Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΖΕΣΤΟ - ΚΡΥΟ του kiaminta *

πηγή: http://www.onestory.gr/post/31258661739

ΖΕΣΤΟ - ΚΡΥΟ

του kiaminta *
.
Ξύπνησε νυσταγμένος και λουσμένος στον ιδρώτα. Έψαξε μηχανικά το κινητό να κλείσει το ξυπνητήρι, μα δε χτυπούσε. Λογικό, τέσσερις το πρωί ήταν, πολύ νωρίς. Έψαξε για λίγη επαφή δίπλα του, μα όπως και με το κινητό, λάθος timing, πολύ αργά.
Ένιωσε να μην έχει αρκετό αέρα το δωμάτιο, άνοιξε το παντζούρι, άπνοια και έξω. Ζεσταινόταν, φορούσε ακόμα το κοστούμι του. Όπως μπήκε σπίτι, έτσι έμεινε. Δε βρήκε ούτε δύναμη, ούτε θάρρος να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Το δωμάτιο ακόμα μύριζε απουσία και φρέσκια θλίψη. Το διέσχισε αργά παίρνοντας βαθιές τζούρες από αυτό που δεν υπήρχε.
Μπήκε στο ντους και άνοιξε το κρύο νερό. Ανακούφιση προσωρινή σαρκική. Χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας να ανοίξει δρόμους στην δροσιά να φτάσει παντού. Έκλεισε τα μάτια να γευτεί τη στιγμή, μα ήταν στιφή και τα άνοιξε ξανά. Δεν άλλαξε τίποτα αν και ήθελε.
Γύρισε το νερό στο ζεστό. Έδιωξε με μιας την ηδονή της προηγούμενης στιγμής και την αντικατέστησε με αυτομαστίγωμα. Έσκισε το πουκάμισο και αφέθηκε να καίγεται χωρίς να βγάλει άχνα. Δικό του το λάθος, δικιά του και η τιμωρία. Ζεστοί ατμοί γεμίσαν το μπάνιο και θολώσαν τον καθρέπτη. Πάνω του φάνηκαν δύο λέξεις “ντροπή ρε”.
Τρόμαξε, το γύρισε αμέσως στο κρύο. Η ανακούφιση γέμισε τις αισθήσεις του και έκανε τα μάτια του να δακρύσουν. Πέταξε τα υπόλοιπα ρούχα και κοίταξε πάλι τον καθρέπτη. Χωρίς λέξεις αυτή τη φορά, εξατμίστηκαν και οι υδρατμοί, είδε το είδωλό του να τον κοιτάει με πυρωμένο βλέμμα. Άρπαξε το σαμπουάν και του το πέταξε. Θρύψαλα το είδωλο, επτά χρόνια γρουσουζιάς , αλλά δεν είχε πλέον τόσα.
Στο ζεστό ξανά, τώρα που δε θα είχε άλλες λέξεις να αντικρύσει. Αδιαφόρησε για τον πόνο που του προξενούσαν τα κύτταρα που διαλυόταν από τη θερμότητα, έτσι κι αλλιώς και άλλα θα τα ακολουθούσαν στο χορό του Ζαλόγγου μη θέλοντας να παραδοθούν στον εχθρό που είχε τη νίκη σίγουρη. Πέρασαν σαν αστραπή από μπροστά του τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων, το βλέμμα του γιατρού, ο ατελείωτος όπως του φάνηκε διάδρομος μέχρι την έξοδο, τα πρόσωπα των νοσοκόμων. Σε άλλη περίπτωση θα κοιτούσε τα καλλίγραμμα κορμιά τους, τότε κόλλησε στα μάτια. Διψούσε για ψέμα. Τις κοίταζε απεγνωσμένα αδημονώντας για ένα νεύμα, ένα νόημα, ένα “μη κολλάς, μαλακίες σου έλεγε μέσα”.
Αλαφιασμένος γυρνάει πάλι στο κρύο. Το σοκ είναι πιο δυνατό από πριν, σε σημείο που του κόβει την ανάσα. Δε βλέπει τίποτα στην ομίχλη και ομίχλη θα είναι από εδώ και πέρα. Ανοίγει απελπισμένα το στόμα του να μπει ο καυτός αέρας, αλλά μια πνιγμένη κραυγή τον προλαβαίνει και δραπετεύει. Σωριάζεται στη μπανιέρα και αφήνεται. Νιώθει το πλοίο να βυθίζεται και δεν ακούει πουθενά την ορχήστρα να παίζει. Κάθε φορά που είχε τα φεγγάρια του φανταζόταν να ανταμώνει το τέλος με ένα χαμόγελο και ένα σφηνάκι ουίσκι. Που είναι ρε το μπουκάλι; Που είναι ρε η γαμημένη ορχήστρα;
Πάλι στο καυτό. Με τα δάκρυα να κυλάνε και να μη ξέρει αν αυτά φταίνε που καίει το στήθος του, ή η ανάσα του που τον έκαιγε από μέσα. Γύρισε και κοίταξε το νερό που έπεφτε. Κατάματα όπως έπρεπε να κοιτάξει την αλήθεια. Αυτή που έκρυψε βαθιά μέσα στο πιθάρι , από το οποίο ξετρύπωσε την πιο φθηνή δικαιολογία . Με αυτή στο χέρι είχε φτάσει στο γεμάτο ζωή σπίτι και σκότωσε τη ζωή με δύο σφαίρες στην καρδιά. Καιγόταν το πρόσωπό του εκεί κάτω από το ντους όπως έκαψε τη ζωή του σα σημαία που δε θέλησε να παραδώσει στον εχθρό.
Έσκυψε κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια του και ξάπλωσε ανάσκελα. Με μια κλωτσιά γύρισε ξανά στο κρύο , όπως και η ζωή του . Με μια κλωτσιά από την τύχη. Μια μούντζα από το Θεό που ποτέ δεν αναζήτησε ούτε ποτέ του ζήτησε κάτι. Αλλά τον ευχαριστούσε για κάθε μέρα που την γνώρισε, για κάθε στιγμή που πέρασε δίπλα της, για όλες τις χαρές που μοιράστηκαν και για τη λύπη που ποτέ θα δεν ήθελε να γεμίσει την ματιά της. Όχι σαν τις νοσοκόμες στο διάδρομο, όχι αυτή , όχι ποτέ. Και της πλάσαρε την ηλιθιότητα που σκέφτηκε περπατώντας δέκα χιλιόμετρα μέχρι εκεί. Χωρίς να σταυρώσουν οι ματιές τους. Πριν προσπαθήσει να οπλίσει την ελπίδα του, πριν ανάψει ξανά τη φλόγα της ζωής μέσα του.
Η στάθμη του νερού είχε ανέβει και κάλυπτε το σώμα του. Βυθίστηκε αφήνοντας μόνο την μύτη του εκτός. Να κρυφτεί από την ντροπή που δεν θέλησε να μοιραστεί το τέλος του με άλλον. Μπήκε ολόκληρος μέσα και κράτησε την ανάσα του. Μα το ένστικτο της επιβίωσης ακόμα ήταν δυνατό και τον τίναξε έξω βίαια λίγα δευτερόλεπτα μετά. Το ίδιο ένστικτο που τον ωθούσε να πάει να πάρει το ακουστικό και να πει συγγνώμη. Να πάρει τη ζωή πίσω, έστω για λίγο, εγωιστικά, μόνο για την πάρτη του. Μη σκεφτόμενος το αύριο. Για μια τελευταία φορά παθιασμένου έρωτα, για ένα τελευταίο φιλί, για ένα τέλος με χαμόγελο και ουίσκι χλευάζοντας τα φεγγάρια του. Για την αίσθηση της αθανασίας που κοντά της έμοιαζε ότι μπορούσε να πετύχει.
Έκλεισε τη βρύση και η ησυχία σαν σφουγγάρι ρούφηξε όλες του τις ανάγκες του για επαναφορά του πριν. Έγειρε πίσω και βίωσε την αίσθηση της καύτρας του τσιγάρου που σβήνει. Έμεινε αποτσίγαρο μέσα στα νερά, άχρηστο πια να μη θυμίζει τίποτα από όσα ήταν. Ό,τι πρόσφερε, μια μικρή θυσία στο χθες που αύριο κανένας δωδεκάθεος δε θα εκτιμήσει. Κανένας από μηχανής θεός δε θα εμφανιστεί να δώσει τέλος στο Δράμα και όλοι να πάνε σπίτια τους ευχαριστημένοι.
Δεν είχε πια τα κουράγια να σηκωθεί. Το φως από το παράθυρο πρόδιδε τη νέα μέρα που ξεπρόβαλε και θα ξεσήκωνε ξανά εκατομμύρια ψυχές να πάνε να αναζητήσουν αυτό που τους έλειπε. Το καινούργιο, που δε χρειαζόταν να είναι και νέο. Το παλιό ντυμένο αλλιώς. Το χθες αλλαγμένο. Το κακό που έγινε καλό, το ζεστό κρύο και το κρύο ξανά ζεστό.
“θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ’ το πρωί να μου γελάς.
Κι όταν την πόρτα θα ανοίγεις να είναι σαν να μ’ αγαπάς”
.
Ο kiaminta είναι φανταστικό πρόσωπο και οποιαδήποτε ομοιότητα βρίσκετε με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις, είναι τουλάχιστον επικίνδυνη και έχει χειρότερες συνέπειες από αυτές του καπνίσματος. Συνδυάζεται με ποτό και λίγο φως, απαλή μουσική και έλλειψη παρέας.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΠΑΛΜΥΡΑ ΣΥΡΙΑΣ



ΠΑΛΜΥΡΑ ΣΥΡΙΑΣ -Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΖΗΝΟΒΙΑΣ

Η Παλμύρα υπήρξε κατά την αρχαιότητα σημαντική πόλη της κεντρικής Συρίας, κτισμένη σε μία όαση 215 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Δαμασκού και 120 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ευφράτη. Για αιώνες ήταν ζωτικός σταθμός για τα καραβάνια που διέσχιζαν τη Συριακή έρημο και ήταν γνωστή ως η «Νύμφη της Ερήμου». Το ελληνικό όνομα «Παλμύρα» αποτελεί μετάφραση του αρχικού αραμαϊκού ονόματος Tadmor, που σημαίνει «φοινίκια πόλη». Η σύγχρονη κωμόπολη, δίπλα στα αρχαία ερείπια ονομάζεται και πάλι Tadmor. Η οικονομία της εξαρτάται από τον τουρισμό. Στη Βίβλο αναφέρεται ως Ταμάρ ή Θεδμόρ ή Θοεδμόρ ενώ στα αραμαϊκά Ταδμόρ ή Ταμμόρ και που λέγεται πως έκτισε ο Βασιλιάς Σολομών ως πόλη σταθμό των καραβανιών μεταξύ Συρίας και Μεσοποταμίας.
Η Παλμύρα έμεινε ονομαστή για τον πλούτο της κατά τη ρωμαϊκή εποχή, οπότε βασίλευσε και η θρυλική βασίλισσά της Ζηνοβία. Ωστόσο, μνημονεύεται για πρώτη φορά τη 2η χιλιετία π.Χ.. Τότε ήταν ένας ακόμα κόμβος στο εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο που ένωνε τη Μεσοποταμία με τη βόρειο Συρία.
Το Tadmor μνημονεύεται στη Βίβλο (Β΄ Χρονικών 8:4) ως μια πόλη της ερήμου που οχυρώθηκε από τον Σολομώντα. Επίσης, από τον Ιώσηπο, ως κτισμένη από τον Σολομώντα (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία - Βιβλίο VIII), μαζί με το ελληνικό όνομα Παλμύρα. (Tadmor είναι το όνομα της Παλμύρας και στη σύγχρονη εβραϊκή γλώσσα).
Για τη πόλη αυτή, πριν τη Ρωμαϊκή περίοδο, υπάρχει επίσης η είδηση εκ παραδόσεως ότι είχε καταστραφεί από τον Βασιλιά των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορα
Με την επικράτηση των Σελευκιδών στη Συρία το 323 π.Χ., η Παλμύρα έγινε ανεξάρτητη. Η πόλη άκμασε ως σταθμός των καραβανιών κυρίως τον 1ο αιώνα π.Χ. Το 41 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπό τον Μάρκο Αντώνιο προσπάθησαν να την καταλάβουν, αλλά απέτυχαν, καθώς οι κάτοικοι διέφυγαν στην απέναντι όχθη του Ευφράτη έχοντας πληροφορηθεί εγκαίρως τον ερχομό του εχθρού. Το γεγονός δείχνει ότι ακόμα και τότε η Παλμύρα διατηρούσε τον χαρακτήρα νομαδικού οικισμού και όλα τα αγαθά μπορούσαν να μετακινηθούν σε λίγες ώρες.
Οι Terry Jones και Alan Ereira στο βιβλίο τους «Οι Βάρβαροι» σημειώνουν ότι οι έμποροι της Παλμύρας ήταν ιδιοκτήτες πλοίων στα ιταλικά νερά και έλεγχαν το εμπόριο του μεταξιού από την Ινδία: «Η Παλμύρα έγινε έτσι μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Μέσης Ανατολής... ...Οι κάτοικοί της είχαν καταφέρει ένα πραγματικά μεγάλο κατόρθωμα - ήταν οι μόνοι που κατάφεραν να ζουν δίπλα στους Ρωμαίους χωρίς να εκρωμαϊσθούν. Απλώς προσποιούνταν ότι ήταν Ρωμαίοι.»
Η Παλμύρα έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής Επαρχίας της Συρίας κατά τη βασιλεία του Τιβερίου (14 – 37). Συνέχισε όμως να αναπτύσσεται σταθερά ως σημαντικός εμπορικός σταθμός, που τώρα πια συνέδεε την Περσία, την Ινδία και την Κίνα με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το 129 ο Αδριανός επισκέφθηκε την πόλη και γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε την ανακήρυξε «ελεύθερη πόλη» και τη μετονόμασε σε Palmyra Hadriana.
Από το 212 το εμπόριο δια της Παλμύρας μειώθηκε, καθώς οι Σασσανίδες κατέλαβαν το στόμιο του Τίγρη και του Ευφράτη. Ο Οδαίναθος, πρίγκηπας της Παλμύρας, διορίσθηκε από τον Βαλεριανό κυβερνήτης της Επαρχίας της Συρίας. Μετά την αιχμαλώτιση του Βαλεριανού από τους Σασσανίδες και τον θάνατό του σε αιχμαλωσία στη Bishapur, ο Οδαίναθος εξεστράτευσε μέχρι την Κτησιφώντα (κοντά στη σημερινή Βαγδάτη) για εκδίκηση, εισβάλλοντας στην πόλη δύο φορές. Ο Οδαίναθος δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του Maconius, οπότε η σύζυγος του Οδαινάθου, η Σεπτιμία Ζηνοβία ανέβηκε στην εξουσία, κυβερνώντας την Παλμύρα και για λογαριασμό του γιου της Vabalathus. Η Ζηνοβία επαναστάτησε εναντίον των Ρωμαίων με τη βοήθεια του Λογγίνου και κατέλαβε την Μπόσρα και εκτάσεις μέχρι την Αίγυπτο. Στη συνέχεια επεχείρησε να κατακτήσει την Αντιόχεια προς το βορρά. Το 272 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αυρηλιανός τελικά αντεπιτέθηκε και την μετέφερε αιχμάλωτη στη Ρώμη.
Η επανάσταση της Ζηνοβίας αναστάτωσε τη Ρώμη κι έτσι η Παλμύρα υποχρεώθηκε από την Αυτοκρατορία να γίνει στρατιωτική βάση για τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ο Διοκλητιανός την επεξέτεινε έτσι ώστε να χωρά ακόμα περισσότερο στρατό και την περιτείχισε για να την προστατεύσει από την απειλή των Σασσανιδών. Η Βυζαντινή περίοδος προσέθεσε μόνο λίγες εκκλησίες και η πόλη παρήκμασε.
λαμπρότερα από τα σωζόμενα ερείπια της Παλμύρας είναι εκείνα του Ναού του Ηλίου, οι τετράγωνοι επιτάφιοι πύργοι 3-5 ορόφων, το ρωμαϊκό θέατρο καθώς και τα θεμέλια των οδών και των κατοικιών. Σημαντικές επίσης είναι και οι ανευρεθείσες δίγλωσσες επιγραφές της Παλμύρας (στην ελληνική και παλμυρική διάλεκτο), μία στην εβραϊκή και 2 στη λατινική.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Μουστοκούλουρα με σταφίδες

Μουστοκούλουρα με σταφίδες
Προστέθηκε από , 21.02.12

Περιγραφή

Νόστιμα και αφράτα μουστοκούλουρα χωρίς ζάχαρη!
Μουστοκούλουρα με σταφίδες

Τι χρειαζόμαστε:

  • 630 γρ. (περίπου) αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 3 1/2 κ.γ. baking powder
  • 2 κ.γ. κανέλα
  • 1/2 κ.γ. γαρίφαλο
  • 1/4 κ.γ. αλάτι
  • 1/4 κ.γ. σόδα
  • 1 κ.γ. εκχύλισμα βανίλιας
  • 110 γρ. ελαιόλαδο
  • 4 κουταλιές σούπας χυμό πορτοκαλιού
  • ξύσμα από ένα πορτοκάλι
  • 300 γρ. πετιμέζι
  • 100 γρ. σταφίδες
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Εποχιακά
Μέθοδος

 

 

 

 

 

Πως το κάνουμε:


Διαβάστε περισότερο: Μουστοκούλουρα με σταφίδες http://www.sintagespareas.gr/sintages/moustokouloura-me-stafides.html#ixzz235B23QX8

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Σωστή διατροφή


                                       Σωστή διατροφή το φθινόπωρο

Η σωστή και υγιεινή διατροφή το φθινόπωρο είναι απαραίτητη για αντιμετώπιση των ελευθέρων ριζών και γήρανσης του δέρματος, εκφυλιστικών ασθενειών, κρυολογημάτων και ιογενών ασθενειών.

Η φθινοπωρινή εποχή είναι πολύ κατάλληλη για την αναζωογόνηση και την αποκατάσταση του σώματος μετά το καλοκαίρι, το οποίο προμηθεύεται με βιταμίνες και μέταλλα, ενισχύει την άμυνα του ο
ργανισμού - όλα αυτά αποτελούν μια τέλεια προετοιμασία για το χειμώνα.

Πρέπει καθημερινά να καταναλώνετε περισσότερα ζεστά φαγητά. Στις κρύες μέρες δεν υπάρχει τίποτα πιο νόστιμο από τα ζεστά φαγητά, από τα οποία έχει μεγάλη ποικιλία και ποτέ δεν θα τα βαρεθείτε - για παράδειγμα - λαχανικά, κοτόπουλο, πατάτες, σούπες κ.λ.π. Μην παραμελείτε και το βασικό πιάτο, που περιέχει περισσότερα λαχανικά. Το μενού σας πρέπει να είναι ποικίλο και καλά ισορροπημένο.

Μην ξεχνάτε και το απαραίτητο ποσοστό λίπους. Τα ενεργητικά λίπη παίζουν σημαντικό ρόλο για την υγεία του ανθρώπου και το φθινόπωρο και το χειμώνα διατηρούν την θερμότητα του σώματος και το κρύο δεν αισθάνεται τόσο πολύ. Τα ευεργετικά λίπη συμπεριλαμβάνονται στις ελιές, ελαιόλαδο, ψάρια και φυτικά έλαια.

omorfia.org

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Πάτμος

Από παλιό περιοδικό για ταξίδια.
Ίσως να έχουν αλλάξει κάποια στοιχεία σε επίπεδο αγοράς, τηλ/να κ.λ.π  
όμως η ιερή παράδοση διαχρονικά  παραμένει εδώ
Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-





























ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΣΙΣΣΥ



  ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΣΙΣΣΥ - ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ 
                                        (+10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1898)
                                           θλιμμένη πριγκίπισσα



Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1898, η Ευρώπη σοκαρίστηκε από μια θλιβερή είδηση: η Αυτοκράτειρα Ελισσάβετ της Αυστρίας, Σίσσυ για τους οικείους της, είχε δολοφονηθεί. Ο τραγικός της θάνατος ήταν το τέλος της ταραχώδους, δυστυχισμένης και –συχνά- παρεξηγημένης ζωής, μιας ιδιαίτερα ασυνήθιστης προσωπικότητας. Έπαιξε, επίσης, καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του μύθου της Ελισσάβετ, ενός μύθου που και η ίδια υποστήριξε όσο ζούσε, με τον αντισυμβατικό της τρόπο.

Ἠ Ἐλισάβετ Ἀμαλία Εὐγενία φόν Βίτελσμπαχ, ἡ γνωστή πριγκίπισσα Σίσσυ, γεννήθηκε παραμονή τῶν χριστουγέννων τοῦ 1837, στό Μόναχο. Γονεῖς της ἦταν ὁ Μαξιμιλιανός Ἰωσἠφ δούκας τῆς Βαυαρίας, καί ἡ πριγκίπισσα -ἐπίσης τῆς Βαυαρίας-Λουδοβίκα.

Σέ ἡλικία 15 χρονῶν, γνωρίζει τόν 23χρονο αὐτοκράτορα τῆς Αὐστρίας Φραγκίσκο Ἰωσήφ.
Οἱ δύο νέοι ἀγαπήθηκαν, καί μόλις τόν ἀλλο χρόνο παντρεύτηκαν. Ἡ πανέμορφη, παραμυθένια πριγίπισσα Σίσσυ, άναγορεύθηκε Βασίλισσα τῆς Αὐστρίας σέ ἡλικία μόλις 16 ἐτῶν. Ἀς σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Φραγκίσκος Ἰωσήφ, προοριζόταν γιά σύζυγος τῆς μεγαλύτερης της ἀδελφῆς.Ἡ ζωή της στό παλάτι ὅμως, μἐ τἀ σφιχτά πρωτόκολλα, ἀλλά κυρίως μέ τήν δεσποτική πεθερά της δέν ήταν καλή, καί ἐκδηλώνει τάσεις ανεξαρτησίας.

Οί σχέσεις μέ τήν πεθερά της φθάσανε στό ἀπροχώρητο, ὅταν σ΄ἕνα ταξίδι τῆς Σίσσυ στήν Ουγγαρία, σκοτώθηκε ἀπό ἀτύχημα ἡ μικρή της κόρη Σοφία. Ἡ πεθερά της πλέον, ἀναλαμβάνει τά δύο παιδιά,- ἡ Μαρία Βαλέρια δέν εἶχε γεννηθεῖ ἀκόμη-καί ἡΣίσσυ άποστασιοποιεῖται ἀπό τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν της. Πλέον έρχεται καί μιά διαφοροποίηση στίς σχέσεις της τόν Φραγκίσκο Ἰωσήφ, καί αρχίζουν οἱ πρῶτες ἐξωσυζυγικές σχέσεις καί γιά τούς δύο . Ἡ Σίσσυ, βρίσκει καταφύγιο στά ταξίδια σ΄ἐνα ἀπό τό ὁποία γνωρίζει τήν Κέρκυρα.

Τό 1867 ἡ Σίσσυ καί ὁ Φραγκίσκος, στέφονται Αὐτοκράτορες τῆς Αὐστρουγγαρίας, καί αὐτή μένει ἔγκυος στό τέταρτο και τελευταῖο παιδί της, τήν Μαρία Βαλέρια

Τά χρόνια ἐκεῖνα, ἡ Σίσσυ μαγεύεται ἀπό τήν κλασσική άρχαιότητα, βοηθοῦντος τοῦ ἑλληνα φοιτητή Κων/νου Χρηστομάνου.
Ἡ ζωή της παρά τά ταξίδια καί τίς πολύμηνες αποδράσεις, δέν ἠταν χωρίς θλίψεις. Ὁ ξάδελφος της Μαξιμιλιανός, αὐτοκράτορας τοῦ Μεξικοῦ ἐκτελεῖται, καί ἡ γυναίκα του Σαρλόττα, έπιστρέφοντας στήν εὐρώπη ζεῖ μέχρι τόν θάνατο της στήν τρέλλα. Ὁ ξάδελφος της Λουδοβίκος τῆς Βαυαρίας πνίγεται σέ λίμνη, ἐνῶ μέσα σ΄ ἑνα χρόνο πεθαίνει ὁ πατέρας της, καί καίγεται ἡ ἀδελφή της.
Ὅμως τό γεγονός πού τήν λύγισε, καί συντάραξε τήν εὐρώπη, συνέβη τό 1889. Στό Μέγιερλινγκ τῆς Αὐστρίας, βρέθηκαν νεκροί ό γιός της Ροδόλφος, καί ἡ σύντροφος του, βαρώνη Μαρία Βρετσέρα, χωρίς -μέχρι σήμερα-νά γίνουν γνωστά τά αἰτια τῶν φόνων. Λέγεται ὅμως ὅτι ηταν ἐτεροθαλῆ ἀδέλφια.

Το 1898, ἐνῶ ἡ Σίσσυ βρισκόταν μέ ψευδώνυμο στήν Ἑλβετία ἕνας ἀναρχικός, ὁ ἰταλός Λουίτζι Λουσένι, τήν ἀνακαλύπτει καί τήν δολοφονεί γιά ἰδεολογικούς λόγους Βυθίζει στό στῆθος της ἕνα σουβλί τόσο λεπτό, πού ο θανατός της έπῆλθε αφοῦ πρόλαβε αὐτή νά περπατήσει περίπου 120 μέτρα.

Μιά ἀπό τίς ὡραιότερες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς της, ἡ θλιμμένη πριγκίπισσα, πεθαίνει στήν ἀποβάθρα τῆς λίμνης.
Ἦταν 61 ἐτῶν.
Ἡ ζωή της εἶναι άλήθεια, ὅτι μάγεψε καί ένέπνευσε. Ἔγινε πασίγνωστή μέ τήν Ρὀμυ ΣνάΙντερ νά τήν ὑποδύεται στήν γνωστή ταινία "Πριγίπισσα Σίσσυ".
Ἡ Σίσσυ, εἶναι ἀπό τά πρόσωπα τῆς ἱστορίας, πού ἡ βιοτή καί ὁ θάνατος τους, ταυτίστηκε μέ βασιλική λάμψη καί κοινή άνθρώπινη τραγωδία.
ΑΠΟ http://cummulus4.blogspot.com/

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ "ΔΑΒΙΔ"


ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ "ΔΑΒΙΔ"

8/ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ/1504 - Γίνονται στη Φλωρεντία τα αποκαλυπτήρια του Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου.
Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, που φιλοτεχνήθηκε από το 1501 ως το 1504, είναι ένα αριστούργημα της Αναγεννησιακής γλυπτικής και, μαζί με την Πιετά, ένα από τα δυο σημαντικότερα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου. Είναι ένα από τα πιο γνωστά αγάλματα στην ιστορία της γλυπτικής, και έχει γίνει σύμβολο δύναμης και νεανικής ομορφιάς. Παριστάνει τον Βιβλικό βασιλιά Δαβίδ, τη στιγμή που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Γολιάθ. Στην εποχή του θεωρήθηκε σύμβολο της δημοκρατίας της Φλωρεντίας, μιας ανεξάρτητης πόλης-κράτους που απειλούνταν από πιο ισχυρά αντίπαλα κράτη. Αυτή η ερμηνεία τονίστηκε και με την τοποθέτηση του ύψους 5,17 μέτρων αγάλματος έξω από το Παλάτσο Βέκιο, την έδρα της τοπικής κυβέρνησης της Φλωρεντίας.
 Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1504.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τα τρία ερωτήματα

πηγή: http://www.facebook.com/photo.php?fbid=379343022138756&set=a.136809996392061.29371.135792846493776&type=1&theater



Λέοντος Τολστόι 9 Σεπτεμβρίου 1828 -1910
Τα τρία ερωτήματα


Μία φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ἕνας βασιλιὰς σκέφτηκε ὅτι ἂν ἤξερε πάντοτε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ ν᾿ ἀρχίζει κάτι, ἂν ἤξερε ποιοὶ εἶναι οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούει καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θάπρεπε ν᾿ ἀποφεύγει καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἂνἤξερε πάντοτε ποιὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο πράγμα νὰ κάνει, δὲ θὰ ἀποτύχαινε σὲ ὅ,τι ἐπιχειροῦσε.

Καὶ ὅταν τοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ σκέψη, φρόντισε νὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ βασίλειό του ὅτι θὰ ἔδινε σπουδαία ἀμοιβὴ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ μάθαινε ποιὰ εἶναι ἡκατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ποιοὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀναγκαῖοι ἄνθρωποι καὶπὼς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα νὰ κάνει.

Καὶ ἦλθαν σοφοὶ ἄνθρωποι στὸ βασιλιά, ἀλλὰ ὅλοι ἔδωσαν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα.

Σ᾿ ἀπάντηση τοῦ πρώτου ἐρωτήματος, μερικοὶ εἶπαν ὅτι γιὰ νὰ ξέρει κανεὶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, πρέπει νὰ φτιάξει προκαταβολικὰ ἕνα πρόγραμμα ἡμερῶν, μηνῶν καὶ ἐτῶν καὶ νὰ τὸ ἀκολουθήσει πιστά. Μόνον ἔτσι, εἶπαν αὐτοί, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τὸ κάθε τί στὴν κατάλληλη στιγμή.

Ἄλλοι δήλωσαν ὅτι θὰ ἦταν ἀδύνατο ν᾿ ἀποφασίσει κανεὶς ἐκ τῶν προτέρω τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ἀλλὰ ἂν δὲν ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀπορροφηθεῖ σὲ μάταιες ἐνασχολήσεις, θὰ μποροῦσε πάντοτε νὰ προσέχει τί συμβαίνει καὶ τότε νὰ κάνει ὅ,τι θὰ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἄλλοι πάλι εἶπαν, ὅτι ὅσο κι ἂν πρόσεχε ὁ βασιλιὰς ὅ,τι συνέβαινε, θὰ ἦταν ἀδύνατο σὲ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἀποφασίζει σωστὰ ποιὰ εἶναι ἡκατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, γι᾿ αὐτὸ θἄπρεπε νὰ ἔχει ἕνα συμβούλιο ἀπὸσοφοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν νὰ καθορίσει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε τί.

Ἀλλὰ πάλι, ἄλλοι τοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ περιμένουν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπὸ ἕνα συμβούλιο καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει κανεὶς νὰ ἀποφασίσει ἀμέσως ἂν θὰ τὰ ἐπιχειρίσει ἢ ὄχι. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὅμως κανεὶς νὰ τὸ ἀποφασίσει αὐτό, πρέπει νὰ ἐκ τῶν προτέρων νὰ γνωρίζει τί πρόκειται νὰ συμβεῖ. Μόνο μάγοι μποροῦν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ξέρει κανεὶς τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, πρέπει νὰ συμβουλεύεται μάγους.

Ἐξ ἴσου ποικίλες ἦταν οἱ ἀπαντήσεις καὶ στὸ δεύτερο ἐρώτημα. Μερικοὶ εἶπαν ὅτι οἱἄνθρωποι ποὺ χρειάζεται περισσότερο ὁ βασιλιὰς εἶναι οἱ σύμβουλοί του, ἄλλοι οἱἱερεῖς, ἄλλοι οἱ γιατροί, ἐνῶ ἄλλοι εἶπαν ὅτι πιὸ ἀναγκαῖοι εἶναι οἱ πολεμιστές.
Στὸ τρίτο ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι πιὸ σπουδαία ἐνασχόληση, μερικοὶ ἀπάντησανὅτι πιὸ σπουδαῖο πράγμα στὸ κόσμο εἶναι οἱ ἐπιστῆμες. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι εἶναι ἡπολεμικὴ ἐπιδεξιότητα, καὶ ἄλλοι πάλι ὅτι εἶναι ἡ θρησκευτικὴ λατρεία.

Ὅλες οἱ ἀπαντήσεις ἦταν διαφορετικὲς καὶ ὁ βασιλιὰς δὲ συμφώνησε σὲ καμιὰ ἀπ᾿αὐτὲς καὶ σὲ καμιὰ δὲν ἔδωσε σημασία. Ἀλλὰ θέλοντας ἀκόμη νὰ βρεῖ τὶς σωστὲςἀπαντήσεις, ἀποφάσισε νὰ συμβουλευτεῖ ἕναν ἐρημίτη πολὺ γνωστὸ γιὰ τὴν σοφία του.

Ὁ ἐρημίτης ζοῦσε σ᾿ ἕνα δάσος ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο δὲν ἀπομακρυνόταν ποτὲ καὶ δὲ δεχόταν παρὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς ντύθηκε ἁπλὰ ροῦχα καὶ πρὶν φτάσει στὸ κελὶ τοῦ ἐρημίτη, κατέβηκε ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του, ἄφησε πίσω τὴ φρουρά του καὶπῆγε μόνος του.

Ὅταν πλησίασε ὁ βασιλιάς, ὁ ἐρημίτης ἔσκαβε τὴ γῆ μπροστὰ στὴν καλύβα του. Ὅταν εἶδε τὸ βασιλιά, τὸν χαιρέτησε καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἄνθρωποςἀσθενικὸς καὶ ἀδύνατος καὶ κάθε φορὰ ποὺ σφήνωνε τὴν ἀξίνα του στὴν γῆ γιὰ νὰσηκώσει λίγο χῶμα, ἀνάπνεε βαριά.

Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἐρημίτη γιὰ νὰ σὲρωτήσω τρία πράγματα: Πῶς θὰ μάθω νὰ κάνω τὸ κατάλληλο πράγμα στὴν κατάλληλη στιγμή, ποιοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρειάζομαι περισσότερο καὶἑπομένως ποιοὺς θὰ πρέπει νὰ προσέχω περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ποιὲςὑποθέσεις εἶναι πιὸ σπουδαῖες καὶ χρειάζονται περισσότερο προσοχή»;

Ὁ ἐρημίτης ἄκουσε τὸ βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε καμιὰ ἀπάντηση. Μόνο ἔφτυσε στὶς παλάμες του καὶ ξανάρχισε τὸ σκάψιμο.

«Εἶσαι κουρασμένος», εἶπε ὁ βασιλιάς, «ἄσε μὲ νὰ πάρω τὴν ἀξίνα καὶ νὰ δουλέψωἐγὼ λίγο γιὰ σένα».

«Εὐχαριστῶ», εἶπε ὁ ἐρημίτης καὶ δίνοντας τὴν ἀξίνα στὸ βασιλιὰ κάθησε κάτω στὸχῶμα.

Ὅταν ἔσκαψε ὁ βασιλιὰς δύο αὐλάκια, σταμάτησε καὶ ἐπανέλαβε τὰ ἐρωτήματά του.Ὁ ἐρημίτης καὶ πάλι δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ σηκώθηκε, ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ πάρει τὴνἀξίνα καὶ εἶπε: «Ξεκουράσου τώρα λίγο καὶ ἄσε μένα νὰ δουλέψω λιγάκι».

Ὁ βασιλιὰς ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν ἀξίνα καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Πέρασε μία ὥρα καὶ ἄλλη μία. Ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει πίσω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ ὁ βασιλιὰς στὸ τέλος σφήνωσε τὴν ἀξίνα στὸ χῶμα καὶ ἔιπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἄνθρωπε γιὰ μίαἀπάντηση στὰ ἐρωτήματά μου. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ δώσεις καμιά, πές το μου νὰγυρίσω στὸ σπίτι μου».

«Νά, κάποιος ἔρχεται τρέχοντας», εἶπε ὁ ἐρημίτης. «Ἂς δοῦμε ποιὸς εἶναι».

Ὁ βασιλιὰς γύρισε καὶ εἶδε ἕνα γενειοφόρο ἄνδρα νὰ ἔρχεται τρέχοντας ἀπὸ τὸδάσος, σφίγγοντας μὲ τὰ χέρια του τὸ στομάχι του, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ἔτρεχε ποτάμι τὸαἷμα. Ὅταν πλησίασε τὸ βασιλιά, ἔπεσε λιπόθυμος στὸ χῶμα βγάζοντας ἕναν ἐλαφρὺ ἀναστεναγμό.

Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ ἐρημίτης ξεκούμπωσαν τὰ ροῦχα του. Ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο τραῦμα στὸ στομάχι του. Ὁ βασιλιὰς τὸ ἔπλυνε ὅσο καλλίτερα μποροῦσε καὶτὸ ἔδεσε μὲ τὸ μαντήλι του καὶ μὲ μία πετσέτα ποὺ τοὔδωσε ὁ ἐρημίτης. Ἀλλὰ τὸ αἷμα δὲ σταματοῦσε νὰ τρέχει καὶ ὁ βασιλιὰς ξανὰ καὶ ξανὰ ἄλλαζε τὸν ἐπίδεσμο, μουσκεμένο ἀπὸ καυτὸ αἷμα, τὸν ἔπλενε καὶ ξανάδενε τὸ τράυμα. Ὅταν σταμάτησε νὰ τρέχει τὸ αἷμα, ὁ πληγωμένος συνῆλθε καὶ ζήτησε κάτι νὰ πιεῖ. Ὁ βασιλιὰς ἔφερε φρέσκο νερὸ καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. Στὸ μεταξὺ ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ ἄρχισε νὰ κρυώνουν.Ἔτσι ὁ βασιλιὰς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐρημίτη μετέφερε τὸν πληγωμένο στὴν καλύβα καὶτὸν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι. Ὅταν ξάπλωσεστο κρεβάτι ὁ πληγωμένος, ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ ἡσύχασε, ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς ἦταν τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὸ περπάτημα καὶ τὴ δουλειὰ ποὺ εἶχε κάνε, ποὺ κάθησε στὸ κατώφλι καὶ τὸν πῆρε καὶ αὐτὸν ὁὕπνος τόσο βαθιά, ὥστε κοιμήθηκε συνέχεια ὅλη τὴν καλοκαιριάτικη νύχτα. Ὅταν ξύπνησε τὸ πρωί, πέρασε πολλὴ ὥρα πρὶν μπορέσει νὰ θυμηθεῖ ποὺ ἦταν, ἢ ποιὸς ἦταν ὁ ἄγνωστος γενειαφόρος ἄνδρας ποὺ ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι καὶ τὸν κοίταζε ἔντονα καὶ μὲ φλογισμένα μάτια.

«Συγχώρεσέ με», εἶπε ὁ γενειαφόρος ἄνδρας μὲ μία ἀσθενικὴ φωνή, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ βασιλιὰς εἶχε ξυπνήσει καὶ τὸν κοίταζε.

«Δὲ σὲ ξέρω καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ σοῦ συγχωρήσω», εἶπε ὁ βασιλιάς.

«Ἐσὺ δὲ μὲ ξέρεις, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ ξέρω. Εἶμαι αὐτὸς ὁ ἐχθρός σου ποὺ ὁρκίστηκε νὰπάρει ἐκδίκηση ἀπὸ σένα, γιατὶ ἐκτέλεσες τὸν ἀδελφό του καὶ κατάσχεσες τὴν περιουσία του. Ἤξερα πὼς εἶχες πάει μόνος σου νὰ δεῖς τὸν ἐρημίτη καὶ ἀποφάσισα νὰ σὲ σκοτώσω στὴν ἐπιστροφή. Ἀλλὰ πέρασε ἡ ἡμέρα καὶ δὲν γύρισες. Ἔτσι βγῆκαἀπ᾿ τὴν ἐνέδρα μου καὶ ἔπεσα στοὺς φρουρούς σου καὶ αὐτοὶ μὲ ἀναγνώρισαν καὶ μὲτραυμάτισαν. Τοὺς ξέφυγα, ἀλλὰ θὰ εἶχα πεθάνει ἀπ᾿ τὴν αἱμορραγία, ἂν ἐσὺ δὲν εἶχες φροντίσει τὸ τραῦμα μου. Ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ σκοτώσω κι ἐσὺ μοῦ ἔσωσες τὴν ζωή. Τώρα, ἂν ζήσω, κι ἂν τὸ θέλεις κι ἐσύ, θὰ σὲ ὑπηρετήσω σὰν ὁ πιὸ πιστός σου σκλάβος καὶ θὰ ζητήσω ἀπ᾿ τοὺς γιούς μου νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Συγχώρεσέ με».
Ὁ βασιλιὰς ἦταν πολὺ εὐχαριστημένος ποὺ εἶχε συμφιλιωθεῖ τόσο εὔκολα μὲ τὸνἐχθρό του καὶ ποὺ εἶχε κάνει ἕνα φίλο καὶ ὄχι μόνο τὸν συγχώρεσε, ἀλλὰ εἶπε ὅτι θὰἔστελνε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τὸ προσωπικό του γιατρὸ νὰ τὸν φροντίσουν καὶὑποσχέθηκε νὰ τοῦ ξαναδώσει τὴν περιουσία του.

Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν πληγωμένο ὁ βασιλιάς, πῆγε ἔξω στὸν ἐξώστη καὶ κοίταξε τριγύρω νὰ βρεῖ τὸν ἐρημίτη. Ἤθελε πρὶν φύγει, νὰ τὸν παρακαλέσει ἀκόμη μία φορὰνὰ ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ εἶχε κάνει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἔξω γονατισμένος καὶ φύτευε σπόρους στ᾿ αὐλάκια πού ῾χαν σκαφτεῖ τὴν προηγούμενη μέρα.

Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Γιὰ τελευταία φορὰ σὲ παρακαλῶ ἀπάντησε στὰ ἐρωτήματά μου, σοφὲ ἄνθρωπε». «Μὰ ἔχουν ἤδη ἀπαντηθεῖ», εἶπε ὁ ἐρημίτης, σκύβοντας ἀκόμα στ᾿ ἀδύνατα πόδια του καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸ βασιλιὰ ποὺ στεκόταν μπροστά του.

«Πῶς ἀπαντήθηκαν; Τί ἐννοεῖς;», εἶπε ὁ βασιλιάς.

«Δὲ βλέπεις;», ἀπάντησε ὁ ἐρημίτης. «Ἂν δὲν εἶχες λυπηθεῖ χθὲς τὴν ἀδυναμία μου καὶ δὲν εἶχες σκάψει γιὰ μένα τ᾿ αὐλάκια, ἀλλὰ εἶχες φύγει, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰσοῦ εἶχε ἐπιτεθεῖ καὶ θὰ εἶχες μετανοιώσει ποὺ δὲν ἔμεινες μαζί μου. Ἔτσι ἡ πιὸσπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν ἔσκαβες τ᾿ αὐλάκια, κι ἐγὼ ἤμουν ὁ πιὸ σπουδαῖοςἄνθρωπος καὶ τὸ νὰ μοῦ κάνεις καλὸ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Ὕστερα, ὅταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦρθε σὲ μᾶς, ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν τὸν φρόντιζες, γιατὶ ἂν δὲν εἶχες δέσει τὸ τραῦμα του, θὰ πέθαινε χωρὶς νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί σου.Ἔτσι αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκανες γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἡπιὸ σπουδαία δουλειά. Νὰ θυμᾶσαι λοιπόν: Ὑπάρχει μόνο μία στιγμὴ ποὺ εἶναι ἡπιὸ σπουδαία, τὸ παρόν. Εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμή, γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πάνω στὴν ὁποία ἔχεις κάποια δύναμη. Ὁ πιὸ ἀναγκαῖος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς μαζὶ μὲτὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, γιατὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν ξέρει ἂν θὰ ἔχει ποτὲ πάρε-δῶσε μὲ κάποιον ἄλλο. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα εἶναι νὰ τοῦ κάνεις καλό, γιατὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχεις ἔλθει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!».

Πηγή

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ι.Λοβέρδος - "Πρώτη ματιά"

Από παλιό περιοδικό "Ραδιοτηλεόραση"
Στα τρυπημένα σημεία λέει "κλίμα" "μέσα" "ανάλογη"
Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-

Μονή Αγ. Αναργύρων Μελισσοτόπου

ΦωτογραφίαΕγκαταστημένη σε μια δασωμένη πλαγιά του όρους Βίτσι, 2 χλμ. ΒΔ του σύγχρονου οικισμού του Μελισσοτόπου, οι Άγιοι Ανάργυροι αποτελούν την παλαιότερη σωζόμενη μονή του Νομού Καστοριάς. 

Ιδρύθηκε το 1080, λίγο νωρίτερα από την Παναγία Μαυριώτισσα. Η παράδοση λέει ότι υπήρχε ένα θαυματουργικό αγίασμα της Παναγίας και οι ντόπιοι κάτοικοι είχαν χτίσει έναν μικρό ναό του Αγ. Παντελεήμονα στη θέση αυτή, όπου ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός βρήκε ίαση μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό κατά τις μάχες με τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γουϊσκάρδου. 

Έτσι, δημιούργησε τη μονή που αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα. Το 1457 οι κωνσταντινοπολίτες μοναχοί Κοσμάς και Δαμιανός, μετά από όραμα, έφτασαν εδώ και ανασύστασαν τη μονή, που έκτοτε τιμά τους Αγ. Ανάργυρους. Έκτισαν εδώ νέο καθολικό και μερικά ακόμη κελιά, ενώ μετέφεραν μαζί τους ορισμένα ιερά κειμήλια και λείψανα αγίων από την Κωνσταντινούπολη, με σημαντικότερο το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Παναγίας Βλαχερνίτισσας. Περί το 1470 ο όσιος Νεκτάριος ασκητεύει για μικρό διάστημα εδώ και το 1734 η μονή καταστρέφεται από επιδρομές Τουρκαλβανών. Τότε, ο μοναχός Γεράσιμος ανακατασκευάζει το μοναστήρι το 1754 και ιδρύει κρυφό σχολείο, όπως γινόταν εξάλλου στα περισσότερα μοναστήρια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το 1800 περίπου ανοικοδομείται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής πάνω στο αγίασμα και το 1858 το νέο καθολικό της μονής, μια τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική, που σώζεται ως τις μέρες μας. Κατά τη διάρκεια των τραγικών γεγονότων του Μακεδονικού Αγώνα, η μονή προσέφερε τα μέγιστα. Τον Αύγουστο του 1903 συγκεντρώθηκαν εδώ περίπου 5000 γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά που δέχονταν τις εγκληματικές ενέργειες των βουλγαρικών κομιτάτων, στα οποία έστελνε κρυφά προμήθειες ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης. Το 1905 δολοφονήθηκε ο ηγούμενος της μονής Γαβριήλ. Στη συνέχεια του αγώνα παρείχε καταφύγιο σε πολλούς έλληνες αγωνιστές και συντηρούσε ελληνικό σχολείο. Όμως, το φιλανθρωπικό έργο της μονής δεν σταματά εδώ, καθώς ήδη από τον 19ο αι. υπήρχε Ιερατική Σχολή και στη διάρκεια του 20ου λειτούργησε άσυλο ασθενών-απόρων ηλικιωμένων και παιδικές κατασκηνώσεις. Την δεκαετία του 1930, μετά απο ένα διάταγμα περι συγχωνεύσεως των μονών, ανέλαβε (μέχρι σήμερα στα περισσότερα) την διαχείριση της Αγ. Παρασκευής Βασιλειάδας, των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Τσούκας και Αετού, του Αγ. Νικολάου Κορομηλιάς και του Αγ. Γεωργίου Επταχωρίου, ως μετόχια της. Στον Εμφύλιο πυρπολήθηκε το καθολικό και καταστράφηκαν πολλά αρχεία της πλούσιας βιβλιοθήκης, με αποτέλεσμα η μονή να εισέλθει σε μια περίοδο παρακμής με μόνο μοναχό τον γέροντα Αμβρόσιο. Από το 1987 ξεκίνησε η ανασυγκρότηση και επέκταση της μονής, που διαθέτει πλέον πλήθος παρεκκλησιών και μιά αξιόλογη βιβλιοθήκη.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις