ΤΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
του Κωνσταντίνου Μπούτζουκα *
.
Άνοιξη με πινελιές καλοκαιριού μαρτυρούσε ο καταγάλανος ουρανός και ο
λαμπερός ήλιος εκείνη την Κυριακή. Ούτε που με ενδιέφερε. Στην καρδιά
μου ο απόλυτος χειμώνας. Σαν να με ειρωνευόταν αυτός ο πορτοκαλοκίτρινος
αστέρας εκεί έξω που είχε αγκαλιάσει όλη την πλάση και είχε ξεχάσει
μόνο εμένα. Δεν μπορούσα ούτε στιγμή να διώξω από το μυαλό μου όσα είχαν
συμβεί εκείνη την Τρίτη. Η θύμησή τους είχε εγκατασταθεί για τα καλά
στον πυρήνα του εγκεφάλου μου ενώ ταυτόχρονα ο πόνος είχε πολιορκήσει
και αλώσει ολοκληρωτικά την ψυχή μου.
”Μα πόσο μαλάκας μπορεί να είμαι ρε φίλε” σκέφτηκα φωναχτά σε μια
απρόσμενη κρίση αυτογνωσίας. ”Με πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο κι όμως
τη σκέφτομαι ακόμα”. Από τη μία ήξερα ότι αυτό που είχε κάνει δε
μπορούσα να της το συγχωρήσω αλλά από την άλλη κάτι μέσα μου, μια αόρατη
πληγή αιμορραγούσε στη σκέψη ότι δε θα ήταν πια δικιά μου• κι ας ήξερα
-μετά από ότι συνέβη- ότι τόσο καιρό με κορόιδευε και ότι δεν θεωρείτο
τυχαία ως μία από τις καλύτερες σπουδάστριες της δραματικής σχολής, όπου
φοιτούσε.
Ξαφνικά ο ήλιος έκανε μια δυναμική διείσδυση από την μπαλκονόπορτα
διακόπτοντας τις σκέψεις μου και λούζοντας με ακόμη περισσότερο φως το
δωμάτιο. Κι όμως, εγώ ακόμη κρύωνα και σκοτείνιαζα. Η θερμότητα της
ανοιξιάτικης ατμόσφαιρας με άγγιζε μόνο επιδερμικά ενώ το ισχυρό φως του
ήλιου αδυνατούσε να διασπάσει έστω και ελάχιστα το σκοτάδι της ψυχής
μου. Δεν άντεχα άλλο αυτήν την κατάσταση και, αν και δεν είχα καθόλου
διάθεση, σκέφτηκα ότι θα μου έκανε καλό μια βόλτα.
Είχα μέρες να βγω από το σπίτι. Για την ακρίβεια πέντε, από τότε που
την είδα να φιλιέται παθιασμένα με έναν συμφοιτητή της στις τουαλέτες
του κλαμπ στο οποίο έκανα πάρτυ για την ονομαστική μου εορτή. Το
χειρότερο ήταν ότι είκοσι λεπτά πριν από αυτό το αναπάντεχο θέαμα που
αντίκρισα μου είχε πει πως μ’ αγαπάει. Με είχε πάρει τρυφερά στην
αγκαλιά της και μου είχε πει ότι είμαι ότι σημαντικότερο στη ζωή της,
κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. Και εγώ την πίστεψα. Την πίστεψα ο
ανόητος, γι’ αυτό και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου όταν είδα το
κορμί της τυλιγμένο με το δικό του και τα χείλη της -αυτά τα χείλη που
μου είχαν πει ”Σ’ αγαπώ”- να διαψεύδουν κατηγορηματικά τα ίδια τους τα
λεγόμενα.
Καθώς έβαζα το τζιν μου ένας ήχος με ειδοποίησε ότι είχα μήνυμα στο
κινητό. Ήταν ο κολλητός μου ο Κώστας. Ο Κώστας ήταν ο μόνος που του είχα
εκμυστηρευτεί τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ λίγο μετά τις δύο και μισή
στις τουαλέτες του κλαμπ. Στο μήνυμα έγραφε ”Κανόνισα να πάμε για μπάλα
σήμερα με τα παιδιά. Δε σε ρωτάω καν αν θα έρθεις. Θα έρθω κατά τις
επτά να σε πάρω από το σπίτι. Άκου Θάνο, έχεις να βγεις από το σπίτι
πέντε μέρες εξαιτίας μιας -θα συγκρατηθώ και θα μιλήσω κόσμια- ηλίθιας.
Δε σου αξίζει να χαλιέσαι για πάρτυ της ρε, κατάλαβέ το. Το είπες και
μόνος σου ότι τελικά ήταν ψεύτικη. Ξέχνα τη και πήγαινε παρακάτω.
Λοιπόν, θα τα πούμε το απογευματάκι. Και κανόνισε να είσαι σε φόρμα
γιατί χρειαζόμαστε τον καλύτερο επιθετικό μας!!!”. Ένα αμυδρό χαμόγελο
σχηματίστηκε στα χείλη μου μόλις διάβασα και τις τελευταίες λέξεις του
μηνύματος. Ήταν το πρώτο μου χαμόγελο μετά από πέντε ημέρες όμως ένιωσα
σαν να χαμογελούσα για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Έχει δίκιο ο Κώστας,
δεν αξίζει να χαλιέμαι, σκέφτηκα, χωρίς όμως να το πολυπιστεύω μέσα μου.
* * *
Φόρεσα τα παπούτσια μου, έβαλα βιαστικά ένα πρόχειρο t-shirt με σχεδιάκια και βγήκα από το σπίτι.
Η Πρωτομαγιά -μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της άνοιξης- ήταν πολύ
κοντά και η φύση είχε προετοιμαστεί καταλλήλως για να την υποδεχτεί.
Ακόμα και η πόλη είχε φορέσει το λουλουδάτο της φόρεμα και μοσχοβόλαγε
μυρουδιές άνοιξης. Οι κήποι των σπιτιών, τα πάρκα και τα παρτέρια
ξεχείλιζαν από ανθισμένα λουλούδια και έδιναν ρεσιτάλ ομορφιάς μέσα από
μία πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων και αρωμάτων. Μαργαρίτες, τριαντάφυλλα,
γαρύφαλλα, ορτανσίες συνέθεταν το ανοιξιάτικο σκηνικό.
Περπάτησα για αρκετή ώρα βυθισμένος στις σκέψεις μου που δεν έλεγαν
να αφήσουν το μυαλό και την ψυχή μου να ησυχάσουν για λίγο. Δεν ήξερα τι
έπρεπε να κάνω με τη Ντίνα. Ομοφωνία δεν υπήρχε στον εσωτερικό μου
κόσμο.
Έκανε αφόρητη ζέστη και κάθισα κάτω από τον ίσκιο μιας κουκουναριάς
για να δροσιστώ λίγο. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, προς μεγάλη μου
έκπληξη, μια πολύχρωμη πεταλουδίτσα προσγειώθηκε πάνω στην μπλούζα μου
σε ένα σημείο που ήταν σχεδιασμένο ένα λουλουδάκι. Την κοιτούσα
σαστισμένος μέχρι που μετά από λίγα δευτερόλεπτα έφυγε από την μπλούζα
μου. Την ακολούθησα με το βλέμμα μου ώσπου -έπειτα από λίγες βόλτες στον
αέρα- προσγειώθηκε σε ένα αληθινό, αυτή τη φορά, λουλούδι. ”Πόσο
περισσότερο θα μπορούσα να ταυτιστώ με μια πεταλούδα;” σκέφτηκα, και
χαμογελώντας πήρα το δρόμο προς το σπίτι, σίγουρος πλέον ότι έπρεπε να
πετάξω μακριά από το ”ψεύτικο λουλούδι”.
.
Ο Κωνσταντίνος Μπούτζουκας γεννήθηκε το έτος
1991 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπουδάζει Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη
συγγραφή. Αγαπάει ιδιαίτερα την ποίηση και τα διηγήματα.