Η ΜΑΓΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΝΩΣΤΩΝ
της Εύης Αγγελακοπούλου *
.
Καθόταν σε ένα απομονωμένο παγκάκι. Μακριά από κόσμο και φασαρία. Στο
χέρι της, ένα ποτό σε πλαστικό ποτήρι. Σκοτάδι. Πιο μακριά τα φώτα του
Δήμου, των σπιτιών και των bars. Ήταν σαν να είχε ανάψει μικρά κεριά
γύρω της. Απλά κοιτούσε την θάλασσα. Δεν ονειροπολούσε, δεν σκεφτόταν.
Απλά κοιτούσε την θάλασσα. Δεν ήταν δύσκολή. Ήταν απαιτητική.
- Μπορώ να κάτσω; Την ρώτησε.
- Μπορώ να πω όχι;
- Μπορείς. Της είπε χαμογελώντας.
- Μπορείς.
Κάθισε δίπλα της λίγο διστακτικά. Δεν ήταν κοινωνικός. Ήταν ρομαντικός. Ύστερα από δύο, τρία λεπτά…
- Μιχάλης.
- Νεφέλη. Του απάντησε παγωμένα.
- Χάρηκα. Της είπε λίγο αμήχανα.
- Βιάζεσαι. Βιάζεσαι να χαρείς. Τόσο μεγάλη ανάγκη το έχεις;
- Ορίστε;
- Δεν είναι υποκριτικό να λέμε ΄΄χάρηκα΄΄, όταν γνωρίζουμε κάποιον; Δεν με ξέρεις. Δεν ξέρεις. Και δεν χάρηκες.
- Εγώ πάντως χάρηκα. Εσύ όχι; Την ρώτησε για να συνεχίσει την συζήτηση.
- Δεν ξέρω ακόμα. Θα δείξει. Και έφερε το πλαστικό ποτήρι στο στόμα της.
- Από τι εξαρτάται;
- Από πολλά.
- Όπως;
- Αν βαρεθώ ή όχι.
- Και αν βαρεθείς;
- Θα σου το πω. Του απάντησε η Νεφέλη ενώ ο Μιχάλης γέλασε ελαφρά και
την ρώτησε αν έτσι κάνει πάντα με τους ανθρώπους και αν όντως θα του το
έλεγε τόσο ευθέως.
- Πως αλλιώς; Του απάντησε η Νεφέλη. Οι στιγμές είναι πολύτιμες για
να βαριόμαστε και να τις αναλώνουμε με αυτόν τον τρόπο. Και ο άλλος
απέναντί μας έχει το δικαίωμα να ξέρει. Αλλιώς θα είναι σαν σε κοροϊδεύω
. Έτσι είμαστε κερδισμένοι και οι δύο. Εγώ γιατί δεν θα βαριέμαι πια
και εσύ γιατί θα κάνεις κάτι για αυτό και γιατί δεν θα σε κοροϊδεύω πια
κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι περνάω καλά.
Πόσο δίκιο είχε, σκέφτηκε ο Μιχάλης αλλά δεν της το είπε. Τον είχε
αφοπλίσει αυτή η ειλικρίνεια της Νεφέλης. Αλλά κατά βάθος τον είχε
γοητεύσει.
- Και αν τις αναλώνουμε; Την ρώτησε.
- Τότε ο καθένας κάνει τις επιλογές του. Εγώ αν δεν μπορώ να τις αποφύγω τις αφήνω στην άκρη κρατώντας ότι μπορώ από αυτές.
- Άλλοι όμως βαριούνται μια ζωή. Την ίδια τους την ζωή.
- Πρόβλημά τους.
- Περίμενα καλύτερη απάντηση. Της είπε ο Μιχάλης για να την προκαλέσει. Είχε αρχίσει να του αρέσει ο τρόπος που μίλαγε.
- Νομίζω ότι ξέρεις τι θα απαντούσα. Ότι θα απαντούσες και εσύ και ο
καθένας. Ζωή χωρίς ζωή. Φόβος για ζωή. Και δεν τους λυπάμαι και καθόλου.
Τελειώνοντας την φράση της η Νεφέλη συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει
να απολαμβάνει την κουβέντα έτσι όπως εξελισσόταν, αν και στην αρχή
εκνευρίστηκε που κάποιος εισχώρησε στην ησυχία της με αυτόν τον τρόπο.
- Δεν ξέρω αν θα απαντούσα έτσι εγώ. Είπε ο Μιχάλης.
- Η ουσία μετράει και όχι οι λέξεις. Ο τρόπος που ζεις ίσως είναι η
απάντησή σου σε αυτούς τους ανθρώπους. Ίσως είσαι ένας από αυτούς.
- Δεν ξέρω αν είμαι αλλά θα ήθελα να ξέρω αν τελικά με βαριέσαι.
- Δεν ξέρω αν σε βαριέμαι. Ξέρω όμως ότι την στιγμή αυτή δεν την
βαριέμαι. Μου αρέσει η συζήτηση όπως εξελίσσεσαι αν και στην αρχή
εκνευρίστηκα που κάποιος χάλασε την ησυχία μου.
- Τι πρέπει να κάνω για να με βρεις ενδιαφέρων;
Η Νεφέλη γέλασε.
- Εκεί είναι η μαγεία. Στο να μη σου πω
Η φωνή της είχε γλυκάνει. Και μιλώντας για μαγεία φάνηκε να διψάει
αλλά και να αναζητάει για αυτήν. Προκαλούσε τα πάντα γύρω της για να την
βρει. Μπορεί να μην ήταν σκοπός της ζωής της αυτό αλλά σίγουρα ήταν
στόχος. Να βρίσκει παντού μαγεία.
- Υπάρχει μαγεία; Την ρώτησε ο Μιχάλης.
- Φυσικά! Παντού! Άνοιξε τα μάτια σου. Τα έχεις κλειστά και βλέπεις
μόνο αυτό που ξέρεις ότι θα δεις και όχι αυτά που όντως πρέπει να δεις.
Βλέπεις αυτά που σου έχουν μάθει να βλέπεις και αυτά που ξέρεις ότι θα
δεις και όχι αυτά που η ζωή θέλει να σου δείξει.
- Μιλάς πολύ ιδιαίτερα, διαφορετικά.
- Εσύ θα έλεγα ότι δεν μιλάς. Ρωτάς.
- Αυτό έχω ανάγκη αυτή την στιγμή. Της απάντησε ο Μιχάλης
Έχω ανάγκη να χαλαρώσω και να φύγω λίγο από τον δικό μου κόσμο και να
μπω στον κόσμο κάποιου άλλου. Όπως εσύ. Κάθεσαι εδώ με ένα ποτό στο
χέρι, δίπλα στην θάλασσα και την κοιτάς. Αυτό έχεις ανάγκη. Δεν
διαφέρουμε και πολύ. Καλύπτουμε τις ανάγκες μας.
- Δεν είμαι μόνη μου. Του απάντησε κοιτώντας τον για πρώτη φορά.
Είσαι εσύ εδώ. Εσύ κατάφερες να διακόψεις αυτό που είχα ανάγκη αλλά
μου έδειξες και κάτι άλλο που δεν είχα καταλάβει ότι χρειαζόμουν. Να
μιλήσω. Εγώ δεν έχω καταφέρει βέβαια ακόμα να σε κάνω να μιλήσεις αλλά
ούτε μάλλον και να χαλαρώσεις.
- Κάποιες φορές χαλαρώνουμε χωρίς καν να καταλαβαίνουμε το πώς. Και
το μυαλό μου αυτή την λίγη ώρα έφυγε από τον κόσμο μου. Επισκέφτηκε έναν
άλλον. Ίσως τον δικό σου. Δεν είναι γνωστό το μέρος. Δεν είναι οικεία
αλλά είναι όμορφα εκεί. Διαφορετικά. Ξεκούραστα.
- Πού ήταν πριν; Ρώτησε η Νεφέλη.
- Ήταν κάπου σκοτεινά. Στενά. Δεν ήθελα να είναι εκεί. Αλλά πήγε μόνο
του. Χωρίς να το θέλω. Δεν ήταν άνετα. Προσπάθησα να το πάρω και να το
πάω αλλού. Αλλά δεν μπορούσα. Πήρα αυτό που μπορούσα, το σώμα μου. Και
το έφερα εδώ. Το σώμα μου συνάντησε εσένα και στην συνέχεια σε συνάντησε
και το μυαλό μου.
- Το μυαλό δεν πρέπει να μένει στάσιμο. Είπε η Νεφέλη. Πρέπει να
ταξιδεύει, να γυρνάει, να φωτίζεται και να σκοτεινιάζει, να δουλεύει
αλλά και να κάνει διακοπές.
- Συχνά αναρωτιέμαι αν εμείς αφήνουμε το μυαλό μας σε σκοτεινά μέρη.
Αν εμείς δεν επιτρέπουμε το φως. Και αν δεν το επιτρέπουμε; Είναι τα
συναισθήματά μας το εμπόδιο;
- Τον ίδιο προβληματισμό έχω και εγώ. Είπε η Νεφέλη και πλέον ήταν σίγουρη. Της άρεσε η παρέα του Μιχάλη.
- Νομίζεις ότι θα βρούμε ποτέ απάντηση σε αυτό;
- Δεν ξέρω. Ίσως. Κάτι θα έρθει να μας αποκαλύψει την απάντηση. Ίσως
η διαδικασία της αναζήτησής της ίσως είναι πιο ενδιαφέρουσα και από
την ίδια την απάντηση. Και αν βρούμε την απάντηση; Θα μας αρέσει;
Σιωπή. Και δύο σκεφτόντουσαν. Δεν υπήρχε αμηχανία σε αυτήν την σιωπή. Ήταν κάτι το πολύ φυσικό.
- Είναι σαν τις Παρασκευές. Είπε ο Μιχάλης σπάζοντας την σιωπή. Η
Παρασκευή είναι η αγαπημένη μου μέρα. Δεν ξέρω αν το Σαββατοκύριακο μου
θα είναι καλό. Αλλά θέλω να έρθει. Θέλοντας να περάσω καλά μπαίνω σε μια
διαδικασία που μου δίνει χαρά. Μερικές φορές βέβαια η προσμονή, μου
δίνει περισσότερη χαρά και από το ίδιο το Σαββατοκύριακο.
- Κάπως έτσι. Του απάντησε η Νεφέλη χαμογελώντας γλυκά.
Και κοιτάζοντας το ρολόι της είπε στον Μιχάλη ότι ήταν ώρα να φύγει.
Και ο Μιχάλης την συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητό της που ήταν σχετικά
κοντά.
- Καληνύχτα και ‘’χάρηκα’’. Είπε χαμογελώντας η Νεφέλη.
- Και εγώ. Καληνύχτα και χάρηκα πολύ. Από την αρχή. Μάλλον άφησα την ζωή να μου δείξει αυτό που θέλει. Λίγη μαγεία.
Η Νεφέλη χαμογέλασε και έσκυψε λίγο το κεφάλι σαν να ντρεπόταν λίγο.
- Τα λέμε. Του είπε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.
- Το ξαναζούμε.
Και έτσι ακριβώς έγινε.
Το ξαναέζησαν.
.
Η Εύη Αγγελακοπούλου ζει στον κόσμο της.
Κάποιες φορές είναι όμορφα εκεί. Κάποιες άλλες όχι. Κάποιες φορές ο
πραγματικός κόσμος της φαίνεται άδικος και άσχημος και θέλει να δίνει
λίγο από τον δικό της μέσω της γραφής.