πηγή: http://www.onestory.gr/post/31421584587/xxl
XXL
της Ισμήνης Παφίτη *
.
Η Αγνή ήταν ξαπλωμένη στο μονό της κρεβάτι και με αγκομαχητά προσπαθούσε να χωρέσει στο παντελόνι της.
«Έβαλα κιλά πάλι π’ ανάθεμά με…»,
πράγμα φυσικό αν σκεφτεί κανείς ότι ανελλιπώς, για επτά συνεχόμενα
βράδια, χλαπάκιαζε τα εκλαίρ σαν γαριδάκια…Είχε γνωρίσει έναν τύπο μέσω
μιας σελίδας κοινωνικής δικτύωσης και αντάλλαζε μηνύματα μαζί του στον
υπολογιστή μέχρι τα μεσάνυχτα…Η γνωριμία της μέχρι τώρα δεν της είχε
βγει σε καλό…
«Κι αυτή η στολή!…Πόσο μου την δίνει το συνολάκι μπεζ παντελόνι-γαλάζιο πουκάμισο! Δεν μπορούσαν να διαλέξουν κάτι πιο σκούρο, να κρύβει κάπως τις…καμπύλες; Δεν είμαστε όλες μοντέλα!». Η Αγνή απείχε έτη φωτός από αυτό που έχει επικρατήσει στις μέρες μας να θεωρείται ως «μοντέλο».
Με ύψος 1,57μ. και εκτόπισμα 89 κιλών έμοιαζε να ασφυκτιά στην στολή του πολυκαταστήματος στο οποίο δούλευε τα τελευταία 8 χρόνια…
«Αγνή ακόμα;!…Τελείωνε επιτέλους!…. Την μάνα σου περιμένεις να σε ξυπνήσει;…»
Η Αγνή μόρφασε με απαρέσκεια και αναστέναξε…Η μητέρα της ήταν έξω από την πόρτα.
«Τώρα έρχομαι!’»….
«…Τριαντάρησε κι ακόμα πρέπει να την έχω έννοια….Πότε θα βρει κάνα γαμπρό να φύγει…Αλλά έτσι που’ γινε ποιος να την δει και να μην φοβηθεί..»…συνέχισε η μητέρα της δήθεν μονολογώντας…Ήξερε ότι η κόρη της μπορεί να την ακούσει και το έκανε επίτηδες…Η Αγνή πήρε ένα παπούτσι και το έριξε με νεύρο στο πάτωμα. Κάθισε ξανά στο κρεβάτι βάζοντας τα χέρια στο πρόσωπο κι ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της. Έπειτα κοίταξε την ώρα στο ρολόι του χεριού της και βιαστική πήγε στο μπάνιο…Βούρτσισε τα δόντια της σαν να ήθελε να τα ξεριζώσει, έριξε με μανία νερό στο πρόσωπό της και μάζεψε τα μαλλιά της τραβώντας τα ανελέητα…
Βγαίνοντας από το διαμέρισμα, σαν να άκουσε την μητέρα της να λέει:
«…Σου έφτιαξα αυγά, δεν θα φας πρόγευμα;!.», αλλά τα λόγια της σκεπάστηκαν από τον γδούπο του χτυπήματος της εξώπορτας.
Στην δουλειά έφτασε ακριβώς στις οκτώ και μισή. Μπήκε από την πόρτα του προσωπικού και κατευθύνθηκε στο τμήμα μπάνιου στο οποίο ήταν υπεύθυνη…Σαν να άκουσε ψίθυρους και πνιγμένα γελάκια καθώς περνούσε από το τμήμα καλλυντικών, αλλά δεν έπαιρνε και όρκο…
Με τους συναδέλφους της δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Ίσως και η ίδια να μην το επιδίωξε. Της είχαν πει μια-δυο φορές να βγουν όλοι μαζί για φαγητό. Βρήκε μια φτηνή δικαιολογία και τους απέφυγε. Δεν της ξαναείπαν από τότε…Μια φορά επίσης, η Έμμα, αισθητικός και υπεύθυνη του τμήματος καλλυντικών, προσφέρθηκε να την μακιγιάρει. Δέκτηκε με δισταγμό…Ίσως να έλπιζε κιόλας ότι αν αφηνόταν στα χέρια μιας ειδικού, ένα θαύμα θα προέκυπτε και η καλά κρυμμένη της ομορφιά θα αποκαλυπτόταν ως δια μαγείας, κάτι όπως τις χολιγουντιανές ταινίες ένα πράμα…Είχε καθίσει ευλαβικά, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σε στάση προσευχής. Η Έμμα φώναξε και τις άλλες για να βλέπουν…Όταν τελείωσε το τελετουργικό της μεταμόρφωσης και η Έμμα είπε «αυτό ήταν, τελειώσαμε», το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν τα πράσινα μάτια της συναδέλφου της υγρά από την προσπάθεια να συγκρατήσει τα γέλια της…Οι άλλες είχαν εξαφανιστεί, μάλλον για να χαχανίσουν με την ησυχία τους. Της έδωσε τον καθρέφτη και την ρώτησε τί νομίζει…Η Αγνή είδε το είδωλό της και ψέλλισε ένα «…καλή είμαι, ευχαριστώ…», πριν τρέξει στην τουαλέτα να βγάλει την απαίσια μάσκα του μακιγιάζ που της είχε φορέσει…Δεν ξέρει γιατί δεν αντέδρασε, γιατί δεν διαμαρτυρήθηκε για την προφανώς εσκεμμένη ενέργεια της Έμμας να την εξευτελίσει…Ίσως να δείλιασε επειδή ξύπνησε μέσα της και πάλι η αίσθηση του μηδενισμού που την αφόπλιζε από τότε που την κορόιδευαν τα «δημοφιλή» κορίτσια του σχολείου…
Νίφτηκε καλά και έδωσε δύο χαστούκια στα μάγουλά της. Σήμερα η μέρα ήταν διαφορετική από τις άλλες, δεν έπρεπε να το ξεχνά: ο τύπος του διαδικτύου της είχε γράψει πως την έβρισκε ενδιαφέρουσα και ότι ήθελε να την συναντήσει…Επέμενε κιόλας! Ενέδωσε και κανόνισαν να βρεθούν στις οκτώ και μισή για καφέ…Χαιρόταν από την μια, από την άλλη όμως ήξερε ότι είχε την φωλιά της λερωμένη…Είχε βάλει στο προφίλ της μια φωτογραφία του προσώπου της, στην επιμονή του όμως να του δείξει ολόσωμη φωτογραφία, του είχε στείλει μιας ξαδέλφης της, με μέτριο σώμα, που της έφερνε λίγο…Τί να έκανε τώρα;
Τις σκέψεις της, διέκοψε η φωνή μιας συναδέλφου:
«Αγνή, σε θέλει ο διευθυντής…Αγνή!»
«…Ναι;»
«Πήγαινε στο γραφείο του διευθυντή, σε θέλει.»
Μπαίνοντας στο γραφείο του, η Αγνή άρχισε να μην αισθάνεται καλά.
«Κάθισε Αγνή…Μήπως γνωρίζεις τον λόγο που σε φώναξα;»
Πού να ήξερε; Τα καθήκοντά της τα εκτελούσε στο ακέραιο, ήταν εξυπηρετική με τους πελάτες, δούλευε υπερωρίες αμισθί και ποτέ δεν ζήτησε αύξηση…
«Ό-όχι…»
«Λοιπόν…Δεν ξέρω πώς να σ’ το πω…Είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση και σίγουρα αν δεν ήμασταν αναγκασμένοι δεν θα το κάναμε..»
Η Αγνή νόμιζε πως οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν ως τ’ αυτιά του.…Εκείνος συνέχισε ακάθεκτος:
«…Βλέπεις, η κρίση δεν μας άφησε ανεπηρέαστους…Ξέρεις πόσες ώρες συνεδρίαζε ψες το Συμβούλιο για να βρει λύση;»
«…Το Συμβούλιο;…»
«Ναι, εγώ, η γυναίκα μου και ο πεθ.., ε, ο πατέρας της…»
«…Α ναι, ναι, συγγνώμη…»
«…Αγνή, δεν υπάρχει άλλη λύση…Πρέπει να αφήσουμε κάποιους υπαλλήλους να φύγουν…»
Η Αγνή πάγωσε…Ήξερε ότι ήταν από τις πιο χαμηλόμισθες στο κατάστημα…Από τις πιο υπεύθυνες και με τα παραπάνω χρόνια πείρας…Πήγε να ψελλίσει κάτι αλλά της είχε τελειώσει το σάλιο…
«…Αγνή, καταλαβαίνεις έτσι;…Αναγκαστήκαμε…Αν δεν ήταν αυτή η διαολεμένη κρίση…Βέβαια, θα πάρεις κάποια αποζημίωση. Ως το τέλος του μήνα θα ξαναμιλ…»
Έβλεπε το στόμα του να ανοιγοκλείνει, αλλά στα αυτιά της δεν έφτανε παρά ένα υπόκωφο βουητό…Σαν σε δίνη, από μπροστά της περνούσαν εικόνες και ήχοι: το μακιγιαρισμένο είδωλό της στον καθρέφτη, τα γέλια των συναδέλφων, οι φωνές της μητέρας της, το παγκάκι του σχολείου που καθόταν μόνη της τα διαλείμματα…
«…Με συγχωρείτε…» είπε και πριν να τελειώσει την πρότασή του ο διευθυντής, είχε βγει από το γραφείο του. Διέσχισε το κατάστημα, βγήκε από την κεντρική είσοδο και συνέχισε να περπατά σαν υπνωτισμένη.
Περιπλανήθηκε άσκοπα πολλές ώρες. Όταν νύχτωσε, βρήκε ένα παγκάκι και κάθισε αποκαμωμένη… Μια κοπέλα από το διπλανό παγκάκι μιλούσε δυνατά στο κινητό της τηλέφωνο: «Οκτώ δεν μας είχε πει ότι θα’ ρθει; Πούν’ τος;! Πήγε οκτώ και τέταρτο κι ακόμα να φανεί!».
Η Αγνή μονολόγησε «Oκτώ και τέταρτο….Πρέπει να πάω στην παραλιακή ως τις οκτώ και μισή!» και όρμησε στο πρώτο άδειο ταξί που βρήκε.
Έφτασε στο σημείο του ραντεβού στις οκτώ και τριανταεννέα….Τον είδε που καθόταν μόνος. Ήταν ίδιος με την φωτογραφία που της είχε στείλει. Με αποφασιστικό βήμα πήγε και κάθισε απέναντί του χαμογελώντας. Εκείνος την κοίταξε με απορία.
«Θες κάτι;» την ρώτησε.
«Εεε, ναι…»
«Τί θες;… Σε ξέρω;»
«Εσύ τι λες;»
«…Δεν νομίζω…Άσε με και περιμένω και κάποια πρώτο ραντεβού!»
«…Σίγουρα δεν με ξέρεις;»
«Σιγουρότατα! Αν σε ήξερα θα σε θυμόμουν!»
« Περιμένεις κάποια είπες;»
«Ναι.»
«Και πού ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ αυτή που περιμένεις;»
«…Έφευγες; Άντε, πολύ μας φορτώθηκες!…Φύγε σου λένε!…Πάρε τα κιλά σου και κάν’ τηνα!»
Η Αγνή ένιωσε να την περιλούζουν με παγάκια. Βρήκε όμως το θάρρος να του πει:
«.. Θα φύγω, μην ανησυχείς…Αλλά ξέρεις κάτι; …Βάζω στοίχημα ότι η γκόμενα που περιμένεις έχει πάρει είδηση πόσο ρεμάλι είσαι και δεν θα φανεί ποτέ!».
Βγήκε από την καφετέρια σχεδόν τρέχοντας. «Τον μ….κα! Εγώ φταίω που δέχτηκα να τον συναντήσω! Πόσο έξω έπεσα!»… Από το πρώτο περίπτερο που συνάντησε αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Πρώτη φορά στην ζωή της κάπνιζε…Σιγά σιγά άρχισε να ταξινομεί τις σκέψεις της:
«….Και το πρωί, δεν έπρεπε να φύγω απ’ την δουλειά! Έπρεπε να μείνω και να το παλέψω! Να του πω να μου μειώσει τον μισθό, να μου κόψει τις άδειες, οτιδήποτε!…Τί ώρα πήγε; Εννέα…Μπορεί και να μην έφυγε ακόμα!». Πέταξε το τσιγάρο στον δρόμο και βιαστική μπήκε στο λεωφορείο.
Όταν έφτασε στο πολυκατάστημα, βρήκε την κεντρική είσοδο κλειδωμένη. Δοκίμασε από την πόρτα του προσωπικού. Δόξα σοι ο Θεός, ήταν ανοικτά…Στο γραφείο του διευθυντή είχε φως. Αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της. Πλησίασε με αποφασιστικό βήμα όταν άκουσε κάτι που την έκανε να κοκαλώσει…Βογγητά και πνιγμένοι αναστεναγμοί…Δίστασε. Στο τέλος αποφάσισε να κρυφοκοιτάξει: ο διευθυντής και η ‘Εμμα στον καναπέ να ερωτοτροπούν!…Έμεινε με το στόμα ανοικτό…Μόλις κατάφερε να συνέλθει απ’ το σοκ, έβγαλε το κινητό και τους απαθανάτισε με ψυχραιμία ντετέκτιβ…Έπειτα έφυγε χωρίς να την πάρουν μυρωδιά.
Ένιωθε αηδιασμένη αλλά ταυτόχρονα χαρούμενη! Σαν να έβγαλαν φτερά τα πόδια της έφτασε σπίτι χωρίς να το καταλάβει…Η μητέρα της την περίμενε.
«Πού ήσουν;! Ήμουν έτοιμη να τηλεφωνήσω στην αστυνομία!».
«Ήρθα τώρα, ηρέμησε!»
«Θα με κάνεις καρδιακή!…Δεν φτάνει που…»
«Μάνα, φτάνει! Γύρισα!. Άσε με για μια φορά ήσυχη!».
Μπήκε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα. Άνοιξε τον υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τον τύπο που την ρωτούσε γιατί τον έστησε στο ραντεβού…Δεν του απάντησε καν, απλά τον διέγραψε. Κατέβασε τις φωτογραφίες που τράβηξε προηγουμένως από το κινητό της τηλέφωνο και μπήκε στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο.
Στο πολυκατάστημα, η ‘Εμμα καθόταν μόνη στον καναπέ και κάπνιζε. Ο άλλος ήταν στην τουαλέτα και καθαριζόταν…Ξαφνικά ακούστηκε από τον υπολογιστή του ο ήχος λήψης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πλησίασε στο γραφείο κουμπώνοντας την ζώνη του και χωρίς να καθίσει, το άνοιξε…
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και σταγόνες κρύου ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του. Καθώς τα άκρα του άρχισαν να μουδιάζουν, σωριάστηκε στην πολυθρόνα που ήταν πίσω του…Η ‘Εμμα σηκώθηκε και αναφώνησε με αγωνία: «Τί, τί είναι;!» πλησιάζοντάς τον. Στην οθόνη είδε την φωτογραφία με τους δυο τους την ώρα που δοκίμαζαν τα ελατήρια του καναπέ….Χλόμιασε πιο πολύ κι απ’ το πιο ανοιχτό φον ντε τεν….
Η Αγνή, του είχε γράψει:
«Αξιότιμε κύριε διευθυντή, απολογούμαι που έφυγα τόσο απότομα σήμερα το πρωί, χωρίς να σας αφήσω να ολοκληρώσετε… Δεν με χαρακτηρίζει η αγένεια και αισθάνομαι πολύ άσχημα…Πιστέψτε με, αν ήξερα ότι θα ακολουθούσε μία εκ νέου αξιολόγηση των ικανοτήτων των υπαλλήλων παρόμοια με αυτή που φαίνεται στις φωτογραφίες που επισυνάπτονται, δεν θα έφευγα τόσο απερίσκεπτα. Καταλαβαίνω ότι έχασα την σειρά μου και ότι μάλλον δεν θα εφαρμοστεί και σ’ εμένα η διαδικασία αυτή…Ελπίζω όμως να αναθεωρήσετε την απόφαση σας αναφορικά με την απόλυσή μου διότι έχω αποδείξει την αξία μου στα οκτώ συναπτά έτη που είμαι υπάλληλός σας. Δεν ζητώ τίποτα παραπάνω από την συνηθισμένη μου θέση…
Είμαι σίγουρη ότι έχετε την δύναμη να αναθεωρήσετε, χωρίς να είναι απαραίτητη η συναίνεση όλου του Συμβουλίου.»……..
Την άλλη μέρα η Αγνή ξύπνησε με άλλο αέρα. Έβαλε κανονικά την στολή της, ετοιμάστηκε, έφαγε ένα ελαφρύ πρόγευμα, φίλησε την έκπληκτη μητέρα της σταυρωτά και πήγε δουλειά. Ο διευθυντής, της είπε μόνο ένα πνιχτό καλημέρα και αφού συνεννοήθηκαν με το βλέμμα, επέστρεψε στο παλιό της πόστο.
Την ‘Εμμα δεν την ξαναείδε ποτέ… Ούτε και ξανακάπνισε…
«Κι αυτή η στολή!…Πόσο μου την δίνει το συνολάκι μπεζ παντελόνι-γαλάζιο πουκάμισο! Δεν μπορούσαν να διαλέξουν κάτι πιο σκούρο, να κρύβει κάπως τις…καμπύλες; Δεν είμαστε όλες μοντέλα!». Η Αγνή απείχε έτη φωτός από αυτό που έχει επικρατήσει στις μέρες μας να θεωρείται ως «μοντέλο».
Με ύψος 1,57μ. και εκτόπισμα 89 κιλών έμοιαζε να ασφυκτιά στην στολή του πολυκαταστήματος στο οποίο δούλευε τα τελευταία 8 χρόνια…
«Αγνή ακόμα;!…Τελείωνε επιτέλους!…. Την μάνα σου περιμένεις να σε ξυπνήσει;…»
Η Αγνή μόρφασε με απαρέσκεια και αναστέναξε…Η μητέρα της ήταν έξω από την πόρτα.
«Τώρα έρχομαι!’»….
«…Τριαντάρησε κι ακόμα πρέπει να την έχω έννοια….Πότε θα βρει κάνα γαμπρό να φύγει…Αλλά έτσι που’ γινε ποιος να την δει και να μην φοβηθεί..»…συνέχισε η μητέρα της δήθεν μονολογώντας…Ήξερε ότι η κόρη της μπορεί να την ακούσει και το έκανε επίτηδες…Η Αγνή πήρε ένα παπούτσι και το έριξε με νεύρο στο πάτωμα. Κάθισε ξανά στο κρεβάτι βάζοντας τα χέρια στο πρόσωπο κι ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της. Έπειτα κοίταξε την ώρα στο ρολόι του χεριού της και βιαστική πήγε στο μπάνιο…Βούρτσισε τα δόντια της σαν να ήθελε να τα ξεριζώσει, έριξε με μανία νερό στο πρόσωπό της και μάζεψε τα μαλλιά της τραβώντας τα ανελέητα…
Βγαίνοντας από το διαμέρισμα, σαν να άκουσε την μητέρα της να λέει:
«…Σου έφτιαξα αυγά, δεν θα φας πρόγευμα;!.», αλλά τα λόγια της σκεπάστηκαν από τον γδούπο του χτυπήματος της εξώπορτας.
Στην δουλειά έφτασε ακριβώς στις οκτώ και μισή. Μπήκε από την πόρτα του προσωπικού και κατευθύνθηκε στο τμήμα μπάνιου στο οποίο ήταν υπεύθυνη…Σαν να άκουσε ψίθυρους και πνιγμένα γελάκια καθώς περνούσε από το τμήμα καλλυντικών, αλλά δεν έπαιρνε και όρκο…
Με τους συναδέλφους της δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Ίσως και η ίδια να μην το επιδίωξε. Της είχαν πει μια-δυο φορές να βγουν όλοι μαζί για φαγητό. Βρήκε μια φτηνή δικαιολογία και τους απέφυγε. Δεν της ξαναείπαν από τότε…Μια φορά επίσης, η Έμμα, αισθητικός και υπεύθυνη του τμήματος καλλυντικών, προσφέρθηκε να την μακιγιάρει. Δέκτηκε με δισταγμό…Ίσως να έλπιζε κιόλας ότι αν αφηνόταν στα χέρια μιας ειδικού, ένα θαύμα θα προέκυπτε και η καλά κρυμμένη της ομορφιά θα αποκαλυπτόταν ως δια μαγείας, κάτι όπως τις χολιγουντιανές ταινίες ένα πράμα…Είχε καθίσει ευλαβικά, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σε στάση προσευχής. Η Έμμα φώναξε και τις άλλες για να βλέπουν…Όταν τελείωσε το τελετουργικό της μεταμόρφωσης και η Έμμα είπε «αυτό ήταν, τελειώσαμε», το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν τα πράσινα μάτια της συναδέλφου της υγρά από την προσπάθεια να συγκρατήσει τα γέλια της…Οι άλλες είχαν εξαφανιστεί, μάλλον για να χαχανίσουν με την ησυχία τους. Της έδωσε τον καθρέφτη και την ρώτησε τί νομίζει…Η Αγνή είδε το είδωλό της και ψέλλισε ένα «…καλή είμαι, ευχαριστώ…», πριν τρέξει στην τουαλέτα να βγάλει την απαίσια μάσκα του μακιγιάζ που της είχε φορέσει…Δεν ξέρει γιατί δεν αντέδρασε, γιατί δεν διαμαρτυρήθηκε για την προφανώς εσκεμμένη ενέργεια της Έμμας να την εξευτελίσει…Ίσως να δείλιασε επειδή ξύπνησε μέσα της και πάλι η αίσθηση του μηδενισμού που την αφόπλιζε από τότε που την κορόιδευαν τα «δημοφιλή» κορίτσια του σχολείου…
Νίφτηκε καλά και έδωσε δύο χαστούκια στα μάγουλά της. Σήμερα η μέρα ήταν διαφορετική από τις άλλες, δεν έπρεπε να το ξεχνά: ο τύπος του διαδικτύου της είχε γράψει πως την έβρισκε ενδιαφέρουσα και ότι ήθελε να την συναντήσει…Επέμενε κιόλας! Ενέδωσε και κανόνισαν να βρεθούν στις οκτώ και μισή για καφέ…Χαιρόταν από την μια, από την άλλη όμως ήξερε ότι είχε την φωλιά της λερωμένη…Είχε βάλει στο προφίλ της μια φωτογραφία του προσώπου της, στην επιμονή του όμως να του δείξει ολόσωμη φωτογραφία, του είχε στείλει μιας ξαδέλφης της, με μέτριο σώμα, που της έφερνε λίγο…Τί να έκανε τώρα;
Τις σκέψεις της, διέκοψε η φωνή μιας συναδέλφου:
«Αγνή, σε θέλει ο διευθυντής…Αγνή!»
«…Ναι;»
«Πήγαινε στο γραφείο του διευθυντή, σε θέλει.»
Μπαίνοντας στο γραφείο του, η Αγνή άρχισε να μην αισθάνεται καλά.
«Κάθισε Αγνή…Μήπως γνωρίζεις τον λόγο που σε φώναξα;»
Πού να ήξερε; Τα καθήκοντά της τα εκτελούσε στο ακέραιο, ήταν εξυπηρετική με τους πελάτες, δούλευε υπερωρίες αμισθί και ποτέ δεν ζήτησε αύξηση…
«Ό-όχι…»
«Λοιπόν…Δεν ξέρω πώς να σ’ το πω…Είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση και σίγουρα αν δεν ήμασταν αναγκασμένοι δεν θα το κάναμε..»
Η Αγνή νόμιζε πως οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν ως τ’ αυτιά του.…Εκείνος συνέχισε ακάθεκτος:
«…Βλέπεις, η κρίση δεν μας άφησε ανεπηρέαστους…Ξέρεις πόσες ώρες συνεδρίαζε ψες το Συμβούλιο για να βρει λύση;»
«…Το Συμβούλιο;…»
«Ναι, εγώ, η γυναίκα μου και ο πεθ.., ε, ο πατέρας της…»
«…Α ναι, ναι, συγγνώμη…»
«…Αγνή, δεν υπάρχει άλλη λύση…Πρέπει να αφήσουμε κάποιους υπαλλήλους να φύγουν…»
Η Αγνή πάγωσε…Ήξερε ότι ήταν από τις πιο χαμηλόμισθες στο κατάστημα…Από τις πιο υπεύθυνες και με τα παραπάνω χρόνια πείρας…Πήγε να ψελλίσει κάτι αλλά της είχε τελειώσει το σάλιο…
«…Αγνή, καταλαβαίνεις έτσι;…Αναγκαστήκαμε…Αν δεν ήταν αυτή η διαολεμένη κρίση…Βέβαια, θα πάρεις κάποια αποζημίωση. Ως το τέλος του μήνα θα ξαναμιλ…»
Έβλεπε το στόμα του να ανοιγοκλείνει, αλλά στα αυτιά της δεν έφτανε παρά ένα υπόκωφο βουητό…Σαν σε δίνη, από μπροστά της περνούσαν εικόνες και ήχοι: το μακιγιαρισμένο είδωλό της στον καθρέφτη, τα γέλια των συναδέλφων, οι φωνές της μητέρας της, το παγκάκι του σχολείου που καθόταν μόνη της τα διαλείμματα…
«…Με συγχωρείτε…» είπε και πριν να τελειώσει την πρότασή του ο διευθυντής, είχε βγει από το γραφείο του. Διέσχισε το κατάστημα, βγήκε από την κεντρική είσοδο και συνέχισε να περπατά σαν υπνωτισμένη.
Περιπλανήθηκε άσκοπα πολλές ώρες. Όταν νύχτωσε, βρήκε ένα παγκάκι και κάθισε αποκαμωμένη… Μια κοπέλα από το διπλανό παγκάκι μιλούσε δυνατά στο κινητό της τηλέφωνο: «Οκτώ δεν μας είχε πει ότι θα’ ρθει; Πούν’ τος;! Πήγε οκτώ και τέταρτο κι ακόμα να φανεί!».
Η Αγνή μονολόγησε «Oκτώ και τέταρτο….Πρέπει να πάω στην παραλιακή ως τις οκτώ και μισή!» και όρμησε στο πρώτο άδειο ταξί που βρήκε.
Έφτασε στο σημείο του ραντεβού στις οκτώ και τριανταεννέα….Τον είδε που καθόταν μόνος. Ήταν ίδιος με την φωτογραφία που της είχε στείλει. Με αποφασιστικό βήμα πήγε και κάθισε απέναντί του χαμογελώντας. Εκείνος την κοίταξε με απορία.
«Θες κάτι;» την ρώτησε.
«Εεε, ναι…»
«Τί θες;… Σε ξέρω;»
«Εσύ τι λες;»
«…Δεν νομίζω…Άσε με και περιμένω και κάποια πρώτο ραντεβού!»
«…Σίγουρα δεν με ξέρεις;»
«Σιγουρότατα! Αν σε ήξερα θα σε θυμόμουν!»
« Περιμένεις κάποια είπες;»
«Ναι.»
«Και πού ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ αυτή που περιμένεις;»
«…Έφευγες; Άντε, πολύ μας φορτώθηκες!…Φύγε σου λένε!…Πάρε τα κιλά σου και κάν’ τηνα!»
Η Αγνή ένιωσε να την περιλούζουν με παγάκια. Βρήκε όμως το θάρρος να του πει:
«.. Θα φύγω, μην ανησυχείς…Αλλά ξέρεις κάτι; …Βάζω στοίχημα ότι η γκόμενα που περιμένεις έχει πάρει είδηση πόσο ρεμάλι είσαι και δεν θα φανεί ποτέ!».
Βγήκε από την καφετέρια σχεδόν τρέχοντας. «Τον μ….κα! Εγώ φταίω που δέχτηκα να τον συναντήσω! Πόσο έξω έπεσα!»… Από το πρώτο περίπτερο που συνάντησε αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Πρώτη φορά στην ζωή της κάπνιζε…Σιγά σιγά άρχισε να ταξινομεί τις σκέψεις της:
«….Και το πρωί, δεν έπρεπε να φύγω απ’ την δουλειά! Έπρεπε να μείνω και να το παλέψω! Να του πω να μου μειώσει τον μισθό, να μου κόψει τις άδειες, οτιδήποτε!…Τί ώρα πήγε; Εννέα…Μπορεί και να μην έφυγε ακόμα!». Πέταξε το τσιγάρο στον δρόμο και βιαστική μπήκε στο λεωφορείο.
Όταν έφτασε στο πολυκατάστημα, βρήκε την κεντρική είσοδο κλειδωμένη. Δοκίμασε από την πόρτα του προσωπικού. Δόξα σοι ο Θεός, ήταν ανοικτά…Στο γραφείο του διευθυντή είχε φως. Αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της. Πλησίασε με αποφασιστικό βήμα όταν άκουσε κάτι που την έκανε να κοκαλώσει…Βογγητά και πνιγμένοι αναστεναγμοί…Δίστασε. Στο τέλος αποφάσισε να κρυφοκοιτάξει: ο διευθυντής και η ‘Εμμα στον καναπέ να ερωτοτροπούν!…Έμεινε με το στόμα ανοικτό…Μόλις κατάφερε να συνέλθει απ’ το σοκ, έβγαλε το κινητό και τους απαθανάτισε με ψυχραιμία ντετέκτιβ…Έπειτα έφυγε χωρίς να την πάρουν μυρωδιά.
Ένιωθε αηδιασμένη αλλά ταυτόχρονα χαρούμενη! Σαν να έβγαλαν φτερά τα πόδια της έφτασε σπίτι χωρίς να το καταλάβει…Η μητέρα της την περίμενε.
«Πού ήσουν;! Ήμουν έτοιμη να τηλεφωνήσω στην αστυνομία!».
«Ήρθα τώρα, ηρέμησε!»
«Θα με κάνεις καρδιακή!…Δεν φτάνει που…»
«Μάνα, φτάνει! Γύρισα!. Άσε με για μια φορά ήσυχη!».
Μπήκε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα. Άνοιξε τον υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τον τύπο που την ρωτούσε γιατί τον έστησε στο ραντεβού…Δεν του απάντησε καν, απλά τον διέγραψε. Κατέβασε τις φωτογραφίες που τράβηξε προηγουμένως από το κινητό της τηλέφωνο και μπήκε στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο.
Στο πολυκατάστημα, η ‘Εμμα καθόταν μόνη στον καναπέ και κάπνιζε. Ο άλλος ήταν στην τουαλέτα και καθαριζόταν…Ξαφνικά ακούστηκε από τον υπολογιστή του ο ήχος λήψης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πλησίασε στο γραφείο κουμπώνοντας την ζώνη του και χωρίς να καθίσει, το άνοιξε…
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και σταγόνες κρύου ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του. Καθώς τα άκρα του άρχισαν να μουδιάζουν, σωριάστηκε στην πολυθρόνα που ήταν πίσω του…Η ‘Εμμα σηκώθηκε και αναφώνησε με αγωνία: «Τί, τί είναι;!» πλησιάζοντάς τον. Στην οθόνη είδε την φωτογραφία με τους δυο τους την ώρα που δοκίμαζαν τα ελατήρια του καναπέ….Χλόμιασε πιο πολύ κι απ’ το πιο ανοιχτό φον ντε τεν….
Η Αγνή, του είχε γράψει:
«Αξιότιμε κύριε διευθυντή, απολογούμαι που έφυγα τόσο απότομα σήμερα το πρωί, χωρίς να σας αφήσω να ολοκληρώσετε… Δεν με χαρακτηρίζει η αγένεια και αισθάνομαι πολύ άσχημα…Πιστέψτε με, αν ήξερα ότι θα ακολουθούσε μία εκ νέου αξιολόγηση των ικανοτήτων των υπαλλήλων παρόμοια με αυτή που φαίνεται στις φωτογραφίες που επισυνάπτονται, δεν θα έφευγα τόσο απερίσκεπτα. Καταλαβαίνω ότι έχασα την σειρά μου και ότι μάλλον δεν θα εφαρμοστεί και σ’ εμένα η διαδικασία αυτή…Ελπίζω όμως να αναθεωρήσετε την απόφαση σας αναφορικά με την απόλυσή μου διότι έχω αποδείξει την αξία μου στα οκτώ συναπτά έτη που είμαι υπάλληλός σας. Δεν ζητώ τίποτα παραπάνω από την συνηθισμένη μου θέση…
Είμαι σίγουρη ότι έχετε την δύναμη να αναθεωρήσετε, χωρίς να είναι απαραίτητη η συναίνεση όλου του Συμβουλίου.»……..
Την άλλη μέρα η Αγνή ξύπνησε με άλλο αέρα. Έβαλε κανονικά την στολή της, ετοιμάστηκε, έφαγε ένα ελαφρύ πρόγευμα, φίλησε την έκπληκτη μητέρα της σταυρωτά και πήγε δουλειά. Ο διευθυντής, της είπε μόνο ένα πνιχτό καλημέρα και αφού συνεννοήθηκαν με το βλέμμα, επέστρεψε στο παλιό της πόστο.
Την ‘Εμμα δεν την ξαναείδε ποτέ… Ούτε και ξανακάπνισε…
.
Η Ισμήνη Παφίτη γεννήθηκε στην
Λευκωσία τον Ιούλιο του 1976. Έχει σπουδάσει στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης- Πολυτεχνική Σχολή και εξασκεί το επάγγελμα
του Αρχιτέκτονα Μηχανικού από το 2000. Είναι παντρεμένη και έχει δύο
γιους. Θεωρεί συναρπαστική την μοναδικότητα του κάθε ατόμου, θα ήθελε να
μπορεί να διηγηθεί αμέτρητες διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες και
θεωρεί ότι η συγγραφή αποτελεί άριστο μέσο για εξάσκηση του νου και
αφύπνιση της ψυχής.