πηγή :
http://www.onestory.gr/post/30155989918
ΤΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ!
της Ρίτας Μπαούση *
.
Ήταν ένα πολύ ζεστό πρωινό του Μαΐου, γύρω στις δέκα και μισή… η πόλη
είχε ξυπνήσει για τα καλά κι εγώ, γι ακόμη μία μέρα είχα αργήσει για το
μάθημά μου στη σχολή. Άρχισα να κατεβαίνω με γρήγορο βήμα το
πλακόστρωτο που οδηγεί στην Καμάρα, το σήμα κατατεθέν της
συμπρωτεύουσας, κουβαλώντας με κόπο μια παραγεμισμένη τσάντα με βιβλία.
Φτάνοντας στη διάβαση, κι ενώ ετοιμαζόμουν να τη διασχίσω, το βλέμμα μου
τράβηξε ένα περίεργο θέαμα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Μία γυναίκα ταλαιπωρημένη, ντυμένη φτωχά με ρούχα που σίγουρα δεν
ήταν στο νούμερό της, καθόταν οκλαδόν στο πεζοδρόμιο, με την πλάτη της
ακουμπισμένη ση βάση του φωτεινού σηματοδότη. Έτεινε το ένα της χέρι
ζητώντας ελεημοσύνη, ενώ με το άλλο κρατούσε με το ζόρι ένα αδύνατο
παιδάκι γύρω στα πέντε. Τα ρουχάκια του ήταν βρώμικα, τα μαλλιά του
ανάκατα κι έμοιαζε ζαλισμένο από τον καυτό ήλιο και την πείνα.
Προσπαθούσε με πείσμα να ελευθερωθεί από το χέρι της μάνας του για να
χαϊδέψει ένα μικρόσωμο σκυλάκι που γάβγιζε ασταμάτητα. Μοναδικό του
παιχνίδι, ένα μικρό φθαρμένο γαλάζιο αρκουδάκι.
Διασχίζοντας τη διάβαση, κοντοστάθηκα για λίγο δίπλα τους, κοιτώντας
με δυσπιστία την μητέρα που ικέτευε για βοήθεια. Αυτό όμως που μου
φάνηκε περίεργο ενώ τους κοίταζα από την άλλη πλευρά του δρόμου, δεν
ήταν η μητέρα με το παιδί, αλλά μια άλλη γυναικεία φιγούρα που τύχαινε
να είναι και η ιδιοκτήτης του σκυλιού που προσπαθούσε να χαϊδέψει το
παιδάκι. Επρόκειτο για μια γυναίκα ψιλόλιγνη, κομψά ντυμένη, με ακριβά
κοσμήματα να στολίζουν τον κύκνειο λαιμό της. Μα το πιο εντυπωσιακό πάνω
της δεν ήταν η αμφίεσή της, αλλά το βλέμμα της.. Είχε βγάλει τα γυαλιά
ηλίου και κοιτούσε τη μητέρα και το παιδί με δυο γυάλινα μάτια που
έσταζαν περιφρόνηση.
- «Βοηθήστε με σας παρακαλώ. Μια βοήθεια ζητάω για το παιδί μου. Δεν έχουμε φάει εδώ και μέρες. Σας παρακαλώ…»
-«Αν δεν έχετε να φάτε να πάτε από κει που ήρθατε και να μη γεμίζετε
τους δρόμους μας και τα αυτιά μας με τα παρακαλετά σας! Και πάρε το
βρωμιάρικο σου μακριά από το παιδί μου!», είπε η πλούσια γυναίκα και
τραβώντας το λουράκι του σκυλιού της, το πήρε στην αγκαλιά της και
χώθηκε μονομιάς στο αστραφτερό αυτοκίνητο που στεκόταν με αναμμένα τα
αλάρμ μπροστά της.
Έμεινα αποσβολωμένη με την κακία της και, ίσως από τύψεις έβγαλα και
έδωσα ένα ευρώ στη άπορη μητέρα. Με κοίταξε με μάτια γεμάτα δάκρυα και
ταπείνωση και ψέλλισε ένα αχνό «ευχαριστώ», σφίγγοντας πιο δυνατά στην
αγκαλιά της το παιδάκι της που έκλαιγε γοερά και φώναζε
«σκυλάκι…σκυλάκι…» ανάμεσα σε αναφιλητά. Όλη την υπόλοιπη ημέρα την
πέρασα σκεφτόμενη το περιστατικό αυτό, με ανάμεικτα συναισθήματα να με
κατακλύζουν και το βράδυ, είδα στον ύπνο μου πάλι την ίδια σκηνή, λες
και το μυαλό μου ήταν σινεμά που έπαιζε την ίδια ταινία ξανά και ξανά..
Οι μέρες περνούσαν, κι εγώ συνέχιζα να βλέπω τη μητέρα με το παιδί να
ζητιανεύουν, πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα το ίδιο αδύναμοι, πάντα με
την ίδια απελπισία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Όποτε μπορούσα τους
έδινα κάποια ψιλά, ή λίγο ψωμί. Ποτέ όμως δε στάθηκα να ρωτήσω γιατί
είχαν έρθει σε αυτή την κατάσταση. Ούτε αναλογίστηκα ποτέ πως θα
μπορούσα να τους βοηθήσω ουσιαστικά.
Μια μέρα, τη στιγμή που έδινα στη μητέρα κάποια τρόφιμα που τους είχα
αγοράσει, είδα στο βάθος του δρόμου την ίδια γυναίκα που, λίγες μέρες
πριν είχε φερθεί σε αυτούς τους ανθρώπους με απίστευτη σκληρότητα. Αυτή
τη φορά δεν ήταν μόνη της, αλλά βάδιζε πιασμένη αγκαζέ με μια άλλη κυρία
του σιναφιού της. Μόλις μας πλησίασαν, την άκουσα να λέει απευθυνόμενη
μάλλον σε εμένα:
- «Τι να τους κάνουν αυτά που τους δίνεις? Δε θα τους φτάσουν ούτε
για μια μέρα! Είναι η μοίρα τους να ζούνε έτσι. Θα τους αγόραζα κάποια
ρούχα, αλλά που να τα βάλουν? Λες και θα πάνε σε καμία δεξίωση?» λέει
και ξεσπά σε χαχανητά. Το ίδιο φυσικά κάνει και η επιστήθια φίλη της.
Πριν προλάβω καν να απαντήσω, μπαίνουν ξανά στο ακριβό αυτοκίνητο που τους περίμενε και εξαφανίζονται.
Δεν την είδα ποτέ ξανά. Ούτε αυτή, ούτε όμως και τη μητέρα με το
παιδί. Τις επόμενες μέρες, όσες φορές κι αν πέρασα από κει, η γωνιά τους
ήταν άδεια. Απόρησα τι μπορεί να τους είχε συμβεί και ένιωσα ένα
σφίξιμο στο στομάχι μου. Πηγαίνοντας στο περίπτερο να πάρω ένα νερό,
πάγωσα όταν αντίκρισα το εξώφυλλο μιας εφημερίδας που κρεμόταν μπροστά
μου.
«ΣΟΚ! Πέθαναν από την πείνα μάνα και παιδί στην καρδιά της
Θεσσαλονίκης» και πιο κάτω δέσποζε η φωτογραφία των άψυχων κορμιών τους,
δίπλα σε ένα κάδο απορριμμάτων. Ήταν σκεπασμένοι με δύο λευκά σεντόνια
και το μόνο που ξεχώριζε στην εικόνα ήταν ένα μικρό γαλάζιο αρκουδάκι…
Το βράδυ εκείνης της ημέρας, διαλυμένη από τις τύψεις και τη
στεναχώρια, άνοιξα τηλεόραση να χαζέψω για να ξεχαστώ. Σταμάτησα σε ένα
κανάλι που έπαιζε ένα βίντεο με τίτλο.. «Τι φιλάνθρωπος!». Μιλούσαν για
μια κυρία της κοσμικής ζωής και έδειχναν φωτογραφίες από διάφορες
εκδηλώσεις στις οποίες είχε παρευρεθεί, όπου και την απαθανάτισε ο
φωτογραφικός φακός. Σε όλες χαμογελούσε αυτάρεσκα, με εκείνο το πλαστικό
χαμόγελο και κοιτούσε κατάματα τους φωτογράφους με ένα ζευγάρι γυάλινα
μάτια. Τα ίδια γυάλινα μάτια… το όνομά της δεν το ήξερα. Το παγωμένο της
βλέμμα όμως το γνώριζα καλά. Ο δημοσιογράφος εκθείαζε το φιλανθρωπικό
της έργο και έκανε εκτενής αναφορά τόσο σε εκείνη όσο και στον πλούσιο
βίο που διήγαγε. Όσο κι αν έψαξα, σε κανένα κανάλι, τοπικό και ευρύτερης
εμβέλειας, δεν αναφέρθηκαν στο θάνατο αυτών των δυο ανθρώπων. Λογικό,
σκέφτηκα. Τι σημασία έχει ο θάνατος δυο ανθρώπων, μπροστά στη συμβολή
μιας τέτοιας προσωπικότητας. «Τι φιλάνθρωπος!» σκέφτηκα και έκλεισα
αηδιασμένη την τηλεόραση και τα μάτια μου στην πραγματικότητα.
.
Η Ρίτα Μπαούση είναι 25 ετών, γεννήθηκε στα
Τρίκαλα Θεσσαλίας και ζει και εργάζεται σαν καθηγήτρια αγγλικών στη
Θεσσαλονίκη. Όνειρό της είναι να καταφέρει κάποια στιγμή να “ταξιδέψει’
τους αναγνώστες μέσα από κάποιο δικό της κείμενο…