πηγή:
http://www.onestory.gr/post/31646887234
ΑΝΤΙΟ…
της Δώρας Μοσχονά *
.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από την καγκελόπορτα του σπιτιού. Να
‘μαι πάλι πίσω σπίτι μου, λέω στον εαυτό μου, επέστρεψα. Όμως είναι σαν
να μην αναγνωρίζω τούτα τα κάγκελα, τούτη την αυλή. Ένα αγκάθι έχει
καθίσει στο λαιμό μου σαν προμήνυμα συμφοράς. Ήταν βλέπεις και εκείνο το
παράξενο και ανατριχιαστικό όνειρο, που είχα δει πριν δυο μέρες. Αυτό
με έκανε να γυρίσω γρηγορότερα απ ‘ότι είχα προγραμματίσει.
Είχα φοβηθεί τόσο πολύ. Είχα φοβηθεί μήπως είχε πάθει κάτι το παιδί.
Είχα ξυπνήσει μέσα σε μια λίμνη από ιδρώτα, φοβισμένη, ταραγμένη. Ήταν
σαν να το ζούσα αληθινά. Το σπίτι μου γκρεμίζονταν από ένα φοβερό
σεισμό, ήταν σκοτεινό και κρύο. Κρατούσα το παιδί μου στην αγκαλιά μου
και προσπαθούσα να το προστατέψω. Τα δέντρα απέναντι από το ξωκλήσι του
Αϊ-Κωνσταντίνου φάνταζαν τεράστια, έτοιμα να σε καταπιούν. Τα κλαδιά
τους έγερναν τόσο πολύ σαν να ήθελαν να γίνουν ένα με το χώμα. Παντού
σκοτάδι. Είχα παραμείνει ακούνητη και τότε μέσα από το αποπνικτικό
εκείνο σκοτάδι, εμφανίστηκε ο άντρας μου. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, ο
αέρας που έβγαινε από τα ρουθούνια του παγωμένος, λες και είχε έρθει από
ένα πολύ παγωμένο και ψυχρό μέρος.
-Δώσε μου το παιδί, μου είχε πει.
Ξύπνησα, έχοντας τα λόγια που του απάντησα, ακόμα σχηματισμένα στα χείλη μου.
-Είσαι ανήμπορος εσύ πλέον να προστατέψεις το παιδί.
Τι με περιμένει άραγε, αυτό το γλυκό πρωινό μέσα σ ‘όλες εκείνες τις
γνώριμες μυρωδιές της επιστροφής; Τι είναι αυτό που βαραίνει τις σκέψεις
μου, σαν να ‘θελε να της παραποιήσει, να τις σβήσει; Ψάχνω με το βλέμμα
μου το παιδί, που τέτοια ώρα συνήθως θα είχε ξυπνήσει και θα έπινε το
γάλα του, κάτω από την γερασμένη μουριά του σπιτιού. Δεν βλέπω κανέναν
και αρχίζει να με λούζει κρύος ιδρώτας. Τα χέρια μου αρχίζουν να
υγραίνουν και να γλιστράνε από την χειρολαβή της βαλίτσας που σέρνω
καθώς περπατώ να ανοίξω το πορτόνι. Ενώ ψάχνω τα κλειδιά του σπιτιού,
ακούω την φωνή του.
-Καλημέρα νύφη, καλωσόρισες.
-Καλημέρα Κωνσταντή.
Του απάντησα καθώς τον είδα να βγαίνει από το σπίτι κρατώντας ένα
φραπέ στο χέρι, φορώντας ένα άσπρο φανελάκι και το πορτοκαλί σορτσάκι
του, σέρνοντας τις λαστιχένιες του σαγιονάρες στην τσιμεντένια αυλή.
-Που πήγαν όλοι, ρώτησα.
-Πάνω σπίτι. Ο μικρός λερώθηκε με το γάλα του και η γιαγιά του πήγε να τον αλλάξει.
Κάνει ζέστη. Το λινό πουκάμισο που φορώ το νιώθω βαρύ στο σώμα μου.
-Άντε πάμε πάνω τότε.
Διασχίζω την αυλή, εισπνέοντας το δυνατό άρωμα από τις
τριανταφυλλιές. Η πόρτα ανοίγει και χαρούμενα γελάκια από την παιδική
φωνούλα περιτριγυρίζουν το σπίτι.
Είχα βάλει το παιδί για ύπνο και χάζευα μια ταινία στην τηλεόραση, όταν χτύπησε το κινητό μου.
-Γύρισε ο Κωνσταντής από την δουλειά;
-Όχι τι ώρα είναι;
-Δώδεκα. Έχει σχολάσει εδώ και μια ώρα.
Ήταν μια απλή συνομιλία του άντρα μου και εμένα, χωρίς να λέει κάτι. Ήταν νέος και ίσως είχε μπλέξει με κάποια παρέα.
…. Η προσδοκία της ανατολής του ήλιου δεν μείωσε καθόλου την αγωνία
μας. Οι τελευταίες μας ελπίδες λιγόστευαν. Είχαν μαζευτεί στην αυλή
πολλά άτομα. Περιμέναμε να ακούσουμε κάτι από τα χείλη τους, μα τίποτε
δεν έβγαινε. Τους κοιτούσαμε μόνο με έντονη επίκληση, περιμένοντας να
μας μιλήσουν πρώτοι. Η βουβή ικεσία μας, έμοιαζε με ουρλιαχτό. Όλο το
χωριό είχε ξεσηκωθεί και τον έψαχνε…
Ο δίσκος του ηλίου, θαμπός στην αρχή, όσο ανέβαινε στο στερέωμά του,
έπαιρνε ένα βαθύ κίτρινο χρώμα, ώσπου να πάρει στο τέλος το χρώμα της
φωτιάς. Η μοίρα πολλές φορές παίζει παράξενα παιχνίδια. Ίσως πάλι, είναι
γραμμένο για κάποιους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν καταστάσεις και
γεγονότα που καμιά δύναμη δεν φαίνεται ικανή να αποτρέψει.
Σκιά θλίψης και πόνου, απλώθηκε στα πρόσωπά μας, καθώς μέσα σε μια στιγμή χάθηκαν όλα.
Το στερνό ΑΝΤΙΟ, στο αναπόφευκτο τέλμα, η είσοδος στο άπλετο φως και
το ταξίδι στην αβεβαιότητα που γίνεται ελπίδα εκείνων που έπαψαν και δεν
μπορούν πια να ελπίζουν… ήταν δύσκολο.
«Που πήγαιναν τον εικοσιπεντάχρονο κουνιάδο μου;»
Για όλοι την οικογένεια είναι σα να πέθανε κυριολεκτικά ένα μέρος του
εαυτού μας. Ζούμε στην καρδιά των άλλων και οι άνθρωποι που αγαπάμε
ζούνε μέσα στην δική μας καρδιά. Είναι φυσικό να βιώνουμε την απώλεια
του άλλου ως ένα κενό μέσα στο δικό μας ψυχικό κόσμο.
Δεν θα ήταν δυνατόν να πονούσα σήμερα, αν πρώτα δεν είχα αγαπήσει!
Εμπορεύομαι το θάνατό του, κουβεντιάζω για κείνον με βουρκωμένα
μάτια… βρίσκω τις λέξεις του στεναγμού, της παρηγοριάς και τις ξεστομίζω
ακαλλώπιστες, πιστευτές. Η πόρτα κλείνει και αφήνομαι στους κινδύνους
της ανάμνησης με κάθε δάκρυ…
Θέλω να βγάλω το θάνατο από πάνω μου και να πάω να αγκαλιάσω το παιδί μου, που το έχω αφήσει σε μια γριά γειτόνισσα.
Μα και το σαπούνι είναι σαν να ‘χει αποκτήσει φωνή, μια φωνή βραχνή
και πνιγηρή… τα αντικείμενα είναι ζωντανά και αυτά. Ενώνονται να
φτιάξουν μια χημική ένωση. Αν τα ακούσεις προσεκτικά, τότε θα μπορέσεις
να επικοινωνήσεις μαζί τους. Και εγώ, επικοινωνώ αυτή τη στιγμή με το
νερό. Αντί να με δροσίζει, να βγάλει το μαύρο πέπλο του θανάτου από πάνω
μου, αυτό με πνίγει….
«πόσο μικραίνουν οι στιγμές,
Όταν κανείς προσμένει…
…και η κάθε μια γλυκιά στιγμή
Πόσο γοργά διαβαίνει!»
.