ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
της Τζωρτζίνας Τσισμαλίδου *
.
Οι ριπές του παγωμένου αέρα της έκοβαν την ανάσα και της χαστούκιζαν
το πρόσωπο. Ήταν η τέλεια ψυχική αναζωογόνηση εν’ όψη του αποψινού
«απογεύματος της παρηγοριάς» που εξαναγκαζόταν να περάσει. Αν είχε άποψη
πάνω στο θέμα, η δική της παρηγοριά θα ήταν ένας τεράστιος καναπές και
ένα κουτί σοκολατάκια στα γόνατά της και σίγουρα όχι το περπάτημα στο
σκοτεινό, κρύο βράδυ.
«Καταραμένο τηλέφωνο τηλέφωνο» σκέφτηκε. «Λειτουργεί μόνο στο άσχετο
και ποτέ όταν το χρειάζομαι πραγματικά». Εντόπισε ένα μικρό γατάκι να
τουρτουρίζει κάτω από έναν ξερό θάμνο. «Συγγνώμη γατούλα» είπε,
περισσότερο για να το ακούσει η ίδια, παρά το γατάκι-χωρίς-όνομα.
«Στ’ αλήθεια, δεν μπορεί να γίνει κάτι για σένα. Τουλάχιστον, εσύ δεν
έχεις μπροστά σου 70 ή 80 χρόνια ζωής». Μα πού ήταν επιτέλους τα γάντια
της; Τα χρειαζόταν επειγόντως, ο καιρός χειροτέρευε. Έχει γούστο αν τα
είχε χάσει και αυτά, ήταν και καινούργια. Μπορεί και να της έπεσαν στο
δρόμο. Έκανε ένα γύρω το τετράγωνο μήπως και τα βρει. Δεν μπόρεσε να μη
ρίξει μια πλάγια ματιά στο θάμνο, για να δει αν το γατάκι ήταν ακόμα
εκεί. Ήταν.
«Τουλάχιστον πρέπει να πάω κάπου» σκέφτηκε. «Πού είναι η μαμά σου;»
ρώτησε φωναχτά το γατάκι. Εκείνο ανοιγόκλεισε τα μάτια του, κοιτάζοντάς
την. Κοίταξε το ρολόι της. «Ωχ, έχω αργήσει», γκρίνιαξε.
Ξαφνικά ένιωσε μια απέραντη νοσταλγία για το δωμάτιό της. Το να
μένεις που και που μόνος έχει και τα πλεονεκτήματά του: μπορείς να
βγάλεις τη μάσκα που φοράς μπροστά στο κοινό. Μόνη στο σπίτι και με το
κινητό κλειστό, θα μπορούσε να χαθεί στην τηλεόραση. Ειδικά απόψε, που ο
άνεμος σφύριζε τόσο μανιασμένα, που της έκοβε την ανάσα.
Έφτασε στο σπίτι της φίλης της ακριβώς τη στιγμή που εκείνη θρηνούσε
απεγνωσμένα το χαμένο της αμόρε. «Να πάρει!», σκέφτηκε για πολλοστή φορά
μέσα στις τελευταίες δύο ώρες. «Αυτό θα έχανα;». «Γιατί κλαίει σαν να
τον έχουνε σκοτώσει, για το όνομα του Θεού;». Έψαξε για χαρτομάντηλα και
για κανένα κομμάτι σοκολάτα. Σε λίγη ώρα κάθονταν μπροστά στην
τηλεόραση, είχε Mad Music Awards.
Το θέμα με την τηλεόραση και τη σοκολάτα είναι ότι δεν απαιτούν
τίποτα από εσένα. Φυσικά δεν μπορούν να σε παρηγορήσουν όπως μια καλή
φίλη, αλλά η καλή φίλη απόψε δεν είχε διάθεση για πολλές συζητήσεις.
Μετά από δύο ώρες τηλεόραση και μία ώρα internet, ο ύπνος φαινόταν μια
ενδιαφέρουσα συνέχεια.
Το κεφάλι της είχε μόλις ακουμπήσει το μαξιλάρι της, όταν ξαφνικά τα
μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι άκουσε μια γάτα.
Πώς όμως, αφού δεν είχε γάτα; Ούτε καν τις συμπαθούσε τις γάτες. Νάτο
πάλι! Ανακάθισε στο κρεβάτι της, βέβαιη ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί
αν δεν ανακάλυπτε από πού ερχόταν αυτό το μικρό νιαούρισμα.
Κρυφοκοίταξε έξω από το παράθυρο. Μπορούσε ακόμη να το ακούσει, δεν
έβλεπε όμως τίποτα. «Δεν πρόκειται να βγω πάλι έξω στο κρύο» ανακοίνωσε
στον εαυτό της. Δεν θα πείραζε όμως να ανοίξει λιγάκι την πόρτα…
Σαν να το παρέσυρε ο άνεμος, το μικρό γατάκι-χωρίς-όνομα έτρεξε σαν
αστραπή από μίλια μακριά και σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια της.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πώς εμφανίστηκε από το πουθενά αυτό το
γατάκι και μάλιστα με τόσο ξαφνικό τρόπο; Σκασμένη στα γέλια, έσκυψε
μπροστά στην ανοιχτή πόρτα «Μικρή γατούλα, πώς ήρθες ως εδώ;»
Αυτή τη φορά ανοιγόκλεισε τα μάτια του απαντώντας «μιάου». Έπειτα
κάθισε στα ποδαράκια του και την κοίταξε στα μάτια. «Μιάου», επανέλαβε.
Και τώρα τι γίνεται; Να το βγάλει έξω; Με τέτοιο άνεμο; Όχι βέβαια, θα
ήταν έγκλημα. Σίγουρα όμως θα θέλει φαγητό και τουαλέτα. Είχε κιόλας
αρχίσει να νιώθει πιο άνετα, καθώς καθάριζε με τη μικροσκοπική γλωσσίτσα
του το χρυσαφένιο του τρίχωμα.
Αναστέναξε και φόρεσε ένα τζιν στα γρήγορα. Δεν είχε άλλη επιλογή.
Ήταν βέβαιο ότι το γατάκι πεινούσε φρικτά. Γέλασε με τον εαυτό της καθώς
περπατούσε στους διαδρόμους του pet shop, μαζεύοντας παιχνίδια,
λιχουδιές και ένα μικρό κρεβάτι. Και ναι, σίγουρα θα χρειάζεται και ένα
από αυτά τα νυχοδρόμια. «Είναι απλά μια χαζή γάτα», σκέφτηκε. «Θυμήσου
πως δεν συμπαθείς καν τις γάτες».
Φτάνοντας στο σπίτι, ένιωσε μια ικανοποίηση βλέποντάς το να στέκεται
στο παράθυρο, περιμένοντας υπομονετικά (ήθελε να πιστεύει) την επιστροφή
της. «Έρχομαι χαζούλικο, έρχομαι». Έτρεξε στα πόδια της, καθώς εκείνη
ξεφόρτωνε τα λάφυρα και φανταζόταν «τώρα θα σκέφτεται πως ήταν σωστή η
απόφασή του να με ακολουθήσει ως εδώ. Πώς, όμως, τελοσπάντων, τα
κατάφερε όλα αυτά;»
Το χάιδεψε στο κεφάλι και του έξυσε τα αυτάκια, ενώ εκείνο έτρωγε.
Όταν τελείωσε το φαγητό του το σύστησε στο κουτί με την άμμο κι έπειτα
στο καινούργιο του κρεβάτι, που ήταν επενδυμένο με μαλακιά γούνα.
«Καθόλου άσχημα για ένα άστεγο πλασματάκι» σκέφτηκε. Πέταξε τα ρούχα της
και σύρθηκε ξανά κάτω από τα σκεπάσματα, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά
στο γατάκι.
Για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες, ένιωσε επιτέλους καλά. Το γατάκι
κουλουριάστηκε σαν μια μικρή γούνινη μπάλα και άρχισε να γουργουρίζει
δυνατά. Το μόνο που χρειαζόταν για να ικανοποιηθεί ήταν να του δώσει ένα
τίποτα από αυτά που η ίδια θεωρούσε μέχρι τώρα ως δεδομένα: ένα ζεστό
σπίτι, ένα μικρό γεύμα και ένα μαλακό κρεβάτι. Χαμογέλασε και έτριψε το
πρόσωπό της στη γούνα του.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι το να έχεις κάποιον να φροντίζεις
εξαφανίζει από τη ζωή σου τη μιζέρια και τη γκρίνια. Αύριο θα ξημέρωνε
μια καινούργια μέρα, αλλά τώρα, αυτή τη στιγμή, η ίδια και το γατάκι
είχαν βρει επιτέλους ένα σπίτι.
.
Η Τζωρτζίνα Τσισμαλίδου γεννήθηκε στη
Θεσσαλονίκη. Είναι τελειόφοιτη του Δημοτικού Σχολείου. Στον ελεύθερο
χρόνο της, της αρέσει να γράφει ποιήματα και μικρές ιστορίες.