πηγή
http://www.onestory.gr/post/33482685094
ΓΡΗΓΟΡΟ ΑΙΜΑ
του Δημήτρη Καπράλου *
.
Οι φωνές έφταναν στον περαστικό σαν προσκύνημα κ τα τσουγκρίσματα της
μπίρας μέσα από το Αλβανικό καφενείο, σαν προσκύνημα σε κάποιον
πλιατσαδόρικο, δολοφονικό Θεό ακουγόταν η φωνή κάποιου από τους θαμώνες,
ξημερώματα Κυριακής, όταν οι πρωινοί θρησκευόμενοι επρνούσαν έξω από το
σχεδόν φιμέ τζάμι με τα κόκκινα γράμματα που διαφήμιζαν Βαλκάνιες κ
Ρωσίδες πουτάνες κ οι μεθύστακες θαμώνες είχαν ξεμείνει στο καφενείο, με
την χοντρή την Αλβανίδα με τα αγελαδίσια βυζιά κ τις πρόστυχες βρισιές κ
το κόκκινο πουλόβερ που όλο έλεγε ότι θα το άλλαζε, κ όλο το φορούσε με
τα λιγδιασμένα μανίκια από το καταψυγμένο λουκάνικο κ από τα μπουκάλια
μπίρας που δεν άδειαζαν κ που λέρωναν την καρό ποδιά της∙
Σαν προσκύνημα σε έναν Αλβανό Θεό, η αστυνομία είχε μπουκάρει κ
συλλάβει περιοδικά κάποιους από τους θαμώνες κ πάλι εκείνοι εκεί
κάθονταν στις πλαστικές λερωμένες με μπίρα κ ουίσκι καρέκλες κ στα
χοντροκομμένα αστεία κ στη μουσική της πατρίδας τους, με τα ανοιχτά
φτηνιάρικα καρό πουκάμισα κ φυσικά το θολό μάτι, αυτό τα θολό μάτι κ το
στιλέτο στη μέσα τσέπη του μπουφάν κ οι σειρήνες από τα μπατσικά, όταν
γίνεται τσαμπουκάς, πάντα γίνεται ένας τσαμπουκάς στο Αλβανικό καφενείο,
δίπλα στην Καθολική εκκλησία∙
Κ η Κυριακάτικη λειτουργία συγκεντρώνει τους Καθολικούς από πολλές
περιοχές της Μητρόπολης, πλούσιους κ φωχούς κ αυτούς που γεννήθηκαν
Καθολικοί, αν κ κανείς δεν γεννιέται κάτι τέτοιο κ αυτούς που έγιναν
Καθολικοί, όπως το αγόρι που πηγαίνει στη Κυριακάτικη λειτουργία μαζί με
την Καθολική μητέρα του∙
Κ όταν κοντεύουν να φτάσουν, οι δύο αδύνατες φιγούρες με τα
αγορασμένα φτηνά ρούχα από πολυεστέρα από το γειτονικό σούπερ-μάρκετ, οι
συμπατριώτες τους πίνουν, συνέχεια πίνουν, μέχρι να ξημερώσει κ όταν
μεσημεριάσει κ μετά το σούρουπο κ αφού ξημερώσει κ όταν ανοιγοκλείνει η
πόρτα, κάποιος που θέλει να πάει σπίτι να ξεραθεί, τότε το αγόρι νομίζει
ότι το καφενείο είναι σαλούν της Άγριας Δύσης, σαν να μεταφέρθηκε εδώ
στη μικρή Μητρόπολη ένα σαλούν από το κόμικ του Λούκυ Λουκ∙
Κ ο Λούκυ Λουκ δεν είναι εδώ∙ δεν εμφανίζεται από κάποιο βρωμόστενο
καβάλα στη Ντόλυ με τη στολή του κ τα ρεβόλβερ του κ το καπέλο του κ το
τσιγάρο στα χείλη του κ εκείνο το μειλίχιο χαμόγελο που σε πείθει ότι
έχει τη λύση, όχι, ο Λούκυ Λουκ δεν εμφανίζεται κ το αγόρι που κρατάει
από το χέρι τη μητέρα του κ πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε Κυριακή πρωί θα
το ήθελε πολύ∙
Να τον κοιτούσε στο άψογο γιλέκο του κ στο καρό πουκάμισο κ να
χαζέψει τη φράντζα της Ντόλυ κ να μην ακούει συνέχεια τα λόγια της
μητέρας του, ότι σε αυτό το καφενείο δεν πρέπει να πατήσει γιατί εκεί
μέσα είναι άνθρωποι που χαραμίστηκαν κ χαραμίζουν άλλους κ ότι αυτό
πρέπει να πηγαίνει στην εκκλησία κ να μην κοιτάξει μέσα από τη τζαμαρία κ
το αγόρι θέλει να κοιτάξει μέσα από τη τζαμαρία∙
Κ ήταν κ εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό που η αστυνομία είχε κλείσει το
δρόμο μπροστά από το καφενείο κ τα προτεταμένα όπλα να αντανακλούν στην
πρωινή κάψα κ ο ιδρώτας να κυλάει στα πρόσωπα των αρματωμένων μπάτσων κ
τα πρόσωπά τους να δείχνουν τόσο ψεύτικα στα μάτια του αγοριού κ να μην
αφήνει το χέρι της μητέρας του κ αυτή να ψιθυρίζει ότι πρέπει να
φύγουν, γιατί η κατάσταση είναι σοβαρή κ το αγόρι διαφωνεί γιατί η
κατάσταση του φαίνεται ψεύτικη, σαν από κόμικς, με τα όπλα κ τις φωνές κ
όλα αυτά κ κάποιος άλλος άνδρας λίγο πιο κει, ντυμένος στα Κυριακάτικά
του, να φωνάζει ότι «το πράγμα θα ασχημύνει» κ το αγόρι να μην
καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό, για το αγόρι σήμαινε μόνο αυτό που
κοιτούσε, τις σειρήνες, τους ήχους, τις φωνές, κ εκείνη η πόρτα του
καφενείου παρέμενε κλειστή, εκείνη η πόρτα που τόσο φοβόταν η παιδική
ψυχή του κ όταν έσκασαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, το χέρι της μητέρας του
το τράβηξε βιαστικά μακριά κ φωνές ακούγονταν κ κάποιος φώναξε, έτσι να
καθαρίσει ο βόθρος κ το αγόρι δεν μπορούσε να περπατήσει γρηγορότερα κ η
μητέρα του όλο τον τραβούσε κ αισθανόταν τον φόβο, σαν αυτό που είχε
όταν περνούσε μπροστά από εκείνη την πόρτα∙
Σαν προσκύνημα σε κάποιον άλλον Θεό, σαν κατάνυξη μπροστά σε κάποια
άλλη θεότητα, σαν τελετή που έπρεπε να γίνει Κυριακή, δίπλα στην
Καθολική Παναγιά οι πυροβολισμοί, τα ουρλιαχτά κ τα αγκομαχητά έφταναν
ακόμη στα αφτιά του κ αργότερα το βράδυ κάποιος καλοντυμένος κύριος μέσα
στο κουτί είπε ότι έγινε μακελειό, στο σημείο που το αγόρι στεκόταν το
πρωί κ κρατούσε το χέρι της μητέρας του∙
Κ την επόμενη Κυριακή, όταν μητέρα κ γιος πέρασαν μπροστά από το
καφενείο, αυτό δεν λειτουργούσε κ η μητέρα του δεν το πρόσταξε να μην
κοιτάξει μέσα από την πόρτα κ το αγόρι γύρισε το κεφάλι, κ η πόρτα
έχασκε σαν τραυματισμένη πληγή, σαν κάποιος να την είχε αφήσει ανοικτή
κατά λάθος κ το χέρι του αγοριού άφησε ξαφνικά το χέρι της μητέρας του κ
με τα καλά του έφτασε στην πόρτα κ τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα,
παιδικά κ αθώα∙
Οι τοίχοι ήταν σχεδόν αιμάτινοι∙ σαν κακοφτιαγμένος, κατακόκκινος
πίνακας, σαν πινελιές ενός κακού ζωγράφου, με τις πεταμένες καρέκλες κ
τα πεταμένα γυαλιά κ την εικόνα του σταυρωμένου στον τοίχο πίσω από το
μεγάλο πάγκο, να παρακολουθεί σαν να κρίνει κ να μην συμμετέχει, σαν το
καφενείο να έγινε το θυσιαστήριο, ένα ακόμη θυσιαστήριο στη λατρεία του∙
.
Ο Δημήτρης Καπράλος είναι απόφοιτος φιλοσοφίας,
έχει χρόνια πάθηση με το κείμενο σχεδόν σε οποιαδήποτε μορφή του. Έχει
δουλέψει ως μεταφραστής, copywriter / digital – copy / sm handler. Το
βιβλίο του «Χαρούμενες Μέρες», (εκδόσεις Καλυδών, 2006) κυκλοφορεί ακόμη.
…Just a texter