πηγή : http://www.onestory.gr/post/27898413567
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
του Παναγιώτη Μποζιονέλου *
.
Είναι 4 και 32 π.μ. Όλα τα φώτα μέσα στο δωμάτιο είναι κλειστά. Ένα
σώμα, μόνο, γυμνό και σκεπασμένο με διάφορα σεντόνια αφήνει απαλές
ανάσες ανήσυχου ύπνου. Νιώθει κανείς την βαριά ατμόσφαιρα της νύχτας να
παίρνει μέρος σε μία αέναη μάχη ενάντια στον χρόνο. Θα έλεγε κανείς
βέβαια, πως δύσκολα κάποιος θα παραβίαζε την συμφωνία της σιγής του
σκοταδιού. Όμως να, που ένα τηλέφωνο φαίνεται να δονείται πάνω στο
τραπέζι του καθιστικού.
Ο Γιάννης πετάγεται από τον ύπνο του και σαν μαγεμένος τρέχει στο
τηλέφωνο. Κοιτάζει την οθόνη, μήπως και αναγνωρίσει τον αριθμό, αλλά
διαγράφεται μόνο μία λέξη μπροστά. Απόκρυψη. Πάνω σε εκείνο το
δευτερόλεπτο αναποφάσιστης στιγμής, ο Γιάννης δεν ξέρει αν πρέπει να το
σηκώσει, και δυστυχώς ο ύπνος του τώρα είχε διαταραχτεί αμετάκλητα.
Οπότε, παίρνει το ρίσκο να κάνει το επόμενο βήμα επικοινωνίας.
«Λέγεται;» ακούγεται η βραχνή φωνή του Γιάννη μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο.
Στην αρχή σιωπή, στην συνεχεία μία τρεμάμενη, αντρική φωνή παίρνει το θάρρος της απάντησης.
«Γεια» καταφέρνει μόνο να ψελλίσει και αφήνει μετά την επόμενη κίνηση στον Γιάννη.
«Ποιος είναι;» ρωτάει ο Γιάννης, ανυπόμονα θυμωμένος.
«Δεν με ξέρεις, ούτε εγώ εσένα…» λέει ο άγνωστος άντρας.
«Συγγνώμη; Αν δεν σας ξέρω, τότε πώς βρήκατε τον αριθμό μου;» λέει ανήσυχα ο Γιάννης.
«Στην τύχη. Απλά είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον άγνωστο.»
«Είσαι τρελός άνθρωπε μου, μέσα στη νύχτα θέλεις να κάνεις κοινωνικές
σχέσεις; Καλή σου μέρα» λέει ο Γιάννης και ετοιμάζεται να το κλείσει.
«Μην το κλείσεις…σε παρακαλώ…» λέει ο άγνωστος νεαρός.
Ήταν κάτι σε αυτή τη φωνή, κάτι τόσο ανήθικα μελαγχολικό, που σχεδόν κράτησε το χέρι του Γιάννη από το να κλείσει το τηλέφωνο.
«Τι θες άνθρωπε μου τέτοια ώρα; Έχουμε και δουλειές αύριο.» λέει ο Γιάννης, αυτήν την φορά αγανακτισμένα.
«Θέλω να μιλήσουμε. Θέλω έναν άνθρωπο να με ακούσει.»
Τώρα η σιωπή ήρθε από τη μεριά του Γιάννη.
«Δεν έχεις φίλους να το κάνουν αυτό;»
«Όχι…έγινε κάτι σήμερα…και…όχι…»
Δεν μπορούσε να βρει το θάρρος να συνεχίσει την πρότασή του. Ο
Γιάννης αποφάσισε να του μιλήσει, αφού τώρα πια είχε χάσει τον ύπνο του.
«Εντάξει, εντάξει. Δεν χρειάζεται να μου πεις. Αφού είναι έτσι
λοιπόν, για πες μου. Τι θες τόσο απεγνωσμένα να βγάλεις από μέσα σου;»
Με το τηλέφωνο στο χέρι, ο Γιάννης τώρα μετακινείται στο κρεβάτι του και σκεπάζει το γυμνό σώμα του με τα λεπτά σεντόνια.
«Με λένε Νίκο. Είμαι 16 χρονών και φοβάμαι.»
«Τι φοβάσαι;»
«Ότι θα κάνω κακό στον εαυτό μου.»
Η φωνή του Νίκου ήταν παγωμένα καθαρή όταν ανέφερε αυτά τα λόγια. Ο Γιάννης από την άλλη, ανατρίχιασε ολόκληρος.
«Που είσαι παιδί μου; Οι γονείς σου που είναι; Τι είναι αυτά που λες;»
«Σου λέω την αλήθεια. Οι γονείς μου με έδιωξαν από το σπίτι και οι
φίλοι μου δεν μου μιλάνε. Είμαι μόνος μου σε αυτή τη ζωή, και δεν αξίζει
να ζω.»
Η ανατριχίλα του Γιάννη επέστρεψε πιο έντονη.
«Τι είναι αυτά που λες; Γιατί στο έκαναν αυτό οι γονείς σου;»
«Γιατί έμαθαν κάτι για εμένα…όπως και όλοι στο σχολείο.»
«Και που είσαι τώρα;»
«Τώρα είμαι σε ένα ξενοδοχείο. Είχα κάτι χρήματα στην άκρη και έκλεισα ένα δωμάτιο για μία νύχτα.»
Ο Γιάννης, ιδρωμένος τώρα, άρχισε να σκέφτεται πανικόβλητος τι μπορεί
να κάνει για να τον βοηθήσει. Εκείνη τη στιγμή καταριόταν τη στιγμή που
σήκωσε το τηλέφωνο.
«Μη κάνεις καμία χαζομάρα. Πες μου που είσαι να έρθω να σε βοηθήσω.»
«Όχι. Δεν είμαι χαζός. Θα καλέσεις και την αστυνομία και θα με πάνε
πίσω σε εκείνους. Δεν θέλω να γυρίσω εκεί, να με κοιτάζουν σαν να είμαι
τέρας.» έλεγε ο Νίκος και η φωνή του άρχιζε να σπάει στις τελευταίες δύο
λέξεις.
Ο Γιάννης σκέφτηκε να πάει με τα νερά του για να μην τον ταράξει περισσότερο.
«Εντάξει. Για πες μου λοιπόν, τι ήταν αυτό μου έμαθαν οι γονείς σου και σε έδιωξαν;»
«Εεε…έμαθαν κάτι…δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι με έδιωξαν.»
«Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;»
«Δεν ξέρω. Είμαι με ένα ψαλίδι στο χέρι και ετοιμάζομαι να κόψω τις
φλέβες μου, αλλά κάτι με σταματάει. Δεν ξέρω τι να κάνω…σκέφτομαι τους
φίλους μου και τους γονείς μου και δεν μπορώ να το κάνω. Αλλά από την
άλλη σκέφτομαι το βλέμμα τους και το χέρι μου πιέζει όλο και περισσότερο
το ψαλίδι πάνω στον καρπό μου. Φοβάμαι…αλλά δεν αντέχω άλλο. Γιατί
έπρεπε να το μάθουν;»
Τα αναφιλητά του, δεν τον άφηναν να μιλήσει άλλο. Ο Γιάννης περίμενε
να ηρεμήσει, αλλά όσο μιλούσε ο μικρός, τόσο και ο ίδιος έμπαινε μέσα
στην ιστορία.
«Γιατί τίποτα δεν μπορεί να μείνει μυστικό για πάντα Νίκο. Όλα τα
μεγάλα μυστικά είναι αυτά που κρύβουν και τις μεγαλύτερες πληγές. Όμως
είναι πληγές, δεν είναι θάνατοι. Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου.»
«Γιατί; Τι έχω να χάσω;»
«Τι ζωή σου, το μέλλον σου και όλα αυτά που σου φυλάει ο Θεός.»
«Ο Θεός μου φυλάει μόνο πόνο. Πρώτα με κάνει τέρας, μετά κάνει όλους
τους φίλους μου να το μάθουν και να με πειράζουν και τώρα μου παίρνει
τους γονείς μου και όσα αγαπούσα. Αυτό είναι Θεός;»
Ο Γιάννης είχε αρχίσει να τα βρίσκει σκούρα. Ο μικρός, μέσα στην
καταχνιά της νύχτας έβρισκε πάτημα στον πόνο του. Δεν είχε και άδικο
όμως.
«Δεν ξέρω φίλε μου. Η πίστη είναι το τελευταίο όπλο κατά της
απελπισίας. Αν δεν θες να πιστέψεις στο Θεό, πίστεψε τουλάχιστον στον
εαυτό σου. Δεν είσαι τέρας, ότι και να έγινε. Δεν σε ακούω να γρυλίζεις,
δεν νιώθω φόβο απέναντι σου, μόνο συμπάθεια για τη ψυχή ενός παιδιού
που κινδυνεύει.»
«Και πάλι όμως, δεν ξέρεις. Για αυτό το λες αυτό. Αν ήξερες, δεν θα τα έλεγες όλα αυτά.»
«Δεν ξέρω γιατί εσύ δεν μου το επιτρέπεις. Κρίνω με όσα ξέρω, και ένα
είναι σίγουρο. Ξέρω ότι οι γονείς σου δεν εννοούσαν αυτά που είπαν και
σε αγαπάνε πολύ. Αλλά ήταν μία δύσκολη στιγμή που δεν μπόρεσαν να
ελέγξουν τα αισθήματά τους.»
«Λες βλακείες. Αυτός με χτύπησε και μετά μου είπε να μην ξαναπατήσω
το πόδι μου στο σπίτι του, ότι δεν έχει πια γιο και ότι αν με ξαναδεί θα
με σκοτώσει στο ξύλο.» Ο μικρός τώρα έκλαιγε με λυγμούς, αλλά δεν
φαινόταν να έχει τελειώσει αυτά που ήθελε να πει. «Και έτσι, εγώ ήρθα
εδώ, για να κάνω μόνος μου αυτό που θέλει να κάνει αυτός. Αν θέλει να
πεθάνω, τότε θα πεθάνω επειδή το θέλω εγώ.»
Ο Γιάννης για ένα λεπτό τρόμαξε ότι ο μικρός είχε αφαιρέσει τη ζωή
του αλλά αμέσως μετά άκουσε ένα αναφιλητό και ξεκίνησε να ανασαίνει
πάλι.
«Μην με τρομάζεις έτσι μικρέ. Άκου να σου πω, οι γονείς σου είναι και
αυτοί άνθρωποι. Ίσως να μην κατάλαβαν καλά και να χρειάζονται λίγο
χρόνο. Ίσως το είπαν αυτό ασυναίσθητα και τώρα να σε ψάχνουν. Γιατί δεν
τους δίνεις μία ευκαιρία; Γιατί δεν δίνεις στον κόσμο μία δεύτερη
ευκαιρία;»
«Για τον ίδιο λόγο που και ο κόσμος μου έκλεψε την πρώτη ευκαιρία.
Γιατί με μισούν και δεν θα με καταλάβουν πότε. Εγώ το μόνο που έκανα
ήταν να αγαπήσω το λάθος άτομο και τώρα το πληρώνω έτσι; Μακάρι να μην
αγαπούσα ποτέ!» λέει φωνάζοντας ο Νίκος.
Ο Γιάννης κατάλαβε. Τα μάτια του ήταν κατεβασμένα πάνω στα σεντόνια
του, σε αυτά τα σεντόνια που κάθε βραδύ κοιμόταν και ηρεμούσε το πνεύμα
του. Δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την
αδιαφορία των γονιών του και το χειρότερο, ένιωθε τον εαυτό του να
βυθίζεται και αυτός στην ιστορία του μικρού αγοριού. Όμως, δεν έπρεπε να
τα παρατήσει.
«Άκου να δεις Νίκο, το να αγαπάς κάποιον δεν είναι ποτέ λάθος. Αυτό
που είναι λάθος είναι να τα παρατάς. Θα σου έλεγα ζήσε μόνος σου,
κατάφερε τα εκεί που κανείς δεν περιμένει πως θα, όμως δεν είναι η ζωή
ένα μεγάλο παραμύθι Νίκο. Πάρε όσα περισσότερα μπορείς και προχώρα. Η
εκδίκηση φέρνει εκδίκηση, ο πόνος περισσότερο πόνο και ο φόβος, φόβο. Θα
πονέσεις πολύ ακόμα, θα αφήσεις πολλά σημάδια αίματος πάνω στην ψυχή
σου πριν νιώσεις πάλι ολόκληρος, όμως απλά μην τα παρατάς. Δεν είσαι
μόνος σου, έχεις ανθρώπους που σε αγαπάνε για αυτό που είσαι και θα
βρεις ένα σωρό ακόμα που θα σε αγαπάνε περισσότερα ειδικά επειδή είσαι
έτσι.» τώρα η φωνή του Γιάννη είχε αρχίσει να σπάει.
«Και μην φοβάσαι. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει μία θαρραλέα ψυχή,
πολλά όμως μπορούν να σταματήσουν μία φοβισμένη. Ζήσε για όλους αυτούς
που είναι σαν και εσένα και δεν άντεξαν να ζήσουν σε αυτόν τον σκληρό
κόσμο. Ζήσε για όλους αυτούς που δάκρυσαν όπως εσύ και άφησαν άδεια τα
παιδικά τους κρεβάτια. Ζήσε για να δεις πως όποιος ζει δεν μπορεί παρά
να πεθάνει αργότερα ευτυχισμένος. Και μην φοβάσαι, γιατί ο Θεός θα σε
φροντίζει πάντα, όπως σε φρόντισε απόψε και δεν σε άφησε να πας κοντά
του.»
Κανείς δεν μιλούσε για τα επόμενα δέκα λεπτά. Ακούγονταν διαδοχικές
αναπνοές μέσα από τα μακρινά δωμάτια. Ο Γιάννης είχε δακρύσει και
κρατούσε το κεφάλι του σκυμμένο, στηριγμένο στο ελεύθερο χέρι του. Όμως
ένιωθε αλλιώτικα από ποτέ άλλοτε. Ένιωθε ζωντανός. Ένιωθε σημαντικός και
ασήμαντος την ίδια στιγμή.
«Γιατί έκατσες και με άκουσες;» ρωτάει ένας κουρασμένος Νίκος.
«Δεν ξέρω. Μάλλον και εμένα ένας Θεός με οδήγησε να σε βοηθήσω.»
«Όχι, δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι η καρδιά σου με βοήθησε. Ο Θεός, αν
υπάρχει, απλά σου έδωσε αυτή τη καρδιά για να με βοηθήσει. Οπότε, θα
ευχαριστώ κάθε βράδυ αυτή την άγνωστη φωνή στο ακουστικό που με βοήθησε.
Ο Θεός, θα πρέπει να περιμένει στην σειρά του» λέει ο νεαρός Νίκος και
σχεδόν ακούγεται το χαμόγελο του που μαζεύει τα κομμάτια της ραγισμένης
καρδιάς του.
«Και τι θα κάνεις τώρα;» λέει ο Γιάννης που νιώθει απίστευτα ανακουφισμένος.
«Θα κοιμηθώ. Έχω ανάγκη από ύπνο» λέει ο Νίκος.
«Εντάξει. Και κράτα αυτόν τον αριθμό. Θέλω να ξέρω ότι είσαι καλά.» λέει ο Γιάννης και χαμογελάει.
«Εντάξει. Είμαστε σύμφωνοι. Ευχαριστώ και πάλι…αλήθεια, πώς σε λένε;»
«Με λένε Γιάννη και είμαι 28.» απαντάει χαμογελώντας ο Γιάννης.
«Ευχαριστώ και πάλι Γιάννη. Να ξέρεις απόψε εσύ με έσωσες. Καληνύχτα»
λέει μία απαλή φωνή και ακούγεται ο διακεκομμένος ήχος του ακουστικού.
Καλημέρα, μονολογεί ο Γιάννης και χαζεύει την αχτίδα του φωτός που
μπαίνει ανάμεσα από τα παραθυρόφυλλα του και με ένα χαμόγελο σκεφτόταν
πόσο τυχερός ήταν που σήκωσε το τηλέφωνο.
.
Ο Παναγιώτης Μποζιονέλος γεννήθηκε το 1992 στην
Αθήνα, αν και μένει μόνιμα σε ένα χωριό μερικά λεπτά έξω από το Ναύπλιο.
Είναι φοιτητής στο Τμήμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Πανεπιστημίου
Κρήτης. Ελπίζει σε ανέλπιστα όνειρα, γράφει για όλα αυτά που δεν μπορεί
να μιλήσει και εύχεται μέσα στα επόμενα χρόνια να κυκλοφορήσει το πρώτο
του βιβλίο.