πηγή http://www.onestory.gr/post/33556856319
Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΕΥΤΥΧΙΟΥ
της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά *
.
Το πρόβλημά του τελευταία, όλο και μεγάλωνε,
μάλλον το μεγάλωνε ο ίδιος χωρίς να είναι μεγάλο, ούτε καν πρόβλημα,
ίσως μια επίπλαστη ανάγκη.
Γι’ αυτό επέμενε να βρει λύση σε ό,τι τον απασχολούσε κι αυτό τον έφερνε αντιμέτωπο με πολλά-πολλά αποκόμματα έντυπου υλικού, τα οποία εδώ και καιρό φύλαγε στο μεγάλο πανέρι, αφού φρόντισε να καθαρίσει τα υπολείμματα φρυγανισμένου ψωμιού που έκρυβε μέσα του.
Και το ψωμί τελευταία το είχαν κόψει, γιατί όπως και να έχει το πράγμα, παχαίνει. Ιδού λοιπόν!
Διαβάζει: “Η προσπάθεια να κατακτήσουμε την ευτυχία”. Το αφήνει στην άκρη. Η πρόνοιά του να βάζει κάτω δεξιά έναν αύξοντα αριθμό τον παραπέμπει στο να φυλλομετρήσει το χαρτομάνι, ευκαιρία να το ξεσκονίσει κιόλας. Το χαρτί τραβάει σκόνη και… κατσαριδάκια.
Διαβάζει τώρα τη συνταγή για τον ευτυχισμένο άνθρωπο: “Η μητέρα να είναι ήρεμη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μετά το παιδί αυτό, θα πρέπει να ζει σε καλό περιβάλλον, με πολλή αγάπη όχι όμως υπερπροστασία”. Με φωνή που να ακούγεται στον επάνω όροφο από τη μεριά της σκάλας φωνάζει.
-Ήσουν ήρεμη όταν κυοφορούσες εμένα μητέρα;
-Εννιά μήνες! Πόσο ήρεμη μπορείς να είσαι, όταν μάλιστα έχουν προηγηθεί τρεις επί εννιά και επτά, τριάντα τέσσερις συνολικά μήνες εγκυμοσύνης;
Τέλος πάντων, ήμουν δε λέω, ήμουν ήρεμη, μα γιατί όλα αυτά; -Άφησέ το, αύριο συνεχίζουμε την κουβέντα μας… Συμμαζεύεται και συνεχίζει να σκαλίζει το υλικό. Τι έψαχνε λοιπόν, ο Ευτύχιος;
Απλούστατα, τον τρόπο να γίνει ευτυχισμένος! Μα πώς;
Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη λέξη ευτυχία. Και είχε διαβάσει τον τελευταίο καιρό τόσο πολλά πράγματα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καλό, κακό, ευτυχία, δυστυχία ερμηνεύονται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους. Ακόμα, διάβασε κάποιους αφορισμούς, που δυστυχώς ή ευτυχώς συμπλήρωναν τη φιλοσοφία του για την εύρεση της ευτυχίας.
Ένας για παράδειγμα αφορισμός του Αμερικανού σατυρικού Αμβρόσιου Μπιρς έλεγε :βόμβα, όνομα ουσιαστικό, μέσον πειθούς. Όταν χρησιμοποιείται από όσους έχουν την εξουσία, η χρήση της χαρακτηρίζεται “εθνικά συμφέρουσα” και “θαρραλέα”. Όταν χρησιμοποιείται από εκείνους που δεν έχουν την εξουσία χαρακτηρίζεται “τρομοκρατία” και “δειλία”, από αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Μετά από σκέψη κατέληξε: Ευτυχία, όνομα ουσιαστικόν, προσδιοριζόμενο και καθοριζόμενο από επίθετα. Μέσον καλής διαβίωσης. Όταν δεν την έχεις παλεύεις να την αποκτήσεις. Όταν αισθάνεσαι ότι την αποκτάς, φοβάσαι μήπως τη χάσεις και θες να βρεις τρόπο να την κρατήσεις. Το ερώτημα είναι πώς και πόσο;
Είχε κουραστεί αρκετά να ψάχνει και δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά τον κούραζε κάθε φορά η αγωνία και το άγχος του, να βρει κάτι καινούριο.
Σκέφτηκε να ξαπλώσει στον καναπέ. Τράβηξε το γαλάζιο μαξιλάρι με τα ανάγλυφα λουλούδια, αλλά σκέφτηκε τη μητέρα του, που του χαλούσε την ευτυχία να απολαμβάνει τα καλύτερα, υπενθυμίζοντάς του κάθε φορά ότι αυτό είναι “μαξιλάρι φιγούρας”!
-Πάρε από το ντουλάπι ένα άλλο, ένα του ύπνου, του ύπνου! Ναι αλλά ήταν λευκό και δεν του ενέπνεε καμιά ζεστασιά, όπως και τα σεντόνια. Φανταστείτε, λευκοί τοίχοι, λευκά σεντόνια, λευκά μαξιλάρια. Δυστυχώς επηρεάζονταν από τις ιδέες, που δεν ήταν δικές της αλλά τις εμφύσησαν οι παλαιότερες. Το λευκό ήταν συνώνυμο της καθαριότητας, να τολμήσω να συμπληρώσω και της ευτυχίας, αφού έτσι αισθάνονταν απόλυτα καλά.
Ανάσκελα λοιπόν στον καναπέ πάνω στο άσπρο μαξιλάρι σκέφτεται τα λόγια του Γιώργου.
-“Εγώ Ευτύχιε, είμαι ευτυχισμένος να ζω στη Σαμοθράκη το χειμώνα, όχι στη φασαρία, στον κόσμο. Αυτό με ικανοποιεί, ηρεμώ, χαλαρώνω, γεμίζω τις μπαταρίες μου. Δε φαντάζεσαι την εικόνα να ανοίγεις το πρωί τα παντζούρια απέναντι στο γαλάζιο του Αιγαίου! Ο ήλιος που ανατέλλει γεμίζει με φως το σαλόνι μου και αναζωογονεί τις δυο τεράστιες μπουκαμβίλιες που υψώνονται στα παλιά πιθάρια…”
Κι όσο σκέφτεται τα ευχάριστα, τα βλέφαρά του βαραίνουν, σχεδόν κλείνουν για να τον παραδώσουν αυτές οι καλές, θετικές σκέψεις στην αγκαλιά του Μορφέα, άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά. Μετά από λίγα λεπτά ύπνου και ενός ονείρου, συνέρχεται.
Όνειρο! Μάλλον συνειρμοί, που τελειοποιούνται στο μυαλό του μετά την ανάγνωση του Επίκουρου. Άρα δεν το ονειρεύτηκε, επανέλαβε το νόημα της φράσης. “Πρέπει να μελετούμε εκείνα που μας φέρνουν ευδαιμονία, γιατί αν την έχουμε, έχουμε τα πάντα”. (Προς Μενοικέα)
“Ευτυχία είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης επαίνων”.(Βούδας).
Το τηλέφωνο θα διακόψει τους στοχασμούς του ή μάλλον θα ανατρέψει μια κατάσταση αδιεξόδου. Βλέπει ποιος τον καλεί και πριν απαντήσει κάνει αυτόματα τη σκέψη: προλαβαίνω να βγω μια βόλτα είναι νωρίς ακόμα!
Μήπως είναι η πρώτη φορά που σκέφτεται έτσι; Θα κανονίσει με το φίλο του να βρεθούν στις εννιά μπροστά στο Φάρο. Λειτουργεί πάλι συνειρμικά. Φάρος! Σημείο αναφοράς της πόλης μας, σημείο κατά περίπτωση ευτυχών συναντήσεων. Από εκεί ξεκινάν οι παρέες για καφέ ή ρετσίνα. Αρκετά με το Φάρο. Ανεβαίνει στον επάνω όροφο, δεν έχει και πολύ χρόνο και ετοιμάζεται. Όσο ετοιμάζεται σιγομουρμουρίζει, τι άραγε, ένα ολόδικό του κατασκεύασμα. Συχνά, πυκνά έφτιαχνε στίχους κι αράδιαζε στο τετράδιο σκέψεις για την ευτυχία!
Η δυστυχία βγήκε βόλτα
στη γειτονιά της ευτυχίας
κι είδε πως χόρευαν σμιχτά
η δόξα, ο πλούτος κι η χαρά.
Πικράθηκε γιατί αυτή,
χαρά δεν ξέρει τι θα πει
και μέχρι να καλοσκεφτεί
τη θέση της μες στη ζωή,
ο φθόνος -που μόνος συλλογάται-
της απαντάει, να μη λυπάται.
-Φύγε και έγνοια πια μην έχεις,
γιατί εδώ τα όσα βλέπεις
είναι μια έκφραση στιγμής,
που αλλάζει γρήγορα, θα δεις!
Ω! Τι να κάνει να βγει ή όχι; Η απόφασή του αναπότρεπτη. Αφού όλα αλλάζουν! Βγαίνει, αφήνοντας εκεί όλες τις σκέψεις του!
Κυριακή πρωί.Η μητέρα του, καθώς επιστρέφει από την εκκλησία, διαταράσσει τον ύπνο του ή μάλλον τον βοηθάει να ξυπνήσει για τα καλά.
Ευτύχιε! Σήκω μεσημέριασε. Πότε θα σηκωθείς μια Κυριακή και να πεις, θα πάω στην εκκλησία. Όλο στην αναβολή είσαι! -Είσαι ευτυχισμένη μητέρα;
-Ευτύχιε, τώρα τελευταία έχεις παλαβώσει. Τι πάει να πει είμαι ευτυχισμένη. Ζω μια μέτρια ζωή, χωρίς πολλά-πολλά και με αυτά τα λίγα είμαι καλά. Τι, να ζητήσω περισσότερα κι ύστερα, τι θα γίνει. Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν μια μπουκιά ψωμί. Τι τα θες λοιπόν, καλύτερα άφησέ τα όπως έχουν.
Ο Ευτύχιος μαζεύτηκε πάλι στο πανέρι, στα χαρτιά του. Ένα πανέρι αποκόμματα! Έτσι ο ένας, αλλιώς ο άλλος. Αποφασίζει να τα πετάξει όλα, κρατώντας όμως σημειώσεις σ’ ένα χοντρό τετράδιο. Κάθε απόκομμα, του έδινε τρεις αράδες όχι παραπάνω. Έφτασε να έχει εξήντα σελίδες κείμενο για να το διαβάζει κάπου-κάπου και πέταξε το περιεχόμενο του πανεριού. Σκέφτηκε και κάτι άλλο, να γράψει τις λέξεις που συναντούσε συχνά γιατί, κατά τη γνώμη του, αυτές απασχολούσαν την ανθρωπότητα. Σημείωσε λοιπόν, άνθρωπος, λογική, ευτυχία, κρίση, δυστυχία, χρήμα, πλούτος, δόξα, παγκοσμιοποίηση, ενέργεια.
Για μια στιγμή ήρθαν στο νου του τα λόγια της μητέρας του για την εκκλησία. Εκκλησία ! Πουθενά δεν είδα αυτή τη λέξη. Μπερδεύτηκε για τα καλά, αλλά γρήγορα πήρε μια απόφαση. Την Κυριακή να εκκλησιαστεί, περισσότερο από περιέργεια. Περνάει σε ένα άλλο επίπεδο. Θυμάται το Γιάννη, που είναι επτά αδέρφια, που όπως λέει εκείνος ζουν κοντά στο θεό, εκκλησιάζονται συχνά και που, τέλος πάντων, στο σπίτι τους επικρατεί μια απέραντη ηρεμία, μια ατμόσφαιρα ήπια όχι εκρηκτική όπως στο δικό του σπίτι κι ας έχει μείνει -ως μικρότερος- μόνος. Και πάλι είπε, ευτυχώς που η μητέρα μου, αρκετές φορές, σβήνει τη φωτιά!
Από αύριο, από αύριο θα αναζητήσω άλλες παραμέτρους ευτυχίας! Σήμερα όμως θα ολοκληρώσω την εργασία μου για το μεταπτυχιακό, θα διαβάσω για τις εξετάσεις στην πληροφορική, θα πάω δύο ώρες στο μάθημα των γερμανικών, θα βραδιάσει κιόλας και θα πέσω ψόφιος για ύπνο. Κι αναρωτιέται, καλά τόσες μέρες τι έκανα, φιλοσοφούσα; Μάλιστα φιλοσοφούσα και να, που μου βγήκε σε καλό, μπόρεσα να δω και τη στάση ζωής των άλλων. Μεγάλο πράγμα να έχεις χρόνο να ρίχνεις και καμιά ματιά γύρω σου! Τότε είσαι άνθρωπος.
Στο μεταξύ σηκώνεται παίρνει ένα μεγάλο μαύρο φάκελο και βγάζει βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων, ως τεκμήριο των γνώσεων του για μια καλύτερη ζωή, ευτυχέστερη θα έλεγα εγώ. Αλλά όλοι κάνουν το ίδιο, όλοι έχουν φακέλους πολλούς και μαζεύουν χαρτιά. Η φιλοδοξία των ανθρώπων ή όντως χρειάζεται όλο αυτό το χαρτομάνι;
Σκέφτεται και μονολογεί :η ευτυχία των ανθρώπων έγκειται στη συγκέντρωση επαίνων. Η ευτυχία, νάτη πάλι! Τα πολλά ρούχα, τα αναλώσιμα αγαθά “προς τέρψιν” των ανθρώπων, η κατά διαστήματα δουλειά του, στη ρεσεψιόν μεγάλου ξενοδοχείου που, στην τελική, δε του πρόσφερε τίποτα, γιατί τα έξοδα παράστασης ήταν αρκετά.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Θα αναθεωρήσει τις απόψεις του και εν πάση περιπτώσει θα ξεκινήσει μια ζωή λίγο διαφορετική, αλλιώτικη. Πάντοτε έρχεται μια τέτοια μέρα που θέλεις να αλλάξεις πολλά, που συλλογίζεσαι το πριν, το αύριο, που λες, άραγε θα προφτάσω να κάνω κάποιες αλλαγές. Αλλά όταν οι αλλαγές είναι για το καλύτερο, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει καλά. Ο Ευτύχιος λοιπόν τακτοποίησε τη ντουλάπα του, πετώντας πολλή σαβούρα. Τι τόθελε για παράδειγμα το καράβι των πειρατών των playmobil, τυλιγμένο μέσα σε ένα παλιό πουκάμισο ;Το κρατούσε για ενθύμιο. Τι κρατούσε χαρτοπετσέτες από τα μέρη που έτυχε να επισκεφτεί με τους γονείς του ή αυτές των γενεθλίων του ;Το πιο αστείο! Βρήκε μέσα σε μια τσάντα τυλιγμένο, ένα καλσόν γεμάτο ροκανίδι με ζωγραφισμένα μάτια και στόμα. Θυμήθηκε πως επρόκειτο για την επίδοσή του στην κηποτεχνία γιατί πάνω-πάνω έριχνε σπόρους γκαζόν κι εκείνο, με το ανάλογο πότισμα, φύτρωνε και το κούρευε και πάει λέγοντας. Βρήκε κι άλλα πολλά, μα καθώς τα μάζευε στην άκρη σκέφτηκε, πόσο χάρηκε την πρώτη φορά που τα αντίκριζε και το καλύτερο, αποφάσισε να τα δώσει στην εκκλησία που τα μοίραζε στα παιδάκια. Κι ο Ευτύχιος, τότε κατάλαβε ότι η ευτυχία κρύβεται στα μικρά και -πολλές φορές -ασήμαντα πράγματα!
Ενθουσιασμένος, καθάρισε το μεγάλο γραφείο και πέταξε όλα τα περιοδικά μόδας που μάζευε μετά μανίας, παλεύοντας να βρει την ευτυχία στο παπούτσι ή στο πουκάμισο. Έβαλε τα βιβλία του σε τάξη κι ανάμεσά τους τακτοποίησε και την Αγία Γραφή που ναι μεν υπήρχε αλλά ποτέ δε φρόντισε να γνωρίσει το εσωτερικό της!
Όσο την κρατούσε στα χέρια του σκεφτόμενος, εδώ -εκεί να την τοποθετήσει, άνοιξε στο σημείο που υπήρχε μια διπλωμένη χαρτοπετσέτα, σα σελιδοδείχτης και εντυπωσιάστηκε από τον Ύμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου. Τον συνεπήρε.
Ένιωθε ευτυχισμένος! Για πρώτη φορά!
Γι’ αυτό επέμενε να βρει λύση σε ό,τι τον απασχολούσε κι αυτό τον έφερνε αντιμέτωπο με πολλά-πολλά αποκόμματα έντυπου υλικού, τα οποία εδώ και καιρό φύλαγε στο μεγάλο πανέρι, αφού φρόντισε να καθαρίσει τα υπολείμματα φρυγανισμένου ψωμιού που έκρυβε μέσα του.
Και το ψωμί τελευταία το είχαν κόψει, γιατί όπως και να έχει το πράγμα, παχαίνει. Ιδού λοιπόν!
Διαβάζει: “Η προσπάθεια να κατακτήσουμε την ευτυχία”. Το αφήνει στην άκρη. Η πρόνοιά του να βάζει κάτω δεξιά έναν αύξοντα αριθμό τον παραπέμπει στο να φυλλομετρήσει το χαρτομάνι, ευκαιρία να το ξεσκονίσει κιόλας. Το χαρτί τραβάει σκόνη και… κατσαριδάκια.
Διαβάζει τώρα τη συνταγή για τον ευτυχισμένο άνθρωπο: “Η μητέρα να είναι ήρεμη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μετά το παιδί αυτό, θα πρέπει να ζει σε καλό περιβάλλον, με πολλή αγάπη όχι όμως υπερπροστασία”. Με φωνή που να ακούγεται στον επάνω όροφο από τη μεριά της σκάλας φωνάζει.
-Ήσουν ήρεμη όταν κυοφορούσες εμένα μητέρα;
-Εννιά μήνες! Πόσο ήρεμη μπορείς να είσαι, όταν μάλιστα έχουν προηγηθεί τρεις επί εννιά και επτά, τριάντα τέσσερις συνολικά μήνες εγκυμοσύνης;
Τέλος πάντων, ήμουν δε λέω, ήμουν ήρεμη, μα γιατί όλα αυτά; -Άφησέ το, αύριο συνεχίζουμε την κουβέντα μας… Συμμαζεύεται και συνεχίζει να σκαλίζει το υλικό. Τι έψαχνε λοιπόν, ο Ευτύχιος;
Απλούστατα, τον τρόπο να γίνει ευτυχισμένος! Μα πώς;
Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη λέξη ευτυχία. Και είχε διαβάσει τον τελευταίο καιρό τόσο πολλά πράγματα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καλό, κακό, ευτυχία, δυστυχία ερμηνεύονται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους. Ακόμα, διάβασε κάποιους αφορισμούς, που δυστυχώς ή ευτυχώς συμπλήρωναν τη φιλοσοφία του για την εύρεση της ευτυχίας.
Ένας για παράδειγμα αφορισμός του Αμερικανού σατυρικού Αμβρόσιου Μπιρς έλεγε :βόμβα, όνομα ουσιαστικό, μέσον πειθούς. Όταν χρησιμοποιείται από όσους έχουν την εξουσία, η χρήση της χαρακτηρίζεται “εθνικά συμφέρουσα” και “θαρραλέα”. Όταν χρησιμοποιείται από εκείνους που δεν έχουν την εξουσία χαρακτηρίζεται “τρομοκρατία” και “δειλία”, από αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Μετά από σκέψη κατέληξε: Ευτυχία, όνομα ουσιαστικόν, προσδιοριζόμενο και καθοριζόμενο από επίθετα. Μέσον καλής διαβίωσης. Όταν δεν την έχεις παλεύεις να την αποκτήσεις. Όταν αισθάνεσαι ότι την αποκτάς, φοβάσαι μήπως τη χάσεις και θες να βρεις τρόπο να την κρατήσεις. Το ερώτημα είναι πώς και πόσο;
Είχε κουραστεί αρκετά να ψάχνει και δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά τον κούραζε κάθε φορά η αγωνία και το άγχος του, να βρει κάτι καινούριο.
Σκέφτηκε να ξαπλώσει στον καναπέ. Τράβηξε το γαλάζιο μαξιλάρι με τα ανάγλυφα λουλούδια, αλλά σκέφτηκε τη μητέρα του, που του χαλούσε την ευτυχία να απολαμβάνει τα καλύτερα, υπενθυμίζοντάς του κάθε φορά ότι αυτό είναι “μαξιλάρι φιγούρας”!
-Πάρε από το ντουλάπι ένα άλλο, ένα του ύπνου, του ύπνου! Ναι αλλά ήταν λευκό και δεν του ενέπνεε καμιά ζεστασιά, όπως και τα σεντόνια. Φανταστείτε, λευκοί τοίχοι, λευκά σεντόνια, λευκά μαξιλάρια. Δυστυχώς επηρεάζονταν από τις ιδέες, που δεν ήταν δικές της αλλά τις εμφύσησαν οι παλαιότερες. Το λευκό ήταν συνώνυμο της καθαριότητας, να τολμήσω να συμπληρώσω και της ευτυχίας, αφού έτσι αισθάνονταν απόλυτα καλά.
Ανάσκελα λοιπόν στον καναπέ πάνω στο άσπρο μαξιλάρι σκέφτεται τα λόγια του Γιώργου.
-“Εγώ Ευτύχιε, είμαι ευτυχισμένος να ζω στη Σαμοθράκη το χειμώνα, όχι στη φασαρία, στον κόσμο. Αυτό με ικανοποιεί, ηρεμώ, χαλαρώνω, γεμίζω τις μπαταρίες μου. Δε φαντάζεσαι την εικόνα να ανοίγεις το πρωί τα παντζούρια απέναντι στο γαλάζιο του Αιγαίου! Ο ήλιος που ανατέλλει γεμίζει με φως το σαλόνι μου και αναζωογονεί τις δυο τεράστιες μπουκαμβίλιες που υψώνονται στα παλιά πιθάρια…”
Κι όσο σκέφτεται τα ευχάριστα, τα βλέφαρά του βαραίνουν, σχεδόν κλείνουν για να τον παραδώσουν αυτές οι καλές, θετικές σκέψεις στην αγκαλιά του Μορφέα, άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά. Μετά από λίγα λεπτά ύπνου και ενός ονείρου, συνέρχεται.
Όνειρο! Μάλλον συνειρμοί, που τελειοποιούνται στο μυαλό του μετά την ανάγνωση του Επίκουρου. Άρα δεν το ονειρεύτηκε, επανέλαβε το νόημα της φράσης. “Πρέπει να μελετούμε εκείνα που μας φέρνουν ευδαιμονία, γιατί αν την έχουμε, έχουμε τα πάντα”. (Προς Μενοικέα)
“Ευτυχία είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης επαίνων”.(Βούδας).
Το τηλέφωνο θα διακόψει τους στοχασμούς του ή μάλλον θα ανατρέψει μια κατάσταση αδιεξόδου. Βλέπει ποιος τον καλεί και πριν απαντήσει κάνει αυτόματα τη σκέψη: προλαβαίνω να βγω μια βόλτα είναι νωρίς ακόμα!
Μήπως είναι η πρώτη φορά που σκέφτεται έτσι; Θα κανονίσει με το φίλο του να βρεθούν στις εννιά μπροστά στο Φάρο. Λειτουργεί πάλι συνειρμικά. Φάρος! Σημείο αναφοράς της πόλης μας, σημείο κατά περίπτωση ευτυχών συναντήσεων. Από εκεί ξεκινάν οι παρέες για καφέ ή ρετσίνα. Αρκετά με το Φάρο. Ανεβαίνει στον επάνω όροφο, δεν έχει και πολύ χρόνο και ετοιμάζεται. Όσο ετοιμάζεται σιγομουρμουρίζει, τι άραγε, ένα ολόδικό του κατασκεύασμα. Συχνά, πυκνά έφτιαχνε στίχους κι αράδιαζε στο τετράδιο σκέψεις για την ευτυχία!
Η δυστυχία βγήκε βόλτα
στη γειτονιά της ευτυχίας
κι είδε πως χόρευαν σμιχτά
η δόξα, ο πλούτος κι η χαρά.
Πικράθηκε γιατί αυτή,
χαρά δεν ξέρει τι θα πει
και μέχρι να καλοσκεφτεί
τη θέση της μες στη ζωή,
ο φθόνος -που μόνος συλλογάται-
της απαντάει, να μη λυπάται.
-Φύγε και έγνοια πια μην έχεις,
γιατί εδώ τα όσα βλέπεις
είναι μια έκφραση στιγμής,
που αλλάζει γρήγορα, θα δεις!
Ω! Τι να κάνει να βγει ή όχι; Η απόφασή του αναπότρεπτη. Αφού όλα αλλάζουν! Βγαίνει, αφήνοντας εκεί όλες τις σκέψεις του!
Κυριακή πρωί.Η μητέρα του, καθώς επιστρέφει από την εκκλησία, διαταράσσει τον ύπνο του ή μάλλον τον βοηθάει να ξυπνήσει για τα καλά.
Ευτύχιε! Σήκω μεσημέριασε. Πότε θα σηκωθείς μια Κυριακή και να πεις, θα πάω στην εκκλησία. Όλο στην αναβολή είσαι! -Είσαι ευτυχισμένη μητέρα;
-Ευτύχιε, τώρα τελευταία έχεις παλαβώσει. Τι πάει να πει είμαι ευτυχισμένη. Ζω μια μέτρια ζωή, χωρίς πολλά-πολλά και με αυτά τα λίγα είμαι καλά. Τι, να ζητήσω περισσότερα κι ύστερα, τι θα γίνει. Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν μια μπουκιά ψωμί. Τι τα θες λοιπόν, καλύτερα άφησέ τα όπως έχουν.
Ο Ευτύχιος μαζεύτηκε πάλι στο πανέρι, στα χαρτιά του. Ένα πανέρι αποκόμματα! Έτσι ο ένας, αλλιώς ο άλλος. Αποφασίζει να τα πετάξει όλα, κρατώντας όμως σημειώσεις σ’ ένα χοντρό τετράδιο. Κάθε απόκομμα, του έδινε τρεις αράδες όχι παραπάνω. Έφτασε να έχει εξήντα σελίδες κείμενο για να το διαβάζει κάπου-κάπου και πέταξε το περιεχόμενο του πανεριού. Σκέφτηκε και κάτι άλλο, να γράψει τις λέξεις που συναντούσε συχνά γιατί, κατά τη γνώμη του, αυτές απασχολούσαν την ανθρωπότητα. Σημείωσε λοιπόν, άνθρωπος, λογική, ευτυχία, κρίση, δυστυχία, χρήμα, πλούτος, δόξα, παγκοσμιοποίηση, ενέργεια.
Για μια στιγμή ήρθαν στο νου του τα λόγια της μητέρας του για την εκκλησία. Εκκλησία ! Πουθενά δεν είδα αυτή τη λέξη. Μπερδεύτηκε για τα καλά, αλλά γρήγορα πήρε μια απόφαση. Την Κυριακή να εκκλησιαστεί, περισσότερο από περιέργεια. Περνάει σε ένα άλλο επίπεδο. Θυμάται το Γιάννη, που είναι επτά αδέρφια, που όπως λέει εκείνος ζουν κοντά στο θεό, εκκλησιάζονται συχνά και που, τέλος πάντων, στο σπίτι τους επικρατεί μια απέραντη ηρεμία, μια ατμόσφαιρα ήπια όχι εκρηκτική όπως στο δικό του σπίτι κι ας έχει μείνει -ως μικρότερος- μόνος. Και πάλι είπε, ευτυχώς που η μητέρα μου, αρκετές φορές, σβήνει τη φωτιά!
Από αύριο, από αύριο θα αναζητήσω άλλες παραμέτρους ευτυχίας! Σήμερα όμως θα ολοκληρώσω την εργασία μου για το μεταπτυχιακό, θα διαβάσω για τις εξετάσεις στην πληροφορική, θα πάω δύο ώρες στο μάθημα των γερμανικών, θα βραδιάσει κιόλας και θα πέσω ψόφιος για ύπνο. Κι αναρωτιέται, καλά τόσες μέρες τι έκανα, φιλοσοφούσα; Μάλιστα φιλοσοφούσα και να, που μου βγήκε σε καλό, μπόρεσα να δω και τη στάση ζωής των άλλων. Μεγάλο πράγμα να έχεις χρόνο να ρίχνεις και καμιά ματιά γύρω σου! Τότε είσαι άνθρωπος.
Στο μεταξύ σηκώνεται παίρνει ένα μεγάλο μαύρο φάκελο και βγάζει βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων, ως τεκμήριο των γνώσεων του για μια καλύτερη ζωή, ευτυχέστερη θα έλεγα εγώ. Αλλά όλοι κάνουν το ίδιο, όλοι έχουν φακέλους πολλούς και μαζεύουν χαρτιά. Η φιλοδοξία των ανθρώπων ή όντως χρειάζεται όλο αυτό το χαρτομάνι;
Σκέφτεται και μονολογεί :η ευτυχία των ανθρώπων έγκειται στη συγκέντρωση επαίνων. Η ευτυχία, νάτη πάλι! Τα πολλά ρούχα, τα αναλώσιμα αγαθά “προς τέρψιν” των ανθρώπων, η κατά διαστήματα δουλειά του, στη ρεσεψιόν μεγάλου ξενοδοχείου που, στην τελική, δε του πρόσφερε τίποτα, γιατί τα έξοδα παράστασης ήταν αρκετά.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Θα αναθεωρήσει τις απόψεις του και εν πάση περιπτώσει θα ξεκινήσει μια ζωή λίγο διαφορετική, αλλιώτικη. Πάντοτε έρχεται μια τέτοια μέρα που θέλεις να αλλάξεις πολλά, που συλλογίζεσαι το πριν, το αύριο, που λες, άραγε θα προφτάσω να κάνω κάποιες αλλαγές. Αλλά όταν οι αλλαγές είναι για το καλύτερο, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει καλά. Ο Ευτύχιος λοιπόν τακτοποίησε τη ντουλάπα του, πετώντας πολλή σαβούρα. Τι τόθελε για παράδειγμα το καράβι των πειρατών των playmobil, τυλιγμένο μέσα σε ένα παλιό πουκάμισο ;Το κρατούσε για ενθύμιο. Τι κρατούσε χαρτοπετσέτες από τα μέρη που έτυχε να επισκεφτεί με τους γονείς του ή αυτές των γενεθλίων του ;Το πιο αστείο! Βρήκε μέσα σε μια τσάντα τυλιγμένο, ένα καλσόν γεμάτο ροκανίδι με ζωγραφισμένα μάτια και στόμα. Θυμήθηκε πως επρόκειτο για την επίδοσή του στην κηποτεχνία γιατί πάνω-πάνω έριχνε σπόρους γκαζόν κι εκείνο, με το ανάλογο πότισμα, φύτρωνε και το κούρευε και πάει λέγοντας. Βρήκε κι άλλα πολλά, μα καθώς τα μάζευε στην άκρη σκέφτηκε, πόσο χάρηκε την πρώτη φορά που τα αντίκριζε και το καλύτερο, αποφάσισε να τα δώσει στην εκκλησία που τα μοίραζε στα παιδάκια. Κι ο Ευτύχιος, τότε κατάλαβε ότι η ευτυχία κρύβεται στα μικρά και -πολλές φορές -ασήμαντα πράγματα!
Ενθουσιασμένος, καθάρισε το μεγάλο γραφείο και πέταξε όλα τα περιοδικά μόδας που μάζευε μετά μανίας, παλεύοντας να βρει την ευτυχία στο παπούτσι ή στο πουκάμισο. Έβαλε τα βιβλία του σε τάξη κι ανάμεσά τους τακτοποίησε και την Αγία Γραφή που ναι μεν υπήρχε αλλά ποτέ δε φρόντισε να γνωρίσει το εσωτερικό της!
Όσο την κρατούσε στα χέρια του σκεφτόμενος, εδώ -εκεί να την τοποθετήσει, άνοιξε στο σημείο που υπήρχε μια διπλωμένη χαρτοπετσέτα, σα σελιδοδείχτης και εντυπωσιάστηκε από τον Ύμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου. Τον συνεπήρε.
Ένιωθε ευτυχισμένος! Για πρώτη φορά!
.
Η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά,
γεννήθηκε στη Σαμοθράκη.Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ. Είναι
ποιήτρια, συγγραφέας, αρθρογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Ζει μόνιμα
στην Αλεξανδρούπολη.