πηγή : http://www.onestory.gr/post/30304744301
Ο ΓΛΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΧΙΝΟΣ
της Ελντίνας Ελευθεριάδου*
.
ένα θαλασσινό παραμύθι
Σ’ έναν κολπίσκο περικυκλωμένο από ψηλά βράχια ζούσε κάποτε ένας
αχινός. Ο αχινός ήταν σφηνωμένος στο κοίλωμα ενός απόκρημνου βράχου,
στην άκρη του κολπίσκου. Μέρα νύχτα θαλασσοδερνότανε από τα μανιασμένα
κύματα, όμως η φύση του ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να μετακινηθεί
από το βράχο. Γνώριζε καλά ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα πέθαινε. Δεν
ήταν καμωμένος για να περπατά, παρά μόνο να γλιστρά ανεπαίσθητα στο
βράχο και να αλιεύει την τροφή του. Το γυαλιστερό έβενο αγκαθωτό του
περίβλημα δεν επέτρεπε σε κανένα ζωντανό πλάσμα να τον αγγίξει, ευλογία
και κατάρα συνάμα, αφού ποτέ δεν είχε νιώσει το άγγιγμα άλλου πλάσματος.
Έμενε έτσι αγέρωχα καταδικασμένος να δέχεται αδιαμαρτύρητα την
παλιρροϊκή δύναμη των κυμάτων ως το μόνο πράγμα που μπορούσε να τον
ακουμπά.
Στον ίδιο βράχο ερχόταν κατά καιρούς ένα γλαρομάνι να ξαποστάσει από
τις χαμηλές πτήσεις. Μια ηλιόλουστη μέρα, ένας λευκός γλάρος άρχισε να
διηγείται στους φίλους του σκηνές από τις πρόσφατες εξερευνήσεις του. Ο
γλάρος τούτος δεν έμοιαζε με τους άλλους. Ήταν λεπτός, με μακριά φτερά
γερά φυτεμένα στη ράχη του και ύφος ονειροπόλο. Δεν ήταν από τους
γλάρους εκείνους που λυμαίνονται μια περιοχή και δε φεύγουν παρά μόνο
σαν τελειώσουν. Ήταν ταξιδευτής. Τούτο φανέρωναν οι χαρακιές στο σώμα
του, αδιάψευστοι μάρτυρες της πάλης του με πλάσματα άγρια, που φυσικά
δεν ζούσαν στον έρημο κολπίσκο. Γεμάτοι αγωνία, οι φίλοι του άκουγαν την
εξιστόρηση του, πότε χλευάζοντάς τον και πότε αποθεώνοντάς τον.
Απορροφημένοι καθώς ήταν από τις περιπέτειες του, δεν πρόσεξαν ότι
στο βράχο ανάμεσα στα πόδια τους ήταν μπηγμένος ο αχινός. Κανείς δεν
αντιλήφθηκε την έρεβη ύπαρξή του, μέχρι που ο γλάρος ταξιδευτής ένιωσε
ένα ελαφρύ τσίμπημα στο πόδι. Οι άλλοι γλάροι τρόμαξαν και πέταξαν
μακριά. Ο εξιστορητής απόμεινε μόνος, με χαμηλωμένο βλέμμα να λογαριάζει
το γυαλιστερό αγκαθωτό πλάσμα που ήταν σφηνωμένο στο βράχο. Έσκυψε και
άρχισε να περιεργάζεται τον αχινό με το ράμφος του. Ο αχινός, μην
μπορώντας να αντέξει την επίμονη ενόχληση του γλάρου, έμπηξε μια τσιμπιά
στο σκληρό ράμφος του. Ο γλάρος τινάχτηκε κι έκανε να φύγει. Προτού
όμως ανοίξει τα πελώρια φτερά του, άκουσε μια φωνή από τα βάθη της
πέτρας.
«Δε σου φαίνεται παράξενο που υπάρχει ένα τόσο μυστήριο πλάσμα σαν
εμένα; Ένα πλάσμα που ποτέ του δεν ένιωσε το άγγιγμα άλλου πλάσματος; Δε
σου φαίνεται ακόμα πιο παράξενο που όποιο πλάσμα με αγγίζει,
πληγώνεται;» ρώτησε θλιμμένα ο αχινός και συνέχισε. «Όσο ζω, κανένα
πλάσμα δεν έχει απλώσει χέρι πάνω μου. Τα αγκάθια μου με προστατεύουν
από τους εχθρούς αλλά διώχνουν και τους φίλους».
«Δηλαδή, όσο ζεις, δεν έχεις πάει πουθενά;» ρώτησε απορημένος ο γλάρος. «Είσαι πάντα κολλημένος στο βράχο;»
«Ο βράχος είναι το σπίτι μου», αποκρίθηκε ο αχινός. «Τρέφομαι με τα
λιλιπούτεια πλάσματα που κατοικούν μαζί μου. Έτσι περνούν οι μέρες και
οι νύχτες μου, περιμένοντας…»
«Περιμένοντας τι;» ρώτησε ο γλάρος.
«Περιμένοντας τη μέρα που κάποιος δε θα φοβηθεί να με πλησιάσει. Τη
μέρα που το απωθητικό μου περίβλημα δε θα εμποδίσει κάποιον να με
αγγίξει. Τη μέρα που θα αποκτήσω ένα φίλο, έναν αληθινό φίλο», είπε
χαμηλόφωνα ο αχινός, λες και δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό.
Ο γλάρος συμπόνεσε αυτό το έρεβο πλάσμα με το αποκρουστικό περίβλημα
και του πρότεινε να κάνουν μια ιδιότυπη συμφωνία. Του υποσχέθηκε ότι
κάθε φορά που θα επέστρεφε από κάποιο ταξίδι, θα του εξιστορούσε τις
περιπέτειές του για να μαθαίνει ο αχινός πως είναι ο κόσμος έξω από τον
βράχο. Ο αχινός ήταν υποχρεωμένος με τη σειρά του να έχει μια
ικανοποιητική λεία που θα χόρταινε την πείνα του γλάρου και θα αλάφρωνε
την ταλαιπωρία του από τις μακρινές εξορμήσεις.
Πράγματι, ενώ τα ταξίδια του γλάρου διαρκούσαν μέρες ή και βδομάδες,
πάντοτε επέστρεφε στο βράχο του αχινού και τηρούσε το λόγο του. Οι
ιστορίες του γλάρου ήταν γεμάτες όντα ανείδωτα από ανθρώπου μάτι, μέρη
απάτητα από ανθρώπου πόδι και αγέρηδες παγωμένους που τον εξόντωναν.
Παρόλα αυτά, η εξυπνάδα του γλάρου ήταν τέτοια που μπορούσε για μέρες να
εκμεταλλεύεται τα στρώματα του αέρα και να ταξιδεύει δίχως κόπο,
φτάνοντας στα πιο απόμακρα σημεία της γης.
«Το πιο μακρινό είναι το πιο γοητευτικό», έλεγε γεμάτος περηφάνια στον αχινό.
Οι αφηγήσεις του γλάρου, με κάθε επιστροφή του στο βράχο, ήταν
παραστατικές, γεμάτες χρώμα, κίνηση, αίσθημα και ρυθμό. Ο σταθερός,
αμετακίνητος κόσμος του αχινού ρευστοποιούταν για λίγο και γινόταν
αερικό που ακολουθούσε τον ταξιδευτή γλάρο. Έτσι ο αχινός έτρεφε το σώμα
του ταξιδευτή γλάρου με πολύτιμη τροφή και ο γλάρος έτρεφε το νου του
αχινού με παράξενες ιστορίες και άγνωστα τοπία.
Μια μέρα, ο γλάρος επέστρεψε και βρήκε τον αχινό σφηνωμένο στο γνωστό
κοίλωμα να τον περιμένει με αδημονία. Ο ταξιδευτής, αφού ξεκουράστηκε
λίγο, ατένισε το οικείο μέρος, αφουγκράστηκε την αλμύρα του έρημου
κολπίσκου, τόσο διαφορετική από τους ωκεανούς που πέταγε, έφαγε λαίμαργα
την λεία που τον περίμενε δίπλα στο κοίλωμα, προσφορά του αχινού, και
άρχισε να μιλάει για το ταξίδι του. Αφού τελείωσε την απόκοσμη ιστορία
του περιγράφοντας βαθιές σπηλιές, υδρόβια τέρατα και λευκές πανσελήνους,
η σιωπή που απλώθηκε τον ξένισε. Χαμήλωσε το βλέμμα του στο κοίλωμα και
είδε τον αχινό ξεσκαλωμένο, έτοιμο να εγκαταλείψει το βράχο.
Προσπαθώντας να σώσει τον φίλο του από βέβαιο θάνατο, μια και η ζωή
εκτός βράχου θα σήμαινε το τέλος του αχινού, τον άρπαξε με το ράμφος του
και τον έχωσε μέσα στο κοίλωμα κοπανώντας τον με δύναμη.
«Μα… τι κάνεις;» διαμαρτυρήθηκε ο αχινός.
«Είχες ξεκολλήσει, φίλε μου, κι αυτό θα ήταν μοιραίο», αποκρίθηκε τρομαγμένος ο γλάρος.
«Ναι, είχα ξεκολλήσει. Για σκέψου, όμως, με ποιανού τη δύναμη ξεκόλλησα;» ρώτησε ο αχινός.
Ο γλάρος, που ακόμα δεν του είχε περάσει η λαχτάρα, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
«Σκέψου, γλάρε… σήμερα, με την ιστορία σου, με παρέσυρες σε μια δίνη
και μου έδωσες τη δύναμη να ξεκολλήσω απ’ το βράχο», είπε με σιγουριά ο
αχινός. «Σήμερα είναι η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Σήμερα το
όνειρο μου έγινε πραγματικότητα».
«Γιατί; Τι έγινε σήμερα;» ρώτησε ο γλάρος.
«Σήμερα, το ταρακούνημα της ψυχής μου από τη δύναμη της αφήγησής σου
ήταν τέτοιο, που ανατράπηκε ο κόσμος μου», αποκρίθηκε ο αχινός. «Μπορεί
να μη με άγγιξες με τα φτερά σου ή με το ράμφος σου, με άγγιξες όμως με
τα λόγια σου. Σήμερα με απελευθέρωσες».
Ο γλάρος σώπασε, ζυγίζοντας τα λόγια του αχινού. Τότε, με απόγνωση, του εξομολογήθηκε μια αλήθεια.
«Αχινέ, κάθε φορά που ανοίγω τα φτερά μου έτοιμος να φύγω, σκέφτομαι
πως θα γυρίσω πίσω, σε σένα, για να σου πω τις ιστορίες μου. Γιατί, τι
σημασία έχουν τα ταξίδια, αν δεν έχεις κανένα να του περιγράψεις τα
όμορφα πράγματα που είδες; Βλέπεις, ενώ εσύ έχεις τη λύπη του
αταξίδευτου, εγώ κουβαλάω τη μοναξιά του ταξιδευτή».
Για μια στιγμή, ο αχινός και ο γλάρος στάθηκαν κοιτώντας ο ένας τον
άλλον κατάματα. Ύστερα χαμογέλασαν με νόημα. Δεν χρειάστηκε να πουν
τίποτε άλλο. Οι μέρες τους συνεχίστηκαν όπως πριν. Ο αχινός γινόταν για
λίγο ταξιδευτής όταν επέστρεφε ο γλάρος και ο γλάρος γινόταν για λίγο
στεριανός όταν έμενε στο βράχο να εξιστορεί τις περιπέτειες του στον
αχινό.
Τα χρόνια πέρασαν και ο αχινός άφησε την τελευταία του πνοή εκεί, στο
βράχο. Ο γλάρος έσβησε μετά από λίγο, σε κάποιο ταξίδι, ψυχορραγώντας
στο στόμα μιας δολοφόνου φάλαινας. Χρόνια αργότερα, ο βράχος, σπίτι του
αχινού και καταφύγιο του ταξιδευτή γλάρου, έστεκε το ίδιο βλοσυρός στην
άκρη του έρημου κολπίσκου. Όποιο πλάσμα έφτανε σε εκείνο το απόμερο
σημείο της γης, ατένιζε με ανάλαφρες ανάσες τον ορίζοντα και ονειρευόταν
βαθιές σπηλιές, υδρόβια τέρατα και λευκές πανσελήνους. Με τα νύχια
μπηγμένα στην τραχιά επιφάνεια του βράχου, ένιωθε τη παλιρροϊκή δύναμη
των κυμάτων και άκουγε τον αέρα να φέρνει στα αυτιά του ιστορίες με όντα
απόκοσμα και μέρη απάτητα. Το πλάσμα αυτό επέστρεφε πάντα στο βράχο,
στον ίδιο βράχο, γιατί μόνον εκεί ένιωθε την ψυχή του απρόσμενα λεύτερη
και αλλόκοτα δεμένη.
.
Η Ελντίνα Ελευθεριάδου γεννήθηκε στην Αθήνα το
1977. Εδώ και 7 χρόνια ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στον
Ωρωπό. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο Οικονομικό Τμήμα. Είναι
παντρεμένη και έχει μια κορούλα 5 χρονών. Στον ελεύθερο χρόνο της
ασχολείται κυρίως με το γράψιμο, την ποίηση και τη λογοτεχνία.