Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου
Τα παλιά χρόνια, όταν υπήρχαν ακόμα
ιππότες, πύργοι και αρχόντισσες, ήταν πολύ εύκολο να συναντήσει κανείς
δράκους. Αυτά τα παράξενα πλάσματα που είχαν μια τεράστια ουρά κι
έβγαζαν φωτιές από το απύθμενο στόμα τους.
Έτσι και η ιστορία μας έχει να κάνει με ένα δράκο που τον έλεγαν Μπαρ.
Ο Μπαρ λοιπόν ήταν ένας δράκος με όλη τη
σημασία της λέξης. Είχε μια μεγάλη πράσινη ουρά, ήταν γεμάτος λέπια,
είχε μακρύ λαιμό κι ένα μεγάλο στόμα που …
Μη βιάζεστε, γιατί δεν το μαντέψατε. Ο
Μπαρ είχε ένα πρόβλημα. Δεν έβγαζε φωτιά από το στόμα του. Ο ίδιος
βέβαια δε το θεωρούσε πρόβλημα, αν και αυτό του το ελάττωμα τον έριξε
πολύ χαμηλά στα μάτια της οικογένειάς του. Αυτός ήταν ένας άκακος δράκος
που δε συμπαθούσε καθόλου τα καμένα πράγματα, άσε που ο καπνός τού
έφερνε βήχα και δάκρυα στα μάτια.
Ο Μπαρ είχε μεγάλα όνειρα. Ήταν
εφευρέτης και περνούσε όλη τη μέρα στο εργαστήριό του παρέα με τους
δοκιμαστικούς του σωλήνες, τα μπουκάλια, τους τροχούς και τα τόσα άλλα
πράγματα που στοιβάζονταν εκεί το ένα πάνω στο άλλο.
Η ιστορία μας λοιπόν ξεκινάει επιτέλους με τον Μπαρ μπλεγμένο γύρω από έναν τεράστιο σωλήνα που κατέληγε σε μία κυλινδρική θήκη.
«Το βρήκα!» φώναξε με την τσιριχτή φωνή του.
Τα γυαλιά του έπεσαν στη μύτη του καθώς βίδωνε την τελευταία βίδα στο περίεργο μηχάνημά του.
«Με αυτή την εφεύρεση θα γίνω διάσημος!» είπε με καμάρι.
Έκλεισε τα μάτια ευτυχισμένος κι
αποκοιμήθηκε. Και στον ύπνο του είδε να του δίνουν διπλώματα μέσα σε
θύελλες χειροκροτημάτων. Το ωραίο όνειρο όμως κόπηκε απότομα από μια
βροντερή φωνή.
«Σήκω και πήγαινε να αγοράσεις μήλα για
τη γιαγιά σου!» φώναξε πάνω από το κεφάλι του ο παππούς Φλογισμένος
σκουντώντας ανυπόμονα τον Μπαρ.
«Ουφ, καλά, καλά!» μουρμούρισε αυτός και σηκώθηκε μισοκοιμισμένος.
Καθώς πήγαινε στην αγορά, σκεφτόταν πόσο βαριόταν να τον στέλνουν όλη την ώρα για θελήματα.
«Κι αυτή η γιαγιά Καπνιστή και τα μήλα της!» μονολογούσε σε όλον το δρόμο. «Όλο μήλα πηγαίνω και φέρνω!»
Κι αυτό ήταν βέβαια η αλήθεια. Πού να
φτάσουν τα μήλα στη Δρακοοικογένεια! Όσα κι αν κουβαλούσε ο Μπαρ
καθημερινά, τα έτρωγαν στη στιγμή, γιατί τα μήλα ήταν η αγαπημένη τους
λιχουδιά. Και φυσικά τα καπνιστά μήλα αποτελούσαν την αδυναμία τους.
Γυρίζοντας βαρυφορτωμένος από την αγορά,
ο Μπαρ είχε πάρει την απόφασή του. Θα έφευγε από τη Δρακούπολη για
άλλους τόπους, για μέρη όπου εκτιμούσαν τους εφευρέτες.
Έτσι, έβαλε το θαυμαστό του μηχάνημα
πάνω σε ένα καροτσάκι και ξεκίνησε να βρει κάποιον που θα ενδιαφερόταν
να το αγοράσει. Πέρασε το μεγάλο ποτάμι που χώριζε τη Δρακούπολη από τη
χώρα των Ανθρώπων και μετά από μερικές ώρες περπάτημα, μπήκε σε μια
μεγάλη πόλη.
Εκείνη την εποχή, οι δράκοι δεν είχαν
καλό όνομα και οι άνθρωποι δεν τους συμπαθούσαν ιδιαίτερα. Εξάλλου, πώς
μπορούσες να συμπαθήσεις κάποιον που μόλις άνοιγε το στόμα του,
κινδύνευες να γίνει ψητός; Ούτε και τις εφευρέσεις όμως έβλεπαν με καλό
μάτι.
Ο Μπαρ χτυπούσε όποια πόρτα έβρισκε στο
δρόμο του για να δείξει στον κόσμο τη μηχανή του, κανείς όμως δεν
ενδιαφερόταν. Οι περισσότεροι έτρεχαν τρομαγμένοι να κρυφτούν και άλλοι
τον υποδέχονταν με σκουπόξυλα νομίζοντας ότι θα τους έκανε κακό.
Κουρασμένος ο Μπαρ βγήκε στην πλατεία, πήρε ένα χωνί κι άρχισε να φωνάζει.
«Ελάτε να δείτε μια σπουδαία εφεύρεση! Ελάτε! Ελάτε!»
Τίποτα! Κανείς δεν πλησίαζε! Δυο-τρεις
περίεργοι που εμφανίστηκαν, κοίταξαν για ένα λεπτό τους μπερδεμένους
σωλήνες, κούνησαν το κεφάλι τους κι έφυγαν.
Ο Μπαρ διαλαλούσε ώσπου η φωνή του ίσα που έβγαινε από την κούραση.
«Περάστε να δείτε! Μπορείτε να δοκιμάσετε!»
Και πάλι τίποτα! Απογοητευμένος, μάζεψε τη μηχανή και ξεκίνησε για αλλού. Ίσως είχε καλύτερη τύχη!
Πήγε παντού. Κουβαλούσε την περίεργη
εφεύρεσή του πάνω στο καροτσάκι και περνούσε από πόλεις και χωριά,
κανένας όμως δεν του έδινε σημασία. Κάπου-κάπου, κάποιος ρωτούσε σε τι
χρησίμευε αυτό το μηχάνημα κι ο Μπαρ πρόθυμα εξηγούσε πως μπορούσε να
ρουφήξει οτιδήποτε και να το ξαναβγάλει από την άλλη μεριά του σωλήνα.
Σήμερα, θα μας θύμιζε την ηλεκτρική σκούπα, μόνο που εκείνη την εποχή το
ηλεκτρικό ρεύμα ήταν άγνωστο.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο ο Μπαρ
καταλάβαινε πως το επάγγελμα του εφευρέτη ούτε δόξα ούτε χρήμα θα του
έφερνε. Μια μέρα λοιπόν, μάζεψε την εφεύρεσή του και πήρε το δρόμο της
επιστροφής για τη Δρακούπολη.
Είχε φτάσει στο ποτάμι κι ετοιμαζόταν να
περάσει απέναντι, όταν ξαφνικά είδε ένα τεράστιο σύννεφο καπνού. Τι
είχε συμβεί; Στο διάστημα που ο Μπαρ έλειπε, ξέσπασε ένας μεγάλος καυγάς
ανάμεσα στον παππού Φλογισμένο και στο μπάρμπα Τσουρουφλιστό. Αυτοί
ήταν οι δύο μεγαλύτεροι σε ηλικία δράκοι της Δρακούπολης και όλη την ώρα
κάτι έβρισκαν και καυγάδιζαν. Άρχισε λοιπόν μια μεγάλη φασαρία και
φυσικά, όταν οι δράκοι μαλώνουν, ο τόπος γεμίζει φλόγες κι αντάρα!
Πυκνός καπνός ανέβαινε πάνω από τα
Δρακόσπιτα. Ορισμένοι δράκοι, βλέποντας πως τα πράγματα είχαν γίνει
επικίνδυνα, έτρεχαν να σβήσουν τις φωτιές χτυπώντας τις με τις ουρές
τους. Τίποτα άλλο δε μπορούσαν να κάνουν όμως, γιατί εκείνο τον καιρό
δεν υπήρχε πυροσβεστική ούτε και κάποιος τρόπος για να κουβαλήσουν το
νερό του ποταμιού.
Ο Μπαρ λοιπόν παρουσιάστηκε την
κατάλληλη στιγμή. Αμέσως τοποθέτησε την εφεύρεσή του δίπλα ακριβώς στο
ποτάμι κι άρχισε να ξεδιπλώνει τον ατέλειωτο σωλήνα. Σε λίγο, η συσκευή
ρουφούσε νερό που, με κάποιον κατάλληλο μηχανισμό, έβγαινε ξανά από την
άλλη μεριά του σωλήνα που ο Μπαρ κατεύθυνε πάνω στις φλόγες.
Μετά από ώρα η φωτιά έσβησε χωρίς βέβαια
αυτό να σημαίνει ότι δεν τσουρουφλίστηκαν αρκετά Δρακόσπιτα. Οι δράκοι
μαζεύτηκαν γύρω από το Μπαρ και τον κοιτούσαν με περιέργεια και
θαυμασμό.
«Μπράβο εγγονέ μου!» είπε περήφανη η γιαγιά Καπνιστή φιλώντας του με θόρυβο τα μάγουλα.
«Μπράβο, μπράβο!» φώναξαν κι όλοι οι συγκεντρωμένοι δράκοι.
Μετά από αυτό, ο δράκος μας έγινε
περιζήτητος. Έφτιαξε κι άλλες τέτοιες μηχανές, γιατί τα κατορθώματά του
μαθεύτηκαν μέχρι τις πόλεις των ανθρώπων κι όλοι ήθελαν να αποκτήσουν τη
σπουδαία εφεύρεση.
Και κάθε χρόνο στη Δρακούπολη, καθιέρωσαν γιορτή προς τιμή του Μπαρ που έσωσε την πόλη.
Τέλος καλό λοιπόν κι έζησαν όλοι
ευτυχισμένοι; Ε, όχι κι όλοι, γιατί ξέρετε... οι δράκοι είναι
καβγατζήδες κι όταν μαλώνουν βγάζουν φωτιές. Αλλά τι να γίνει; Έτσι
είναι οι δράκοι! Και πάλι καλά που υπάρχει πάντα κάποιος Μπαρ και ιδέες
που είναι ωφέλιμες όσο τρελές κι αν μοιάζουν!
Ευρυδίκη Αμανατίδου
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω