ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
της Δέσποινας Νικολάου *
.
Το είχα νιώσει απ’ την αρχή. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, τα
πάντα πάνω του το φώναζαν πως μ’ αγαπούσε. Ο τρόπος που μου μίλαγε, τα
μάτια του, όλο του το σώμα ούρλιαζαν την αγάπη του. Κι εγώ να κάνω πως
δεν καταλαβαίνω, να περνώ από δίπλα του και να προσέχω μην τον αγγίξω,
μην τον κοιτάξω παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, μην τον ενθαρρύνω με μια
κίνηση, με ένα χαμόγελο και χαθούμε κι οι δυο.
Όταν τον γνωρίσαμε με τον άντρα μου στο νοσοκομείο, ήταν ένα αγόρι
δεκατεσσάρων χρονών, κοντό κι αδύνατο, σιωπηλό, με μεγάλα γεροντίστικα,
μελαγχολικά μάτια. Στην αρχή τον πήραμε στο μαγαζί από λύπηση. Ύστερα
τον αγαπήσαμε κι οι δυο σαν παιδί μας.
Αρχικά κολακεύτηκα από τον απρόσμενο αυτό έρωτα. Τον πήρα σαν
παιχνίδι. Γελούσα από μέσα μου με την αμηχανία του όταν τον καλούσαμε σε
βεγγέρες, με τις σκυθρωπές σιωπές του, με τα απότομα ξεσπάσματά οργής
του. Όταν κατάλαβα πως δεν ήταν ένας επιπόλαιος νεανικός έρωτας αλλά μια
βαθιά, γεμάτη απελπισία αγάπη, τρόμαξα. Ήταν όμως αργά. Δεν μπορούσα να
του μιλήσω γιατί έτσι θα καταλάβαινε πως ήξερα, δεν μπορούσα όμως και
να απομονωθώ γιατί μπορεί να υποψιαζόταν κάτι ο Μιχάλης.
Τον έβλεπα να βασανίζεται, να κλείνεται στον εαυτό του, να προσπαθεί
να κρύψει με κάθε θυσία τον έρωτά του, να λιώνει από μαράζι και
τρόμαζα.
Η λύση ήρθε από μόνη της, αναμενόμενη και συνάμα τραγική. Στα τέλη
του ΄33 ο Μιχάλης άρχισε να χειροτερεύει, οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες
αυξήθηκαν κι έτσι αναγκάστηκα να είμαι όλη μέρα κλεισμένη μαζί του στο
σπίτι. Υπέφερε κι υπέφερα μαζί του κι εγώ. Τον αγαπούσα τον άντρα μου
πολύ κι ας με περνούσε τριάντα χρόνια. Ήταν για μένα ο πατέρας που έχασα
μικρή, ο φίλος, ο αδερφός. Με αγάπησε μ’ όλη την καρδιά του, μου
πρόσφερε τα πάντα, με στήριξε ακόμα κι όταν μάθαμε πως δε θα μπορούσα
ποτέ να κάνω παιδιά. Σε μια εποχή που οι περισσότερες γυναίκες της τάξης
μου έμεναν κλεισμένες στο σπίτι κάνοντας δουλειές και μεγαλώνοντας
παιδιά, εκείνος πλήρωνε δασκάλους να μου μάθουν γράμματα, μ’ αγόραζε
ακριβά και σπάνια βιβλία, με πήγαινε στο θέατρο, σε συναυλίες κι
εκθέσεις ζωγραφικής που ήξερε πόσο μ΄ ευχαριστούσαν, φεύγαμε κοντινά
ταξίδια κι εκδρομές θέλοντας να γεμίσει το κενό μιας ζωής άκληρης και
γι’ αυτό γεμάτη τύψεις κι ενοχές.
Το ΄34 ο Μιχάλης μου πέθανε και μαζί του πέθανε κι ένα κομμάτι απ΄
τον εαυτό μου. Κλείστηκα μέσα στο σπίτι και δεν ήθελα να δω κανένα.
Πενθούσα για την χωρίς όρια κι όρους αγάπη του, για την άκληρο βίο που
του πρόσφερα, για τα μοναχικά χρόνια που με περίμεναν, για την έρημη ζωή
μου.
Έναν ολόκληρο χρόνο δεν έβγαινα παρά μόνο για να πάω στο νεκροταφείο
και στην εκκλησία για τα μνημόσυνα. Ένα χρόνο δεν είχα δει το Γιώργη από
κοντά παρά ελάχιστες φευγαλέες στιγμές. Κάθε βράδυ, πριν ανέβει στην
ταράτσα όπου του είχαμε παραχωρήσει το δωμάτιο της υπηρεσίας, μια και το
Βγενιώ, η υπηρέτρια έμενε μαζί μας στο σπίτι, περνούσε βιαστικά από το
σαλόνι, άφηνε στο τραπεζάκι της εισόδου την είσπραξη της ημέρας και μας
καληνύχτιζε. Εγώ πνιγμένη στον πόνο μου δεν είχα το κουράγιο, ούτε τη
βούληση να τον σκεφτώ.
Ώσπου ένα βράδυ την ώρα που ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω χτύπησε η πόρτα.
Το Βγενιώ ήταν άρρωστο κι είχε ξαπλώσει από νωρίς κι έτσι άνοιξα εγώ.
Έμεινα άφωνη. Μπροστά μου στεκόταν ένας νέος άντρας ψηλός, τόσο που
καμπούριαζε, και τόσο αδύνατος που τα ρούχα του κρέμονταν από πάνω του
σαν ξένα. Χλωμός, κακοξυρισμένος, τα μαλλιά του έπεφταν απεριποίητα στο
πρόσωπό του, τα μάτια του είχαν μπει βαθιά στις κόγχες τους και μόνο το
γεμάτο μοναξιά και θλίψη βλέμμα τους μ’ έκαναν να τον αναγνωρίσω. Ήταν ο
Γιώργης. Δεν του είπα τίποτα. Από τότε όμως άρχισα να τον παρακολουθώ.
Άρρωστος από έρωτα. Αυτό είχε πάθει. Είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για
τη ζωή, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, δεν περιποιούνταν τον εαυτό του. Αυτός
που πάντα ήταν ευγενικός με τους πελάτες είχε γίνει απότομος και
αγενής, αυτός που ήταν τακτικός και καθαρός είχε αφήσει τον εαυτό του
και το δωμάτιό του απεριποίητα και βρώμικα.
Τη μέρα που μου είπε το Βγενιώ πως λιποθύμησε μέσα στο μαγαζί
αποφάσισα πως δεν πήγαινε άλλο. Περίμενα να φύγουν οι άλλοι υπάλληλοι
και τον πλησίασα.
Εγώ του μιλούσα προσπαθώντας να κάνω την αδιάφορη, προσπαθώντας να
κρύψω ότι είχα καταλάβει τι τον βασάνιζε, εκείνος όμως δεν απαντούσε.
Είχε σκυμμένο το κεφάλι και σιωπούσε. Την ώρα που σήκωσε τα μάτια του
κατάλαβα. Ήταν όμως αργά. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μόνο να περιμένω.
Αφέθηκα στο απελπισμένο του φιλί, που μύριζε φασκόμηλο και ρίγανη,
χιονισμένα βουνά κι ανθισμένες πλαγιές, ένα φιλί που με γύρισε στην
ανυπομονησία και τ’ ανικανοποίητο των παιδικών μου χρόνων. Για μια
στιγμή αφέθηκα. Ύστερα όμως δείλιασα. Κι έφυγα.
Τότε κατάλαβα. Είχα ερωτευτεί. Όπως δεν είχα νιώσει ποτέ μου για τον
άντρα μου. Εκείνον τον αγαπούσα με μια αγάπη ήρεμη, ήσυχη και γαλήνια,
ενώ αυτός ο έρωτας ήτανε απαιτητικός, επίμονος, επίπονος. Μου ζητούσε το
αδύνατο. Όλο το βράδυ το πέρασα ξύπνια, όρθια δίπλα στο παράθυρο να
βλέπω τα φώτα στο λιμάνι να τα θαμπώνει η βροχή να τον σκέπτομαι και να
κλαίω.
Ο ύπνος με πήρε την αυγή κι ονειρεύτηκα τον μακαρίτη τον άντρα μου.
Καθόταν στο κρεβάτι μας, πλάι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά. Ήταν νέος
και όμορφος, όπως όταν τον γνώρισα και μου γελούσε κοιτώντας με με
λατρεία στα μάτια. Έβαλα τα κλάματα.
«Γιατί έφυγες, γιατί μ’ άφησες και νιώθω σα χαμένη ; Κάνω ανοησίες κι
είναι αιτία η μοναξιά μου. Δεν έπρεπε να μ’ αφήσεις μόνη μου, δεν
έπρεπε να πεθάνεις».
«Ο Γιώργης σ’ αγαπά. Αν φύγει θα πεθάνει. Σταμάτα τον. Το μόνο που θέλω είναι το παιδί να το βγάλετε με τ΄ όνομά μου.»
«Ποιο παιδί ; Γιατί με κοροϊδεύεις ;»
«Σταμάτα τον, πριν φύγει. Θέλω μόνο να μου υποσχεθείς»
«Σου υπόσχομαι», του είπα και ξύπνησα κλαίγοντας έχοντας πάρει όμως
την απόφασή μου. Θα πήγαινα να τον βρω. Τον άκουγα που ετοιμαζόταν,
άκουγα τα βήματά του, το τρίξιμο του κρεβατιού, το παράθυρο που έκλεισε.
Δεν περίμενα άλλο.
Ανέβηκα. Δεκαπέντε σκαλιά. Τόσα με χώριζαν από εκείνον τόσο καιρό.
Δεκαπέντε σκαλοπάτια που ήταν για μένα όσα τα χρόνια που τον περνούσα κι
ήξερα πως αν τ΄ ανέβαινα δε θα μπορούσα ποτέ να ξαναγυρίσω πίσω. Τ΄
ανέβηκα όμως.
Άνοιξα την πόρτα και τον είδα σκυμμένο πάνω απ’ τη βαλίτσα. Σήκωσε το
κεφάλι και, χωρίς να γυρίσει, στάθηκε ακίνητος και περίμενε. Τον
πλησίασα και τον αγκάλιασα απ’ τη μέση. Έτρεμε ολόκληρος.
«Μη φύγεις» του είπα μόνο, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον
φίλησα στην άκρη του λαιμού. Και τότε γύρισε, με πήρε αγκαλιά και με
πήγε στο κρεβάτι. Κάναμε έρωτα όπως δεν είχαμε ξανακάνει ποτέ. Λες κι
ήταν και για τους δυο μας η πρώτη φορά. Εκείνος δεν είχε ξανακάνει έρωτα
από αγάπη κι εγώ ανακάλυψα πως είναι να ξαπλώνεις μ΄ έναν άντρα και να
είσαι ερωτευμένη μαζί του. Τον Μιχάλη τον αγαπούσα, όμως το αγκάλιασμα
μαζί του ήταν ένα βιαστικό ταξίδι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, στο σκοτάδι,
χωρίς ποτέ να βγάζουμε τα ρούχα μας από συνήθεια, συστολή και άγνοια. Με
το Γιώργη φτάσαμε μαζί εκεί που πάνε μόνο οι εκλεκτοί, αυτοί που η
μοίρα τους έχει διαλέξει να ζήσουν μαζί για πάντα. Μαζί του ταξίδεψα στα
πιο πολύχρωμα λιβάδια, στις πιο απόκρημνες κορυφές, στις πιο βαθιές τις
θάλασσες. Μαζί του έφτασα στην άκρη του κόσμου, ψηλάφησα τ’ αστέρια,
ακούμπησα τον ουρανό. Μαζί του άγγιξα το θάνατο. Κι όταν ένιωσα το
κέντρο βάρους μου να εκρήγνυται σε χιλιάδες χρωματιστά βεγγαλικά και το
μυαλό μου να γεμίσει από αρώματα και γεύσεις πρωτόφαντες κι ονειρικές
ορκίστηκα στον έρωτά μου κι αφέθηκα στα κύματα που με πλημμύρισαν ως τα
μύχια της ψυχής και του κορμιού μου.
Παντρευτήκαμε σ΄ ένα χρόνο στον Άγιο Σπυρίδωνα με καλεσμένους μόνο
τους υπαλλήλους του μαγαζιού. Κανείς άλλος δεν ήρθε. Όλοι οι γνωστοί, οι
συγγενείς κι οι φίλοι μου είχαν καταδικάσει αυτό το γάμο καταλογίζοντάς
μου πως πρόδωσα τη μνήμη του Μιχάλη μου ενώ οι αδερφές του διέδιδαν πως
τον εραστή τον είχα βρει πριν πεθάνει ο αδερφός τους και ότι αυτό τον
έστειλε μια ώρα αρχύτερα στον τάφο.
.
H Δέσποινα Νικολάου γεννήθηκε στον Πειραιά, μα
ζει εδώ και πολλά χρόνια στο Ρέθυμνο. Παρόλα αυτά ή μάλλον εξαιτίας
αυτού, ο Πειραιάς τη στοιχειώνει σαν ένα καλόβολο μα επίμονο φάντασμα.
Γράφει ιστορίες που έχει ακούσει, έχει ζήσει, μα πιο πολύ έχει
ονειρευτεί.