Ο Αρίσταρχος και όχι ο Κοπέρνικος...
Ο Έλληνας πρωτοπόρος του ηλιοκεντρικού συστήματος...
Από τα πρώτα στάδια της ζωής του, ο άνθρωπος προσπάθησε να καταλάβει και να εξηγήσει την ύπαρξή του με βάση τις γνώσεις του και τις παρατηρήσεις. Εστιάζοντας την προσοχή του στο πλήθος των εντυπωσιακών ουράνιων φαινομένων, ο πρωτόγονος άνθρωπος έκανε τα πρώτα εξελικτικά βήματα προς την επιστημονική θεώρηση με αφορμή την παρατήρηση δύο θεμελιωδών φαινομένων, δηλαδή της ημερήσιας αξονικής περιστροφής της ουράνιας σφαίρας και της ετήσιας μεταβατικής κίνησης του Ηλίου.
Για πολλούς αιώνες ο άνθρωπος αγωνίσθηκε να κατανοήσει και να αποδείξει πώς δημιουργούνται αυτές οι δύο κινήσεις· αν δηλαδή οφείλονται στην περιφορά του συνόλου των αστέρων περί την ακίνητη Γη ή στην περιστροφή της Γης περί τον άξονά της, καθώς η Γη περιφέρεται περί το ακίνητο κέντρο του κόσμου, τον Ήλιο. Ως φυσιολογικό αποτέλεσμα επήλθε η διαίρεση των σοφών της αρχαιότητας σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, δηλαδή στους οπαδούς της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου και στους οπαδούς της ηλιοκεντρικής θεώρησής του. Οι πρώτοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, ενώ οι δεύτεροι τη μειοψηφία.
Η πίστη στην ορθότητα της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη, είχε καθαρά θρησκευτική προέλευση και βασιζόταν στην ακλόνητη πεποίθηση ότι η Γη ως κατοικία των θεών, των οποίων δεν πρέπει να ταράσσεται η ηρεμία αποτελεί το ακίνητο κέντρο του Σύμπαντος και ότι όλα τα ουράνια σώματα κινούνται γύρω της σε απόλυτα κυκλικές, τέλειες τροχιές. Συνεπώς, στο πλαίσιο της γεωκεντρικής θεώρησης, εμείς, ως παρατηρητές, έχουμε μια προνομιακή θέση στο Σύμπαν. Αυτό το μη αποδεκτό σήμερα συμπέρασμα ήταν αρκετά σημαντικό, καθ' ότι ήταν αισθητικά εξαιρετικά απλό (δηλαδή, μόνον κυκλικές τροχιές γύρω μας) και γι' αυτόν τον λόγο επιστημονικά εύκολα αποδεκτό (δηλαδή, απλοί φυσικοί νόμοι).
Από την εποχή της εμφάνισης των Ελλήνων φιλοσόφων πριν από δυόμισι χιλιετίες στην αρχαία Ιωνία, αρχίζει η επιστημονική επανάσταση. Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η επανάσταση; Η απάντηση είναι απλή όσο και σύντομη: Δημιουργία του Κόσμου από το Χάος. Ενα Σύμπαν προερχόμενο από το Χάος ήταν σε πλήρη συμφωνία με την πίστη των αρχαίων Ελλήνων σε μια μη προβλέψιμη Φύση, η οποία άρχεται από ιδιότροπους θεούς.
Αλλά τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Ιωνία αναπτύχθηκε ακριβώς η νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το Σύμπαν είναι κατανοητό, διότι έχει εσωτερική τάξη, διότι στη Φύση υπάρχουν κανονικότητες που επιτρέπουν την αποκάλυψη των μυστικών της και της λειτουργίας της. Η Φύση δεν είναι εντελώς απρόβλεπτη, διότι υπάρχουν κανόνες στους οποίους πρέπει να υπακούει. Σ' αυτήν την τάξη και τον θαυμαστό χαρακτήρα του Σύμπαντος οι αρχαίοι έδωσαν το όνομα Κόσμος, δηλαδή ομορφιά (στολίδι).
Η επανάσταση συνέβη στην Ιωνία και όχι σε κάποια από τις μεγάλες πόλεις της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Βαβυλωνίας, της Κίνας ή της Κεντρικής Αμερικής, σε σύγκριση με τις οποίες, βεβαίως, η Ιωνία είχε πολλά πλεονεκτήματα. Κατ' αρχήν, η Ιωνία ήταν ένα νησιωτικό βασίλειο. ( Η απομόνωση, έστω και ατελής, γεννά την ποικιλία). Λόγω των πολλών νησιών της χαρακτηριζόταν από μια ποικιλία πολιτικών συστημάτων. Δεν υπήρχε δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει κοινωνική και πνευματική ομοιομορφία σε όλα αυτά τα νησιά. Συνεπώς, έγινε δυνατή η ελεύθερη έρευνα και αναζήτηση ενώ δεν μπορούσε να θεωρηθεί πολιτική ανάγκη η καταφυγή στη δεισιδαιμονία. Σε αντίθεση με άλλους λαούς, οι Ίωνες βρίσκονταν στο σταυροδρόμι πολιτισμών και όχι στο κέντρο ενός πολιτισμού. Το φοινικικό αλφάβητο υιοθετήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες, για πρώτη φορά στην Ιωνία, και έτσι έγινε δυνατή η ευρεία διάδοση της γραφής και της παιδείας. Επομένως οι σκέψεις και οι ιδέες πολλών ήταν διαθέσιμες για συζήτηση, σχολιασμό ή αμφισβήτηση. Εξάλλου η πολιτική δύναμη βρισκόταν στα χέρια εμπόρων που προωθούσαν δραστικά την απαραίτητη, για την επιτυχία των σκοπών τους, τεχνολογία.
Γενικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι το κλειδί για την επανάσταση ήταν το χέρι, η χειρωνακτική εργασία, καθώς επίσης το πείραμα και η παρατήρηση. Μερικοί δε από τους λαμπρούς Ίωνες στοχαστές ήταν παιδιά ναυτικών, αγροτών, υφαντών, εξοικειωμένα με τη χειρωνακτική εργασία. Εκεί, στην Ανατολική Μεσόγειο, ήταν λοιπόν που οι μεγάλοι πολιτισμοί της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας συναντήθηκαν και αλληλοεπηρεάστηκαν μέσα σε ένα πνεύμα έντονης αντιπαράθεσης που αφορούσε προκαταλήψεις, γλώσσες, θεσμούς, ιδέες και θεούς. Έτσι, εμφανίσθηκε η μεγάλη ιδέα, δηλαδή η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι υπάρχουν αρχές, δυνάμεις, φυσικοί νόμοι που μπορεί να γίνουν κατανοητοί χωρίς να είναι απαραίτητο να ερμηνευθεί ένα φαινόμενο, για παράδειγμα η πτώση ενός πουλιού, με την απευθείας παρέμβαση του Δία.
Αρίσταρχος ο Σάμιος
Η συνεισφορά των Ιώνων φιλοσόφων, από τον Θαλή ως την Υπατία έδρασαν κυρίως από το 650 π.Χ. ως και το 450 μ.Χ. , στη διαμόρφωση της σύγχρονης αστρονομικής και κοσμολογικής επιστήμης είναι καθοριστική. Ιδιαίτερα ο Αρίσταρχος, αστρονόμος, μαθηματικός και γεωμέτρης της Αλεξανδρινής Σχολής, ο οποίος γεννήθηκε στη Σάμο και έζησε στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα (310-230 π.Χ.), υπήρξε ο εισηγητής, κήρυκας και υποστηρικτής της ριζοσπαστικής, για την εποχή του, ηλιοκεντρικής θεωρίας. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία η φαινομένη κίνηση ενός πλανήτη είναι, για έναν γήινο παρατηρητή, περιοδικά ορθή (δηλαδή ο πλανήτης φαίνεται να κινείται κατά τη διεύθυνση κίνησης της Γης) και κατόπιν ανάδρομη. Ακριβώς για να εξηγήσουν αυτή τη φαινόμενη κίνηση των πλανητών, όπως και του Ηλίου και της Σελήνης (“Σώζειν τα φαινόμενα”, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί του εμφαινόμενου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης”) οι αρχαίοι επινόησαν το γεωκεντρικό σύστημα του κόσμου (ή αλλιώς Πτολεμαϊκό από το όνομα του Κλαύδιου Πτολεμαίου).
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι πλανήτες κινούνται περί την Γη κατά το σύστημα των επικύκλων. Δηλαδή ο πλανήτης κινείται ομαλά σε κυκλική τροχιά γύρω από το κέντρο του επικύκλου, το οποίο (κέντρο) με τη σειρά του κινείται ομαλά σε κυκλική τροχιά με κέντρο σχεδόν ταυτιζόμενο με τη Γη. Με τον τρόπο αυτό οι αρχαίοι αναπαράστησαν τις φαινόμενες κινήσεις των πλανητών (ορθή και ανάδρομη). Αυτό το πολύπλοκο και θαυμαστό σύστημα αποτελούσε το απόλυτα δεκτό σύστημα του κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως οι πλανήτες εκτελούν ελλειπτικές, περί τον Ήλιο, κινήσεις, γι' αυτό και η υπόθεση των ομοιόμορφων, κυκλικών κινήσεων δεν απέδιδε αυτήν την πραγματικότητα. Οι παρατηρούμενες διαφορές, γνωστές στους αρχαίους, έμεναν ανεξήγητες. Φαινόμενα όπως αυτά όχι μόνο λύνονται κατά απλό τρόπο αλλά αποδεικνύονται και ως φυσική αναγκαιότητα αν, σύμφωνα με το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου, ο Ήλιος τοποθετηθεί εκεί όπου οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρίσκεται η Γη.
Ο Αρίσταρχος έγραψε πολλές εργασίες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν διασώθηκαν. Η θεωρία του όμως για τον Ήλιο ως κέντρο του Ηλιακού Συστήματος μαρτυρείται κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο από διάφορους αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Αρχιμήδης*, ο Στοβαίος** και ο Πλούταρχος***, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πατρότητά της. Εξάλλου ο Αρίσταρχος είναι ο εφευρέτης του σκαφίου, δηλαδή μιας μορφής ηλιακού ρολογιού, με το οποίο κατόρθωσε να προσδιορίσει τη στιγμή της αληθούς μεσημβρίας σε έναν τόπο (και να ορίσει γενικότερα την ώρα κατά τη διάρκεια μιας ηλιοφανούς ημέρας), το γεωγραφικό πλάτος του, την τιμή της λόξωσης της εκλειπτικής, την ημερήσια απόκλιση του Ήλιου και τις ημέρες των ισημεριών και ηλιοστασίων ενός έτους (του 281 π.Χ.). Μαζί με τον Ηρακλείδη τον Πόντιο (τον επονομαζόμενο και Ποντικό) θεωρείται από τους πρώτους που εξήγησαν την ημερήσια περιστροφή της ουράνιας σφαίρας ως αποτέλεσμα της αξονικής περιστροφής της Γης.
Επίσης εξήγησε τη διαδοχή των εποχών ως αποτέλεσμα της κλίσεως του άξονα περιστροφής της Γης ως προς το επίπεδο της εκλειπτικής. Είναι ο πρώτος έλληνας αστρονόμος που έδωσε την ακριβέστερη τιμή της φαινόμενης διαμέτρου του Ήλιου και της Σελήνης. Φαίνεται ότι είχε μια κάποια αντίληψη των πραγματικά μεγάλων αποστάσεων των αστέρων, έναν από τους οποίους θεωρούσε τον Ήλιο. Ο Αρίσταρχος περί το 288 ή 287 π.Χ. διεδέχθη τον Θεόφραστο στην θέση του αρχηγού της Περιπατητικής Σχολής, θέση που διατήρησε επί οκτώ έτη. Επιπλέον ο Αρίσταρχος επινόησε μια πολύ αξιόλογη μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών αποστάσεων του Ήλιου και της Σελήνης από τη Γη (με μονάδα μέτρησης των αποστάσεων τη διάμετρο της σεληνιακής τροχιάς). Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν 20 φορές μικρότερο του ακριβούς, χρησιμοποιήθηκε όμως επί αρκετές εκατονταετίες από τότε, η δε μέθοδος υπολογισμού αποδεικνύει ότι ο Αρίσταρχος είχε την ικανότητα γεωμετρικής θεώρησης των ουράνιων φαινομένων.
Ακόμη ο Αρίσταρχος επινόησε μια εξίσου σημαντική μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών διαστάσεων των τριών αυτών σωμάτων. Από τις γνωστές (και περίπου ίσες μεταξύ τους) φαινόμενες διαμέτρους του Ήλιου και της Σελήνης κατόρθωσε να υπολογίσει τις διαμέτρους των δύο σωμάτων (με μονάδα μέτρησης τη γήινη διάμετρο). Ίσως η ανακάλυψη ότι η πραγματική διάμετρος του Ήλιου είναι εικοσαπλάσια της σεληνιακής διαμέτρου, σε συνδυασμό με το ότι η απόσταση του Ήλιου από τη Γη είναι εικοσαπλάσια της απόστασης της Σελήνης από τη Γη οδήγησε τον Αρίσταρχο στο συμπέρασμα ότι ο Ήλιος και όχι η Γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου.
Η εισήγηση της ηλιοκεντρικής θεωρίας αποδεικνύει ότι ο Αρίσταρχος μπορούσε να κρίνει με σαφήνεια και να εξηγήσει σωστά τα υπό παρατήρηση ουράνια φαινόμενα, χωρίς να επηρεάζεται από τις επί αιώνες παραδεκτές αλλά εσφαλμένες αντιλήψεις και δοξασίες των συγχρόνων του.
Εξάλλου, η επινόηση και χρήση του σκαφίου αποδεικνύει ότι μπορούσε με επιτυχία όχι μόνο να λύνει θεωρητικά τα αστρονομικά προβλήματα αλλά και να εφευρίσκει και να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα όργανα, ήταν δηλαδή και ένας επιδέξιος παρατηρητής των ουράνιων φαινομένων.
Ουσιαστικά ο Αρίσταρχος είναι ο πατέρας και θεμελιωτής της Αστρονομίας, με βάση τη λογική σκέψη και όχι τις θρησκευτικές δοξασίες.
Η στιγμή της Αναγέννησης
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Αρίσταρχος πρώτος εισηγήθηκε την αποδεκτή σήμερα ηλιοκεντρική θεωρία και θεμελίωσε την Αστρονομία πάνω στη λογική σκέψη, άποψη την οποία, δυστυχώς, μια μερίδα της διεθνούς αστρονομικής κοινότητας, είτε δικαιολογημένα από άγνοια είτε ακόμη και αδικαιολόγητα, δεν φαίνεται να συμμερίζεται απολύτως. Δυστυχώς για την ηλιοκεντρική θεωρία, θερμοί υποστηρικτές της γεωκεντρικής θεωρίας με εισηγητή τον επίσης Σάμιο Πυθαγόρα, ήταν επιστήμονες του κύρους ενός Αριστοτέλη, ενός Ιππάρχου ή ενός Πτολεμαίου...
Συνεπώς, η επαναστατική ιδέα του Αρίσταρχου δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή. Περιέπεσε στη λήθη χωρίς πάντως να ξεχασθεί εντελώς ως την εποχή της Αναγέννησης, οπότε στα 1543, περίπου δύο χιλιετίες αργότερα, δικαιώθηκε από τον διάσημο πολωνό αστρονόμο Nicolaus Copernicus. Αν και ο Κοπέρνικος απλώς ανέσυρε από την αφάνεια την ηλιοκεντρική θεωρία, επαναλαμβάνοντας έτσι τις ιδέες του Αρίσταρχου, εν τούτοις φέρεται σήμερα ως ο εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας, μάλιστα δε το δεκτό σήμερα ηλιοκεντρικό σύστημα εξακολουθεί να ονομάζεται διεθνώς “Κοπερνίκειο” και όχι “Αριστάρχειο”, όπως θα έπρεπε.
Η επιβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας παρά την πολεμική των αντιπάλων της, οφείλεται λιγότερο στον Κοπέρνικο και περισσότερο στις συντριπτικές αποδείξεις για την ορθότητά της, που έδωσαν κατά καιρούς ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Νεύτων κ.ά. Προκύπτει αβίαστα, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσον το έργο του Κοπέρνικου είναι πρωτότυπο και ποια η αξία του. Για να δώσει κανείς μια υπεύθυνη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να λάβει υπόψη τις δυσκολίες της εποχής του Κοπέρνικου, κατά την οποία επικρατούσαν τα δόγματα του Αριστοτέλη με τα οποία δεν επιτρεπόταν να διαφωνήσει κανείς. Επιπλέον η κριτική στις θεωρίες του πολωνού αστρονόμου άρχισε αμέσως και υπήρξε ιδιαίτερα έντονη.
Αν και η συνεισφορά του Κοπέρνικου στην αναβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας είναι σημαντική, αυτό όμως δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί και η πατρότητα της θεωρίας αυτής. Είναι αλήθεια ότι ο Κοπέρνικος γνώριζε τις απόψεις του Αρίσταρχου. Αυτό πιστοποιείται από ένα σωζόμενο απόσπασμα του χειρογράφου της πραγματείας του με τίτλο De Revolutionibus Orbium Coelestium. Σε αυτό φαίνεται διαγραμμένη η παράγραφος που αναφέρεται στην πραγματεία του Αρίσταρχου και η οποία κατά ένα παράδοξο τρόπο δεν έχει συμπεριληφθεί στην τυπωμένη έκδοση της πραγματείας του που παρουσιάστηκε το 1543. Το γεγονός της διαγραφής χαρακτηρίζεται από μερικούς ως λογοκλοπή, ενώ άλλοι θεωρούν την παράλειψη αναφοράς στον Αρίσταρχο και στη θεωρία του ως έλλειψη θάρρους ή δειλία. Θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο αν η διαγραφή πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο τον Κοπέρνικο ή στον εκδότη του, δεδομένου ότι η έκδοση της πραγματείας έγινε μετά τον θάνατό του. Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι ο πολωνός αστρονόμος δεν έδινε επί μία ολόκληρη δεκαετία τη συγκατάθεσή του για την έκδοση της πραγματείας του φοβούμενος την καταδίκη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τελικά, το 1543, εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη ένα αντίγραφο του χειρογράφου του, το οποίο καταδικάσθηκε το 1616 από την Εκκλησία της Ρώμης.
Ο Κοπέρνικος δεν είναι λοιπόν ο εισηγητής αλλά απλώς ο άνθρωπος που ανέσυρε από τη λήθη και διέδωσε την ηλιοκεντρική θεωρία, η πατρότητα της οποίας ανήκει αποκλειστικά στον Αρίσταρχο. Η συνεισφορά του Κοπέρνικου βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι εισήγαγε τον γεωμετρικό μηχανισμό του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου. Είναι όμως φανερό ότι, αφού η πραγματική δυσκολία δηλαδή η πεποίθηση ότι οι πλανήτες κινούνται ομαλά σε κυκλικές τροχιές δεν ήταν δυνατό να υπερνικηθεί, η όλη προσπάθειά του βρισκόταν σε λανθασμένο δρόμο.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας αλλά και για λόγους ιστορικής αυτογνωσίας, επιβάλλεται η όσο το δυνατόν ευρύτερη ενημέρωση πάνω στο έργο του μεγάλου Έλληνα αστρονόμου Αρίσταρχου, ως μιας εκ των ηγετικών μορφών μέσα στον κόσμο των Ελλήνων αστρονόμων, μαθηματικών και φιλοσόφων της αρχαιότητας.
* Ο Αρχιμήδης στη μαθηματική πραγματεία του “Ψαμμίτης” γράφει: “Αρίσταρχος ο Σάμιος υποτίθεται γαρ τα μεν απλανέα των άστρων και τον Αλιον μένειν ακίνητον, ταν δε Γαν περιφέρεσθαι περί τον Αλιον κατά κύκλου περιφέρειαν, ός εστιν εν μέσω τω δρόμω κείμενος”.
** Ο Στοβαίος στο σύγγραμμά του “Περί Φυσικής” γράφει: “Αρίσταρχος τον Ηλιον ίστησι”.
*** Ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί αρεσκόντων τοις Φιλοσόφοις” αναφέρει: “Αρίσταρχος τον Ηλιον ίστησι μετά των απλανών, την δε Γην κινεί περί τον ηλιακόν κύκλον, εξελίττεσθαι δε κατά λοξού κύκλου την Γην, άμα δε και περί τον αυτής άξονα δινουμένην και κατά τας ταύτης εγκλίσεις σκιάζεσθαι τον δίσκον”.
(Νικόλαος Κ. Σπύρου, καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ. Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 10/12/2000)
Από τα πρώτα στάδια της ζωής του, ο άνθρωπος προσπάθησε να καταλάβει και να εξηγήσει την ύπαρξή του με βάση τις γνώσεις του και τις παρατηρήσεις. Εστιάζοντας την προσοχή του στο πλήθος των εντυπωσιακών ουράνιων φαινομένων, ο πρωτόγονος άνθρωπος έκανε τα πρώτα εξελικτικά βήματα προς την επιστημονική θεώρηση με αφορμή την παρατήρηση δύο θεμελιωδών φαινομένων, δηλαδή της ημερήσιας αξονικής περιστροφής της ουράνιας σφαίρας και της ετήσιας μεταβατικής κίνησης του Ηλίου.
Για πολλούς αιώνες ο άνθρωπος αγωνίσθηκε να κατανοήσει και να αποδείξει πώς δημιουργούνται αυτές οι δύο κινήσεις· αν δηλαδή οφείλονται στην περιφορά του συνόλου των αστέρων περί την ακίνητη Γη ή στην περιστροφή της Γης περί τον άξονά της, καθώς η Γη περιφέρεται περί το ακίνητο κέντρο του κόσμου, τον Ήλιο. Ως φυσιολογικό αποτέλεσμα επήλθε η διαίρεση των σοφών της αρχαιότητας σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, δηλαδή στους οπαδούς της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου και στους οπαδούς της ηλιοκεντρικής θεώρησής του. Οι πρώτοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, ενώ οι δεύτεροι τη μειοψηφία.
Η πίστη στην ορθότητα της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη, είχε καθαρά θρησκευτική προέλευση και βασιζόταν στην ακλόνητη πεποίθηση ότι η Γη ως κατοικία των θεών, των οποίων δεν πρέπει να ταράσσεται η ηρεμία αποτελεί το ακίνητο κέντρο του Σύμπαντος και ότι όλα τα ουράνια σώματα κινούνται γύρω της σε απόλυτα κυκλικές, τέλειες τροχιές. Συνεπώς, στο πλαίσιο της γεωκεντρικής θεώρησης, εμείς, ως παρατηρητές, έχουμε μια προνομιακή θέση στο Σύμπαν. Αυτό το μη αποδεκτό σήμερα συμπέρασμα ήταν αρκετά σημαντικό, καθ' ότι ήταν αισθητικά εξαιρετικά απλό (δηλαδή, μόνον κυκλικές τροχιές γύρω μας) και γι' αυτόν τον λόγο επιστημονικά εύκολα αποδεκτό (δηλαδή, απλοί φυσικοί νόμοι).
Από την εποχή της εμφάνισης των Ελλήνων φιλοσόφων πριν από δυόμισι χιλιετίες στην αρχαία Ιωνία, αρχίζει η επιστημονική επανάσταση. Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η επανάσταση; Η απάντηση είναι απλή όσο και σύντομη: Δημιουργία του Κόσμου από το Χάος. Ενα Σύμπαν προερχόμενο από το Χάος ήταν σε πλήρη συμφωνία με την πίστη των αρχαίων Ελλήνων σε μια μη προβλέψιμη Φύση, η οποία άρχεται από ιδιότροπους θεούς.
Αλλά τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Ιωνία αναπτύχθηκε ακριβώς η νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το Σύμπαν είναι κατανοητό, διότι έχει εσωτερική τάξη, διότι στη Φύση υπάρχουν κανονικότητες που επιτρέπουν την αποκάλυψη των μυστικών της και της λειτουργίας της. Η Φύση δεν είναι εντελώς απρόβλεπτη, διότι υπάρχουν κανόνες στους οποίους πρέπει να υπακούει. Σ' αυτήν την τάξη και τον θαυμαστό χαρακτήρα του Σύμπαντος οι αρχαίοι έδωσαν το όνομα Κόσμος, δηλαδή ομορφιά (στολίδι).
Η επανάσταση συνέβη στην Ιωνία και όχι σε κάποια από τις μεγάλες πόλεις της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Βαβυλωνίας, της Κίνας ή της Κεντρικής Αμερικής, σε σύγκριση με τις οποίες, βεβαίως, η Ιωνία είχε πολλά πλεονεκτήματα. Κατ' αρχήν, η Ιωνία ήταν ένα νησιωτικό βασίλειο. ( Η απομόνωση, έστω και ατελής, γεννά την ποικιλία). Λόγω των πολλών νησιών της χαρακτηριζόταν από μια ποικιλία πολιτικών συστημάτων. Δεν υπήρχε δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει κοινωνική και πνευματική ομοιομορφία σε όλα αυτά τα νησιά. Συνεπώς, έγινε δυνατή η ελεύθερη έρευνα και αναζήτηση ενώ δεν μπορούσε να θεωρηθεί πολιτική ανάγκη η καταφυγή στη δεισιδαιμονία. Σε αντίθεση με άλλους λαούς, οι Ίωνες βρίσκονταν στο σταυροδρόμι πολιτισμών και όχι στο κέντρο ενός πολιτισμού. Το φοινικικό αλφάβητο υιοθετήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες, για πρώτη φορά στην Ιωνία, και έτσι έγινε δυνατή η ευρεία διάδοση της γραφής και της παιδείας. Επομένως οι σκέψεις και οι ιδέες πολλών ήταν διαθέσιμες για συζήτηση, σχολιασμό ή αμφισβήτηση. Εξάλλου η πολιτική δύναμη βρισκόταν στα χέρια εμπόρων που προωθούσαν δραστικά την απαραίτητη, για την επιτυχία των σκοπών τους, τεχνολογία.
Γενικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι το κλειδί για την επανάσταση ήταν το χέρι, η χειρωνακτική εργασία, καθώς επίσης το πείραμα και η παρατήρηση. Μερικοί δε από τους λαμπρούς Ίωνες στοχαστές ήταν παιδιά ναυτικών, αγροτών, υφαντών, εξοικειωμένα με τη χειρωνακτική εργασία. Εκεί, στην Ανατολική Μεσόγειο, ήταν λοιπόν που οι μεγάλοι πολιτισμοί της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας συναντήθηκαν και αλληλοεπηρεάστηκαν μέσα σε ένα πνεύμα έντονης αντιπαράθεσης που αφορούσε προκαταλήψεις, γλώσσες, θεσμούς, ιδέες και θεούς. Έτσι, εμφανίσθηκε η μεγάλη ιδέα, δηλαδή η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι υπάρχουν αρχές, δυνάμεις, φυσικοί νόμοι που μπορεί να γίνουν κατανοητοί χωρίς να είναι απαραίτητο να ερμηνευθεί ένα φαινόμενο, για παράδειγμα η πτώση ενός πουλιού, με την απευθείας παρέμβαση του Δία.
Αρίσταρχος ο Σάμιος
Η συνεισφορά των Ιώνων φιλοσόφων, από τον Θαλή ως την Υπατία έδρασαν κυρίως από το 650 π.Χ. ως και το 450 μ.Χ. , στη διαμόρφωση της σύγχρονης αστρονομικής και κοσμολογικής επιστήμης είναι καθοριστική. Ιδιαίτερα ο Αρίσταρχος, αστρονόμος, μαθηματικός και γεωμέτρης της Αλεξανδρινής Σχολής, ο οποίος γεννήθηκε στη Σάμο και έζησε στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα (310-230 π.Χ.), υπήρξε ο εισηγητής, κήρυκας και υποστηρικτής της ριζοσπαστικής, για την εποχή του, ηλιοκεντρικής θεωρίας. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία η φαινομένη κίνηση ενός πλανήτη είναι, για έναν γήινο παρατηρητή, περιοδικά ορθή (δηλαδή ο πλανήτης φαίνεται να κινείται κατά τη διεύθυνση κίνησης της Γης) και κατόπιν ανάδρομη. Ακριβώς για να εξηγήσουν αυτή τη φαινόμενη κίνηση των πλανητών, όπως και του Ηλίου και της Σελήνης (“Σώζειν τα φαινόμενα”, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί του εμφαινόμενου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης”) οι αρχαίοι επινόησαν το γεωκεντρικό σύστημα του κόσμου (ή αλλιώς Πτολεμαϊκό από το όνομα του Κλαύδιου Πτολεμαίου).
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι πλανήτες κινούνται περί την Γη κατά το σύστημα των επικύκλων. Δηλαδή ο πλανήτης κινείται ομαλά σε κυκλική τροχιά γύρω από το κέντρο του επικύκλου, το οποίο (κέντρο) με τη σειρά του κινείται ομαλά σε κυκλική τροχιά με κέντρο σχεδόν ταυτιζόμενο με τη Γη. Με τον τρόπο αυτό οι αρχαίοι αναπαράστησαν τις φαινόμενες κινήσεις των πλανητών (ορθή και ανάδρομη). Αυτό το πολύπλοκο και θαυμαστό σύστημα αποτελούσε το απόλυτα δεκτό σύστημα του κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως οι πλανήτες εκτελούν ελλειπτικές, περί τον Ήλιο, κινήσεις, γι' αυτό και η υπόθεση των ομοιόμορφων, κυκλικών κινήσεων δεν απέδιδε αυτήν την πραγματικότητα. Οι παρατηρούμενες διαφορές, γνωστές στους αρχαίους, έμεναν ανεξήγητες. Φαινόμενα όπως αυτά όχι μόνο λύνονται κατά απλό τρόπο αλλά αποδεικνύονται και ως φυσική αναγκαιότητα αν, σύμφωνα με το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου, ο Ήλιος τοποθετηθεί εκεί όπου οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρίσκεται η Γη.
Ο Αρίσταρχος έγραψε πολλές εργασίες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν διασώθηκαν. Η θεωρία του όμως για τον Ήλιο ως κέντρο του Ηλιακού Συστήματος μαρτυρείται κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο από διάφορους αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Αρχιμήδης*, ο Στοβαίος** και ο Πλούταρχος***, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πατρότητά της. Εξάλλου ο Αρίσταρχος είναι ο εφευρέτης του σκαφίου, δηλαδή μιας μορφής ηλιακού ρολογιού, με το οποίο κατόρθωσε να προσδιορίσει τη στιγμή της αληθούς μεσημβρίας σε έναν τόπο (και να ορίσει γενικότερα την ώρα κατά τη διάρκεια μιας ηλιοφανούς ημέρας), το γεωγραφικό πλάτος του, την τιμή της λόξωσης της εκλειπτικής, την ημερήσια απόκλιση του Ήλιου και τις ημέρες των ισημεριών και ηλιοστασίων ενός έτους (του 281 π.Χ.). Μαζί με τον Ηρακλείδη τον Πόντιο (τον επονομαζόμενο και Ποντικό) θεωρείται από τους πρώτους που εξήγησαν την ημερήσια περιστροφή της ουράνιας σφαίρας ως αποτέλεσμα της αξονικής περιστροφής της Γης.
Επίσης εξήγησε τη διαδοχή των εποχών ως αποτέλεσμα της κλίσεως του άξονα περιστροφής της Γης ως προς το επίπεδο της εκλειπτικής. Είναι ο πρώτος έλληνας αστρονόμος που έδωσε την ακριβέστερη τιμή της φαινόμενης διαμέτρου του Ήλιου και της Σελήνης. Φαίνεται ότι είχε μια κάποια αντίληψη των πραγματικά μεγάλων αποστάσεων των αστέρων, έναν από τους οποίους θεωρούσε τον Ήλιο. Ο Αρίσταρχος περί το 288 ή 287 π.Χ. διεδέχθη τον Θεόφραστο στην θέση του αρχηγού της Περιπατητικής Σχολής, θέση που διατήρησε επί οκτώ έτη. Επιπλέον ο Αρίσταρχος επινόησε μια πολύ αξιόλογη μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών αποστάσεων του Ήλιου και της Σελήνης από τη Γη (με μονάδα μέτρησης των αποστάσεων τη διάμετρο της σεληνιακής τροχιάς). Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν 20 φορές μικρότερο του ακριβούς, χρησιμοποιήθηκε όμως επί αρκετές εκατονταετίες από τότε, η δε μέθοδος υπολογισμού αποδεικνύει ότι ο Αρίσταρχος είχε την ικανότητα γεωμετρικής θεώρησης των ουράνιων φαινομένων.
Ακόμη ο Αρίσταρχος επινόησε μια εξίσου σημαντική μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών διαστάσεων των τριών αυτών σωμάτων. Από τις γνωστές (και περίπου ίσες μεταξύ τους) φαινόμενες διαμέτρους του Ήλιου και της Σελήνης κατόρθωσε να υπολογίσει τις διαμέτρους των δύο σωμάτων (με μονάδα μέτρησης τη γήινη διάμετρο). Ίσως η ανακάλυψη ότι η πραγματική διάμετρος του Ήλιου είναι εικοσαπλάσια της σεληνιακής διαμέτρου, σε συνδυασμό με το ότι η απόσταση του Ήλιου από τη Γη είναι εικοσαπλάσια της απόστασης της Σελήνης από τη Γη οδήγησε τον Αρίσταρχο στο συμπέρασμα ότι ο Ήλιος και όχι η Γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου.
Η εισήγηση της ηλιοκεντρικής θεωρίας αποδεικνύει ότι ο Αρίσταρχος μπορούσε να κρίνει με σαφήνεια και να εξηγήσει σωστά τα υπό παρατήρηση ουράνια φαινόμενα, χωρίς να επηρεάζεται από τις επί αιώνες παραδεκτές αλλά εσφαλμένες αντιλήψεις και δοξασίες των συγχρόνων του.
Εξάλλου, η επινόηση και χρήση του σκαφίου αποδεικνύει ότι μπορούσε με επιτυχία όχι μόνο να λύνει θεωρητικά τα αστρονομικά προβλήματα αλλά και να εφευρίσκει και να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα όργανα, ήταν δηλαδή και ένας επιδέξιος παρατηρητής των ουράνιων φαινομένων.
Ουσιαστικά ο Αρίσταρχος είναι ο πατέρας και θεμελιωτής της Αστρονομίας, με βάση τη λογική σκέψη και όχι τις θρησκευτικές δοξασίες.
Η στιγμή της Αναγέννησης
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Αρίσταρχος πρώτος εισηγήθηκε την αποδεκτή σήμερα ηλιοκεντρική θεωρία και θεμελίωσε την Αστρονομία πάνω στη λογική σκέψη, άποψη την οποία, δυστυχώς, μια μερίδα της διεθνούς αστρονομικής κοινότητας, είτε δικαιολογημένα από άγνοια είτε ακόμη και αδικαιολόγητα, δεν φαίνεται να συμμερίζεται απολύτως. Δυστυχώς για την ηλιοκεντρική θεωρία, θερμοί υποστηρικτές της γεωκεντρικής θεωρίας με εισηγητή τον επίσης Σάμιο Πυθαγόρα, ήταν επιστήμονες του κύρους ενός Αριστοτέλη, ενός Ιππάρχου ή ενός Πτολεμαίου...
Συνεπώς, η επαναστατική ιδέα του Αρίσταρχου δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή. Περιέπεσε στη λήθη χωρίς πάντως να ξεχασθεί εντελώς ως την εποχή της Αναγέννησης, οπότε στα 1543, περίπου δύο χιλιετίες αργότερα, δικαιώθηκε από τον διάσημο πολωνό αστρονόμο Nicolaus Copernicus. Αν και ο Κοπέρνικος απλώς ανέσυρε από την αφάνεια την ηλιοκεντρική θεωρία, επαναλαμβάνοντας έτσι τις ιδέες του Αρίσταρχου, εν τούτοις φέρεται σήμερα ως ο εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας, μάλιστα δε το δεκτό σήμερα ηλιοκεντρικό σύστημα εξακολουθεί να ονομάζεται διεθνώς “Κοπερνίκειο” και όχι “Αριστάρχειο”, όπως θα έπρεπε.
Η επιβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας παρά την πολεμική των αντιπάλων της, οφείλεται λιγότερο στον Κοπέρνικο και περισσότερο στις συντριπτικές αποδείξεις για την ορθότητά της, που έδωσαν κατά καιρούς ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Νεύτων κ.ά. Προκύπτει αβίαστα, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσον το έργο του Κοπέρνικου είναι πρωτότυπο και ποια η αξία του. Για να δώσει κανείς μια υπεύθυνη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να λάβει υπόψη τις δυσκολίες της εποχής του Κοπέρνικου, κατά την οποία επικρατούσαν τα δόγματα του Αριστοτέλη με τα οποία δεν επιτρεπόταν να διαφωνήσει κανείς. Επιπλέον η κριτική στις θεωρίες του πολωνού αστρονόμου άρχισε αμέσως και υπήρξε ιδιαίτερα έντονη.
Αν και η συνεισφορά του Κοπέρνικου στην αναβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας είναι σημαντική, αυτό όμως δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί και η πατρότητα της θεωρίας αυτής. Είναι αλήθεια ότι ο Κοπέρνικος γνώριζε τις απόψεις του Αρίσταρχου. Αυτό πιστοποιείται από ένα σωζόμενο απόσπασμα του χειρογράφου της πραγματείας του με τίτλο De Revolutionibus Orbium Coelestium. Σε αυτό φαίνεται διαγραμμένη η παράγραφος που αναφέρεται στην πραγματεία του Αρίσταρχου και η οποία κατά ένα παράδοξο τρόπο δεν έχει συμπεριληφθεί στην τυπωμένη έκδοση της πραγματείας του που παρουσιάστηκε το 1543. Το γεγονός της διαγραφής χαρακτηρίζεται από μερικούς ως λογοκλοπή, ενώ άλλοι θεωρούν την παράλειψη αναφοράς στον Αρίσταρχο και στη θεωρία του ως έλλειψη θάρρους ή δειλία. Θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο αν η διαγραφή πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο τον Κοπέρνικο ή στον εκδότη του, δεδομένου ότι η έκδοση της πραγματείας έγινε μετά τον θάνατό του. Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι ο πολωνός αστρονόμος δεν έδινε επί μία ολόκληρη δεκαετία τη συγκατάθεσή του για την έκδοση της πραγματείας του φοβούμενος την καταδίκη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τελικά, το 1543, εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη ένα αντίγραφο του χειρογράφου του, το οποίο καταδικάσθηκε το 1616 από την Εκκλησία της Ρώμης.
Ο Κοπέρνικος δεν είναι λοιπόν ο εισηγητής αλλά απλώς ο άνθρωπος που ανέσυρε από τη λήθη και διέδωσε την ηλιοκεντρική θεωρία, η πατρότητα της οποίας ανήκει αποκλειστικά στον Αρίσταρχο. Η συνεισφορά του Κοπέρνικου βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι εισήγαγε τον γεωμετρικό μηχανισμό του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου. Είναι όμως φανερό ότι, αφού η πραγματική δυσκολία δηλαδή η πεποίθηση ότι οι πλανήτες κινούνται ομαλά σε κυκλικές τροχιές δεν ήταν δυνατό να υπερνικηθεί, η όλη προσπάθειά του βρισκόταν σε λανθασμένο δρόμο.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας αλλά και για λόγους ιστορικής αυτογνωσίας, επιβάλλεται η όσο το δυνατόν ευρύτερη ενημέρωση πάνω στο έργο του μεγάλου Έλληνα αστρονόμου Αρίσταρχου, ως μιας εκ των ηγετικών μορφών μέσα στον κόσμο των Ελλήνων αστρονόμων, μαθηματικών και φιλοσόφων της αρχαιότητας.
* Ο Αρχιμήδης στη μαθηματική πραγματεία του “Ψαμμίτης” γράφει: “Αρίσταρχος ο Σάμιος υποτίθεται γαρ τα μεν απλανέα των άστρων και τον Αλιον μένειν ακίνητον, ταν δε Γαν περιφέρεσθαι περί τον Αλιον κατά κύκλου περιφέρειαν, ός εστιν εν μέσω τω δρόμω κείμενος”.
** Ο Στοβαίος στο σύγγραμμά του “Περί Φυσικής” γράφει: “Αρίσταρχος τον Ηλιον ίστησι”.
*** Ο Πλούταρχος στο έργο του “Περί αρεσκόντων τοις Φιλοσόφοις” αναφέρει: “Αρίσταρχος τον Ηλιον ίστησι μετά των απλανών, την δε Γην κινεί περί τον ηλιακόν κύκλον, εξελίττεσθαι δε κατά λοξού κύκλου την Γην, άμα δε και περί τον αυτής άξονα δινουμένην και κατά τας ταύτης εγκλίσεις σκιάζεσθαι τον δίσκον”.
(Νικόλαος Κ. Σπύρου, καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ. Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 10/12/2000)