πηγή:
http://www.onestory.gr/post/31045824610
Η ΑΙΘΟΥΣΑ
του Suburian *
.
Το μόνο που θυμόταν ήταν πως έμπαινε σε μια μεγάλη αίθουσα. Τριγύρω
στα τραπέζια κάπνιζαν και έπαιζαν χαρτιά. Από κάποια μανίκια γλιστρούσαν
τραπουλόχαρτα. Στη λήξη της παρτίδας χέρια χτυπούσαν δυνατά το τραπέζι
και εκκωφαντικά γέλια τράνταζαν το χώρο. Πιο πέρα κάποιοι άλλοι είχαν
στριμώξει ένα μικρό σε μια γωνία. Είχαν τραβήξει στιλέτο. Στην κόψη του
διέκρινε δυο φοβισμένα μάτια διάπλατα ανοιχτά. Προχώρησε διστακτικά
παραμέσα. Στα αριστερά του μπουφέ μια κυρία έμοιαζε αφοσιωμένη στα
κεράσματα. Τα χέρια και το στόμα της είχαν πασαλειφτεί. Την είχε
πλευρίσει ένας ψηλόλιγνος άνδρας με ύψος αρπακτικό. «Αχ τι κομψότητα»
ψιθύριζε την ώρα που έβαζε το χέρι του στο εσωτερικό της τσάντας της.
Παραδίπλα κάποιος βρισκόταν στο τέλος μιας εκκωφαντικά στομφώδους
ομιλίας. ‘Έκλεισε με ένα απότομο τίναγμα των χεριών. Μπροστά του, ένα
μικρό ακροατήριο εντυπωσιασμένο, θριαμβολογούσε και χειροκροτούσε
επίμονα.
Καθώς προχωρούσε βαθύτερα έβλεπε όλο και πιο αποτρόπαιες εικόνες.
Γέροι να χαϊδεύουν φιλήδονα μικρά κορίτσια που ντροπαλά υποχωρούσαν,
παραπέρα κάποιος είχε στερεώσει στο ταβάνι μια θηλιά και ετοιμαζόταν να
ανέβει σε μια καρέκλα να την φτάσει. Κατά μήκος του αντικρινού τοίχου
κάποιοι είχαν έβρισκαν διασκεδαστικό να βάζουν τα κατοικίδια τους να
τρώγονται μεταξύ τους βάζοντας στοιχήματα. Στο βάθος, κρυμμένοι πίσω από
ένα παραβάν κάποιοι παραδίνονταν σε σεξουαλικά όργια. Άκουγε καθαρά τα
βογγητά των εξάψεων τους, το τρίξιμο του κρεβατιού, τα πρόστυχα λόγια.
Τα πόδια της βάραιναν. Ένας ίλιγγος την περιτριγύριζε, προσπαθούσε
από κάπου να πιαστεί μα διέκρινε τα πάντα γύρω της να καταρρέουν μέσα
στην αποφορά και στην αποσύνθεση. Ένας λυγμός που πήγε να βγει, πνίγηκε
μέσα σε σπασμούς και σε δάκρυα. Γονάτισε και μην βρίσκοντας τη δύναμη να
σηκωθεί, σύρθηκε ως το δίπλα δωμάτιο για να το αντικρίσει ολότελα
αδειανό με το ανοιχτό του παράθυρο ν’ ανοιγοκλείνει στον άνεμο. Απέξω
διακρίνονταν ένα στενό σοκάκι που έλαμπε στο φως του πρωινού. Βάλθηκε να
φωνάζει μήπως και κάποιος περαστικός απέξω την ακούσει. Όσοι περνούσαν
όμως δεν έστρεφαν το βλέμμα απλά περνούσαν βιαστικοί και αδιάφοροι. Όμως
κάποια στιγμή στο παράθυρο φάνηκε ένα αγόρι:
«Γιατί φωνάζεις;» τη ρώτησε.
«Σε παρακαλώ βοήθησε με, εδώ συμβαίνουν τρομερά πράγματα» κατάφερε να ψελλίσει
«Θέλεις να βγεις έξω; Δώσε μου το χέρι σου και θα σε τραβήξω» και άπλωσε το χέρι του από το παράθυρο.
«Όχι, θέλω να έρθεις να με βοηθήσεις να μιλήσουμε με αυτούς τους
ανθρώπους, να τους πείσουμε ότι κάνουν λάθος. Πονάω με όσα βλέπω να
συμβαίνουν γύρω μου»
«Έλα πιο κοντά, θα σε τραβήξω και θα φύγουμε μαζί».
«Όχι, θέλω να τους μιλήσουμε, να τους αλλάξουμε, να γίνει αυτή η
αίθουσα ένας χώρος παιχνιδιού, ένας όμορφος χώρος.» παρακάλεσε θρηνητικά
εκείνη.
Τότε το αγόρι τράβηξε το χέρι. Χαμήλωσε το βλέμμα και ψιθύρισε:
«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την αίθουσα. Η αίθουσα παραμένει πάντα
αναλλοίωτη όσο κι αν αλλάζουν οι θαμώνες. Όποιος θέλει να αντικρίσει τον
ήλιο και να γευτεί τον άνεμο πρέπει να φύγει από ‘κει. Όποιος ζητά την
ευτυχία βρίσκει ένα χέρι αδερφικό και ξεφεύγει μακριά, προς το ζωντανό
φως»
.
Ο Suburian είναι ένας εξόριστος της ονειροχώρας
κι απροσάρμοστος της πραγματικότητας την οποία πολεμά κατά κύριο λόγο με
τις σφαίρες των λέξεων. Κατοικεί προσωρινά σε καθένα από τα γνωστά
συναισθήματα δίχως μόνιμη κατοικία.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω