέγει. 
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾿ όλα
να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας             225
αρνιά από τα μαντριά ν᾿ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε 
στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη. 
Μα εγώ δεν άκουσα, και θα ‘μαστε πολύ πιο κερδεμένοι᾿ 
πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα᾿
μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!    230
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες, 
μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι 
τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε 
ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα ‘χει για το δείπνο. 
Κι ως χάμω τα ‘ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος.      235
Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι, 
κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει, 
όλα όσα θα ‘ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾿ αρσενικά — τους τράγους 
και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,
που ‘χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει,   240
κατάβαρο᾿ και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια 
γερά και να ‘χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾿ τον τόπο· 
τόσο τρανός ο βράχος που ‘βαλε στην πόρτα, για να κλείσει. 
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες 
με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.     245
Μισό απ᾿ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει, 
κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα᾿ 
το άλλο μισό σε κάδους το ‘βαλε να το ‘χει για την ώρα 
που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾿ απλώνει και να πίνει.  
Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, πήρε           250
φωτιά ν᾿ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε: 
,, Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες; 
Ποιοί ‘στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Για και γυρνάτε ως λάχει, 
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;”       255
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα 
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας· 
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω: 
,, Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
……
κάποιο κορμό θωρούμε ελίτικο, χλωρό, τρανό, κομμένο    319
από τον Κύκλωπα για αργότερα, ραβδί του να τον έχει,       320
σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι 
το συνομοιάζαμε γι᾿ απλόχωρο καματερό καράβι, 
μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα’ 
τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
Ένα κομμάτι τότε του ‘κοψα, μακρύ σαν την οργιά μου,     325
και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν 
κι όπως το ίσιωσαν, πήρα το ‘ξυσα, στην άκρη μύτη να ‘χει, 
κι ευτύς, για να σκληρύνει, το ‘χωσα στης στιάς τη φλόγα μέσα, 
μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
που άπλωνε ολούθε σκόρπια, ατέλειωτος σωρός, στο σπήλιο μέσα.    330
Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε, 
μαζί μου ποιοί κουράγιο θα ‘παιρναν ν᾿ ασκώσουν το παλούκι 
και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος. 
……….
Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος       371
με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο 
τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες 
ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι,          375
ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους 
κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει. 
Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει, 
χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
το πήρα απ᾿ τη φωτιά και σίμωσα· κι οι σύντροφοι ένα γύρο    380
στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε; 
Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι 
οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω, 
το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι
μαδέρι καραβιού, κι οι αργάτες του, λουρί απ᾿ τις δυο τις άκρες   385
μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι· 
παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο 
μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα’ 
κι η πυρά απ᾿ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
του καψαλούσε, και χοχλάκιζαν οι ρίζες του ματιού του.       390
Πως ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι, 
πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει, 
τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει· 
όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
Κι έσυρε εκείνος άγριο μούγκρισμα, που οι βράχοι αντιλάλησαν.    395
Κάνουμε πίσω απ᾿ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει 
αιματοστάλαχτο απ᾿ το μάτι του το ελίτικο παλούκι 
και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
Ἀπό ποῦ στά κομμάτια διαβάζει κάποιος πώς ὁ Κύκλωψ ἦταν μονόφθαλμος; Γιατί ἐγώ ἔχω μείνει …ἄσχετη; Ποιός ἠλίθιος τό ἔγραψε πρῶτος κι ἀπό τότε μᾶς ἔχουν ζαλίσει (στὰ ὅρια τῆς ἐκβιαστικῆς-καταναγκαστικῆς «πειθοῦς»!!!) πώς ἔχουμε νὰ κάνουμε μέ ἕναν Ὅμηρο πού δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται; Μήπως κι αὐτό παραμένει στά ὅρια τῆς καταργήσεως τῆς λογικῆς μας; ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν Παρακείμενον; Λέτε;
Σᾶς παρακαλῶ, σᾶς θερμοπαρακαλῶ, βρέστε μου ἕνα σημεῖον, εἶτε τοῦ Ὁμήρου,  εἶτε τοῦ Δούκα εἶτε τοῦ Καζαντζάκη ποὺ νὰ καταγράφῃ μονοφθαλμία! Ἕνα σημεῖον βρὲ παιδιά! Ζητάω πολλά;
ἀναδημοσίευσις ἀπό 23 – 3 – 2012

Ατλαντίδα του Θ. Αξιώτη

από Ευαγγελία Τσακίρη, Τετάρτη, 25 Ιουλίου 2012 στις 12:48 μ.μ. ·
Μερικές αναφορές απο το βιβλίο Ατλαντίδα του Θ. Αξιώτη όπου προσπαθεί να εξηγήσει πως ο γιαχβέ δεν είναι άλλος απο τον Διόνυσο. Ελπίζω να καταφέρω να περάσω με τα στοιχεία που βρήκα το νόημα πως μιλά για ενέργεια και τίποτα άλλο. Τώρα αν κάποιοι έστησαν θεούς πάνω σε επιστημονικές γνώσεις αυτοί ξέρουν γιατί το έκαναν αυτό.

 " Στην είσοδο του Ναού του Σολομώντα υπήρχαν οι δύο αυτοί συμβολικοί στύλοι για τη Σοφία και την ισχύ με τα αινιγματικά ονόματα Βοάς και Ιαχείν. Το βοάς οδηγεί στην κοσμική αγελάδα (Αθηνά, Ισιδα (Σαίς-τόξο) Ιώ κ.α. ) και το Ιαχείν στον κοσμικό φαλλό Ιάκχο. (Γιαχβέ, Ζευς, Σείριος κτλ.) Ο Αλέγγρο μας πληροφορεί ότι τα ονόματα Ζευς και Γιαχβέ έχουν κοινή μια σουμεριακή ρίζα που σημαίνει χυμός γονιμότητας και σπέρμα ζωής. .........Η σουμμεριακή ρίζα για το χυμό της γονιμότητας είναι σύνθεση δύο συλλαβών ΙΑ"χυμός" και κυριολεκτικά, "δυνατό νερό" και U που σημαίνει ένωση, ανάπτυξη, δημιουργία, βροχή, βλάστηση. Τέλος U είναι το όνομα του θεού των καταιγίδων (τυφώνα) Πίσω από όλες τις λατρείες που διαδώθηκαν στο χώρο της ανατολικής μεσογείου, πίσω απο το χριστιανισμό, και πίσω απο τον Ιουδαισμό, βρίσκεται ένας απλός φθόγγος U" To U που αποδίδει τη μήτρα του Σείριου, υπάρχει και στο διπλο θεικό όνομα του ΙΕΒΕ, το βλέπουμε στο δέντρο της ζωής του Αδάμ-Κάδμου, και στο Βάου στα κλειδιά του πυθαγόρα......................" Η Αργώ "Αrgum" χωρίς αμφιβολία έχουν κοινή καταγωγή και το βαθύτερο νόημα τους είναι η αρμονία που επιτυγχάνεται με την ένωση του ουρανού με τη γη. Η ένωση αυτή πραγματοποιήται με το άρμα της Αργούς, που διαβαίνει τις πύλες του Άδη. ΟΚάδμος απο τους πρώτους Έλληνες Ήρωες μετά τον κατακλυσμό παντρεύτηκε την Αρμονία κι από τη γενιά του....γεννήθηκε ο Διόνυσος-Ιάκχος. Παππούς και εγγονός διέθεταν μια θαυμάσια "σβούρα-αργώ" για να εναρμονίζουν τις θεικές και τις ανθρώπινες σχέσεις.........................."Ο Ορφέας παρουσιάζεται σταυρωμένος να πατάει μέσα στο τόξο V, ενώ στο κεφάλι του ο σταυρός απεικονίζεται φαλλικός με μια Σελήνη κοντά του. Η δεύτερη Σελήνη πάνω απο την περιφέρεια της γης που διαγράφεται στα πόδια του τονίζεται επίσης με ένα τόξο" " Ο Πλάτωνας στο συμπόσιο έδωσε μιά εικόνα του Έρωτα που ξεκινάει απο το απόλυτο Ένα και διαχέεται στο Σύμπαν. Η ενέργεια του Έρωτα, που πηγάζει απο το απόλυτο Ένα, με παλινδρομικές κινήσεις μεταδίδεται κατα μήκος της Ακτίνας της Δημιουργίας. Το ίδιο συμβαίνει και στο μικρότερο δέντρο του Σείριου. Η οργανική ζωωή αυξάνει σταδιακά, ανάλογα με την αντίδραση που προκαλεί ο Έρως(κοσμική ενέργεια, αιθέρας κτλ) του απόλυτου Δύο, (Δίας, Διόνυσος, Σίβα, Χριστός "Μη όν" κτλ) Στο ερώτημα, ποιό στοιχείο απο τον μετέπειτα επιστημονικό υλισμό ήταν εκείνο που έκανε την ελληνική φιλοσοφία να αντιταχθεί στις προλήψεις, ο Β. Ράιχ απαντά : "Ήταν η ενεργειακή υπόθεση των "ψυχικών ατόμων" του Δημόκριτου, μια φευγαλέα, δηλαδή, επιστημονική ματιά σε μια ειδική ενέργεια, την οργόνη, που βρίσκεται στη βάση των ψυχικών λειτουργιών. Ο παραπάνω συγγραφέας και ερευνητής θεώρησε τις φυσικές επιστήμες σαν συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφίας κι ασχολήθηκε με το θέμα της οργόνης που διέκρινε ιδιαίτερα στο Δημόκριτο. Η έρευνα του τον οδήγησε σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για την κοσμική οργονική ενέργεια που γεμίζει τον αιθέρα. Ένα απο τα βασικά του συμπεράσματα είναι ότι "Θεός=ζωή=κοσμική οργονική ενέργεια=οργονομικός λειτουργικός νόμος της φύσης=νόμος της βαρύτητας. ..............................................΄΄Όπως μας ενημερώνουν καλά πληροφορημένοι επιστήμονες για τη σύγχρονη φυσική, ο χορός του Σίβα (Διόνυσου) είναι ο χορός της υποατομικής ύλης. Και όπως στα πλαίσια της μυθολογίας αποτελεί το συνεχόμενο χορό της δημιουργίας και της καταστροφής που αφορά το σύνολο του κόσμου, έτσι και εδώ αντιπροσωπεύει τη βάση της ύπαρξης όλων των φυσικών φαινομένων............................Το όνομα Σαβά (Σίβα) εκτός απο βασίλισσα σημαίνει Γιαχβέ (Σείριο-Σίβα), αλλά και το ιερό γκράαλ της κιβωτού. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ....ίδιος ο( Γιαχβέ, Σίβα, Διόνυσος, Ιεβέ) ήταν στην κιβωτό της διαθήκης. ................Η βαθιά γνώση της δομής της ύλης επέτρεπε στους Έλληνες μύστες να μεταστοιχειώνουν ακόμη και τον εαυτό τους!!!!! και να τον κάνουν φως. Ο αόρατος άνθρωπος, γνωστός από το μύθο του Περσέα, μπορούσε να πραγματοποιηθεί ακόμη και στις ιστορικές εποχές με κάποια κιβωτό, μανδύα ή και χωρίς αυτά." Θα μπορούσα να αναφέρω πάρα πολλά που λέει ο Αξιώτης στο βιβλίο του αλλά θα έπρεπε να το περάσω όλο.

Αλμυρός ποταμός

Είναι ένας πολύ μικρός ποταμός (μήκους 1,8 χλμ. και πλάτους 5-20 μ) με συνεχή ροή υφάλμυρου νερού. Πηγάζει από καρστικό έγκοιλο στον πυθμένα μικρής λίμνης στο χαμηλότερο τμήμα απότομης πλαγιάς των βορειοανατολικών παρυφών της οροσειράς του Ψηλορείτη. Ο ποταμός διασχίζει μικρή απόσταση με οφιοειδή πορεία, χωρίς μεγάλες αναδιπλώσεις της κοίτης, και εκβάλλει στο μέσο της κοιλότητας του ομώνυμου κόλπου του Αλμυρού στην τουριστική περιοχή της Αμμουδάρας. Η ονομασία του ποταμού προέρχεται από την υφάλμυρη ποιότητα των νερών της λίμνης. Σε αυτήν καταλήγει καρστικός σπηλαιώδης αγωγός που πιθανότατα μεταφέρει νερά από νοτιοδυτικές περιοχές του Ψηλορείτη, τα οποία, πριν εξέλθουν στην πηγή της λίμνης του Αλμυρού, εισχωρούν σε μεγάλο βάθος και αναμιγνύονται με νερό της θάλασσας. Ο υγρότοπος του Αλμυρού καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 88 εκταρίων και αποτελείται κατά το ήμισυ από φυσικούς ή ημιφυσικούς οικότοπους (λίμνη, ποτάμι, καλαμιώνες, υγρά λιβάδια με εποχιακά τέλματα και συστάδες αλμυρικιών, φρυγανότοποι, συστάδες μακκίας βλάστησης και φοινίκων, αμμώδης εκτάσεις με αμμοθίνες) και από περιοχές ανθρωπογενών δράσεων (καλλιέργειες και εκχερσωμένες ή επιχωματωμένες εκτάσεις, δομημένες περιοχές και οδικό δίκτυο).
Φωτογραφίες: 40
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο ''Λόγος'' στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία

πηγή : http://gerasimos-politis.blogspot.com/2011/12/blog-post_11.html#.UBF6y5E7c7o

Ο ''Λόγος'' στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία

Γεράσιμος Πολίτης 2011-12-11T22:24:00+02:00
Ο Λόγος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Ηράκλειτος, Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Παρμενίδης, Στωικοί, Ψυχή, Θεός, Θείο, Μεταφυσική
Σκοπός ή τέλος των πράξεων αλλά και αρχή τους ή αιτία, εκφράζει παράλληλα το μέσο, τη ρύθμιση ή το νόμο που τις διέπει, ενώ αποτελεί και το όνομα της πιο δημοφιλούς ανάμεσά τους, της ομιλίας: τέτοιο είναι το εννοιολογικό ξετύλιγμα του λόγου στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

Ο λόγος πρωτοεμφανίζεται ως όρος στα γραπτά προσωκρατικών φιλοσόφων, απ’ τους οποίους σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα υπό μορφή ρητών σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων. Οι περισσότεροι από αυτούς συνέγραψαν σε ποιητικό λόγο κοσμογονίες και θείες...αποκαλύψεις σχετικές με την προέλευση αυτού του κόσμου. Στο έργο του Περί Φύσεως, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (535-475 π.Χ.) προτρέπει τους ανθρώπους οὐκ ἐμού ἀλλά τοῦ λόγου ἀκούσαντες ὁμολογείν σοφόν ἐστί ἓν τὰ πάντα εἶναι 'είναι σοφό να συμφωνήσετε όχι ακούγοντας εμένα αλλά το λόγο ότι τα πάντα είναι ένα'. Ο λόγος αυτός θεωρείται από τον Ηράκλειτο κοινός και ενιαίος, παρότι οι άνθρωποι συχνά τον αγνοούν και φέρονται σα να διαθέτουν ξεχωριστή, δική τους λογική διὸ δε ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ· τοῦ λόγου δ’ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. Αυτή η συμμόρφωση με τον «κοινό λόγο» είναι πολύ κοινή ιδέα στους Στωικούς και μοιάζει δανεισμένη από τον Εφέσιο φιλόσοφο. Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια τοῦ δὲ λόγου τουδ’ ἐόντος αἰεί, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκούσαι καὶ ἀκούσαντες τὸν πρώτον. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε, αυτοί μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι ἀπείροισιν ἐοίκασιν πειρωμένοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιουτέων ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη φύση του και εκθέτω το πώς έχει κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Παρότι ο θεϊκός αυτός λόγος αντηχεί μέσα στον καθένα, δε μπορεί κανείς να τον αναλύσει στο νου του αλλά μόνον να τον αφουγκρασθεί εσωτερικά- είναι εκείνος που σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του αληθινού εαυτού του και που από προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης κατονομάζεται ως «δαιμόνιο». Και ο ίδιος ο Ηράκλειτος άλλωστε είπε ότι "διερεύνησε τον εαυτό του". Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι «όταν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν και γι αυτό μοιάζουν με κουφούς- σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν» (ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι). Επιπλέον, δείχνουν να αγνοούν εκείνον «με το οποίο πάνω απ’ όλα συναναστρέφονται αδιάκοπα»( ὧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλούσι, τούτῳ διαφέρονται), το Λόγο που τα κυβερνά όλα (λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι)- γι αυτό και «όλα όσα συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα» (καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται). Με αυτή την έννοια, το ανθρώπινο ον δεν κατέχει τη γνώση όπως την κατέχει το θεϊκό (ἦθος ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θείον δὲ ἔχει) αφού έχει αποστραφεί το θείο Λόγο, όπως πολλοί σύγχρονοι και προγενέστεροι φιλόσοφοι του Ηρακλείτου (πχ ο Πυθαγόρας), τους οποίους κατηγόρησε για τη ματαιοπονία τους και το διασκόρπισμα των ερευνών τους στην κατεύθυνση της πολλαπλότητας της δημιουργίας.

Για την ίδια τη φύση αυτού του λόγου, ο φιλόσοφος αναφέρει πως αυξάνεται από τον εαυτό του- δεν χρειάζεται δηλαδή τη συνεισφορά μιας ανώτερης δύναμης για να αναπτυχθεί- και πως ανήκει στην ψυχή (ψυχῆς ἐστί λόγος ἑαυτόν αὔξων). Εντούτοις, όσο κι αν την εξερευνήσει κανείς, δε θα μπορέσει να βρει τα πέρατά της, γιατί ο «λόγος» της είναι πολύ βαθύς ( ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο, πάσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθύν λόγον ἔχει), ιδέα που λέγεται ότι πάρθηκε ίσως από την Ορφική διδασκαλία. Έτσι, κατά τον Ηράκλειτο, ο λόγος είναι μια καθαρά εσωτερική ιδιότητα, σοφία, νοημοσύνη, μέτρο και παρόμοια.

Στο ομώνυμο έργο του Παρμενίδη από την Ελέα (Περί Φύσιος), το λέγειν αποτελεί μια από τις τρεις πρωταρχικές δυνάμεις που συνιστούν την ενότητα της ύπαρξης, το 'είναι', το 'νοείν' και το 'λέγειν'. Των τριών τους προηγείται το είναι ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το νοείν και το λέγειν, διότι τα όντα καθεαυτά υπάρχουν πριν έρθει ο νους και τα συλλάβει και γίνουν στη συνέχεια περιεχόμενα του έναρθρου λόγου. Εδώ λοιπόν ο λόγος είναι το τελικό στάδιο έκφρασης, η ομιλία, η εξωτερίκευση του νοείν. Ενδέχεται, βέβαια, η σκέψη και ο λόγος να αναφέρονται σε φανταστικά όντα (μη-όντα), για τούτο και είναι χρήσιμο να μην επαφίεται κανείς απόλυτα στις αισθήσεις του προκειμένου να γνωρίσει και να κατανοήσει τον κόσμο αλλά να καταφεύγει στη χρήση του λόγου= λογική δύναμη που ενυπάρχει μέσα του: Μηδέ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδόν κατὰ τήνδε βιάσθω ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σ’ εξαναγκάσει να κατευθύνεις σ’ αυτήν την οδό [τον έλεγχο για την ύπαρξη του μη είναι], νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλώσσαν το βλέμμα άσκοπο εδώ κι εκεί να έχεις και την ακοή σου πλήρη από ήχους και να δίδεις ονομασίες χρησιμοποιώντας τυχαία τη γλώσσα, κρίναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον αλλά να κάμεις με τη λογική σου τον περιμάχητον έλεγχο. Με τη σωστή χρήση του λόγου, ο άνθρωπος γίνεται ισόθεος και ανάγεται στον απόλυτο κόσμο του «εόντος». Σ' αυτό το σημείο ο λόγος γίνεται νοημοσύνη, λογισμός, σοφία, όπως και στον Ηράκλειτο.

Η έννοια του λόγου απαντάται και σε αρκετά έργα του Πλάτωνα, πάντοτε όμως ως λογική δύναμη μέσα στον άνθρωπο, ως διάκριση με την οποίαν έχει προικισθεί για να μπορεί να παίρνει ανά πάσα στιγμή ορθές αποφάσεις και να αποφεύγει να ενδώσει σε επιβλαβείς επιθυμίες: τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικόν...τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τὲ καὶ πεινῇ καὶ διψῇ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστον τὲ καὶ ἐπιθυμητικόν.. (Πολιτεία, d-e). Επιπλέον, ο λόγος, με τη δύναμη της διαλεκτικής, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην «ἀρχή τῶν πάντων», στην αλήθεια: αὐτός ὁ λόγος ἅπτεται τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει ... ἐπί τὴν τοῦ παντὸς ἀρχὴν ἰών, ἁψάμενος αὐτής... (Πολιτεία, b-c). Όπως τονίζει στη συνέχεια του έργου ο Σωκράτης, τα αληθινά στολίδια τα συλλαμβάνει κανείς με το λόγο και τη διάνοια και όχι με την όραση (με τις αισθήσεις): ...τὰ ἐνόντα φέρει, ἃ δὴ λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δὲ οὔ (Πολιτεία, d-e). Ο λόγος, ως διάκριση στον άνθρωπο, τον οδηγεί στη σωφροσύνη, σε αντίθεση με την επιθυμία, που τον άγει υποχρεωτικά στην ύβρη: Δόξης μὲν οὖν ἐπί τὸ ἄριστον λόγῳ ἀγούσης καὶ κρατούσης τῷ κράτει σωφροσύνη ὄνομα· ἐπιθυμίας δὲ ἀλόγως ἑλκούσης ἐπί ἡδονάς καὶ ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη (Φαίδρος, 238Α). Δίνεται μάλιστα η εύστοχη παρομοίωση της ψυχής με άμαξα που σύρεται από δυο άλογα, καθένα απ’ τα οποία εκπροσωπεί το έλλογο και το άλογο (επιθυμητικό) μέρος της- ο ηνίοχος, στη θέα ενός ελκυστικού προσώπου ή αντικειμένου, βρίσκει τον μεν έναν ίππο υπάκουο και εγκρατή, τον δε άλλον ανυπότακτο κι ορμητικό, οπότε αναγκάζεται να τραβήξει τα χαλινάρια για να συγκρατήσει την άμαξα από την άλογη πορεία της (Φαίδρος, 253 D).

Ο λόγος είναι επίσης το τμήμα της νόησης που αντιλαμβάνεται το παντοτινά ον, που δεν έχει γένεση, σε αντιδιαστολή με το μη ον, το μεταβλητό, που γίνεται αντιληπτό μέσω της γνώμης και της άλογης αίσθησης: τί τὸ ὂν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχων, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, ἀεί κατὰ ταὐτὰ ὄν, τὸ δ’ αὖ δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν (Τίμαιος, 28α). Το αμετάβλητο, βάσει του οποίου ο Θεός έπλασε το σύμπαν, γίνεται αντιληπτό από το λόγο και τη φρόνηση αλλά και η ανεύρεση της εικόνας που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τη δημιουργία του είναι έργο των κατάλληλων λόγων- συλλογισμών, που, όμοια με το σταθερό ον που ερμηνεύουν, θα πρέπει να είναι αμετάβλητοι: ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ εἰσίν ἐξηγηταί, τούτων αὐτών καὶ συγγενείς ὄντας· τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους... (Τίμαιος, 29 b). Πραγματικά, το αληθινά ον έχει μόνο έναν αληθινό ταιριαστό λόγο, το «είναι», δίχως παρελθόν ή μέλλον, μια και αποτελεί άφθαρτη και αμετάβλητη οντότητα: τῇ δὲ τὸ ἔστιν μόνον κατὰ τὸν ἀληθῆ λόγον προσήκει (Τίμαιος, 38α). Ο λόγος δεν είναι η ομιλία που δημιουργεί όπως στην αρχή της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη. Η δε ομιλία-λόγος δόθηκε στον άνθρωπο ως μέσο για τη διάδοση της γνώσης που φωλιάζει σε κάθε δημιούργημα και φαινόμενο του σύμπαντος, τα οποία ανακαλύπτει χάρη στις υπόλοιπες αισθήσεις και δεξιότητές του (Τίμαιος, 47c-d). Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου κατοικεί στο σώμα σε χωριστά διαμερίσματα- ως λόγος-λογική, καταλαμβάνει το ανώτερο μέρος του (κεφάλι- αυχένα) ενώ ως επιθυμία- αίσθημα το κατώτερο· μάλιστα, το κατώτερο τμήμα των ορμών, διαχωρίζεται και από το αισθηματικό μέσω του διαφράγματος, μια και δεν είναι σε θέση να κατανοήσει καθόλου τα ανώτερα μέρη. (Τίμαιος, 70-71c).

Ο Λόγος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Ψυχή, Θεός, Θείο, Μεταφυσική, Ηράκλειτος, Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Παρμενίδης, ΣτωικοίΣτο έργο Κρατύλος, όπου ο Πλάτωνας διερευνά το θέμα της προέλευσης των ονομάτων, ο λόγος ταυτίζεται και με την ονομασία ενός πράγματος αλλά και με την πράξη που αφορά τον ορισμό του με βάση την αληθινή του φύση- την πράξη δηλαδή που του αποδίδει το όνομα εκείνο που ταιριάζει στην ουσία του. Γι αυτό, η ονοματοθεσία δεν είναι κάτι αυθαίρετο αλλά πρόκειται για έργο ενός νομοθέτη, γεγονός που καθιστά τον ίδιο το λόγο «νόμο» και πράξη αποδίδουσα τη θεϊκή νομοτέλεια- εκείνος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τους κατάλληλους φθόγγους που μιμούνται την ουσία των πραγμάτων και τη φανερώνουν (Κρατύλος, 423e). Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για το λόγο ως ομιλία που δημιουργεί τα πράγματα- αυτά υπάρχουν και τα αληθινά ονόματα τους δίνονται. Δεν είναι ότι τα ονόματα δημιουργούν ή γίνονται τα πράγματζ. Όποιος, όμως, είναι σε θέση να γνωρίζει τα αληθινά ονόματα, γνωρίζει και τα ίδια τα πράγματα (Κρατύλος, 435 d)- όσο για τα αληθινά ονόματα, δε μπορεί παρά να τέθηκαν από κάποια ανώτερη δύναμη κι όχι από τον άνθρωπο, ώστε να καθίστανται εξ ανάγκης σωστά (Κρατύλος, 438b-c).

Συνέχεια της συζήτησης αυτής περί ονομάτων θα μπορούσε να αποτελεί η εκτενής αναφορά στον «οριστικό λόγο» στα έργα του Αριστοτέλη Περί Ψυχής και Μετά τα Φυσικά. Κατ’ εκείνον, ο λόγος του ορισμού ενός πράγματος δεν πρέπει να δηλώνει μόνο το γεγονός (την ύπαρξή του), όπως κάνουν οι περισσότεροι ορισμοί, αλλά μέσω αυτού να γίνεται φανερή και η αιτία (οὐ γὰρ μόνον τὸ ὅτι δεῖ τὸν ὁριστικόν λόγον δηλοῦν, ὣσπερ οἱ πλεῖστοι τῶν ὁρισμῶν, ἀλλά καὶ τὴν αἰτίαν ἐνυπάρχειν καὶ ἐμφαίνεσθαι, Περί Ψυχής, 413α 15-20). Με βάση αυτό το σκεπτικό, για κάθε πράγμα υπάρχει ένας ορθός ορισμός που αναφέρει την κύρια ιδιότητά του, με άλλα λόγια, ένα όνομα που αγγίζει καθεαυτή την ουσία του. Όσα μέρη του πράγματος είναι φθαρτά, δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό λόγο του, μια και δεν αποτελούν την ουσία του, όπως οι σάρκες και τα οστά που είναι φθαρτά δε συνιστούν τον άνθρωπο και άρα δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον ορθό ορισμό του. Πρόκειται, στην περίπτωσή τους, για μεταγενέστερα στοιχεία, υλικά όπως τα ονομάζει, που προέκυψαν από τα πρώτα, μη υλικά, που δε φθείρονται και επομένως συνιστούν την ουσία (ὦσθ’ ὅσα μὲν μέρη ὡς ὕλη καὶ εἰς ἃ διαιρείται ὡς ὕλη, ὕστερα· ὅσα δὲ ὡς τοῦ λόγου καὶ τῆς οὐσίας τῆς κατὰ τὸν λόγον, πρότερα ἤ πάντα ἤ ἔνια, Μετά τα Φυσικά, 1035b 12-15). Αυτή η ουσία των όντων και κατά συνέπεια και ο οριστικός λόγος που την εκφράζει, δεν έχουν την ανάγκη υλικής εκδήλωσης για να υπάρξουν ούτε και παύουν να υφίστανται μετά την καταστροφή ακόμα κι όλων των υλοποιήσεών τους- δίνει ένα παράδειγμα με τον κύκλο, που δεν καταστρέφεται ως ουσία έστω κι αν κάποιος σβήσει όλους τους ζωγραφιστούς ή σπάσει όλους τους ξύλινους κύκλους που έχουν κατασκευαστεί. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την ύλη ἄγνωστον καθ’ αὑτή, που σημαίνει ότι δε μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης (Μετά τα Φυσικά, 1035α, 10-11). Όμως, το ίδιο περίπου ισχύει, κατά τα λεγόμενά του, και για τον οριστικό λόγο που, αν και υπαρκτός, δε μπορεί ούτε να εκφωνηθεί, ούτε να αποδειχτεί ούτε να μελετηθεί- βρίσκεται στην ψυχή (ειδητικός λόγος) και απέχει απ’ όλους τους υλικούς χαρακτηρισμούς που της αποδίδονται για να περιγράψουν την ουσία της (Μετά τα Φυσικά, 1036 b- 1040a) καὶ σῳζομένων τῶν λόγων ἐν τῇ ψυχῇ τῶν αὐτῶν οὐκ ἔσται ὁρισμὸς οὔτε ἀπόδειξις.

Πέρα όμως από τη χρήση του λόγου με την έννοια των λέξεων που ορίζουν ένα πράγμα, ο Αριστοτέλης διατηρεί και την πλατωνική σημασία του ως «λογική» ή «λογιστικό μέρος της ψυχής», που αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για την εύρεση και εξάσκηση του μέτρου στην ανθρώπινη ζωή, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τον όρο «μεσότητα». Η μεσότητα, προϋπόθεση της ευτυχίας, δε μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω του ορθού λόγου, που θα υποδείξει στον άνθρωπο σε ποιο βαθμό πρέπει να εκδηλώνει κάθε συναίσθημα ή παρόρμησή του. Μέσω αυτού, προσεγγίζεται η προαίρεση, ουσία της αρετής, που αποτελεί με τη σειρά της γεννήτορα της ευτυχίας (Μεγάλα Ηθικά, 1185b-1186b 30). Οι πράξεις μας είναι σύμφωνες με τον ορθό λόγο όταν το άλογο μέρος της ψυχής (τα πάθη) δεν εμποδίζουν το λογικό της μέρος (το νου) να επιτελέσει το έργο του, όπως οφείλουν να κάνουν άλλωστε, υποτασσόμενα στην υπηρεσία του καλύτερου τμήματος της ψυχής. (ἔστιν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν, ὅταν τὸ ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς μὴ κωλύῃ τὸ λογιστικόν ἐνεργείν τὴν αὑτοῦ ἐνέργειαν· τότε γὰρ ἡ πρᾶξις ἔσται κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον..., Μεγάλα Ηθικά, 1208α 10-20).

Ευρύτατα χρησιμοποιεί την έννοια 'λόγος' ένας άλλος φιλόσοφος της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, που έζησε σε μια ελληνόφωνη ιουδαϊκή κοινότητα από το 30π.Χ. μέχρι το 50 μ.Χ. Στα έργα του, ο λόγος προσδιορίζεται ως η σταθεροποιητική αρχή του κόσμου ή η αρετή της ανθρώπινης ψυχής και μοιάζει με τη λέξη «ρήμα» των κειμένων της Αγίας Γραφής. Τα χαρακτηριστικά αυτού του λόγου παραθέτονται στους Νόμους Περί Αλληγορίας (Legum Allegoriae) ως εξής: ὁρᾷς τῆς ψυχῆς τροφῆν οἵα ἐστί λόγος θεοῦ συνεχής, βλέπει κανείς ότι η τροφή της ψυχής είναι τέτοια, ο συνεχής αυτός λόγος του θεού ἐοικώς δρόσῳ κύκλῳ πᾶσαν περιειληφώς καὶ μηδὲν μέρος ἀμέτοχον αὑτοῦ ἐῶν· που περιβάλλει τα πάντα σαν κύκλος δροσιάς, χωρίς να αφήνει τίποτα απέξω φαίνεται δ’ οὐ πανταχοῦ ὁ λόγος οὗτος, ἀλλ’ ἐπ’ ερήμου παθών καὶ κακιῶν, που δε φανερώνεται παντού, αλλά στις ερήμους παθών και κακιών καὶ ἔστι λεπτός νοήσαι τε καὶ νοηθῆναι, καὶ σφόδρα διαυγῆς καὶ καθαρός ὁραθήναι πολύ λεπτός για να τον συλλάβει και να τον κατανοήσει κανείς με το νου, εξαιρετικά διαυγής και διάφανος για να γίνει αντιληπτός με την όραση, καὶ ἔστιν ὡσεὶ κόριον μοιάζοντας με σπόρο κόλιανδρου φασί δὲ οἱ γεωπόνοι τὸ σπέρμα τοῦ κορίου διαιρεθέν εἰς ἄπειρα καὶ τμηθέν καθ’ ἕκαστου τῶν μερῶν που, όπως λένε οι γεωπόνοι, ακόμα κι αν διαιρεθεί σε απειροστά μέρη και κοπεί σε καθένα απ’ αυτά καὶ τμημάτων σπαρέν βλαστάνειν οὕτως, ὡς καὶ τὸ ὅλον ἠδύνατο· καθένα από αυτά είναι σε θέση να αναπαράγει ολόκληρο το φυτό αν σπαρεί, ακριβώς όπως και ο αρχικός σπόρος τοιούτος καὶ ὁ θεοῦ λόγος, καὶ δι’ ὅλων ὠφελητικός καὶ διὰ παντός μέρους και τοῦ τυχόντος τέτοιος είναι και ο λόγος του Θεού, και ολόκληρος ωφέλιμος και σε καθένα τυχαίο τμήμα του(ΙΙΙ, 169-170).

Ως κατὰ ἐβδομάδα κινούμενος τέλειος λόγος (Ι 19-21) αποτελεί την γενεσιουργό αρχή του νου και των αισθήσεων, όταν δε ἐπιγένηται τῇ ψυχῇ, ἐπέχεται ᾑ ἐξάς καὶ ὅσα θνητά ταύτη ποιεῖν δοκεῖ, που σημαίνει ότι υπεισέρχεται ως έβδομο στοιχείο στα έξι θνητά μέρη του κόσμου που εκπροσωπούνται από τις έξι μέρες της δημιουργίας και καταλύει τη θνητότητά τους (Ι 16). Ο άνθρωπος εκπίπτει και απομακρύνεται από το θείο λόγο ενδίδοντας σε ακόρεστες επιθυμίες για ηδονές διαπίπτει γὰρ τότε τῇ ψυχῇ καὶ ὁ σπερματικός καὶ γεννητικός τῶν καλῶν λόγος ὀρθός (ΙΙΙ 150) και η μόνη λύση για την επαναφορά στην πρώτιστη κατάστασή του δεν είναι άλλη από τον "σωφροσύνης λόγον" (ΙΙ 79), ο οποίος μοιάζει με τεχνητό φίδι που κατασκευάζεται ειδικά για να πολεμήσει ενάντια στο φίδι της Εύας (ΙΙ 79) και η λειτουργία του συνίσταται στο να δάκνειν καὶ τιτρώσκειν[...] καὶ αναιρεῖν τὸ πάθος, δηλαδή, να δαγκώνει και να πληγώνει και να καταστρέφει το πάθος (ΙΙ 99).

Ο λόγος μοιάζει να αποτελεί κάτι ανάμεσα σε θεό και ανθρώπους, έναν αρχάγγελο πρεσβευτή που «οὔτε ἀγέννητος ὡς θεός ὤν οὔτε γεννητός ὡς ὑμείς, ἀλλά μέσος τῶν ἄκρων, ἀμφοτέροις ὁμηρεύων»(ΙΙΙ 205-206), που «οὐδέποτε λήγει» (ΙΙΙ 130) και που τρέφει ως «μάννα» (άφθαρτη τροφή) τη «φιλοθεάμονον ψυχήν» (ΙΙΙ 79), που, σε αντίθεση με όσες στρέφονται στα ελκυστικά εγκόσμια αγαθά πρὸς τὰ κρόμυα καὶ τὰ σκόρδα, τὰ περιοδυνώντα τὰς κόρας (ΙΙΙ 79), εκείνη λαχταρά την αλήθεια. Ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ θεού και ανθρώπων, ο λόγος δεν αρκεί για να θρέψει ψυχές όπως του Ιακώβ, που μοιάζει να τον έχουν υπερβεί και να τρέφονται απευθείας από το θεό κι όχι από το λόγο, που θεραπεύει απλώς από ασθένειες (πάθη) τον άνθρωπο ἀλλ’ οὗτοι μὲν εὔχονται θεοῦ λόγου τραφῆναι, ὁ δὲ Ιακώβ καὶ τοῦ λόγου ὑπερκύψας ὑπ’ αὐτοῦ φήσι τρέφεσθαι τοῦ θεοῦ ... ὡραῖος οὕτος ὁ τρόπος, τροφέα τὸν θεόν, οὐχί λόγον, ἡγεῖται, τὸν δὲ ἄγγελον, ὃς ἐστί λόγος, ὥσπερ ἰατρόν κακῶν (ΙΙΙ 177).

Για το παγκόσμιο «σπίτι», το σύμπαν, αιτία υπήρξε η αγαθότητα του δημιουργού, υλικό του τα τέσσερα στοιχεία και όργανο για την υλοποίησή του, ο λόγος του θεού εὑρήσεις ... αἴτιον μὲν αὐτοῦ τὸν θεόν ὑφ’ οὗ γέγονεν, ὕλην δὲ τὰ τέσσερα στοιχεία ἐξ’ ὧν συνεκράθη, ὄργανον δὲ λόγον θεοῦ δι’ οὗ κατεσκευάσθη, τῆς δὲ κατασκευής αἰτίαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ δημιουργοῦ (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 127). Εδώ το όργανο είναι μάλλον η ομιλία δια της οποίας ο Θεός δημιουργεί στην αρχή της Γένεσης: όπως, και είπεν ο Θεός 'Γεννηθήτω το φώς' και έγινεν φως. Αλλά, μετά, στην περίπτωση του ανθρώπου, ο λόγος ως όργανο για ευτυχία είναι ο λογισμός, η διάκριση, ο ορθός λόγος, Έτσι λόγον ἡ φύσις δυνατώτατον σύμμαχον ἀνθρώπῳ δημιουργήσασα η φύση δημιούργησε για τον άνθρωπο το λόγο σαν ισχυρότατο σύμμαχο τὸν μὲν αὐτῷ χρῆσθαι δυνάμενον ὀρθώς ἀπέδειξεν εὐδαίμονα καὶ λογικόν ὄντως που όποιον μπορεί να τον χρησιμοποιεί καθιστά ευτυχισμένο και λογικό τὸν δὲ μὴ δυνάμενον ἄλογον τε καὶ κακοδαίμονα εκείνον δε που δε μπορεί, παράλογο και δυστυχή (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 39).


Ο Λόγος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Παρμενίδης, Στωικοί, Ψυχή, Θεός, Θείο, Μεταφυσική, Ηράκλειτος, Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, Αριστοτέλης,
Ο θεϊκός λόγος εμφανίζεται ακόμη ως αναπότρεπτη κινητήριος δύναμη του σύμπαντος την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αναγνωρίσει ως τέτοια και να πάψει να θεωρεί τα γεγονότα καρπούς των πράξεών του, αποδεχόμενος τα πάντα χωρίς να αποδίδει μομφές σε άλλους για όσα στην πραγματικότητα δεν είναι ικανοί να επηρεάσουν οὐχ’ ἅττ’ ἂν ἐπιτηδεύεις ἀγαθῶν μετουσίας ἤ κακῶν ἐστίν αἰτία ἀλλ’ ὁ δίοπος καὶ κυβερνήτης τοῦ παντός λόγος θεῖος, ῥᾷον ἄν ἔφερες τὰ συμπίπτοντα παυσάμενος τῶν συκοφαντιῶν καὶ ἐπιγράφειν ἡμῖν ἅ μὴ δυνάμεθα» (Περί των Χερουβίμ, 36). Αυτή η δύναμη του λόγου πραγματοποιεί κυκλικές κινήσεις που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘γυρίσματα της τύχης’ χορεύει γὰρ ἐν κύκλῳ λόγος ὁ θείος, ὅν οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζουσιν τύχην (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 176). Στην πραγματικότητα, όμως, ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον ατυχής, μια και καθόλου αφημένη στην τύχη δεν είναι η εξέλιξη των εγκόσμιων πραγμάτων, καθώς ο θείος λόγος φροντίζει για τη διατήρηση όλων των ισορροπιών μεταξύ των φυσικών δυνάμεων· οὐδὲ γῆ πᾶσα διαλυθήσεται πρὸς παντὸς ὕδατος ούτε όλη η γη δε θα διαλύεται από όλο το νερό, ὅπερ αὐτῆς οἱ κόλποι κεχωρήκασιν το οποίο οι κόλποι της έχουν δεχτεί, οὐδ’ ὑπό ἀέρος σβεσθήσεται πῦρ ούτε από τον αέρα δε θα σβήνει η φωτιά, οὐδ’ ἔμπαλιν ὑπό πυρός ἀήρ ἀναφλεχθήσεται ούτε και από τη φωτιά δε θα αναφλέγεται ο αέρας, τοῦ θείου λόγου μεθόριον τάττοντος αὑτὸν μια και ο θείος λόγος τάσσεται στο σύνορο μεταξύ τους καθάπερ φωνῆεν στοιχείων ἀφώνων όπως το φωνήεν παρεμβαίνει μεταξύ στοιχείων αφώνων (δηλ. των συμφώνων) ἵνα τὸ ὅλον ὥσπερ ἐπί τῆς ἐγγραμμάτου μουσικῆς συνηχήσῃ ώστε το σύνολο να ακουστεί αρμονικά όπως στη σωστή μουσική σύνθεση (Περί φυτουργίας, 121-122). Εδώ ο λόγος είναι αναλογία ή μέτρο.

Ακριβώς για να εισχωρήσει σε ολόκληρο το σύμπαν, σε όλες τις απόψεις της δημιουργίας, ο λόγος πολλαπλασιάζεται και σχηματίζει «ἀρχετύπους καὶ ἀσωμάτους ἀκτίνας τῆς λογικῆς πηγῆς τοῦ τελεσφόρου θεοῦ» που, όσο πλησιάζουν στην εκδηλωμένη δημιουργία, γίνονται αντιληπτές σαν εικόνες των αρχικών αθάνατων λόγων που οι άνθρωποι αποκαλούν από συνήθεια αγγέλους (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, 115). Οι περιγραφές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι κατονομάζονται «λόγοι» οι θεϊκοί νόμοι, εκπορευόμενοι από τον ένα λόγο, την ενιαία σοφία του Δημιουργού· σε άλλο σημείο πάλι, αποκαλούνται λόγοι οι ψυχές ή η λογική (διάνοια) στο νου του ανθρώπου, με άλλα λόγια, το «εκλεκτότερο», λεπτότερο κομμάτι του εκάστοτε εξεταζόμενου τμήματος της δημιουργίας, που επιλέγεται να επιτελέσει το ρόλο της κεφαλής στο σώμα ψυχαί δ’ εἰσίν ἀθάνατοι οἱ λόγοι οὗτοι. τούτων δὴ τῶν λόγων ἕνα λαβών, ἀριστίνδην ἐπιλεγόμενος τὸν ἀνωτάτῳ καὶ ὡσανεί σώματος ἡνωμένου κεφαλήν πλησίον ἱδρύεται διανοίας τῆς ἑαυτοῦ· καὶ γὰρ αὕτη τρόπον τινὰ τῆς ψυχῆς ἐστί κεφαλή (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, Ι 128). Θα τολμούσε κανείς να συσχετίσει αυτή την πολύπλευρη εισχώρηση του λόγου στην υλική δημιουργία με την εισχώρηση του Απολύτου στα πάντα, εκ των οποίων αποτελεί την πολύτιμη ουσία « Εγώ είμαι ο Εαυτός που βρίσκεται στις καρδιές όλων των πλασμάτων. Είμαι η αρχή, η ζωή και το τέλος όλων των όντων. Από τις Γραφές είμαι οι Βεδικοί Ύμνοι. Είμαι η ηλεκτρική ενέργεια στις δυνάμεις της φύσης. Από τις αισθήσεις είμαι ο καταγράφων νους. Και είμαι η νοημοσύνη μέσα σε όλες τις ζωές» (Μπχάγκαβατ Γκίτα, κεφ. 10. στ. 20-42).

Στη λεγόμενη Στωική Διδασκαλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους εκπροσώπους της Αρχαίας και Μέσης Στοάς (τέταρτος έως πρώτος προ Χριστού αιώνας), η έννοια του λόγου κατέχει κεντρική θέση. Από τα ελάχιστα σωζόμενα αποσπάσμα του Ζήνωνα, του Χρυσίππου, του Ποσειδώνιου και του Παναίτιου, αλλά κυρίως από τις ποικίλλες αναφορές άλλων συγγραφεών στο έργο τους, συνάγεται το συμπέρασμα πως θεωρούσαν το λόγο τη θεϊκή δημιουργική δύναμη, διαμέσου της οποίας ρυθμίζονται οι λειτουργίες ολόκληρου του σύμπαντος. Ο Θεός βγήκε από την αρχική του απομόνωση και δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία, απ’ όπου προήλθε ολόκληρη η υλική δημιουργία - ενυπάρχει, εντούτοις, και ο ίδιος σε καθένα από τα δημιουργήματά του «όπως στο νεογέννητο εξακολουθεί να υπάρχει σπέρμα» καὶ ὥσπερ ἐν τῇ γονῇ τὸ σπέρμα περιέχεται, οὕτω καὶ τούτων σπερματικόν λόγον ὄντα τοῦ κόσμου ( Διογένης Λαέρτιος, VII, 136). Μάλιστα, ο σπερματικός αυτός λόγος εξατομικεύεται για κάθε είδος της δημιουργίας και καθορίζει ως νόμος όλη του την εξέλιξη ἐστί δὲ φύσις ἔξις ἐξ αὑτῆς κινουμένη κατὰ σπερματικούς λόγους ἀποτελούσα τε καὶ συνέχουσα τὰ ἐξ’ αὑτῆς ἐν ὡρισμένοις χρόνοις καὶ τοιαῦτα δρῶσα ἀφ’ οἵων ἀπεκρίθη (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Αν και άϋλος, ο λόγος συνυπάρχει με το υλικό μέρος του όντος, το οποίο δεν ποιεί αλλά πάσχει (είναι δηλαδή αποδέκτης της δημιουργίας του λόγου) ἀρχάς εἶναι τῶν ὅλων δύο, τὸ ποιοῦν καὶ τὸ πάσχον, τὸ μὲν οὖν πάσχον εἶναι τὴν ἄποιον οὐσίαν τὴν ὕλην, τὸ δὲ ποιοῦν τὸν ἐν αὐτῇ λόγον τὸν θεὸν (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 134).

Χάρις στην δύναμη του λόγου, τον «τόνον», το σύμπαν διέπεται απ’ άκρη σ’ άκρη από την αρχή της «συμπαθείας», σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα αλληλεπιδρούν· στη δική του δύναμη οφείλονται και οι ευνομούμενες σχέσεις τους, μια και ο ίδιος εξακολουθεί να διαρρέει το σύμπαν και μετά τη δημιουργία του και να το συντηρεί σε μια νομοτελειακή τάξη, την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη»: ἔστι δ’ εἱμαρμένη αἰτία τῶν ὄντων εἰρομένη ἤ λόγος καθ’ ὅν ὁ κόσμος διεξάγεται (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Χάρη στην πύρινη υφή του («πυρ τεχνικόν»), ο κοσμικός λόγος συντηρεί και αυξάνει τα πλάσματα, σε αντίθεση με το εγκόσμιο πυρ, το «άτεχνο», που καίει και καταστρέφει· αποτελεί δε μια από τις ποικίλλες εκφράσεις της Φύσης, η οποία «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.) αλλά και «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323).

Στην ατομική του διάσταση, ο ίδιος λόγος συνιστά για τον άνθρωπο τον «εν ημίν» λόγο των Στωικών· χάρις στην ομοιότητά τους, ο άνθρωπος μπορεί να βρεθεί σε πλήρη αρμονία με τον κοσμικό λόγο ακολουθώντας απλά την ίδια του τη φύση, που διέπεται από τις αρχές του ατομικού του λόγου (διόπερ πρῶτος ὁ Ζήνων ἐν τῷ Περὶ ἀνθρώπου φύσεως τέλος εἶπε τὸ ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, ὅπερ ἐστὶ κατ' ἀρετὴν ζῆν· ἄγει γὰρ πρὸς ταύτην ἡμᾶς ἡ φύσις, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 87). Ζωή αντίθετη στο Λόγο – Φύση μπορεί να διέπεται μόνο από πάθος, το οποίο συνιστά ὁρμὴ πλεονάζουσα (ἔστι δὲ αὐτὸ τὸ πάθος κατὰ Ζήνωνα ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν ψυχῆς κίνησις ἢ ὁρμὴ πλεονάζουσα, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 101). Ενώ για τα ζώα, το να ζουν σύμφωνα με τη φύση τους ισοδυναμεί με το να ζουν με βάση τις φυσικές ορμές τους, για τα όντα που έχουν λογική (άνθρωποι) δίνεται μια ανώτερη ρύθμιση, δηλαδή ο λόγος=διάκριση, που κάποτε μπορεί και να εναντιώνεται (υπερεπιβάλλεται) στη φυσική ορμή για την "τελειότερη προστασία τους": τούτοις μὲν [στα ζώα] τὸ κατὰ φύσιν ζῆν τῷ κατὰ τὴν ὁρμὴν διοικεῖσθαι. τοῦ δὲ λόγου τοῖς λογικοῖς κατὰ τελειοτέραν προστασίαν δεδομένου, τὸ κατὰ λόγον ζῆν ὀρθῶς γίνεσθαι <τού> τοῖς κατὰ φύσιν. τεχνίτης γὰρ οὕτως ἐπιγίνεται τῆς ὁρμῆς (Διογένης Λαέρτιος VII, 86).

Σημαντικότερη πτυχή αυτής της εναρμόνισης είναι ο σεβασμός απέναντι στα πάντα, εφόσον όλα εμπεριέχουν τον ίδιο το Θεό και εξελίσσονται με βάση την επιθυμία του, όπως αυτή εκδηλώνεται στον ιδιαίτερο σπερματικό λόγο που τα οριοθετεί διόπερ τέλος γίνεται τὸ ἀκολούθως τῇ φύσει ζῆν γι αυτό και γίνεται σκοπός να ζει κανείς σύμφωνα με το φυσικό νόμο, ὅπερ ἐστί κατὰ τε τὴν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν τῶν ὅλων όπως ακριβώς υπάρχει αυτός μέσα στον ίδιο και σε όλα τα άλλα πλάσματα, οὐδὲν ἐνεργοῦντας ὧν ἀπαγορεύειν εἴωθεν ὁ νόμος ὁ κοινός χωρίς να κάνει τίποτα που να απαγορεύεται από τον κοινό αυτό νόμο, ὅσπερ ἐστίν ὁ ὀρθός λόγος, διὰ πάντων ἐρχόμενος που δεν είναι άλλος από τον κοινό λόγο, τον διερχόμενο από τα πάντα, ὁ αὐτός ὤν τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι ο ίδιος που ενυπάρχει και στο Δία, αποτελώντας τον καθοδηγητή του στη διοίκηση των όντων (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 88). Σεβόμενος και αποδεχόμενος το λόγο σε κάθε εκδήλωσή του, ο άνθρωπος κατακτά τη στωική αταραξία, ισοδύναμη της μακαριότητας που μνημονεύεται από άλλους φιλοσόφους αλλά και από τη Βεδική Παράδοση. Αρωγός του σε αυτή την προσπάθεια είναι ο ίδιος ο λόγος, που στη δική του περίπτωση (ανθρώπινη ενσωμάτωση) εκδηλώνεται σα δύναμη διάκρισης που οδηγεί στην εκάστοτε ορθή επιλογή ἄλλοι δὲ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ορθὸν λόγον κριτήριον [της αληθείας] ἀπολείπουσιν, ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ Περί Κριτηρίου φησί» (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 54). Μέσω αυτού του λόγου-διάκρισης, ο σπερματικός λόγος του ανθρώπου αναπτύσσεται πλήρως κι ανθίζει, αποδίδοντας τον λόγο-καρπό της ανθρώπινης ενσωμάτωσης.

Βιβλιογραφία

1. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Οι Έννοιες, Οι Θεωρίες, τα Ρεύματα και τα Πρόσωπα (εξάγλωσση ορολογία), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.
2. Πλάτωνος Πολιτεία, μτφ Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Πόλις, Αθήνα 2002.
3. Πλάτωνος Κρατύλος, μτφ Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1994
4. Πλάτωνος Τίμαιος ή Περί Ατλαντίδος, μτφ Αθανάσιος Τσακνάκης, Βιβλιο...βάρδια Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005.
5. Πλάτωνος Φαίδρος, μτφ Ν. Αχείμαστος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα.
6. Αριστοτέλους Άπαντα, Τόμος 4 (Μεγάλα Ηθικά, Οικονομικός, Περί Αρετών και Κακιών), μτφ Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1993.
7. Αριστοτέλους Περί Ψυχής, μτφ Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998.
8. Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, μτφ Ανδ. Δαλέζιος, Πάπυρος Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, Αθήνα 1975 (2 τόμοι)
9. Jean Brun, Ηράκλειτος, μτφ Σαπφώ Διαμαντή, Μτφ αυθ. κειμένων Πόλυ Γκέκα, Πλέθρον Αθήνα 1987.
10. Καραβίας Α., Ηρακλείτος, Τα Αποσπάσματα, μτφ Ευαγγ. Ρούσσου, Α. Καραβία, Αθήνα 1971.
11. Παρμενίδης ο Ελεάτης, Περί Φύσιος, μτφ Γεώργιος Καραγιάννης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2003.
12. Philo I-V, Loeb Classical Library, London 1968
13. Emile Brehier, Les Ιdees Philosophiques et religieuses de Philon d’ Alexandrie, Librairie Alphonse Picard & Fils, Paris 1908.
14. Diogenes Laertius II, Loeb Classical Library, London 1958, Books VI-X.
15. Ioannes Ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, Ιn Aedibus B.G. Teubneri, Lipsiae MCMIII. (3 Volumen).



Αναρτήθηκε από:
Τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις