Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του,
Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και
επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες ("προσπάθησε να γίνει συγγραφέας]
και δεν τα κατάφερε", είπε κάποτε ο Μπόρχες. "Έγραψε μερικά πολύ καλά
σονέτα"). Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν από παλιά
οικογένεια της Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν
μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν
Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από
πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε
Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια. Μεγάλωσε στην τότε μακρινή
και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη
βιβλιοθήκη.
Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο
Ισίδορο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges
Acevedo), αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το
χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.
Ο Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη
σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και
το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε
περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα
(γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία
προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το
μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.
Αφού τέλειωσε ο
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες τρία χρόνια σε διάφορα
μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη.
Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού
λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, "Ύμνος στη Θάλασσα" ,
γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia
("Ελλάδα"). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον
Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.
Το
1921 ο Μπόρχες επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου
εισήγαγε το δόγμα του Ουλτραϊσμού και ξεκίνησε την καριέρα του ως
συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η
πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de Buenos Aires
(Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην αβάν-γκαρντ
επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η "τέχνη για την τέχνη" προσέγγιση
ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα του Μποέδο), συν-ίδρυσε
τα περιοδικά Prisma (1921–1922 και Proa (1922–1926). Ήταν τακτικός
συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το
1931 από τη Βικτόρια Οκάμπο και έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό
περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι
Κασάρες, ο οποίος έγινε τακτικός συνεργάτης του Μπόρχες και σημαντική
φυσιογνωμία της αργεντίνικης λογοτεχνίας.
Το 1933 ο Μπόρχες
έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην
οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην
Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα
επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο
Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από
το 1936 μέχρι το 1939.
Το 1937 ο Μπόρχες έπιασε δουλειά στο
παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως
βοηθός. Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί
περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε
περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της
βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το
1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε: "προήχθηκε" στη θέση
του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (από
την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ' αυτό, διακοσμούσε
πάντα τον τίτλο σε "Επιθεωρητής Πουλερικών και Κουνελιών"). Οι επιθέσεις
του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως
στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την
παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας,
με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι "Οι δικτατορίες προωθούν την
καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες
προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν
την ηλιθιότητα."
Ο θάνατος του πατέρα Μπόρχες το 1938 ήταν βαρύ
πλήγμα γιατί είχαν πολύ στενή σχέση. Την παραμονή Χριστουγέννων το
1938, ο Μπόρχες χτύπησε άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Κατά τη διάρκεια
της θεραπείας της πληγής παρ' ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία — το διήγημά
του "Ο Νότος" του 1944 βασίζεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ
ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα στυλ για το οποίο έγινε
διάσημος και η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, El jardín de senderos que
se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το
1941. Το βιβλίο περιλάμβανε το διήγημα "Ο Νότος", ιστορία που περιείχε
αυτοβιογραφικά στοιχεία, και την οποία ο συγγραφέας αργότερα αποκάλεσε
"ίσως η καλύτερή μου ιστορία." Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής,
Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται δεν κατάφερε να αποσπάσει τα
λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί έγραψαν
κείμενα με τα οποία τον υποστήριξαν.
Χωρίς δουλειά, με την
όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να
στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα
καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε
κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο
πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων
(1950–1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας
(1950–1955) στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά
του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (με τίτλο Días de odio- Μέρες μίσους)
το 1954 από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λεοπόλδο Τόρε Νίλσον. Τον ίδιο καιρό
ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.
Το 1955, με
πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική
κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε
είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός "μου
έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα".
Τον επόμενο χρόνο
κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος
διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές
τέτοιες ανακηρύξεις). Από το 1956 μέχρι το 1970, ο Μπόρχες ήταν επίσης
καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ
προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους.
Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα
Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή
σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας
Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το
γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι
τότε ο Μπόρχες παρέμενε άγνωστος και αμετάφραστος, κίνησε την περιέργεια
πολλών για να μάθουν ποιος είναι. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε
Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον κάλεσε για ένα
χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες στις
ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962,
και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων
στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα του
Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino
Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα
χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο
Θερβάντες.
Το 1967 ο Μπόρχες ξεκίνησε μια πενταετή συνεργασία
με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο
έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Επίσης συνέχισε να εκδίδει
βιβλία, μεταξύ αυτών El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των
Φανταστικών Όντων, 1967, μαζί με τη Μαργαρίτα Γκερέρο), El informe de
Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι, 1970), και El libro de arena (Το Βιβλίο
της Άμμου, 1975). Έδωσε επίσης πάρα πολλές διαλέξεις. Πολλές από αυτές
τις διαλέξεις ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και
Nueve ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).
Αν και
πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες
δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί τα τέλη της
δεκαετίας του '80, όταν ο Μπόρχες είχε ήδη γεράσει και η υγεία του είχε
αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή στον Μπόρχες ήταν εμφανής
παράλειψη. Εικάζεται ότι το βραβείο δεν απονεμήθηκε ποτέ στον Μπόρχες
λόγω της σιωπηλής στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις
στρατιωτικές δικτατορίες σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη και αλλού.
Παρόλο που αυτή η πολιτική του στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες
αποκαλούσε "αναρχο-ειρηνισμό," τον πρόσθεσε στον κατάλογο των
διακεκριμένων συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ το Βραβείο Νόμπελ
Λογοτεχνίας, στον οποίο βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν,
Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ' όλα αυτά, του
δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που
ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.
Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία και επανεξελέγηκε πρόεδρος
το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής
Βιβλιοθήκης.
Ο Μπόρχες παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1967,
κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η οποία είχε
περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο.
Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την
πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ
ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο
γάμος κράτησε λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες
επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα
99 της. Μετά από αυτό έζησε μόνος στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τον
φρόντιζε η οικιακή βοηθός την οποία είχαν για δεκαετίες.
Μετά
το 1975, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά
από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον
θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η
Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, μια Αργεντίνα ιαπωνικής και γερμανικής
καταγωγής.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος
στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Στη Γενεύη,
προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπιόι
Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα
απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του, τα οποία υπολογίζεται ότι
της αποφέρουν ετήσιο εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός
οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι καταδίκασαν την όλη στάση της
Κοδάμα, την οποία θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο για την πρόσβαση στα
γραπτά του Μπόρχες (βλ. άρθρα σε Le Nouvel Observateur, El País και La
Nación, μεταξύ άλλων).
Εκτός από τα διηγήματά του για τα οποία
είναι περισσότερο γνωστός, ο Μπόρχες έγραψε επίσης ποίηση, δοκίμια,
διάφορα σενάρια, και σημαντικό όγκο λογοτεχνικής κριτικής, προλόγους και
βιβλιοκριτικές, επιμελήθηκε πολλές ανθολογίες, και μετέφρασε στα
ισπανικά πολλά έργα από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (ακόμη και από
αρχαία αγγλικά και αρχαία σκανδιναβικά). Το γεγονός ότι τυφλώθηκε (όπως
και ο πατέρας του, ενώ ήταν ενήλικας) επηρέασε πολύ τα μετέπειτα γραπτά
του. Ιδιαίτερη θέση στα πνευματικά του ενδιαφέροντα έχουν στοιχεία από
τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και, ως
προσωποποίηση αυτών, η αίσθηση του Μπόρχες για τη λογοτεχνία ως
ψυχαγωγία — όλα αυτά ο συγγραφέας τα μεταχειρίζεται άλλοτε ως παιγνίδι
και άλλοτε τα βλέπει πολύ σοβαρά.
Ο Μπόρχες έζησε το μεγαλύτερο
μέρος του 20ού αιώνα και έτσι επηρεάστηκε από την περίοδο του
Μοντερνισμού και ιδιαίτερα από τον Συμβολισμό. Η πεζογραφία του
αναδεικνύει τη σε βάθος μόρφωση του συγγραφέα και είναι πάντοτε
περιεκτική. Όπως τον σύγχρονό του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και τον κάπως
παλιότερο Τζέιμς Τζόις, συνδύασε το ενδιαφέρον του για την πατρίδα του
με πολύ ευρύτερα ενδιαφέροντα. Ήταν και αυτός επίσης πολύγλωσσος και
παιχνιδιάρης με τη γλώσσα, αλλά ενώ τα έργα των Ναμπόκοφ και Τζόις
έτειναν να γίνονται όλο και πιο μεγάλα με την πάροδο του χρόνου, ο
Μπόρχες παρέμεινε οπαδός του μικρού. Επίσης σε αντίθεση με τους Τζόις
και Ναμπόκοφ, το έργο του Μπόρχες σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτό που ο
ίδιος αποκαλούσε "το μπαρόκ", ενώ των πρώτων κινήθηκε προς αυτό: τα
τελευταία έργα του Μπόρχες δείχνουν ένα ύφος πολύ πιο διάφανο και
νατουραλιστικό από ό,τι έδειξε στα πρώτα του έργα.
Πολλές από
τις πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο,
καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές
ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η
οποία περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων ("Η βιβλιοθήκη της
Βαβέλ"), κάποιος που δεν ξεχνάει τίποτα απολύτως ("Φούνες ο
μνημονικός"), μία οπή μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα
στο σύμπαν ("Το άλεφ"), και ένα έτος στάσιμο που δίνεται σε κάποιον που
στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ("Το μυστικό θαύμα"). Ο ίδιος
Μπόρχες αφηγήθηκε αρκετά ρεαλιστικές ιστορίες της ζωής στη Νότια
Αμερική, ιστορίες που αναφέρονταν σε λαϊκούς ήρωες, μάγκες το δρόμου,
στρατιώτες, γκάουτσο, ντετέκτιβ, ιστορικές φυσιογνωμίες. Ανέμιξε το
πραγματικό με το φανταστικό, και σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως στα
πρώτα του κείμενα, αυτές οι αναμίξεις δεν απείχαν πολύ από κάποιου
είδους απάτη ή παραποίηση της πραγματικότητας.
Η πληθώρα του μη
λογοτεχνικού έργου του Μπόρχες συνίσταται σε κριτικές ταινιών και
βιβλίων, σύντομες βιογραφίες, και φιλοσοφικά κείμενα σε θέματα όπως τη
φύση του διαλόγου, της γλώσσας και της σκέψης, καθώς και τις σχέσεις
μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπ’ όψη το προσωπικό
πάνθεον του Μπόρχες, θεωρούσε τον Μεξικανό δοκιμιογράφο παρόμοιων
θεμάτων Αλφόνσο Ρέγες ως "τον καλύτερο ισπανόφωνο πεζογράφο όλων των
εποχών". Στα μη λογοτεχνικά του κείμενα επίσης εξερευνά πολλά από τα
θέματα που εμφανίζονται στη λογοτεχνία του. Δοκίμια όπως "Η ιστορία του
τανγκό" ή τα κείμενά του για το επικό ποίημα "Μαρτίν Φιέρο" εξερευνούν
συγκεκριμένα αργεντίνικα θέματα, όπως η ταυτότητα των Αργεντινών και των
διάφορων υποσυνόλων του πληθυσμού της χώρας. Ο Μπόρχες συνέγραψε μαζί
με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες αρκετές συλλογές ιστοριών από το 1942 μέχρι
το 1967, συχνά με διαφορετικά ψευδώνυμα (βλέπε άρθρο: Μπούστος Ντόμεκ).
Ο Μπόρχες έγραφε ποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς η
όρασή του μειωνόταν, επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στην ποίηση,
καθώς μπορούσε να αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο. Τα ποιήματά του
καταπιάνονται με το ίδιο ευρύ φάσμα θεμάτων όπως και τα διηγήματά του,
καθώς και με θέματα που προκύπτουν από το κριτικό του έργο, τις
μεταφράσεις και άλλες προσωπικές ενασχολήσεις. Αυτό το εύρος
ενδιαφερόντων συναντάται στην πεζογραφία, τα ποιήματα και τα μη
λογοτεχνικά του κείμενα. Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον του στον
φιλοσοφικό ιδεαλισμό αντανακλάται στον φανταστικό κόσμο του Τλον στο
"Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους", στο δοκίμιο "Νέα διάψευση του χρόνου"
και στο ποίημα "Πράγματα". Ομοίως, ένα κοινό θέμα υπάρχει στο διήγημα
"Τα κυκλικά ερείπια" και το ποίημα "Το Γκόλεμ".
Εκτός από τα
δικά του έργα, ο Μπόρχες είναι γνωστός και για τις μεταφράσεις του στα
ισπανικά. Μεταξύ άλλων μετέφρασε Όσκαρ Ουάιλντ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Φραντς
Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Χέρμαν Μέλβιλ, Αντρέ Ζιντ,
Γουίλιαμ Φόκνερ, Γουόλτ Γουίτμαν, Βιρτζίνια Γουλφ, Τόμας Μπράουν και Γ.
Κ. Τσέτσερτον. Σε διάφορα άρθρα και διαλέξεις ο Μπόρχες αξιολογεί την
τέχνη της μετάφρασης και αρθρώνει τη δική του άποψη για το θέμα: μια
μετάφραση μπορεί να αποτελέσει βελτίωση του πρωτότυπου, εναλλακτικές ή
και αντιφατικές εκδοχές του ιδίου έργου μπορούν να έχουν την ίδια ισχύ,
και μία πρωτότυπη ή κυριολεκτική μετάφραση μπορεί να απέχει πολύ από το
πρωτότυπο έργο.
Ο Μπόρχες χρησιμοποίησε επίσης δύο πολύ
ασυνήθιστα λογοτεχνικά στοιχεία: την παραποίηση της πραγματικότητας
αναφορικά με την ιστορία κειμένων και την κριτική ανύπαρκτων έργων. Και
τα δύο αποτελούν μορφές σύγχρονων ψευδεπιγράφων. Παρόλο που ο Μπόρχες
χρησιμοποίησε πολύ και διέδωσε την κριτική ανύπαρκτων έργων, εντούτοις
αυτό δεν αποτέλεσε δική του επινόηση. Πιθανόν να συνάντησε αυτή την ιδέα
για πρώτη φορά στο μακρύ κείμενο "Ο ράφτης ξανά ραμμένος" του Τόμας
Κάρλαϊλ, το οποίο ήταν κριτική ενός ανύπαρκτου γερμανικού φιλοσοφικού
έργου και βιογραφία του επίσης φανταστικού του συγγραφέα. Στην εισαγωγή
της πρώτης συλλογής διηγημάτων που εξέδωσε, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που
Διακλαδώνονται, ο Μπόρχες αναφέρει: "Είναι μεγάλη τρέλα και άσκοπο να
γράφει κανείς τεράστια βιβλία – αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια ιδέα η
οποία μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Το καλύτερο
πράγμα είναι να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να
δίνεις μια σύνοψη ή κάποιο σχόλιο."
από wikipedia